Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΤΖΟΝΙ ΣΟΣΑ

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΤΖΟΝΙ ΣΟΣΑ

Συγγραφέας: ΑΠΑΡΑΙΝ ΜΑΡΙΟ
Μετάφραση: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΗΜΟΥ
Εκδόθηκε: 27/05/2020
ISBN: 960-7073-40-1
Σελίδες: 120

€8.59 €9.54

  Στο καλαθι βιβλια

Ο Νέγρος μπλουζίστας Τζόνι τραγουδάει σε κακόφημα καμπαρέ παρά τα δόντια που του λείπουν. Η περίεργη στρατιωτική δικτατορία που εγκαθιδρύεται στο χωριό του του υπόσχεται μια μασέλα αλλά ζητά κάποια ανταλλάγματα... Ένα χιουμοριστικό και ανατρεπτικό μυθιστόρημα από έναν νέο Ουρουγουανό συγγραφέα.

Θα 'ταν μια απ' τις τελευταίες αμέριμνες μέρες, όταν ακόμα ο νέγρος Τζόνι Σόσα έμενε σαν εκστασιασμένος, με το μάτι καρφωμένο στην τρύπα του πλίθινου τοίχου της κουζίνας, περιμένοντας, ανυπόμονος σαν παιδάκι, ν' ακούσει απ' το ραδιόφωνο την εκπομπή «Η εύφορη ώρα της αυγής». Έτσι όπως ήταν, ζαβλακωμένος ακόμα, περισσότερο μάντευε παρά έβλεπε μέσα απ' τη μικρή σχισμή του τοίχου τα γαλαζωπά περιγράμματα των τελευταίων σπιτιών του Μοσκίτος. Το λίκνισμα των ευκαλύπτων που τραβούσαν προς ένα βορρά χαμένο στο πουθενά, έκανε κάποιες στιγμές τα σπίτια του χωριού να εξαφανίζονται ολότελα ή και να παίρνουν κάτι παράξενα σχήματα, αναγκάζοντας τον να κολλάει το μάτι του στην τρύπα και ν' αναρωτιέται φωναχτά, μ' εκείνη τη βραχνή φωνή του αγουροξυπνημένου, αν αυτό που έβλεπε, αυτό που πήγαινε κι ερχόταν εκεί έξω, ήταν σπίτια, ίσκιοι ή καμιόνια. Καμιά φορά, το σκοτάδι ήταν τόσο πηχτό, ώστε ο Τζόνι Σόσα, όσο κι αν προσπαθούσε, δεν διέκρινε παρά κάτι γαβγίσματα από τα σκυλιά της γειτονιάς, κι αυτό του έφτανε και με το παραπάνω. Όταν έκανε βρομόκαιρο, βολευόταν όσο μπορούσε καλύτερα στο καρεκλάκι, έχοντας την κούπα με το καυτό μάτε ανάμεσα στις φούχτες του, και την τσαγιέρα δίπλα στα πόδια, κι έτσι περνούσε την ώρα του, με το 'να μάτι κλειστό και τ' άλλο να πασχίζει να λύσει τα μυστήρια της τρύπας, να καταλάβει δηλαδή αν εκείνοι οι ίσκιοι ήταν σπίτια ή καμιόνια, ώσπου έφτανε κάποτε η ώρα ν' ανοίξει το ραδιοφωνάκι του, εκείνο το Spika με τις δύο μπαταρίες, και τέρμα οι ονειροπολήσεις. Από κει κι ύστερα, χωρίς κανείς και τίποτα στον κόσμο να μπορεί να τον εμποδίσει, ενόσω η Ντίνα η Ξανθιά κοιμόταν απ' την άλλη πλευρά της λινής κουρτίνας και του παραμιλούσε τα όνειρα της, ο Τζόνι, απ' τις επτά ως τις οκτώ, αφοσιωνόταν με θρησκευτική ευλάβεια στην ακρόαση της βιογραφίας του Λου Μπράκλι, κάνοντας κι όλους τους υπολογισμούς στις χρονολογίες για να μπορεί να παρακολουθεί καλύτερα την ιστορία. Στα τελευταία επεισόδια, ο Τζόνι έφτασε να σκεφτεί, με τον ενθουσιασμό που σου προξενούν τα σπουδαία γεγονότα, ότι οι παιδικές τους ηλικίες έμοιαζαν κάπως. Λίγο ένοιαζε αν αυτός δεν είχε κερδίσει στα οκτώ του χρόνια μια κιθάρα σ' ένα διαγωνισμό τραγουδιού με θέμα το καλοκαίρι, όπως είχε συμβεί στο παιδί-θαύμα από το Όστιν πριν εκδηλωθεί η σκληρή αδιαφορία του πατέρα του, ενός αλλήθωρου που, κατά τον παρουσιαστή της εκπομπής, είχε αφοσιωθεί ολόψυχα στο πιοτό και το Ευαγγέλιο, σκόρπιζε εδώ κι εκεί το μεροκάματο του, κι έτρωγε κάτι ξεγυρισμένες φάπες στις καντίνες, ενόσω η γυναίκα του, η μάνα του Λου, για να τα βγάλει πέρα, σιδέρωνε χωρίς να πάρει ανάσα ως αργά τα μεσάνυχτα και τον περίμενε του κάκου να γυρίσει στο σπίτι. Ο Τζόνι σκεφτόταν ότι τέτοια τύχη λάχαινε στους ανθρώπους μόνο σε μια χώρα σαν κι αυτήν του Λου Μπράκλι. Του πέρασε απ' το νου πως, στο Μοσκίτος, όσο κι αν το λαχταρούσε όταν ήταν οκτώ ή δώδεκα χρονών, δε θα 'χε ποτέ την ευκαιρία να πάρει μέρος με τα τραγούδια του σ' έναν από εκείνους τους ραδιοφωνικούς διαγωνισμούς ή σε κάποιαν απ' τις πλαζ της Κόστα δε Όρο, τη «Los Titanes», ας πούμε, ή τη «Shangrila», που φάνταζαν στα μάτια του εξωτικές και κατοικημένες απ' τα τέκνα του Πλοιάρχου Γκραντ, κι από τότε που άρχισαν να διοργανώνονται σ' αυτές μουσικά φεστιβάλ, είχαν γίνει διάσημες και, μαζί μ' αυτές, κι οι νικητές των φεστιβάλ. Ούτε πάλι ήταν πιθανό να ξεπέσει στο Μοσκίτος κανένας μουσικός ατζέντης και, μπουκωμένος με μια μπριζόλα αλά μιλανέζα στο μπαρ Euskalduna, να ρωτήσει για κάποιον Τζόνι Σόσα, που τ' όνομα του και τα λεγόμενα ότι ήταν σπουδαίο λαρύγγι και χρυσό παιδί τα 'χε ακούσει σ' ένα συνέδριο νυσταλέων ειδικών της μουσικής. Σ' αυτή την περίπτωση, θα γινόταν κι ο Τζόνι ένας μύθος όπως εκείνος ο άλλος που, σύμφωνα με τον εκφωνητή, Μελίας Τσούρι, πλανιόταν πάνω από την πόλη του Όστιν ότι δηλαδή, ο Λου Μπρακλι ανακαλύφθηκε από έναν άνθρωπο ο οποίος έψαχνε επί δύο ολόκληρα χρόνια κάποιον που να ονειρευόταν σαν νέγρος, να αισθανόταν σαν νέγρος, να τραγουδούσε σαν νέγρος, αλλά και, πάση θυσία, να 'ταν λευκός. «Καλά... Σιγά μη συμβεί αυτό στο Μοσκίτος!» γρύλιζε μόνος του στην κουζίνα, χασκογελώντας σιγανά με την εθελοντική του υποταγή στη μοίρα. Και μόνο επειδή ήταν νέγρος, δεν είχε τίποτα να κάνει με τον Λου Μπράκλι. Ακόμα πιο απίθανο ήταν το ενδεχόμενο να βγάλει δικό του δίσκο· πριν περάσουν κάνα-δυο αιώνες, τουλάχιστον, δεν υπήρχε περίπτωση να του κατέβει κανενός η ιδέα να στήσει στο χωριό ένα από εκείνα τα στούντιο του τύπου «Ηχογραφηθείτε μόνος σας», αφού, όπως έλεγαν, σ' ένα τέτοιο απίθανο μέρος είχε αιφνιδιάσει ο ατζέντης το καμάρι του Όστιν, την ώρα που προβάριζε μια τολμηρή διασκευή ενός γνωστού μπλουζ του Αρθουρ «Μπιγκ Μπόι» Κράνταπ, το «That's All Right (Mama)». Πάντα σύμφωνα με τα σχόλια του εκφωνητή, αυτό ακριβώς έψαχνε μετά μανίας εκείνος ο βετεράνος κυνηγός ταλέντων. Και σ' εκείνο το σημείο, καθώς ο Τζόνι τον άκουγε με το μυαλό του πλημμυρισμένο απ' τη δική του παράλληλη ζωή, ο εκφωνητής έκανε ένα μεγάλο άλμα στο χρόνο, έβγαλε τον νεαρό απ' την αξιολύπητη ανωνυμία του και, με θαυμαστή δεξιοτεχνία, τον μετέφερε ακριβώς στην εποχή όπου ο Λου Μπράκλι έγινε ο Λου Μπράκλι που ήξερε όλος ο κόσμος. «Δεν υπάρχει αμφιβολία» είχε αποφανθεί ο Μελίας Τσούρι στην προηγούμενη εκπομπή του, «πως το 1956 πρέπει να 'ταν μια πολύ σκληρή χρονιά για τον τραγουδιστή μας. Γι' αυτήν όμως την περίοδο της ζωής του συνθέτη και ερμηνευτή του "One-Star Motel", αγαπητοί μου ακροατές, θα τα πούμε αύριο, πρώτα ο θεός, στις επτά ακριβώς, πάντα από το Ράδιο-Μοσκίτος». Στις επτά παρά πέντε, ο δρόμος εξακολουθούσε να 'ναι σκεπασμένος από ένα παχύ στρώμα παγωμένης λάσπης, κι έπιασε να φυσάει εκείνος ο τρελο-αέρας που έκανε τα δέντρα να πηγαίνουν πέρα-δώθε, και τα σκυλιά να παραπατάνε και να γαβγίζουν σαν παλαβωμένα. Τον Τζόνι τον έπιανε ταραχή όταν έβλεπε μέσα απ' το άνοιγμα του τοίχου όλες αυτές τις σκηνές που δεν είχαν τίποτα το οικείο και που, όσο κι αν κολλούσε το μάτι του στην τρύπα, τις έβλεπε ν' αλλάζουν σχήμα και να μεταμορφώνονται, από ίσκιους και καμιόνια, σ' αυτό που ήταν στ' αλήθεια: μια σκοτεινή, κινούμενη και, ταυτόχρονα, απαράλλαχτη παρέλαση εικόνων που τον βύθιζε σ' ένα γλάρωμα απ' το οποίο τον έβγαζε μονάχα το ζεστό του μάτε και που εξαφανιζόταν ολότελα όταν άνοιγε το ραδιοφωνάκι του κι έφραζε την τρύπα στον τοίχο. Αφού έριξε μια τελευταία ματιά στο παλιό ξυπνητήρι μάρκας Cronos, με τα δύο κουδουνάκια, που έτσι όπως ήταν ακουμπισμένο πάνω στο κουτί του μάτε, έμοιαζε σαν μαραγκός χοντρομπαλάς, απίθωσε με προσοχή την κούπα του πάνω στο ανοιχτό στόμιο της τσαγιέρας και, με δυο σφυριγματάκια που πρόδιδαν τη λαχτάρα του για την επικείμενη απόλαυση, άνοιξε το κόκκινο ραδιοφωνάκι. Το πρόσωπο του έχασε την έκφραση μακαριότητας του ανθρώπου που προσδοκά να του πάει καλά η μέρα. Η μουσική κονιορτοποίησε τη σιωπή της κουζίνας, οι κατσαρίδες πετάχτηκαν κάτω απ' τα ντουλάπια κι ο Τζόνι τρεμόπαιξε τα βλέφαρα του. Σκέφτηκε ότι είχε βάλει λάθος συχνότητα, ή ότι η Ντίνα η Ξανθιά είχε αλλάξει την ώρα στο ρολόι, ή ακόμα κι ότι τον Μελιάς Τσούρι τον είχε πάρει ο ύπνος κι ότι η εκπομπή του είχε αντικατασταθεί επειγόντως με μιαν απρόσωπη κι ακατάσχετη μουσική. Απ' την άλλη, όμως, σκέφτηκε πως μπορεί και να μη συνέβαινε τίποτα απ' όλα αυτά" πως ό,τι άκουγε, μπορεί να 'ταν μια μουσική γέφυρα σχετική με κάποια άγνωστη περίοδο της ζωής του γίγαντα του Όστιν, όπως ακριβώς είχε συμβεί κι εκείνα τα θλιβερά Χριστούγεννα που ο Λου Μπράκλι είχε φάει το ξύλο της ζωής του απ' τον πατέρα του, οπότε, ένα μαρτιάτικο πρωινό, ο εκφωνητής είχε ξεκινήσει το πρόγραμμα του με τα κουδουνάκια από τα έλκηθρα της «ʼγιας Νύχτας», σε μια καταπληκτική διασκευή για έγχορδα, παιγμένη από ιθαγενείς της Χαβάης. Καθώς η ένταση της μπάντας ανέβαινε και τα τρομπόνια συναγωνίζονταν αναμεταξύ τους σε επικούς υπαινιγμούς, ο Τζόνι πήρε μια βαθιά ανάσα κι έπιασε πάλι να κοιτάζει από την τρύπα. Περίμενε με υπομονή, επειδή άρχισε να υποπτεύεται "με μια βεβαιότητα που όλο και μεγάλωνε" ότι η μουσική αυτή μπορεί να είχε σχέση με την απίστευτη απόφαση του Λου Μπράκλι, γύρω στα τέλη του 1957, να στρατευτεί με τα παλικάρια του Αϊζενχάουερ, κι όλες οι εφημερίδες του κόσμου δημοσίευσαν τη φωτογραφία που ένας κουρέας των πρασινο-σκούφηδων θέριζε την υπέροχη αλογοουρά του, προετοιμάζοντάς τον για κάποιον πόλεμο σε κάποια γωνιά του πλανήτη, ενώ έξω απ' το κουρείο είχε μαζευτεί ένα τσούρμο κοριτσόπουλα που έκλαιγαν, θαρρείς και τον αποκεφάλιζαν στις Φυλακές Σαν Κουέντιν. Ωστόσο, αυτή τη συγκεκριμένη ιστορία, ο Μελιάς Τσούρι είχε προαναγγείλει ότι θα την αφηγούνταν μετά από δυο-τρεις εκπομπές· κι από την άλλη, δεν υπήρχε η παραμικρή ένδειξη για το ποιο ακριβώς επεισόδιο της ζωής αυτού του μεγάλου ανδρός θα εξιστορούσε η σημερινή εκπομπή του, αφού το στρατιωτικό εμβατήριο στο ραδιόφωνο απειλούσε να μετατραπεί σε μιαν ατέρμονη μουσική γέφυρα. Ώσπου, ο Τζόνι κατέληξε ν' αποδεχθεί ότι όλα αυτά που άκουγε, δεν είχαν την παραμικρή σχέση με τη ζωή του Λου Μπράκλι, αφού πιο πολύ του θύμιζαν το βράδυ που έπαιξαν στο σινεμά Daguerre τη Γέφυρα του Ποταμού Κβάι, κι ο Καποσόλι είχε εγκαταστήσει γύρω γύρω μεγάφωνα, για ν' ακούνε οι χωριάτες το εμβατήριο της ταινίας και να μπαίνουν στην προβολή των πέντε με στρατιωτικό βηματισμό. Όμως ο ιδιοκτήτης του σινεμά είχε σκανδαλιστεί τόσο πολύ με τη μνημειώδη ξεροκεφαλιά του ʼγγλου αιχμαλώτου, ώστε θρονιάστηκε σ' ένα σκαμνί στο διάδρομο απέναντι απ' το πρώτο μεγάφωνο κι έπιασε να κατεβάζει τη μια ζεσταμένη μπίρα μετά την άλλη και ν' ακούει το ατελείωτο εμβατήριο με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, σαν να περίμενε, με την αξιοπρέπεια του ʼλεκ Γκίνες, να ξεμπουκάρουν από την οδό Εζάουρι Γιαπωνέζοι με ξιφολόγχες ανάμεσα στα δόντια τους. Εκείνη τη νύχτα, όταν είχε σχολάσει κι η τελευταία προβολή κι ο Καποσόλι εξακολουθούσε να βρίσκεται εκεί, ανάμεσα σε δεκάδες μπουκάλια μπίρας, η αστυνομία αναγκάστηκε να του συστήσει να σταματήσει πια εκείνο το εφιαλτικό κοντσέρτο με τα σφυρίγματα, γιατί κανένας χριστιανός, από τον Ποταμό Κβάι ως το Μοσκίτος, δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Ενόσω τα σκεφτόταν όλα αυτά, είχε εμφανιστεί στην κουζίνα η Ντίνα η Ξανθιά μ' ένα βλέμμα λοξό κι ένα λουλουδένιο βρακί, κι αμέσως πήγε κι έκλεισε το ραδιοφωνάκι με τις δυο μπαταρίες. Τον ρώτησε, μ' ένα ύφος ράθυμο και παγερό, μήπως είχε ξεσπάσει πάλι η μάχη του Λας Πιέδρας ή μήπως, εκείνο το παγωμένο πρωινό του Ιουνίου, ο Καποσόλι είχε καταλάβει και τον ραδιοφωνικό σταθμό του Μοσκίτος. Ο Τζόνι δεν έδωσε την παραμικρή σημασία στο ότι ήταν μισόγυμνη ή ότι η επιδερμίδα της είχε ανατριχιάσει από το κρύο αεράκι που έμπαζαν οι χαραμάδες, ούτε πάλι της είπε: «Καλημέρα, ξανθούλα μου», όπως της έλεγε πάντοτε, μα κι ούτε έδειξε να την ακούει. Ήταν αλλού, με το 'να μάτι κολλημένο στην τρύπα - τώρα, όμως, δεν έβλεπε κανένα από εκείνα τα συγκεχυμένα κι ακαθόριστα σχήματα που είχε δει πριν. «Δεν είναι σπίτια» είπε με σιγουριά και χωρίς την παραμικρή έκπληξη. Κι αφού ο νέγρος Τζόνι είδε πια ό,τι ήταν να δει, ξεκόλλησε το 'να του μάτι από την τρύπα κι άνοιξε και τ' άλλο για να δει καλύτερα τη γύμνια της Ντίνας της Ξανθιάς. Ανασηκώθηκε στο καρεκλάκι του και την περιεργάστηκε μ' εκείνη την παράξενη αποδοκιμασία του ανθρώπου που έχει καταλήξει στο συμπέρασμα πως για κάθε πράγμα σ' αυτή τη ζωή, ακόμα και το πιο απόκρυφο, θα 'πρεπε να προβλέπεται ένα είδος χαριστικής βολής. «Τράβα να ντυθείς» της είπε. «Αυτή τη φορά, είναι καμιόνια.»

ΑΠΑΡΑΙΝ ΜΑΡΙΟ