ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΥΜΒΕΙ Σ' ΕΝΑ ΚΡΟΥΑΣΑΝ

ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΥΜΒΕΙ Σ' ΕΝΑ ΚΡΟΥΑΣΑΝ

Συγγραφέας: ΤΟΥΣΕΤ ΠΑΜΠΛΟ
Μετάφραση: ΚΡΙΤΩΝ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
Εκδόθηκε: 05/12/2003
ISBN: 960-7073-64-0
Σελίδες: 350

€20.99 €23.32

  Στο καλαθι βιβλια

Ο χοντρός σαν αρκούδα Πάμπλο «Μπαλού» Μιράγιες, αδιόρθωτος τριαντάρης, λάτρης των βουτυρωμένων κρουασάν, χασομέρης, πλακατζής, θαμώνας των χαμαιτυπείων και μαύρο πρόβατο της πλουσιότατης μεγαλοαστικής οικογένειάς του, ασχολείται με τη φιλοσοφία στο Internet, ώσπου, μυστηριωδώς και αναπάντεχα, εξαφανίζεται ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο «The First», πρόεδρος της εταιρείας Μιράγιες & Μιράγιες, που εξασφαλίζει στον Πάμπλο τα προς το πίνειν. Απόδραση με την ερωμένη του; Εκδίκηση κάποιου εξαπατημένου; Απαγωγή; Ο Πάμπλο-Μπαλού, ως νέος αντι-ήρωας του Ραμπελέ, παρασύρει τον αναγνώστη σε μια πολιτικώς μη ορθή αναζήτηση στα έγκατα της Βαρκελώνης, οπλισμένος με μεγάλες ποσότητες κυνικού χιούμορ.

Η Αδερφότητα του Φωτός Το καλύτερο που μπορεί να συμβεί σ' ένα κρουασάν είναι να το αλείψουν με βούτυρο. Αυτό σκεφτόμουν ενώ παραγέμιζα ένα ανοιχτό κρουασάν με μαργαρίνη που είχα αγοράσει σε προσφορά —το θυμάμαι καλά. Θυμάμαι ακόμα ότι ετοιμαζόμουν να του μπήξω βαθιά τα δόντια μου, όταν χτύπησε το τηλέφωνο.Το δάγκωσα συνειδητά, έχοντας πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι θα μιλούσα με γεμάτο στόμα: «Νααα...» «Εκεί είσαι;» «Όχι, έχω βγει. Άφησε μήνυμα μετά το χαρακτηριστικό ήχο και παράτα με ήσυχο. Μπιιιιιιιπ.» «Μην αρχίζεις τις βλακείες. Τι μασουλάς;» «Προγευματίζω.» «Στη μία το μεσημέρι;» «Ναι, σήμερα ξύπνησα πρωί πρωί. Τι θες;» «Να περάσεις από το γραφείο. Έχω νέα.» «Να πα να χεστείς. Δε γουστάρω τα αινίγματα.» «Κι εμένα δε μ' αρέσει να μιλάω στο τηλέφωνο. Υπάρχει χρήμα. Μπορώ να σε περιμένω μισή ώρα. Ούτε λεπτό παραπάνω.» Έκλεισε, κι εγώ συνέχισα να μασουλάω το κρουασάν. Συλλογιζόμουν τι να κάνω. Να ξυριστώ, να κάνω μπάνιο ή να καθίσω να καπνίσω το πρώτο Δουκάδος της ημέρας; Αποφάσισα να καπνίσω ενώ θα ξυριζόμουν. Με την προϋπόθεση ότι κανένας δεν θα με πλησίαζε πολύ, το μπάνιο μπορούσε να περιμένει. Αντίθετα, τριών ημερών γένια με κάνουν να δείχνω κοπρίτης από δέκα μέτρα απόσταση. Τελικά, τα πρώτα προβλήματα φάνηκαν αμέσως. Μου είχε τελειώσει ο καφές και τα καθαρά πουκάμισα, αναγκάστηκα να κάνω όλο το σαλόνι άνω-κάτω για να βρω τα κλειδιά, κι αυτός ο κερατάς ο ήλιος με χτύπησε κατάμουτρα μόλις πέρασα την εξώπορτα. Παρ' όλα αυτά κράτησα χαρακτήρα και κατάφερα να φτάσω στο μπαρ του Λουίτζι. Μπήκα αποφασιστικά και χτύπησα αιφνιδιαστικά: «Λουίτζι, φτιάξε ένα μικρό καφέ με λίγο γάλα. Και κοίτα μήπως έχεις κανένα απ' αυτά τα μπαγιάτικα κρουασάν που σου περισσεύουν, γιατί μόλις έφαγα το τελευταίο. Δε μου λες, μήπως τα βάζεις να κάνουν βαράκια; Άμα την είχες κι εσύ σκληρή σαν τα κρουασάν σου δε θα κατέβαζες τέτοια μούτρα». «Ακου να δεις, άμα θες κρουασάν ημέρας θα τα πληρώσεις όσο κάνουν. Αλλιώς, σκάσε και τρώγε αυτά που σου δίνω έτσι, μόνο και μόνο επειδή είμαι καλός. Εντάξει;» «Μμμ... δεν ξέρω αν κατάλαβα καλά το κατάστημα. Ύστερα που θα έρθεις να πληρωθείς για τον καφέ θα μου το εξηγήσεις πιο αργά. Δώσε μου κι ένα πακετάκι Δουκάδος, σε παρακαλώ.» «Δε μου λες, θέλεις να σε στείλω στο διάολο αμέσως; Απορώ γιατί δεν σ' έχω στείλει ακόμα.» «Γιατί όταν πιάνω χρήμα, έρχομαι κι ακουμπάω δέκα ωραία και μεγάλα κόκκινα σ' αυτό το χολεριασμένο καταγώγιο.» «Κι όταν δεν έχεις, εγώ πρέπει να σου δίνω με πίστωση ως και τα τσιγάρα— Α, και για να μην το ξεχάσω... Πέρασε από εδώ χτες η Φίνα και σε γύρευε. Είπε να της τηλεφωνήσεις. Δε μου λες, αυτή τη Φίνα την πηδάς καθόλου; Έχει κάτι μπαλκόνια ξεγυρισμένα...» «θα πας κατευθείαν στην κόλαση, γιατί είσαι μοιχός.» Ο ήλιος απ' έξω εξακολουθούσε να σπάει τ' αρχίδια του προσωπικού του καταστήματος, μα εγώ κατάφερα να βγω από το μπαρ και να καλύψω δύο οικοδομικά τετράγωνα απόσταση ως το γραφείο, φροντίζοντας πάντα να βαδίζω στα σκιερά πεζοδρόμια. Ύστερα από τριάντα και βάλε σκαλοπάτια βρέθηκα μπροστά στηνπόρτα που έγραφε: «Μιράγιες & Μιράγιες, Χρηματιστηριακοί Σύμβουλοι». Ο δεύτερος Μιράγιες είμαι εγώ. Ο πρωτότοκος θα ήταν μάλλον μέσα, ξυρισμένος, μπανιαρισμένος και γραβατωμένος από τις εφτά το πρωί. Πέταξα ένα γενικό «γεια σ' όλη την παρέα», και χαιρέτισα ιδιαιτέρως τη Μαρία μ' ένα ειδικό «πώς πάει;» «Όπως τα ξέρεις, εδώ, στη μάχη με τα τηλέφωνα... Πω, πω, πόσο χόντρυνες...» «Προσέχω τον εαυτό μου. Φροντίζω να τρώω πολλά λίπη και να μη μετακινούμαι.» Είδα ότι στα γραφεία στο βάθος υπήρχαν δύο ζευγάρια πελάτες κι αποφάσισα να μην κάνω άλλο χαβαλέ με το προσωπικό. Μόνο ο Πουμάρες, που τριγυρνούσε ανάμεσα στα διάφορα γρα- φεία, με χαιρέτισε σηκώνοντας τα φρύδια του. Του ανταπέδωσα την γκριμάτσα και τράβηξα ντουγρού για το γραφείο του Μιράγιες, του The First. Με είχε δει που πλησίαζα, μέσα από τα κρυστάλλινα χωρίσματα.Είναι δύσκολο να τον αιφνιδιάσεις. «Τι θα γίνει, θα βάλεις το ερκοντίσιον επιτέλους; Το προσωπικό είναι ετοιμοθάνατο, θα τους εξοντώσεις όλους» του πέταξα μόλις μπήκα μέσα για να τον προλάβω, μην τυχόν και ο Υπέροχος Αδερφός μουμε καλωσόριζε με καμιά απρέπεια. «Μάλλον είναι η κάψα από το χτεσινό μεθύσι που σε πνίγει.» «Άμα δεν μ' έκλεβες συνέχεια στους ισολογισμούς, αυτό θα ήταν.» «Έτσι είσαι καλύτερα, θέλω να σου αναθέσω μια δουλειά.» «Νόμιζα ότι εσύ, μοναχούλης, φτάνεις και περισσεύεις.» «Κάποιος πρέπει να σκαλίσει κάτι σκατά, κι αυτό ταιριάζει καλύτερα σ' εσένα, χρόνια τώρα...» «Σκοπεύεις να χωρίσεις, να μετακομίσεις...;» «Αν δεν σ' ενοχλεί, γελάω αργότερα, Θέλω να βρεις κάτι.» «Φαντάζομαι ότι θα μου δώσεις ένα στοιχείο. Είναι γαλάζιο;» «θέλω να μάθω τον ιδιοκτήτη ενός οικοπέδου... Είναι ένα παλιό σπίτι στη συνοικία Λε Κορτς. Πενήντα χιλιάρικα αν μου το βρεις πριν από τη Δευτέρα.» Ένα πράγμα ήταν ξεκάθαρο. Αφού ο The First έδινε πενήντα χιλιάρικα για ένα όνομα, η πληροφορία άξιζε κάμποσα εκατομμύρια. Μάλλον δεν ήταν καθόλου παράνομη —ο The First δεν κάνει ποτέ τίποτα παράνομο—, όμως, βρομούσε από δέκα χιλιόμετρα. Σίγουρα θα έβλαπτε κάποιον φουκαρά συνταξιούχο, κάνα ορφανό ή την τελευταία φώκια μονάχους μονάχους της Μεσογείου. Προσπάθησα να τον στείψω λιγάκι ακόμα- η βαριά συνείδηση έχει ένα κόστος. «Κοίταξε, είμαι απασχολημένος αυτές τις μέρες.» «Μπα, τι κάνεις, αφήνεις φρύδια; Πενήντα χιλιάρικα για ένα ονοματάκι μαζί με τα επίθετα του. Ούτε δεκάρα παραπάνω, θέλεις;» Μέσα σε μισή ώρα δεχόμουν το τελεσίγραφο. Ατιμη ζωή. «Θέλω μια προκαταβολή.» «Σου πλήρωσα τα νοίκια στις δέκα του μηνός. Μη μου πεις ότι ήπιες κιόλας εκατόν πενήντα χιλιάδες πεσέτες....» «Αγόρασα εφημερίδα και οδοντόπαστα. θέλω τώρα είκοσι πέντε.» «Δεκαπέντε.» «Ντάξει.» Έκανα ανόρεχτα το νεύμα της υποχώρησης. Έπεσε πίσω στην πολυθρόνα του κι έβγαλε από το συρτάρι του γραφείου το κουτάκι με το ρευστό. Τρία πεντοχίλιαρα ήταν περισσότερα απ' όσα ήλπιζα να τσιμπήσω εκείνη τη μέρα. Άρχισα να κάνω αλγεβρικές ασκήσεις για να βρω τον καλύτερο τρόπο να τα επενδύσω, ενώ ο Μιράγιες ο The First συμπλήρωνε το ποσόν με κέρματα των πεντακοσίων. Αν εξαιρέσεις τη στιβαρή κορμοστασιά του, σμιλεμένη στο πιο κυριλέ γυμναστήριο της συνοικίας, και το κουστούμι από μπουτίκ φίρμας αρχαιοτάτων χρόνων, έμοιαζε φτυστός ο γερο-τσιγκούνης του Ντίκενς. Έκανα το γύρο του γραφείου και στάθηκα πλάι του για να μαζέψωτα κέρματα. «Φχαριστώ, φούλη» του είπα, τονίζοντας όσο έπρεπε τις λέξεις, δηλαδή αρκετά. «Σου έχω πει χίλιες φορές να μη με λες "φούλη".» «Νομίζεις ότι εμένα μ' αρέσει; Το κάνω για να σ' τη σπάσω.» Μου έδωσε τη διεύθυνση του οικοπέδου σ' ένα αυτοκόλλητο κίτρινο χαρτάκι, κάνοντας μια γκριμάτσα αηδίας. «Πότε σκοπεύεις να πλυθείς; Βρομάς.» Περίμενα να φτάσω στην πόρτα προτού απαντήσω. «Είναι η μπόχα των Μιράγιες, φούλη. Κι εσύ την ίδια βγάζεις.» Βγήκα όσο μπορούσα πιο γρήγορα αφήνοντας τον να λυσσάει μέσα στο πρετ-α-πορτέ του κυρίου Προυδένσιο Μποτιχέρο. Κάτι πρόλαβαν' ακούσω, μα η φωνή του έσβησε πίσω μου. Ένα-μηδέν, κέρδιζα εγώ. Και δεκαπέντε χιλιαρικάκια στην τσέπη. Το επόμενο βήμα ήταν να περάσω από το σούπερ ν' αγοράσω κάτι.Έκανα κέφι να καταβροχθίσω ένα ολόκληρο ταψί μακαρόνια καλο-παπαριασμένα σε κρέμα γάλακτος. Και φυσικά έπρεπε ν' αγοράσω ένα βούτυρο της προκοπής για ν' αλείφω τα κρουασάν του Λουίτζι.Όλα αυτά μπορούσα να τα αγοράσω με χίλιες πεσέτες, τα υπόλοιπα ως το πεντοχίλιαρο, μου έφταναν για πατάτες, αβγά, χοιρινό με άφθονη χοληστερίνη και μοσχάρι με σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια. Άλλα πέντε χαρτάκια προορίζονταν να πέσουν το βράδυ στο μπαρ του Λουίτζι. Αφαιρώντας τα χρωστούμενα μπορούσα να πιω μονάχα το αντίτιμο των τεσσάρων χιλιάδων. Όμως, ακόμα και με αυτό το ποσό μπορείς να μεθύσεις στο μπαρ του Λουίτζι. Και φυσικά, αν ήθελα, μπο- ρούσα να σουρώσω σε οποιοδήποτε άλλο καταγώγιο της γειτονιάς, με ολόκληρο το πεντοχίλιαρο. (Στου Λουίτζι, όμως, πάντα μπορούσα να φεσώσω τα τελευταία ποτηράκια). Το υπόλοιπο ποσόν ως τις δεκαπέντε χιλιάδες θα το επένδυα στην αγορά χόρτου, γιατί είχα πάνω από σαράντα οχτώ ώρες χωρίς να καπνίσω έστω κι ένα τόσο δα τσιγαρλίκι. Μελετώντας τις προτεραιότητες αποφάσισα να περάσω πρώτα από το πάρκο της οδού Οντίνα μήπως βρω τον Νίκο και λύσω αμέσως το θέμα της φαρμακευτικής μου αγωγής. Ήμουν τυχερός και τον βρήκα εκεί, πράγμα που δεν είναι πάντα εύκολο το πρωί — μάλλον επειδή τα πρωινά δεν μου πάνε. Καθόταν πάνω σ' ένα παγκάκι —στη ράχη φυσικά—, με τις μπότες του πάνω στο κάθισμα. Αναγνώρισα δίπλα του εκείνο το φιλαράκι του που έμοιαζε άρτι αφιχθείς από το Μαουτ-χάουζεν. Σ' αυτόν τον κόσμο δεν υπάρχει μέση οδός: ή πρεταπορτέ Αρμάνι ή φορμίτσα Νάικ βουτηγμένη στα σκατά μέχρι το λογότυπο. «Λέγε τι γουστάρεις, κολλητέ;» «Πέντε καφετιά.» Ύστερα από μια παύση που μ' έκανε να υποπτευθώ κάποια αυτιστική κρίση, έπιασε να βαδίζει αργά, με στιλ φιλοσόφου της περιπατητικής, προς την άκρη του πάρκου. Έμεινα μόνος μου με το παλικάρι από το Μαουτχάουζεν, που δεν φαινόταν και πολύ τύφλα, να πούμε. «Και δε μου λες, όταν θα πληρώνουμε με ευρώ πόσα θα είναι τα πέντε καφετιά;» ρώτησα πιο πολύ για να δω αν ο τύπος ήταν ακόμα ζωντανός. «Ξέρω κι εγώ, αδερφέ; Τα ίδια σκατά...» Εκεί σταμάτησε ο φιλαράκος, μα εμένα μου ήρθε αληθινά η όρεξη να μάθω. Αφού έξι ευρώ είναι χίλιες πεσέτες, οι πέντε χιλιάδες πεσέτες θα είναι τριάντα ευρώ. Νούμερα σχεδόν στρογγυλά, όμως, ήταν βέβαιο ότι αυτός ο Νίκο θα έβρισκε τρόπο ν' ακριβύνει το εμπόρευμα με την ευκαιρία της ανακατωσούρας. Ο κολλητός, στο μεταξύ, έμοιαζε να έχει πέσει σε βαθιά περισυλλογή που δεν έπρεπε να τη διακόψεις για κανένα λόγο. Άναψα ένα Δουκάδος και κάθισα στο παγκά-κι να το καπνίσω. Το καλό με τους μαστούρηδες είναι ότι μπορείς να καθίσεις δίπλα τους και να καπνίζεις αμίλητος επί μισή ώρα, χωρίς να σ' ενοχλήσουν καθόλου. Οι άνθρωποι διασκεδάζουν μόνοι τους. Αντιθέτως, ένας Καταχωρημένος Χρήστης των Γουίντοους, αν μείνεις τριάντα δευτερόλεπτα στο ασανσέρ μαζί του, κάνει κουρέλι την υπομονή κάθε φυσιολογικού ανθρώπου. Φυσικά, τα πρεζόνια υπό άλλες συνθήκες είναι καταστροφή. Δε λένε τίποτα το διασκεδαστικό, δε μπορείς να τους ζητήσεις λεφτά, κι άμα τους τη δώσει να παίξουν τον τροχονόμο ή τον καθηγητή της λογικής, γίνεται ο χαμός στις διασταυρώσεις με τις προτεραιότητες, ή τις αλληλοαναιρούμενες υποθετικές προτάσεις. Τέλος πάντων, εγώ έβγαλα από την τσέπη μου το κίτρινο αυτοκολλητάκι που μου είχε δώσει ο The First για να δω αν η διεύθυνση έπεφτε κοντά. «Χάιμε Γκιλιαμέτ νούμερο 15» είχε γράψειμε τα υπέροχα γραμματάκια του. Προσπάθησα να εντοπίσω νοητά τον αριθμό. Γνωρίζω καλά το δρόμο' το δεκαπέντε πρέπει να είναι στην επάνω μεριά. Δοκίμασα ένα νοητό περίπατο ανηφορίζοντας την Γκιλιαμέτ, και προσπάθησα να θυμηθώ όλα τα κτίρια δεξιά κι αριστερά. Όποιος, όμως, επιχειρήσει να κάνει μια παρόμοια άσκηση, θα κατανοήσει αμέσως την πιο πρωτότυπη διατύπωση μου —που κακώς απο-δίδεται στον Παρμενίδη—, σύμφωνα με την οποία η πραγματικότητα έχει κάτι κενά, να, με το συμπάθιο. Πάνω στην ώρα έφτασε κι ο Νίκο με το πράμα, και το αστρικό ταξίδι έλαβε τέλος. Τους αποχαιρέτησα—αυτόν και τον κολλητό του— μ' εκείνη την απομίμηση ευγένειας που χρησιμοποιεί κανείς όταν μιλάει στο προσωπικό του βαποράκι, κι έφυγα από την κάτω μεριά του πάρκου. Η ημέρα υποσχόταν πολλά: φούμες, μάσες, τούφες. Μόνο η προοπτική να τρακάρω τη Φίνα θόλωνε κάπως τον ορίζοντα. Είναι παντίοις γνωστόν ότι οι γυναίκεςείναι άπατα πηγάδια, ικανές να σου απορροφήσουν όλη την προσοχή, να απομυζήσουν όση φροντίδα μπορεί κανείς να τους παράσχει. Εννοώ, φυσικά, όσες δεν πληρώνονται σε μετρητά για το πήδημα,και δυστυχώς η Φίνα ήταν από τις δωρεάν. Τουλάχιστον, δεν τα έπαιρνε μετρητά. Τέλος πάντων, καθώς πήγαινα για το σούπερ αποφάσισα να λοξοδρομήσω λίγο για να δω τα νούμερα στην οδό Χάιμε Γκιλιαμέτ. Ερχόμενος από Σάντα Κλάρα, το πρώτο νούμερο που είδα ήταν το 57. Χρειάστηκε να περπατήσω μόνο καμιά εκατοστή μέτρα. Από μακριά κατάλαβα ποιο ήταν το σπίτι που ενδιέφερε τον The First. Είχα περάσει πάμπολλες φορές από μπροστά του, μα ποτέ δεν το είχα προσέξει. Ωστόσο, ήταν φως-φανάρι πως επρόκειτο για κτίριο εντελώς αταίριαστο σ' εκείνο το περιβάλλον. Ήταν μια σπιταρόνα των αρχών του αιώνα, μ' έναν κηπάκο κλεισμένο με φράχτη, που από πάνω του ξεπρόβαλλαν ένα-δυο δέντρα, αρκετά ψηλά. Πράγματι, ήταν αδύνα- τον να καταλάβεις πώς διάβολο στεκόταν εκεί αυτό το κατάλοιπο μιας άλλης εποχής, ανάμεσα σε συγκροτήματα με οχτώ ή εννιά ορόφους,με αδιαφανή παράθυρα και πρασιά που καλύπτει όλο το πλάτος του πεζοδρομίου. Εξαιτίας του, όλο εκείνο το κομμάτι του δρόμου έμοιαζε με πίνακα του Ντελβό ή του Μαγκρίτ. Ερείπια, αγάλματα, σταθμοί τρένων χωρίς επιβάτες, ένα είδος απουσίας, μιας ανησυχητικής ακι-νησίας. Η απεικόνιση όσων λείπουν. Φυσικά, δεν είχα σκοπό να χτυπήσω το κουδούνι, εάν υπήρχε τέτοιο πράγμα. Το λογικό μέρος του εαυτού μου —ή ό,τι απομένει απ' αυτό— με συμβούλευε να αφήσωτην κίνηση αυτή για αργότερα, όταν θα είχα πλυθεί, θα είχα φορέσει καθαρά ρούχα και θα είχα σκεφτεί κάποια καλή πρόφαση για όποιον μου άνοιγε την πόρτα. Ωστόσο, κοντοστάθηκα λίγο μπροστά στο κτίριο. Ο μαντρότοιχος έφτανε τα δύο μέτρα, και ο κισσός που τον τύλιγε φαινόταν καλοθρεμμένος, πράγμα που έδειχνε ότι το κτίριο δεν ήταν εντελώς ακατοίκητο. Περιεργάστηκα τον κήπο ψάχνοντας την πόρτα εισόδου, μήπως υπήρχε καμιά ταμπέλα ή κουδούνι. Απορροφημένοςαπό την ερευνά μου, στρίβοντας στη γωνία πάτησα τα σκατά ενόςσκύλου. Μιλάμε για αυθεντικά σκατά σκύλου, απ' αυτά που σχεδόν έχουμε πάψει να βλέπουμε από τότε που ο κόσμος έχει αρχίσει να μαζεύει τα κακά του ευρωπαϊκού του ζώου με μια σακούλα Μαρκς &Σπένσερ. Προσπάθησα να τα καθαρίσω τρίβοντας το παπούτσι στην κόχη του πεζοδρομίου, όμως, η εύπλαστη σκατόμαζα είχε κολλήσει μέσα στη γωνία που κάνει το τακούνι, κι αναγκάστηκα να το βγάλω. Έψαξα γύρω γύρω να βρω ένα χαρτί ή κάτι για να το σκουπίσω, κι είδα δεμένο στο στύλο του ηλεκτρικού που ήταν κολλημένος στον τοίχο, ένα κόκκινο πανάκι, σαν αυτά που κρεμούν συνήθως σ' ένα φορτίο που προεξέχει από το όχημα. Δεν ήμουν διόλου βέβαιος ότι δεν θα σκυλοβρομούσα κοπριτίλα στο σούπερ, παρ' όλα αυτά εγκατέλειψα την προσπάθεια όταν το κόκκινο πανάκι δεν πιανόταν πια από πουθενά. Επειδή η ερευνητική εργασία προκαλεί αμέσως έντονο στρες στον οργανισμό του ανθρώπου, ύστερα απ' το γεγονός αυτό θεώρησα λήξασα την εργάσιμη μέρα μου. Έτσι, πέταξα το πανί καταμεσής στο πεζοδρόμιο (μ' αρέσει να καταλαβαίνω με την πρώτη ματιά ότι ζω στη Βαρκελώνη κι όχι στην Κοπεγχάγη) και πήγα κατευθείαν στο σούπερ, προτού κλείσει. Στα Ντία, όποτε μπω, θαρρώ πως γυρίζουν καμιά ταινία για το Βιετ- νάμ. Δεν ξέρω τι συμβαίνει, αλλά είναι πιο φτηνό κι από το Λιντλ, όπου, αντιθέτως, περιμένεις να δεις τον Φρεντ Αστέρ και τη Τζίντζερ Ρότζερς να χορεύουν πόλκα στο τμήμα κατεψυγμένων. Πρόσθεσα στις απαραίτητες προμήθειες κι ένα σωρό σαχλαμάρες παρορμητικού αγοραστή που βρήκα μέσα στην αταξία του χώρου, μέσα σε σφραγισμένα ακόμα κιβώτια, τσακισμένα σαν να είχαν πέσει με αλεξίπτωτο από ελικόπτερο Χέρκουλες. Αφού περίμενα στην ατελείωτη ουρά του ταμείου, διαπίστωσα με μεγάλη μου ικανοποίηση ότι τα ψώνια μου δεν ξεπερνούσαν κατά πολύ τις τέσσερις χιλιάδες πεσέτες. Εξάλλου, στο άκρον-άωτον της προμελέτης, σκέφτηκα να περάσω κι από ένα καπνοπωλείο ν' αγοράσω ένα πακέτο Φορτούνα για τιςφούμες μου. Όταν έφτασα στο σπίτι, μου περίσσευε ακόμα υπομονή για να μην μπουμπουνίσω το πρώτο τσιγαρλίκι προτού πλυθώ (ακόμα κι εγώ καταλάβαινα ότι βρομούσα σαν αρκούδα μπαλαρίνα). Όμως, όταν βγήκα από το νερό σαν θριαμβευτής Τρίτωνας, δεν έκανα καν τον κόπο να σκουπιστώ, και κάθισα αμέσως στον καναπέ να στρίψω το τσιγάρο.Γέμισα καλά καλά το τσιγαρλίκι, κι ύστερα από δύο μέρες με στερητικό σύνδρομο, ένιωσα ένα ευχάριστο γαργάλημα. Κρίμα που η γενική εικόνα του σαλονιού δεν συμβάδιζε με την ατομική μου καθαριότητα, ατόμου φρεσκολουσμένου, δίχως ενοχλητικές οσμές. Τα ελάχιστα κατάλοιπα των αστικών μου συνηθειών πάντα διεγείρονται ύστερα από ένα μπάνιο, ίσως γι' αυτό το λόγο το κάνω όσο γίνεται πιο σπάνια. Στύλωσα το βλέμμα ακίνητος στη σβηστή τηλεόραση, με την ελπίδα ότι ατενίζοντας το τίποτα θα μου περάσει κάθε διάθεση για καθαριότητα του σπιτιού. Πάντως, είναι απίστευτο πόσο αποκαλυπτική μπορεί να γίνει μια σβηστή τηλεόραση·δείχνει εσένα τον ίδιο, ακριβώς μπροστά της. Καταπληκτικό. Μόνο το κουδούνισμα του τηλεφώνου κατάφερε να με ξαναφέρειπίσω στον πλανήτη Γη. «Ναιιι;» «Καλημέεεερα σας. Σας τηλεφωνώ από το Κέντρο Στατιστικών Μελετών. Κάνουμε μια έρευνα για την ακροαματικότητα των μέσων επικοινωνίας. Έχετε την ευγενή καλοσύνη να μου αφιερώσετε λίγο από το χρόνο σας; θα είμαι σύντομη.» Ήταν η φωνή μιας κοπέλας του τηλεμάρκετινγκ, μ' αυτή την υπερβολική γλυκύτητα που δεν μπορεί να κρύψει την τσαντίλα του ανθρώ- που που σιχαίνεται τη δουλειά του. Όμως, το χειρότερο ήταν ότι το παραμύθι για την έρευνα φαινόταν να είναι η δικαιολογία για να μου πουλήσει κάτι. Αυτό είναι που μου την καρφώνει. Αποφάσισα να της κάνω τη ζωή ακόμα πιο δύσκολη: «Μια έρευνα; Αχ, τι ωραία! Τρελαίνομαι για έρευνες!» «Αλήθεια; Τι τύχη! Ωραία! Μπορείτε να μου πείτε το όνομα σας,παρακαλώ;» «Ραβέλ Μπολερό.» «Το επίθετο σας;» «Ραβέλ Μπολερό Μπαλαμούτι.» «Ωραία, Ραβέλ. Πόσων χρόνων είσαι;» «Εξήντα δύο.» «Επάγγελμα;» «Ζαχαροπλάστης.» «Ζα-χα-ρο-πλά-στης, περίφημα. Σ' αρέσει η μουσική;» «Ουου! Απίστευτα!» «Αλήθεια; Και τι μουσική σου αρέσει;» «Ο Μεσσίας του Χέντελ και η Μακαρένα. Μ' αυτή τη σειρά προτεραιότητας.» Η γκόμενα είχε αρχίσει να τα τραυλίζει, μα δεν το έβαζε κάτω. Με ρώτησε ακόμα αν άκουγα ραδιόφωνο, αν έβλεπα τηλεόραση, αν διάβαζα εφημερίδες και ποιες, και στο τέλος, αφού μου ξεφούρνισε όλο το παραμύθι, μπήκε στο ψητό: «Ωραία λοιπόν, Ραβέλ... Κοίταξε να δεις. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τη συνεργασία σου, κι επειδή βλέπω ότι σου αρέσει η κλασική μουσική, θα σου χαρίσουμε μία συλλογή με τρία CD, κασέτες ή δίσκους, εντελώς δωρεάν. Μόνο, πρέπει να αναλάβεις τα έξοδα αποστολής. Δύο χιλιάδες τετρακόσιες δώδεκα. Εντάξει;» «Αχ, λυπάμαι πολύ, αλλά θα πρέπει να ρωτήσω το σύζυγο μου...» Η φωνή μου είναι αδιαμφισβήτητα αρρενωπή, φωνή άντρα της εποχής των σπηλαίων. Η γκόμενα είχε λαλήσει εντελώς. Ήταν η κατάλληλη στιγμή να χτυπήσω κι εγώ στο ψαχνό: «Αχ, συμπάθα με καλέ, μην ξαφνιάζεσαι. Είμαστε ένα ζευγάρι ομοφυλοφίλων που συζούμε. Ξέρεις, συζούμε από τότε που βγήκαμε από το κέντρο αποτοξίνωσης και ανοίξαμε το ζαχαροπλαστείο, εδώ κι έξι μήνες. Και σκέψου, ένας πελάτης που είναι κι αυτός γκέι κι έρχεται κι αγοράζει τάρτες (γιατί, αχ ντρέπομαι που σου το λέω, αλλά έχουμε κάτι ταρτάκια κα-τα-πλη-κτι-κά), ναι λοιπόν σου έλεγα ότι αυτός ο πελάτης γκέι, μας μύησε στην Αδερφότητα του Φωτός ως Αντονομασία... Αλλά φαντάζομαι ότι ήδη γνωρίζεις την Αδερφότητα...» «Εεε, όχι... δεν...» «Α, τότε πρέπει να τη γνωρίσεις οπωσδήποτε. Εμείς είμαστε κατενθουσιασμένοι, καλέ. Σκέψου ότι τα πρωινά ο σύζυγος μου πηγαίνει να κάνει κατήχηση κι εγώ μένω στο ζαχαροπλαστείο. Το απόγευμα αλλάζουμε βάρδια... Ώστε εσύ δεν έχεις δει ακόμα το Φως το Αληθινό;» «Όχι, όχι.» «Εντάξει, μην ανησυχείς, θα το τακτοποιήσουμε αμέσως. Για πες μου, πώς σε λένε;» Η γκόμενα τα είχε παίξει πια εντελώς. «Όχι, εγώ δεν...» «Κοίταξε, καλύτερα δώσε μου τη διεύθυνση σου και σήμερα το απόγευμα θα έρθω να σε δω και θα το κουβεντιάσουμε από κοντά. Εντάξει;» «Όχι, συγχωρήστε με. Δεν μας επιτρέπουν να δίνουμε τη διεύθυνση...» «Δεν σου επιτρέεεεπουν; Α, δεν υπάρχει πρόβλημα, θα βρω εγώ αμέσως τη διεύθυνση από τον αριθμό του τηλεφώνου που με πήρες.Το βρίσκω τώρα στον υπολογιστή και θα στείλω αμέσως εκεί μια Μεγάλη Λεσβία Αδερφή να πει δυο φωνήεντα στο αφεντικό σου, εντάξει; Α να, βλέπω τα στοιχεία στην οθόνη... Τηλεφωνείς από Βαρκελώνη,έτσι αν περιμένεις ένα λεπτό θα μου βγάλει την ακριβή διεύθυνση...» Δεν άντεξε άλλο, άκουσα το κλικ του τηλεφώνου που έκλεινε με φόρα. Αποστολή εξετελέσθη. Τράβηξα μια γερή τζούρα και πήγα να βάλω νερό να βράζει για τη μακαρονάδα. Είχα απίθανα κέφια. Εκείνη τη στιγμή αγνοούσα το τι συνέβαινε στη Μιράγιες & Μιράγιες. Ούτε, φυσικά, ήξερα ακόμα σε τι μπλεξίματα θα έμπαινα σε λίγο.

ΤΟΥΣΕΤ ΠΑΜΠΛΟ