ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟ
βιβλιαΗ Πριγκίπισσα που πίστευε στα παραμύθια είναι ένα μοντέρνο, γοητευτικό και εμπνευσμένο μυθιστόρημα που δανείζεται το ύφος των παραμυθιών του παλιού καιρού. Το ταξίδι της ζωής, το πέρασμα από την ψευδαίσθηση στην πραγματικότητα, τα όνειρα και τα βάσανα της παιδικής ηλικίας, η ανακάλυψη της προσωπικότητάς μας και των κανόνων της ζωής, είναι μερικά μόνο από τα θέματα που αναπτύσσονται στις σελίδες αυτού του πρωτότυπου βιβλίου. Μεγαλωμένη από ένα Βασιλιά και μια Βασίλισσα που συνδυάζουν την αυστηρότητα με τη γονεϊκή αγάπη, η γλυκιά και ευγενική πριγκίπισσα Βικτόρια μεγαλώνει με το όνειρο του Γαλάζιου Πρίγκιπα-σωτήρα, όπως τον γνώρισε στα παιδικά της παραμύθια. Όταν φτάνει η ώρα της «σωτηρίας» όλα μοιάζουν καλά κι ευτυχισμένα, μέχρι που ο «γαλάζιος» πρίγκιπας αρχίζει να ξεθωριάζει και να χάνει τη γοητεία του...
Μια μέρα θα ʼρθει ο πρίγκιπάς μου.
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε μια χρυσομαλλούσα βασιλοπούλα που την έλεγαν Βικτόρια. Η βασιλοπούλα αυτή πίστευε μʼ όλη της την καρδιά ότι τα παραμύθια βγαίνουν αληθινά κι ότι οι πριγκίπισσες ζουν αυτές καλά κι εμείς καλύτερα. Πίστευε στη μαγεία των ευχών, στο θρίαμβο του Καλού ενάντια στο Κακό, στη δύναμη της αγάπης να νικάει τα πάντα, και, γενικά, σε φιλοσοφίες καλά θεμελιωμένες στη σοφία των παραμυθιών. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, η βασιλοπούλα, ροδοκόκκινη και ζεστούλα μετά το βραδινό της αφρόλουτρο, χωνόταν μέσα σε χνουδωτά ροζ παπλώματα και στοίβες από πουπουλένια μαξιλάρια, κι άκουγε τα παραμύθια που της διάβαζε η βασίλισσα για ωραίες, λυπημένες κυράδες. Στο τέλος, πάντα, η ωραία δεσποσύνη, πότε ρακένδυτη, πότε καταραμένη να κοιμάται για εκατό χρόνια, πότε παγιδευμένη σε κάποιον πύργο, σωζόταν από κάποιον γενναίο και γοητευτικό πρίγκιπα. Η βασιλοπούλα απολάμβανε κάθε λέξη που της διάβαζε η μητέρα της, και κάθε βράδυ γλιστρούσε στον ύπνο καθώς ύφαινε δικά της, υπέροχα παραμύθια. «Θα ʼρθει ποτέ ο πρίγκιπάς μου;» ρώτησε ένα βράδυ τη βασίλισσα, με τα γλυκά, κεχριμπαρένια μάτια της όλο απορία κι αθωότητα. «Ναι, αγάπη μου» απάντησε η βασίλισσα. «Μια μέρα...» «Και θα ʼνʼ ψηλός και δυνατός κι όμορφος και γενναίος;» ρώτησε η βασιλοπούλα. «Βέβαια! Θα ʼχει όλα όσα ονειρεύεσαι, κι ακόμα πιο πολλά. Θα ʼναι το φως της ζωής σου, ο λόγος της ύπαρξής σου. Έτσι είναι γραφτό να γίνει.» «Και θα ζήσουμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα, όπως στα παραμύθια;» ρώτησε μʼ ένα ύφος ονειροπόλο, γέρνοντας το κεφάλι πάνω στα πλεγμένα της δάχτυλα. Η βασίλισσα πέρασε το χέρι της απαλά πάνω απʼ τα μαλλιά τής βασιλοπούλας και τα χάιδεψε με αργές, μαλακές κινήσεις. «Ακριβώς όπως στα παραμύθια» απάντησε, «τώρα, όμως, είναι ώρα για ύπνο.» Φίλησε απαλά τη βασιλοπούλα στο μέτωπο, κι ύστερα βγήκε απʼ το δωμάτιο, κλείνοντας σιγανά πίσω της την πόρτα. «Μπορείς να βγεις τώρα – δεν υπάρχει κίνδυνος» ψιθύρισε η βασιλοπούλα. Έσκυψε κάτω απʼ το κρεβάτι της και ανασήκωσε το στρώμα. «Έλα, αγόρι μου!» Ο Τίμοθι Βάντενμπεργκ ο Τρίτος έδωσε ένα σάλτο κι έπιασε τη συνηθισμένη του θέση δίπλα της. Δεν έμοιαζε καθόλου με Τίμοθι Βάντενμπεργκ Τρίτο. Πιο πολύ έμοιαζε με τσοπανόσκυλο. Όμως, η βασιλοπούλα τον αγαπούσε σαν να ʼταν ο βασιλικότερος σκύλος του κόσμου. Τον αγκάλιασε χαρούμενη. Ευχαριστημένοι, αποκοιμήθηκαν κι οι δυο. Συχνά, η βασιλοπούλα έβαζε την πούδρα της βασίλισσας από βότανα και το βραδινό της φόρεμα με τα ψηλοτάκουνα παπούτσια τού χορού που της θύμιζαν τα γυάλινα γοβάκια του παραμυθιού. Σηκώνοντας τους εντυπωσιακούς ποδόγυρους για να μην ακουμπήσουν στο πάτωμα, περπατούσε χαριτωμένα μέσα στο δωμάτιο ανοιγοκλείνοντας ντροπαλά τις βλεφαρίδες της, αναστενάζοντας σεμνά και λέγοντας: «Το ʼξερα πως θα ʼρχόσουν, πρίγκιπά μου» και: «Μα βέβαια! Τιμή μου να γίνω γυναίκα σου!» Κατόπιν, έπαιζε τις σκηνές απʼ τʼ αγαπημένα της παραμύθια όπου σωζόταν η πριγκίπισσα, έχοντας μάθει τα λόγια απʼ έξω. Η βασιλοπούλα προετοιμαζόταν πυρετωδώς για τη μέρα που θα ʼρχόταν ο πρίγκιπάς της, και δε βαριόταν ποτέ να παίζει το ρόλο της. Έτσι, έγινε πολύ καλή στο νʼ ανοιγοκλείνει τις βλεφαρίδες της, νʼ αναστενάζει και να δέχεται προτάσεις γάμου. Το βράδυ των έβδομων γενεθλίων της, αφού η πριγκίπισσα έκανε τη μυστική της ευχή κι έσβησε τα κεράκια της σοκολατένιας τούρτας της, η βασίλισσα σηκώθηκε και την πλησίασε, κρατώντας ένα δέμα τυλιγμένο φανταχτερά. «Ο πατέρας σου κι εγώ πιστεύουμε ότι είσαι πια αρκετά μεγάλη για να εκτιμήσεις αυτό το ξεχωριστό δώρο. Πηγαίνει από μητέρα σε κόρη εδώ και πολλές γενιές. Ήμουν ακριβώς στην ηλικία σου όταν μου το ʼδωσε η μητέρα μου στα γενέθλιά μου. Κι ελπίζουμε, μια μέρα, να το δώσεις κι εσύ στη δική σου κόρη.» Η βασίλισσα απίθωσε το δέμα πάνω στα απλωμένα χέρια της κόρης της. Η βασιλοπούλα φλεγόταν από ανυπομονησία, αλλά, όπως το συνήθιζε, έλυσε το φιόγκο και ξετύλιξε την κορδέλα αργά αργά, για να τα προσθέσει άθικτα στη συλλογή της. Ύστερα, με αργές κινήσεις, προσέχοντας μη σκίσει το χαρτί περιτυλίγματος, έβγαλε ένα παλιό μουσικό κουτί, πάνω στο οποίο δύο κομψά αγαλματάκια παρίσταναν ένα ζευγάρι που χορεύει βαλς. «Κοιτάξτε!» φώναξε, ακουμπώντας απαλά τʼ αγαλματάκια με τις άκρες των δακτύλων της. «Μια ωραία δεσποσύνη και ο πρίγκιπάς της!» «Κούρδισέ το, πριγκίπισσα» είπε ο βασιλιάς. Εκείνη γύρισε πολύ προσεκτικά το κλειδάκι. Αμέσως πήρε νʼ ακούγεται η γλυκιά μελωδία του τραγουδιού: Μια μέρα θα ʼρθει ο πρίγκιπάς μου, και το κομψό ζευγάρι άρχισε να στροβιλίζεται. «Αχ, το αγαπημένο μου τραγούδι!» φώναξε η βασιλοπούλα. Η βασίλισσα καταχάρηκε. «Είναι σαν να σου μιλάει για το μέλλον σου... σαν να σου λέει πώς θα ʼναι...» «Μʼ αρέσει πολύ!» είπε η βασιλοπούλα, ζαλισμένη από τη μουσική και τʼ αγαλματάκια που χόρευαν. «Σας ευχαριστώ! Σας ευχαριστώ!» Εκείνο το βράδυ, η Βικτόρια δεν έβλεπε την ώρα νʼ ανέβει στο δωμάτιό της για να παίξει μόνη με το μουσικό κουτί, να κάνει σχέδια και να ονειρευτεί με τη Βίκι – την αόρατη καλύτερη φιλενάδα της, που ο βασιλιάς και η βασίλισσα επέμεναν ότι ήταν φανταστική. «Κάνε γρήγορα, Βικτόρια!» είπε με λαχτάρα η Βίκι μόλις έκλεισε η πόρτα του δωματίου. «Άνοιξέ το!» «Κάνω όσο πιο γρήγορα μπορώ» απάντησε η Βικτόρια, βάζοντας το μουσικό κουτί πάνω στην τουαλέτα της και γυρνώντας το κλειδί. Η Βίκι άρχισε να σιγοτραγουδάει καθώς η μελωδία τού Μια μέρα θα ʼρθει ο πρίγκιπάς μου πλημμύριζε το δωμάτιο. «Έλα, Βικτόρια, θέλω να χορέψω!» «Δεν ξέρω αν κάνει... Νομίζω...» «Πολλά νομίζεις. Έλα.» Η βασιλοπούλα πήγε και στάθηκε μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη που ήταν στη γωνία της ροζ και άσπρης κρεβατοκάμαράς της. Κάθε φορά που κοιταζόταν σʼ αυτόν τον καθρέφτη, το είδωλό της την έκανε να νιώθει τόσο όμορφη, που ήθελε να χορέψει. Ειδικά τώρα, με τη μουσική, δεν μπορούσε νʼ αντισταθεί, κι έπιασε να χορεύει με μια χάρη και μια ζωηράδα που θαρρείς κι έβγαιναν από κάπου μέσα της, βαθιά. Μαζί της χόρευε κι ο Τίμοθι Βάντενμπεργκ ο Τρίτος, αν μπορούμε να πούμε «χορό» το ότι στριφογύριζε ασταμάτητα. Όταν ήρθε η καμαριέρα των επάνω ορόφων για να φτιάξει το κρεβάτι, έμεινε να καμαρώνει τον χαρούμενο χορό της βασιλοπούλας, κι έκανε πολύ περισσότερη ώρα να τελειώσει απʼ ό,τι συνήθως. Ξαφνικά, εμφανίστηκε στην πόρτα η βασίλισσα. Η καμαριέρα ταράχτηκε που η βασίλισσα την είχε πιάσει να χαζεύει τη βασιλοπούλα αντί να κάνει τη δουλειά της. Ο Τίμοθι, που είχε αμέσως διαισθανθεί την παρουσία της βασίλισσας, έτρεξε και κρύφτηκε κάτω απʼ το κρεβάτι. Όμως, η βασιλοπούλα ήταν τόσο απορροφημένη στο χορό της, που δεν πρόσεξε τη βασίλισσα, ώσπου την άκουσε να διατάζει την καμαριέρα να φύγει. Κοκκάλωσε στη μέση μιας απʼ τις καλύτερες στροφές της. «Τι ντροπή, Βικτόρια!» είπε η βασίλισσα. «Πώς μπόρεσες να κάνεις κάτι τόσο αναξιοπρεπές;» Η βασιλοπούλα ένιωσε ταπεινωμένη. Πώς γίνεται, αναρωτήθηκε, κάτι που την έκανε να αισθάνεται τόσο ωραία, να ʼναι ταυτόχρονα τόσο κακό; «Αν θέλεις να χορεύεις» είπε η βασίλισσα, «καλύτερα να μάθεις να το κάνεις σωστά. Η Βασιλική Ακαδημία Παραστατικών Τεχνών διαθέτει έξοχους δασκάλους μπαλέτου. Αυτή είναι μια ενασχόληση που αρμόζει σε μια πριγκίπισσα πολύ περισσότερο απʼ το να χοροπηδάει, κουνώντας πέρα-δώθε τα χέρια σαν ένας ταπεινός, κοινός θνητός – και μάλιστα, μπροστά σʼ έναν κοινό θνητό!» Εκείνη τη στιγμή, η βασιλοπούλα ορκίστηκε από μέσα της πως ποτέ ξανά, όσο ζούσε, δε θα χόρευε μπροστά σε κάποιον το Μια μέρα θα ʼρθει ο πρίγκιπάς μου, με μια εξαίρεση: τον Τίμοθι. Ο Τίμοθι, βέβαια, ήταν άλλο πράγμα. Από τότε που η πριγκίπισσα τον βρήκε πεινασμένο κι αδέσποτο να περιπλανιέται γύρω απʼ το παλάτι, του είχε εμπιστευθεί πολλά προσωπικά της πράγματα, κι εκείνος της ανταπέδιδε την αγάπη της, την αγαπούσε – όχι σαν κάτι άλλους που ήξερε... Η βασίλισσα ηρέμησε κι έμεινε για το βραδινό αφρόλουτρο της κόρης της. Βοήθησε τη βασιλοπούλα να φορέσει το λιλά νυχτικό της με τα φουσκωτά μανίκια, κι ύστερα κάθισε δίπλα της, πάνω στο κρεβάτι της με την άσπρη δαντελένια κουνουπιέρα. Πήρε από το κομοδίνο το βιβλίο με τα παραμύθια κι άρχισε να διαβάζει δυνατά. Η βασιλοπούλα δεν άργησε να βρεθεί γιʼ άλλη μια φορά στον μαγικό κόσμο των παραμυθιών. Το στομάχι της ηρέμησε, και το λυπηρό περιστατικό χάθηκε ολότελα από το μυαλό της.