€10.49 €11.66
Στο καλαθι βιβλιαΗ Αλίκη μισεί τα μαθηματικά και θεωρεί πως δε χρησιμεύουν σε τίποτα. Μια μέρα που κάθεται και διαβάζει στο πάρκο, ένα παράξενο άτομο την προσκαλεί να κάνουν μια βόλτα στη χώρα των αριθμών. Ο Λιούις Κάρολ αυτοπροσώπως ο συγγραφέας της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων γίνεται ο σύντροφός της σ ένα φανταστικό ταξίδι όπου η Αλίκη θα συναντήσει το τέρας του Λαβύρινθου, θα διασχίσει μια έρημο στρωμένη με κόκκους σιταριού, θα χωθεί σ ένα δάσος με δέντρα που αναπαριστούν αριθμούς, θα πιει το τσάι της με τον Τρελό Καπελά... Πρόκειται για ένα ταξίδι στη χώρα των μαθηματικών, όπου η κεντρική ηρωίδα (και, μαζί της, ο αναγνώστης) ανακαλύπτει (ή ξαναθυμάται) το λόγο ύπαρξης όλων των θεωριών που διαμορφώνουν αυτή τη θετική επιστήμη. «Πρώτοι αριθμοί», «εξισώσεις», «παράγοντες» και λοιπές «καταραμένες» έννοιες, μετατρέπονται σε γοητευτικές περιπέτειες της φαντασίας.
Σε τίποτα δε χρησιμεύουν τα μαθηματικά Η Αλίκη καθόταν σ’ ένα παγκάκι στο πάρκο, κοντά στο σπίτι της, μ’ ένα βιβλίο κι ένα τετράδιο στα πόδια, κι ένα στιλό στο χέρι. Έλαμπε ένας καταπληκτικός ήλιος στον ουρανό^ τα πουλιά, με τα τιτιβίσματά τους έφτιαχναν ένα κεφάτο πρωινό, αλλά το κορίτσι δεν ήταν στα κέφια του. «Καταραμένα μαθηματικά! Τι κάθομαι και χάνω τον καιρό μου μ’ αυτούς τους γελοίους υπολογισμούς αντί να παίζω ή να διαβάζω κανένα καλό βιβλίο με περιπέτειες» — γκρίνιαξε φωναχτά. «Σε τίποτα δε χρησιμεύουν τα μαθηματικά!» Λες και η αγανάκτησή της ήταν κάποιο μαγικό σύνθημα, πίσω από μια συστάδα θάμνων που βρίσκονταν κοντά στο παγκάκι της, ξεφύτρωσε ένας πολύ μυστήριος τύπος. Ήταν ένα ψιλόλιγνο άτομο, ένας ξερακιανός με μελαγχολική φάτσα και ντύσιμο παλιάς εποχής. Έμοιαζε βγαλμένος από κάποιο εικονογραφημένο βιβλίο του Ντίκενς, σαν εκείνα στο σπίτι της γιαγιάς της, σκέφτηκε η Αλίκη. «Άκουσα καλά, δεσποινίς; Μήπως είπες, μόλις τώρα, ότι τα μαθηματικά δε χρησιμεύουν σε τίποτα» ρώτησε ο άντρας με έκφραση ανησυχίας. «Ε ναι, αυτό είπα. Κι εσύ ποιος είσαι; Μήπως είσαι κανένας απ’ αυτούς που ενοχλούν τα κοριτσάκια στα πάρκα;...» «Εξαρτάται τι εννοείς μ’ αυτό το ``ενοχλούν’’. Αν τα μαθηματικά σε αηδιάζουν τόσο πολύ όσο δείχνουν τα χαζά σου παράπονα, τότε φυσικό είναι να σε ενοχλεί και η παρουσία ενός μαθηματικού.» «Μαθηματικός είσαι; Πιο πολύ μου μοιάζεις για ποιητής. Ξέρεις, εννοώ αυτούς που τριγυρνάνε στα πάρκα μαδώντας μαργαρίτες...» «Είμαι και ποιητής.» «Μπα; Για πες μου ένα ποίημα.» «Μπορεί αργότερα. Όταν συναντάει κανείς ένα ξεροκέφαλο κορίτσι που λέει ότι τα μαθηματικά δε χρησιμεύουν σε τίποτα, οφείλει, πρώτα πρώτα, να του δείξει το λάθος του. «Εγώ δεν είμαι ξεροκέφαλη» έβαλε τις φωνές η Αλίκη. «Και δεν πρόκειται να σε αφήσω να μου μιλήσεις για μαθηματικά» «Πολύ παράλογη αντίδραση, αν λάβει κανείς υπόψη του πόσο πολύ σε ενδιαφέρουν οι αριθμοί.» «Εμένα, οι αριθμοί; Ας γελάσω! Δε μ’ ενδιαφέρουν ούτε τόσο δα» απάντησε και έκλεισε τα δάχτυλά της, ώσπου ακούμπησε ο αντίχειρας στο δείκτη. «Τίποτα δεν ξέρω από μαθηματικά, κι ούτε που με κόφτει.» «Λάθος κάνεις. Ξέρεις πιο πολλά απ’ όσα νομίζεις. Για παράδειγμα, πόσων χρόνων είσαι; «Έντεκα.» «Και πέρσι, πόσο ήσουν;» «Αυτή κι αν είναι χαζή ερώτηση: δέκα, φυσικά.» «Τά ’δες; Ξέρεις να μετράς, κι αυτή είναι η βάση όλων των μαθηματικών. Μόλις είπες ότι δε χρησιμεύουν σε τίποτα, αλλά έκατσες καμιά φορά να σκεφτείς πώς θα ήταν ο κόσμος αν δεν είχαμε τους αριθμούς, αν δεν μπορούσαμε να μετρήσουμε;» «Σίγουρα, πιο διασκεδαστικός.» «Παραδείγματος χάριν, εσύ δε θα ’ξερες ότι είσαι έντεκα χρόνων. Κανείς δε θα το ’ξερε, κι έτσι, αντί να κάθεσαι να χαζεύεις στο πάρκο, στην καλύτερη περίπτωση, θα σ’ έστελναν να δουλεύεις σα να ’σουν καμιά μεγάλη.» «Εγώ, δε χαζεύω! Εγώ μελετάω μαθηματικά!» «Α, καταπληκτικό! Είναι πολύ καλό τα εντεκάχρονα κορίτσια να μελετούν μαθηματικά. Είσαι σίγουρη ότι ξέρεις πώς γράφεται ο αριθμός έντεκα;» «Φυσικά! Έτσι» απάντησε η Αλίκη, κι έγραψε 11 στο τετράδιό της. «Πολύ καλά. Και γιατί αυτά τα δύο κολλητά ``ένα’’ αντιπροσωπεύουν τον αριθμό έντεκα;» «Γιατί έτσι. Πάντα έτσι ήταν.» «Έχασες. Για τους αρχαίους Ρωμαίους, παραδείγματος χάριν, δύο κολλητά ένα δεν αντιπροσώπευαν τον αριθμό έντεκα αλλά τον αριθμό δύο» απάντησε ο άντρας και, πιάνοντας το μολύβι της Αλίκης, έγραψε ένα μεγάλο ΙΙ στο τετράδιο. «Αλήθεια είναι» αναγκάστηκε να παραδεχτεί εκείνη. «Στο σπίτι της γιαγιάς μου έχει ένα ρολόι απ’ τον καιρό των Ρωμαίων, κι έχει ένα δύο σαν κι αυτό.» «Κι αν το καλοσκεφτούμε φαίνεται πιο λογικό, δε νομίζεις;» «Γιατί;» «Αν βάλεις ένα μήλο δίπλα σ’ ένα άλλο μήλο έχεις δύο μήλα. Ή μήπως δεν είναι έτσι;» «Φυσικά.» «Κι αν βάλεις ένα ``ένα’’ δίπλα σ’ ένα άλλο ``ένα’’, έχεις δύο ``ένα’’, και δύο φορές ένα μας κάνει δύο.» «Αλήθεια είναι, ποτέ δεν το είχα προσέξει. Γιατί 11 σημαίνει έντεκα κι όχι δύο;» «Μου κάνεις μία ερώτηση μαθηματικών;» «Λοιπόν, υποθέτω πως ναι.» «Ναι, αλλά πάει ένα λεπτό που είπες πως δε θέλεις να σου μιλάω για μαθηματικά. Είσαι πολύ καπριτσιόζα. Όλο αλλάζεις γνώμη.» «Μόνο μια φορά άλλαξα γνώμη!» διαμαρτυρήθηκε η Αλίκη. «Άσε που δε θέλω να μου μιλήσεις για μαθηματικά, μόνο να μου εξηγήσεις αυτό με το έντεκα θέλω.» «Δε μπορώ να σου εξηγήσω μόνο αυτό με το έντεκα, γιατί στα μαθηματικά όλα τα πράγματα σχετίζονται μεταξύ τους. Όλα εξαρτώνται το ένα απ’ το άλλο, με μια λογική. Για να σου εξηγήσω γιατί ο αριθμός έντεκα γράφεται όπως γράφεται, θα ’πρεπε να σου διηγηθώ την ιστορία των αριθμών από την αρχή.» «Είναι πολύ μεγάλη;» «Φοβάμαι πως είναι.» «Δε μ’ αρέσουν οι πολύ μεγάλες ιστορίες. Όταν φτάνεις στο τέλος, έχεις ξεχάσει τι λέγανε στην αρχή.» «Καλά, αντί για την ιστορία των αριθμών αυτή καθαυτή, μπορώ να σου διηγηθώ ένα παραμύθι. Το ίδιο κάνει...»