ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟ
βιβλια«Εκείνος ξεκίνησε την αλληλογραφία μας. Μια μέρα, στα δεκαπέντε μου, μου έστειλε μια μουσική. Η μουσική άλλαξε τη ζωή μου ή, μάλλον, με κράτησε στη ζωή. Χωρίς αυτήν, θα ’μουν νεκρός. Από τότε του γράφω συχνά. [...] Όποτε θέλει μου απαντάει — σε μια συναυλία, στην αίθουσα ενός αεροδρομίου, στη γωνιά ενός δρόμου, πάντα απροσδόκητος και πάντα λαμπερός.» Τα παραπάνω λόγια συνοψίζουν —και επεξηγούν— την έκδοση αυτού του βιβλίου που συνοδεύεται από ένα CD με 16 αποσπάσματα από σημαντικά μουσικά έργα του Μότσαρτ. Η μουσική χρωματίζει το βιβλίο με τον τρόπο που οι εικόνες φωτίζουν ένα παιδικό κείμενο. Η ζωή μου με τον Μότσαρτ διανύει ένα δρόμο τριάντα χρόνων ζωής: αυτής του Ερίκ-Εμανουέλ Σμιτ από τα δεκαπέντε μέχρι τα σαράντα πέντε του, και εκφράζει την απόλυτη ώσμωση μεταξύ μουσικής και γραπτού λόγου. Ένα σεμνό επετειακό αφιέρωμα στα διακόσια πενήντα χρόνια από τη γέννηση του κορυφαίου μουσουργού από έναν εξέχοντα σύγχρονο πεζογράφο και θεατρικό συγγραφέα της Γαλλίας.
Εκείνος ξεκίνησε την αλληλογραφία μας. Μια μέρα, στα δεκαπέντε μου, μου έστειλε μια μουσική. Η μουσική άλλαξε τη ζωή μου· ή, μάλλον, με κράτησε στη ζωή. Χωρίς αυτήν, θα ’μουν νεκρός. Από τότε, του γράφω συχνά: λεξούλες χαραγμένες στη γωνιά ενός τραπεζιού ενώ δουλεύω ένα βιβλίο, ή μακρές επιστολές που γράφονται τη νύχτα, όταν ένας άναστρος ουρανός βαραίνει πάνω απ’ τη χρυσοκόκκινη πόλη. Όποτε θέλει, μου απαντάει — σε μια συναυλία, στην αίθουσα ενός αεροδρομίου, στη γωνιά ενός δρόμου, πάντα απροσδόκητος και πάντα λαμπερός. Αυτά είναι όλα κι όλα που ανταλλάσσουμε: επιστολές μου με κομμάτια του. Ο Μότσαρτ εκφράζεται με ήχους, εγώ συνθέτω κείμενα. Εκείνος, όμως, πέρα από τη μουσική, είναι για μένα κι ένας δάσκαλος σοφός, που μου μαθαίνει ένα σωρό σπάνια πράγματα: το δέος, τη γλυκύτητα, τη γαλήνη, τη χαρά... Μπορούμε αυτό, άραγε, να το πούμε φιλία; Στην περίπτωσή μου, πρόκειται για μια αγάπη ενισχυμένη με ευγνωμοσύνη. Όσο για κείνον... Στα δεκαπέντε μου, είχα κουραστεί από τη ζωή. Σίγουρα πρέπει να ’ναι κανείς τόσο νέος για να αισθάνεται τόσο γέρος... Χωρίς αυτό το χέρι που με συγκράτησε, θα ’χα γλιστρήσει ώς την αυτοκτονία, σ’ αυτόν το θάνατο που με προκαλούσε, γητευτής, γαληνευτής, σ’ αυτή την κρυφή καταπακτή όπου λαχταρούσα να τρυπώσω για να δώσω ένα τέλος στα βάσανά μου. Από τι υποφέρει κανείς στα δεκαπέντε του; Απ’ αυτό ακριβώς: ότι είναι δεκαπέντε· ότι δεν είναι πια παιδί και δεν είναι ακόμα άντρας· ότι κολυμπάει στη μέση ενός ποταμού έχοντας αφήσει μια όχθη χωρίς να ’χει φτάσει ακόμα στην απέναντι, έχοντας πιει νερό, βουλιάζοντας, ξανανεβαίνοντας στην επιφάνεια, παλεύοντας ενάντια στα ρεύματα μ’ ένα σώμα καινούργιο που δεν έχει δοκιμαστεί, μόνος, ασφυκτιώντας. Βίαια τα δεκαπέντε μου, σκληρά. Η πραγματικότητα χτυπάει την πόρτα, μπαίνει, στρώνεται κι εξοντώνει τις αυταπάτες. Μικρός, μπορούσα ακόμα να ονειρεύομαι τι θα γινόμουν όταν θα μεγάλωνα (αεροπόρος, αστυνομικός, ταχυδακτυλουργός, πυροσβέστης, κτηνίατρος, μηχανικός αυτοκινήτων, πρίγκιπας της Αγγλίας), να με φαντάζομαι με χίλιους τρόπους (ψηλός, λεπτός, γεροδεμένος, μυώδης, κομψός), να ’χω διάφορα ταλέντα (μαθηματικά, μουσική, χορός, ζωγραφική, μαστορέματα), να μαθαίνω εύκολα ξένες γλώσσες, να ’μαι καλός στα σπορ, να είμαι γόης — κοντολογίς, μπορούσα ν’ απλωθώ προς όποια κατεύθυνση ήθελα, αφού δεν είχα ακόμα πραγματικότητα. Τι ωραίος που ήταν ο κόσμος όσο δεν ήταν αληθινός! Στα δεκαπέντε μου, όμως, ήδη το πεδίο δράσης μου συρρικνωνόταν, οι δυνατότητες έπεφταν μία μία σαν στρατιώτες στη μάχη — το ίδιο και τα όνειρά μου. Σφαγή. Εκατόμβη. Βάδιζα σ’ ένα νεκροταφείο ονείρων. Ήδη είχε αρχίσει να διαγράφεται ένα σώμα: το σώμα μου. Ο καθρέφτης μού επέτρεπε να διαπιστώνω, εμβρόντητος, το μεγάλωμα. Τρίχες... Τι ηλίθια ιδέα! Πού ακούστηκαν τρίχες, πάνω μου, πάνω σ’ ένα πρώην μωρό με δέρμα λείο κι απαλό! Μα ποιος το σκέφτηκε αυτό; Μήπως έχω κώλους; Και το φύλο μου...; Είναι άραγε όμορφο; Είναι κανονικό; Χέρια μακριά και δυνατά, που η μητέρα μου τα λέει «χέρια πιανίστα», κι ο πατέρας μου, «χέρια στραγγαλιστή». Μα, συμφωνήστε, επιτέλους! Πόδια ανοικονόμητα... Κλεισμένος στο μπάνιο, αφήνοντας να τρέχει η βρύση ασταμάτητα για να νομίζουν ότι λουζόμουν, περνούσα ώρες ατέλειωτες κοιτάζοντας στον καθρέφτη την καταστροφή που συντελούνταν: τούτο εστί το σώμα σου, νεαρέ, συνήθισέ το· ακόμα κι αν σου φαίνεται άσεμνο, μάθε το απέξω: μ’ αυτό θα πρέπει να πραγματώσεις ό,τι πρέπει να πραγματώσει ένας άντρας: να τρέξεις, να πλανέψεις, ν’ αγκαλιάσεις, ν’ αγαπήσεις... Θα τα καταφέρει; Όσο πιο πολύ το περιεργαζόμουν, τόσο πιο πολύ νομιμοποιούνταν οι αμφιβολίες μου: είχα καλά εφόδια; Όμως και το πνεύμα μου αφηνόταν να το κατακλύζουν άγνωστα συναισθήματα... με κατέλαβε η ιδέα τού θανάτου. Δε μιλάω γι’ αυτόν τον τρόμο που ένιωθα καμιά φορά, τις νύχτες, κουκουλωμένος στα σεντόνια, όταν οι άλλοι είχαν αποκοιμηθεί, και που μ’ έκανε ν’ ανακάθομαι στο μισοσκόταδο, με τα δάχτυλα γαντζωμένα στα παγωμένα κάγκελα του κρεβατιού, γιατί μου ’ρχόταν ξαφνικά η υποψία ότι θα πέθαινα, όχι· δεν ανακαλώ αυτόν τον φευγαλέο φόβο που τον σκόρπιζε το πρώτο φως, αλλά για μιαν αδιάλειπτη, βαριά, θεμελιακή δυσφορία· έναν χρόνιο πόνο. Ενόσω οι όρχεις και οι μύες μου γέμιζαν με μια νεότοκη δύναμη, ενόσω το σώμα μου γινόταν το ολοκαίνουργιο σώμα ενός ολοκαίνουργιου άντρα, εγώ, σ’ αυτή την πλήρωση έβλεπα ένα μακάβριο σημάδι: αυτό το ίδιο ήταν το σώμα που θα έθαβαν μια μέρα. Αυτό που διαμορφωνόταν, ήταν το πτώμα μου. Όδευα προς το τέλος μου. Αφού όλοι μας βαδίζουμε προς το θάνατο, τα βήματά μου έσκαβαν τον τάφο μου. Κι ο τάφος μου δεν ήταν απλώς το τέρμα του δρόμου, ήταν κι ο σκοπός του. Νόμιζα πως είχα βρει το νόημα της ζωής: ο θάνατος. Μα, αν ο θάνατος είναι το νόημα της ζωής, τότε η ζωή δεν έχει πια νόημα. Αν η ζωή μας δεν είναι παρά μια στιγμιαία ανάδευση μορίων, μια εφήμερη συνάθροιση ατόμων, γιατί να υπάρχουμε; Γιατί να καταξιώνουμε αυτή τη ζωή χωρίς αξία; Γιατί να διατηρούμε αυτή τη ζωή χωρίς ζωή; Ο κόσμος είχε χάσει τη χάρη του, τα χρώματα, τις γεύσεις του, κι ούτε ήταν πια ανάγλυφος — μια ισοπεδωμένη οφθαλμαπάτη. Είχα επινοήσει μόνος μου το νιχιλισμό, είχα αυτομυηθεί στη λατρεία του μηδενός. Η καθημερινότητα είχε στερέψει από καθετί πραγματικό: το μόνο που έβλεπα, ήταν σκιές. Έβλεπα ένα σώμα με σάρκα και οστά; Ψευδαίσθηση... Μου χαμογελούσε ένα στόμα με κατάλευκα δόντια; Προσεχώς, σκόνη... Οι συμμαθητές μου, σφριγηλοί και θορυβώδεις; Πτώματα με λεπτή επιδερμίδα: μάντευα από κάτω της το σκελετό τους· τίποτα δεν μπορούσε πια να αναχαιτίσει αυτή την πένθιμη ακτινογράφηση του κόσμου: πίσω απ’ το πιο στρουμπουλό πρόσωπο ενός κοριτσιού, εγώ έβλεπα ένα κρανίο και τις γνάθους του. Ακόμα και τα μαλλιά με αηδίαζαν, αυτά τα στεγνά και αισχρά ερπετά, από τότε που έμαθα πως έχουν δική τους διάρκεια ζωής, μεγαλύτερη απ’ τη δική μας, αφού συνεχίζουν να μεγαλώνουν μέσα στο φέρετρο. Εγώ, αυτή τη ζωή, αυτή την πρόσκαιρη, άχρηστη φάρσα, ήθελα να την εγκαταλείψω. Βουτούσα στην απόγνωση με όλη τη δύναμη των δεκαπέντε χρόνων μου. Πυρετούς, ρίγη, ταχυπαλμίες, άπνοιες, δυσφορίες, λιποθυμίες — ό,τι είχε και δεν είχε το σώμα μου σαν μέσο για να δραπετεύσει, μου το διέθετε. Κάποτε, λοιπόν, έφτασε η στιγμή όπου, επειδή είχα χάσει πολλά μαθήματα περνώντας ώρες και ώρες στο ιατρείο, ο λυκειάρχης κάλεσε τους γονείς μου. Εκείνοι με πήγαν στους γιατρούς· εγώ, όμως, με το που έβλεπα έναν, και προκειμένου ν’ αποφύγω την ανάκριση, γιατρευόμουν στο πι και φι. Ήθελαν κουβέντα: λέξη δεν έβγαινε απ’ τα χείλη μου. Κανείς δεν καταλάβαινε τι μου συνέβαινε. Όταν με ρωτούσαν, οχυρωνόμουν στη σιωπή μου, γιατί είχα την εντύπωση πως κουβαλούσα το φορτίο του μυημένου: αν είχα ανακαλύψει τις μυστικές αρκάνες της εποχής μας, αν είχα συνείδηση (εγώ και μόνο εγώ, όπως νόμιζα) ότι αυτός ο κόσμος είχε μιανθεί από θάνατο, ότι τα πάντα ήταν οπτασίες θολές, γιατί ν’ αποκαλύψω αυτό το μυστικό; Αφού οι αφελείς δεν το καταλάβαιναν, ποιο τ’ όφελος να τους ανοίξω τα μάτια; Για να υποφέρουν όσα υπέφερα κι εγώ; Όχι· δε θα γινόμουν τόσο σκληρός... Αφίλαυτος, κρατούσα τα τρομερά μου φώτα για λογαριασμό μου, μη θέλοντας να μολύνω τον κόσμο με την αλήθεια... Προτιμούσα να νομίζει ο καθένας πως η ζωή ήταν ωραία, κι ας γνώριζα το αντίθετο... Οπλισμένος με διαύγεια, συμπεριφερόμουν σαν ιερομάρτυς τού νιχιλισμού: δεν υπήρχε περίπτωση ν’ αποκαλύψω στους άλλους την πλήρη απουσία νοήματος. Όταν ζεις στην απελπισία, αυτή την παραγκούπολη του πνεύματος, δε ζηλεύεις πια όσους ζουν στις αριστοκρατικές συνοικίες — τους ξεχνάς ή θεωρείς ότι μένουν σ’ άλλο πλανήτη. Όμως, δεν πεθαίνεις από πυρετό, κι ας σου ανέβει σαράντα σε λίγα λεπτά· ούτε κι από εφίδρωση πεθαίνεις, όση κι αν είναι η αγωνία σου... Ε, αφού το σώμα μου αρνιόταν να με βοηθήσει, θα το βοηθούσα εγώ ν’ αφανιστεί. Άρχισα να σκέφτομαι σοβαρά την αυτοκτονία. Τις ατέλειωτες ώρες που περνούσα στο μπάνιο, είχα βρει τον τρόπο: αυτός του Σενέκα. Είχα οργανώσει, μάλιστα, την τελετή. Ξαπλωμένος στην μπανιέρα, προστατευμένος από τον παχύ αφρό, θ’ άνοιγα τις φλέβες μου μ’ ένα κοφτερό μαχαίρι, και το αίμα μου θα μ’ άφηνε γλυκά, πνίγοντας τη ζωή μου μέσα στα γαλάζια νερά: θ’ άφηνα την επώδυνη γη μ’ ένα θάνατο ανώδυνο. Κι επειδή δεν είχα κάνει ακόμα έρωτα, φανταζόμουν εκείνη τη στιγμή σαν μια αισθησιακή λιγοθυμιά, ίδια με το αγκάλιασμα του Δράκουλα, με το φιλί του βρικόλακα που έκανε τις γυναίκες να εκστασιάζονται, μια υπέρτατη ανακούφιση... Ωστόσο, μ’ ενοχλούσε η ιδέα ότι θα μ’ έβρισκαν γυμνό. Αυτό το σώμα, αυτό το ανέκδοτο ανδρικό σώμα που είχα μόλις αποκτήσει, αυτό το ανέπαφο σώμα που κανείς δεν το ’χε ακόμα αντικρίσει, που κανείς δεν το ’χε κρατήσει ακόμα στην αγκαλιά του, κανείς δεν το ’χε φιλήσει ακόμα, δεν ήθελα ούτε να το βρουν, ούτε να το πασπατέψουν. Έτσι, η σεμνοτυφία μου ανέβαλε για λίγο την εκτέλεση του σχεδίου μου. Παρ’ όλα αυτά, αισθανόμουν τόσο άσχημα, ώστε, δεν υπήρχε αμφιβολία, αυτό το εμπόδιο θα γκρεμιζόταν γρήγορα, για ν’ αφήσει να πλησιάσει η στιγμή της απελευθέρωσής μου... Σ’ αυτή την κατάσταση βρισκόμουν, όταν, ένα απόγευμα, παρακολούθησα κάτι πρόβες στην Όπερα της Λιόν. Ο καθηγητής μας της μουσικής είχε εξασφαλίσει αυτό το προνόμιο για τους καλύτερους μαθητές του. Μπαίνοντας στην αίθουσα, το πρώτο που πρόσεξα, ήταν οι ξεχαρβαλωμένες πολυθρόνες, η σκόνη που μούχλιαζε το βελούδο, η υγρασία που ξεκολλούσε τις ταπετσαρίες και κατσάρωνε τους πίνακες. Αυτό το παλιό θέατρο, που έκλεινε έναν αιώνα χωρίς να του έχει γίνει η παραμικρή ανακαίνιση, μου φάνηκε ταιριαστό με την εικόνα που είχα για τον κόσμο, αφού, όπου και να κοίταζα, έβλεπα παρακμή. Η πρόβα άρχισε. Απ’ την τάφρο της ορχήστρας, ένα πιάνο συνόδευε τους τραγουδιστές που τους βασάνιζαν ο σκηνοθέτης κι ένα τσούρμο βοηθοί του — φωνές, γκρίνιες, πάμε απ’ την αρχή. Το θέαμα προχωρούσε σαν τον κάβουρα. Έπληττα αφόρητα. Άσε που δε μ’ ενδιέφερε και τίποτα. Μια γυναίκα ανέβηκε στο σανίδι. Πολύ χοντρή. Πολύ μακιγιαρισμένη. Πολύ αδέξια. Ξετρελαμένη, σαν φάλαινα που εξόκειλε στην άμμο, φοβόταν να κινηθεί πάνω στη σκηνή. «Πήγαινε απ’ το παράθυρο στο έπιπλο της τουαλέτας, κι ύστερα έλα πίσω, στο κρεβάτι.» Όσο της φώναζαν το προς τα πού έπρεπε να μετακινηθεί, τόσο εκείνη δίσταζε, προσπαθούσε να πάρει θάρρος, έψαχνε μάταια στο ντεκόρ κάτι για να στηριχτεί, κι έχανε πάλι την αυτοπεποίθησή της όσο έβλεπε πως δεν μπορούσε να πετύχει ούτε τη χάρη ούτε την άνεση. Σαν να μην έφτανε αυτό, την όλη κατάσταση επιβάρυνε και το κοστούμι της. Η γυναίκα σού έδινε την εντύπωση ότι, καθώς πήγαινε να βγει στη σκηνή, είχε σκοντάψει κι είχε τυλιχτεί σε κάτι διπλές, βαριές κουρτίνες — κι όλο το πακέτο έκλεινε στην πλάτη μ’ έναν τεράστιο, δυσανάλογο φιόγκο· μ’ έναν τέτοιο φιόγκο, σου έντυνα μια βάρκα, ένα κρεβάτι, ένα παγκάκι... Τα παχουλά χεράκια της, οι άγαρμπες κινήσεις της, το βαρύ κοστούμι της, το γυαλιστερό μακιγιάζ της, η περούκα της με τις λακαρισμένες μπούκλες — κάθε λεπτομέρεια μεταμόρφωνε αυτή τη γυναίκα σε μια πελώρια αξιοθρήνητη κούκλα. «Ευχαριστώ» είπε ο σκηνοθέτης, αποκαμωμένος, «ας περάσουμε τώρα στην άρια.» Η γυναίκα άρχισε να τραγουδάει. Και τότε, ξαφνικά, όλα ανατράπηκαν.