ΕΝΑΣ ΔΑΙΜΟΝΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

ΕΝΑΣ ΔΑΙΜΟΝΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Συγγραφέας: ΦΑΧΑΡΔΟ ΧΟΣΕ-ΜΑΝΟΥΕΛ
Μετάφραση: ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΒΑΣΙΛΑΚΟΥ
Εκδόθηκε: 01/03/2006
ISBN: 960-8397-10-3
Σελίδες: 320

€15.26 €16.96

  Στο καλαθι βιβλια

Στο Μπιλμπάο, στη Χώρα των Βάσκων, ένας σαραντάχρονος ισπανός δημοσιογράφος ξυπνά στην κόλαση... Όμηρος της βασκικής αυτονομιστικής οργάνωσης ΕΤΑ, συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται κλεισμένος σ’ένα υπόγειο δύο μέτρα επί τρία, υπό το φως μιας άσβεστης λάμπας. Ο κουκουλοφόρος δεσμοφύλακάς του —δαίμονας ανάλογος αυτών της χριστιανικής του κατήχησης κατά τα μαθητικά του χρόνια— ανοίγει καθημερινά ένα μικρό παράθυρο στην ξύλινη πόρτα της φυλακής για να του δώσει ένα δίσκο με την αναγκαία για την επιβίωσή του τροφή. Ο Χοσέ Μανουέλ Φαχάρδο, δημοσιογράφος ο ίδιος και παλαιός κάτοικος της Χώρας των Βάσκων, μοιράζει την αφήγησή του στα δύο: από τη μια παρακολουθεί τον όμηρο και περιγράφει τις αντιδράσεις, την αγωνία, τους φόβους, τη σωματική κατάπτωση και την απελπισία του, και από την άλλη, με όχημα τη μνήμη, εξερευνά την ανδρική σεξουαλικότητα, τον έρωτα, την προδοσία, τις τύψεις, τις σχέσεις με το άλλο φύλο. Αναζητώντας εναγωνίως απαντήσεις στα ερωτήματα που τον βασανίζουν, η ανάμνηση ενός παλιού του φίλου και πρώην ιδρυτικού στελέχους της ΕΤΑ έρχεται να φωτίσει την εφιαλτική και ασυνάρτητη δομή και δράση της βασκικής —και όχι μόνο— τρομοκρατίας. Ένα μυθιστόρημα ιδιαίτερης έντασης, που αναλύει την έννοια της κόλασης: της κόλασης του μίσους, της στέρησης της ελευθερίας, αλλά και των ασίγαστων επιθυμιών του ανθρώπου.

Κόλαση (ένατος κύκλος) Θέλω να αποτυπώσω τις μέρες που παράπεσαν, σημάδια ανεξίτηλα του κλεμμένου χρόνου και του στροβίλου των συναισθημάτων που τάραξε εκείνα τα ανήλιαγα κι ασκοτείνιαστα μερόνυχτα. Δε θα μιλήσω για τον πόνο. μόνο όσο είναι απαραίτητο. Ο πόνος παραμένει κουλουριασμένος εκεί, σαν ζώο που κοιμάται και μερικές φορές τινάζεται. Τα βιώματα, όμως, γίνονται ανοίκεια αν κοινολογηθούν. Κανείς δε θέλει να έρθει αντιμέτωπος με τη φρίκη, κανείς δε συναινεί να την ξαναζήσει. Αυτό είναι πάντα το πλεονέκτημα του βασανιστή: οι πράξεις του είναι τόσο αποτρόπαιες, που σύντομα η μνήμη εξασθενεί. Ωστόσο, θυμάμαι εκείνη την εποχή με τόση ένταση που φοβάμαι ότι οι λέξεις εκτροχιάζονται. Τις συγκρατώ να μην ηχήσουν ανεμπόδιστες, να μην ξεσπάσουν σε παθιασμένα ουρλιαχτά. Βάζω τελείες που δεν είναι σημεία στίξης αλλά παύσεις, ανάσες. Βάλθηκα ν’ ανακαλέσω πράγματα, καταστάσεις και συναισθήματα. Να τα κατονομάσω, απλώς. Να πω μοναχά τα απαραίτητα. Αυτό αρκεί. Τις εξηγήσεις ας τις δώσουν άλλοι. Ας ψάξουν άλλοι τις αιτίες. Όλα τ’ άλλα περιττεύουν. Είναι μόνο ιστορίες που σου επιτρέπουν να κοιμάσαι τις νύχτες και να δουλεύεις τη μέρα, ιστορίες που σε βοηθάνε να αγαπάς ή να μισείς. Εγώ, όμως, θέλω να μείνω πέρα απ’ αυτά. Στην εξιστόρηση της γυμνής αλήθειας. Ίσως έτσι μπορέσω να κατανοήσω την καταιγίδα που ξέσπασε στην ψυχή μου αυτόν τον εκτός χρόνου, χρόνο. Με απήγαγαν μόλις βγήκα από το σπίτι μου, μια μέρα όπως κάθε άλλη. Έγινε τόσο ξαφνικά που δεν πρόλαβα καν να τρομοκρατηθώ. Βρέθηκα ακινητοποιημένος ανάμεσα σε δύο άντρες, ένιωσα ένα τσίμπημα στο λαιμό κι ύστερα όλα έγιναν θολά και συγκεχυμένα. Ακολούθησε ο θόρυβος από πόρτες που ανοιγόκλειναν, το γουργουρητό της μηχανής ενός αυτοκινήτου και πυκνή κίνηση. Μετά, έπεσε σκοτάδι. Όταν ξύπνησα βρισκόμουν στην κόλαση. Δεν είμαι από εκείνους που πιστεύουν ότι υπάρχει μία μόνο Κόλαση, κοινή για όλους. Ο καθένας έχει την κόλασή του, και η εξυπνάδα του δήμιου συνίσταται στο να μαντέψει τη δική σου. Η δική μου μέτραγε τρία μέτρα μήκος και δύο πλάτος, το χειρότερο όμως, ήταν ότι το ύψος της ίσα που μου επέτρεπε να σταθώ όρθιος. Ελάχιστα εκατοστά χώριζαν το κεφάλι μου από την οροφή. Το πρώτο πράγμα που συνειδητοποίησα πριν ακόμη ξυπνήσω εντελώς, ήταν η υγρασία. Ο αέρας ήταν πυκνός και μύριζε κλεισούρα. Το πρόσωπό μου έκαιγε, τα χέρια και τα ρούχα μου ήταν υγρά. Δεν ξέρω γιατί σκέφτηκα ότι το πουκάμισό μου είχε μουλιάσει από το κλάμα. Δεν θυμόμουν, όμως, κανένα θρήνο. Ήμουν ζαλισμένος, και οι αναμνήσεις χρειάστηκαν κάποια δευτερόλεπτα για να προστρέξουν στη μνήμη μου. Σηκώθηκα με χίλια ζόρια και κοίταξα γύρω μου. Η στενότητα του δωματίου στο οποίο βρισκόμουν έκανε τον παγωμένο ιδρώτα να στάζει από το δέρμα μου. Αισθάνθηκα την πίεση αόρατων καρφιών που πάσχιζαν να μου συντρίψουν τα μηλίγγια. Ο αέρας πύκνωσε στα πνευμόνια μου σαν χυλός κι άρχισα ν’ ανασαίνω με δυσκολία. Πνιγόμουν. Χρειαζόμουν καθαρό αέρα. Γνώριζα καλά τα συμπτώματα. Ποτέ δεν κατάφερα ν’ αντέξω τους κλειστούς χώρους. Θεωρώ τον ανελκυστήρα μια καλοστημένη παγίδα και για να μπω σε αεροπλάνο πρέπει πρώτα να αποδεχτώ μέσα μου την ιδέα ενός αιφνίδιου θανάτου από ατύχημα, γιατί το μόνο που δεν μπορώ να υποφέρω είναι η ιδέα να με δω θαμμένο ζωντανό, να πνέω τα λοίσθια σε μια τρύπα όπου δεν θα μπορώ ούτε να κουνηθώ καλά καλά. Και τώρα ήμουν κλεισμένος σ’ ένα μπουντρούμι όπου δεν μπορούσα να κάνω παραπάνω από τέσσερα-πέντε βήματα, ούτε ν’ απλώσω τα χέρια μου χωρίς να βρουν στους ξύλινους τοίχους. Ήταν λίγο μεγαλύτερο από φέρετρο, κι εγώ ένας ζωντανός νεκρός. Ο ιδρώτας που έτρεχε άφθονος στα μπράτσα μου και το μούδιασμα των ποδιών μου με ειδοποιούσαν ότι ήμουν στα πρόθυρα της λιποθυμίας. Στο στομάχι μου υπήρχε ένα ιλιγγιώδες κενό κι έκανα προσπάθειες για να διατηρήσω την ισορροπία μου. Ξαναγύρισα στο στρώμα από όπου μόλις είχα σηκωθεί και βύθισα το πρόσωπό μου στη φιλική αγκαλιά των χεριών μου. Με τα μάτια κλειστά ο κόσμος έδειχνε πιο ευρύχωρος, κι εγώ είχα σωθεί από κείνη την κιτρινωπή αντανάκλαση του γλόμπου που φώτιζε το δωμάτιο από μια γωνία. Ένα φως άψυχο, ψυχρό και σκληρό που, όπως δεν άργησα να διαπιστώσω, δεν έσβηνε ποτέ. Τώρα ξέρω πως στην κόλαση δεν κυριαρχεί η κόκκινη αντανάκλαση της φωτιάς που ζωγράφιζαν οι κλασικοί, αλλά μια ασθενική λάμψη ηλεκτρικού λαμπτήρα. Ωστόσο, το σκοτάδι στο οποίο γύρεψα καταφύγιο αποδείχτηκε ακόμη χειρότερο. Λίγο μετά αφότου έκλεισα τα μάτια μου, η φριχτή σιωπή του τάφου μου έγινε αφόρητη. Καταλήφθηκα από τους πλέον παράλογους φόβους, τις πιο τρελές φαντασιώσεις. Κι αν τα ξανάνοιγα και το σκοτάδι εξακολουθούσε να είναι εκεί; Κι αν το φως του λαμπτήρα έσβηνε μια για πάντα; Κι αν δεν επρόκειτο περί απαγωγής αλλά ήταν η πράξη ενός τρελού που με καταδίκαζε να πεθάνω ξεχασμένος σ’ εκείνη την τρύπα; Φαντάστηκα τον εαυτό μου μέσα στο σιωπηλό κενό του σκοταδιού κι άνοιξα πανικόβλητος τα μάτια, αναζητώντας τη βεβαιότητα των λιγοστών πραγμάτων που με συντρόφευαν στη μοναξιά μου: ήταν το στρώμα όπου καθόμουν, μια σπαστή καρέκλα, ένα ξύλινο κασόνι αντί για κομοδίνο, μια τουριστική αφίσα της Χώρας των Βάσκων καρφωμένη με πινέζες στον τοίχο, μια λάμπα και, μπροστά της, ένα σχοινί απ’ όπου κρεμόταν ένα μαύρο πανί που εκείνη τη στιγμή ήταν τραβηγμένο στην άκρη. Το κοίταξα ενώ αναρωτιόμουν σε τι θα μπορούσε να χρησιμεύει, και δεν άργησα να καταλάβω πως εξυπηρετούσε μόνο στο να σκοτεινιάζει το δωμάτιο όταν ξεδιπλωνόταν μπροστά απ’ το φως. Αυτό ήταν που θα έκανε τη νύχτα μου. Μια φινλανδική νύχτα που τη διασχίζει ένας αιώνιος ήλιος, όχι στην απεραντοσύνη του βορρά, αλλά στα τρία μόλις μέτρα. Επιθεώρησα ξανά τα ελάχιστα αντικείμενα. Ήταν απαίσιο να κάνεις απαρίθμηση του κόσμου στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ο χρόνος βάλθηκε να κυλάει τόσο αργά, που το πέρασμά του έγινε ανεπαίσθητο. Το άγχος δεν έλεγε να εξαφανιστεί, είχα, όμως, τουλάχιστον καταφέρει ν’ αποφύγω τη λιποθυμία και το στομάχι μου δεν άργησε να μου υπενθυμίσει ότι είχα ώρες να φάω. Ήταν εκπληκτική η διαπίστωση πως η καλή μου διάθεση παρέμενε ανέπαφη στις διακυμάνσεις της ζωής. Αναρωτήθηκα πότε θα μου ’φερναν φαγητό, και πήρα το θάρρος να χτυπήσω με τους κόμπους των δαχτύλων το παραθυράκι της ξύλινης καταπακτής, πλάι στην πόρτα από την οποία έμπαινες στο δωμάτιο. Δεν πήρα καμία απάντηση, κι η ανησυχία άρχισε ξανά να θεριεύει μέσα μου. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε, όμως, το φάντασμα του θανάτου από ασιτία ερχόταν να προστεθεί στους φόβους μου, όταν η στενή πόρτα άνοιξε και είδα δύο από τους απαγωγείς μου. Παρέλυσα από τον τρόμο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ήταν για μένα μάλλον γεννήματα της φαντασίας μου παρά της πραγματικότητας. Ούτε τα πρόσωπά τους δεν θυμόμουν καλά καλά, αφού είναι ζήτημα αν πρόλαβα να τους δω ένα δευτερόλεπτο την ώρα της απαγωγής. Τώρα, όμως, στέκονταν απέναντί μου με σάρκα και οστά. Ήταν και οι δυο δυνατοί, γεροδεμένοι, με μεγάλα χέρια ανθρώπων ψημένων στη δουλειά και πρόσωπα καλυμμένα με κουκούλες. Ήμουν καθιστός κι ούτε καν μπήκα στον κόπο να σηκωθώ. Μου απευθύνθηκαν από την πόρτα. Θα ’λεγες πως, αντί για τρία άθλια μέτρα, μας χώριζε ολόκληρος ωκεανός. Μου έδωσαν μια πλαστική λεκάνη και μου εξήγησαν πώς θα ήταν η ζωή μου από ’δω και στο εξής. Η διατροφή μου: δύο γεύματα ημερησίως. Οι συσκευές ραδιοφώνου δεν επιτρέπονταν. Οι εφημερίδες, μόνο από καιρού εις καιρόν και πάντα λογοκριμένες. Κι ούτε λόγος να βγω από εκείνη την τρύπα. τέρμα οι βόλτες, τα ηλιοβασιλέματα και οι χειμωνιάτικες μυρωδιές. Μόνον εκείνοι οι τέσσερις τοίχοι. Μου αφαίρεσαν τη ζώνη και τα κορδόνια των παπουτσιών «για να σε αποτρέψουμε από καμιά ανοησία», είπαν με τέτοια ψυχρότητα που ένιωσα πως βρισκόμουν μπροστά σε ταριχευτές αποφασισμένους να με συντηρήσουν στη φορμόλη. Μου ξάφρισαν, επίσης, το ρολόι. Από εδώ και στο εξής, ο ρυθμός των γευμάτων μου θα ήταν ο μοναδικός δείκτης του χρόνου. Συναίνεσα μ’ εκείνη τη μουδιασμένη υπακοή των απόμακρων ημερών του κολεγίου ή του στρατού. Μόνο τότε μου είπαν γιατί με απήγαγαν: εγώ ήμουν, απλώς, το διαπραγματευτικό χαρτί που επέλεξαν για να πετύχουν τους στόχους τους. Σκέφτηκα να ρωτήσω γιατί αυτή η επιλογή, γιατί ειδικά εμένα, ο φόβος, όμως, με εμπόδιζε να μιλήσω. Μου είπαν ακόμη ποιοι ήταν, ποιες ήταν οι ιδέες τους και ο σκοπός της αιχμαλωσίας μου. Ήταν μέλη του... Αλλά όχι, δεν πρόκειται να τους κατονομάσω. Στο κάτω κάτω, τι σημασία έχει ποιες ήταν οι ιδέες τους, ή πώς αυτοαποκαλούνταν; Όλοι της ίδιας συνομοταξίας ήσαν. Άνθρωποι που έκρυβαν τα πρόσωπά τους πίσω από μια κουκούλα, και την ανυπαρξία οίκτου και ενδοιασμών πίσω από μια ονομασία, κάποια αρχικά. Κάτω, λοιπόν, οι μάσκες. Ήσαν οι βασανιστές μου, οι δαίμονες της κόλασής μου, κι έτσι πρέπει και να τους αποκαλώ. Όταν έφυγαν κλείνοντας την πόρτα, όλη η φρίκη τής ατυχίας μου έπεσε πάνω μου σαν ταφόπλακα. Γι’ αυτούς δεν ήμουν ούτε φυλακισμένος, ούτε θαμμένος ζωντανός. Ήμουν κάτι λιγότερο απ’ το τίποτε, χειρότερα κι από σκυλί ή φυτό, ήμουν, απλώς, το πιόνι. ένα ασήμαντο κομμάτι πάνω στη σκακιέρα. Η ζωή μου, η τύχη μου, είχαν πάψει πια να μου ανήκουν. Το μόνο που ήμουν σε θέση να σκεφτώ ήταν το μαύρο τούνελ του πεπρωμένου μου, και το αίσθημα που με διακατείχε, πέρα από το άγχος, ήταν η αυτολύπηση. Δεν υπήρχαν μήτε αναμνήσεις μήτε νοσταλγίες μήτε απουσίες. Εκτός, ίσως, από την κατηγορηματική παρουσία του φόβου. Με μια μονοκοντυλιά οι βασανιστές μου με διέγραψαν από την επικράτεια των ζωντανών, κι όλη μου η ύπαρξη στριφογύριζε μανιασμένη στα τυφλά, σαν φυλακισμένο θηρίο. Κι έτσι ζύγωσα και το πιάτο με το φαγητό που μου είχαν αφήσει στο πάτωμα, δίπλα στην πόρτα: μια αχνιστή φασολάδα, σίγουρα από κονσέρβα, προμαγειρεμένη, του εμπορίου. Ήταν, όμως, ζεστή και η χαρακτηριστική οικεία γεύση της λειτούργησε κατευναστικά στη διάθεσή μου, σαν ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη. Τις επόμενες μέρες ξυπνούσα όπως μετά από ένα βαρύ μεθύσι. Ζούσα στη χώρα του πουθενά. Δεν πέθαινα, αλλά ούτε και ζωντανός ήμουν. Περνούσα τις ώρες μου αραχτός στο στρώμα, περιμένοντας ν’ ανοίξει το πορτάκι και κάποιος από τους κουκουλοφόρους να μου δώσει το φαγητό μου. Το τρίξιμο του σύρτη ήταν το μόνο πράγμα που με επανασυνέδεε με τη ζωή, την κίνηση. Στο μεταξύ, το μυαλό μου αρμένιζε σαν ακυβέρνητο καράβι στην καταιγίδα. Προσπαθούσα να μη σκέφτομαι την οικογένειά μου ή τους φίλους μου, γιατί η ανάμνησή τους μεγάλωνε, απλώς, την απελπισία μου, αλλά ήμουν ανίκανος να βάλω σε τάξη τις ιδέες μου, ανίκανος να σκεφτώ. Τις ελάχιστες φορές που προσπάθησα να το κάνω, οι άμοιρες σκέψεις μου βούλιαζαν στη δίνη των φόβων μου, στο κέντρο των οποίων αιωρούνταν πάντα το ίδιο ερώτημα: Τι αμαρτία πλήρωνα με μια τόσο φριχτή τιμωρία; Έσπαζα το κεφάλι μου να βρω τι λόγους είχαν οι απαγωγείς μου να με διαλέξουν, δεν κατέληγα, όμως, σε κανένα συμπέρασμα. Ούτε πλούσιος ήμουν, ούτε διάσημος, ούτε ισχυρός. Ένας δημοσιογράφος σαν οποιονδήποτε άλλο, ένας από το σωρό, που καμιά φορά μετέφραζε και κανένα βιβλίο από τα αγγλικά. Ούτε για πολιτική έγραφα τακτικά. Κι ανάμεσα στους φίλους μου υπήρχαν άτομα κάθε ιδεολογίας, από συντηρητικούς έως πρώην μέλη της ΕΤΑ. Ήμουν ένας πολίτης όπως τόσοι άλλοι στη Χώρα των Βάσκων. Ούτε πιο ένοχος ούτε πιο αθώος απ’ αυτούς. Ανασκαλεύοντας τις αιτίες της απαγωγής, δεν άργησαν ν’ ανατραπούν όλοι εκείνοι οι δισταγμοί. Οι περιορισμένες φιλίες μου και η χωρίς εκπλήξεις ζωή μου πρόβαλαν τότε ως οι πραγματικοί υπαίτιοι της δυστυχίας μου. Θεωρούσα τον εαυτό μου δειλό, εγωιστή, αδιάφορο... κι έβλεπα σε κάθε μία από αυτές τις κατηγορίες ένα τρομερό παράπτωμα. Σαν απόηχος των σχολικών μου βιβλίων, επανέρχονταν στο μυαλό μου οι ανατριχιαστικές περιγραφές της κόλασης που με τρομοκρατούσαν παιδί, και μαζί τους αυξανόταν και η υποτιθέμενη ενοχή μου. Ένιωθα ριγμένος στον ένατο κύκλο, στη βαθύτερη και φριχτότερη γωνιά της κόλασης, εκεί όπου καίγονταν και διαμελίζονταν οι προδότες, και η μόνη μου επιθυμία ήταν να μάθω ποια ήταν η προδοσία μου για να μπορέσω να ικετέψω για συγχώρεση ή, έστω, να απωλέσω και την έσχατη ελπίδα. Στη διάρκεια εκείνων των ημερών ή εβδομάδων —αγνοώ πόσος χρόνος πέρασε αφού ούτε καν είχα σκεφθεί να κρατήσω ημερολόγιο— η φυσική και πνευματική μου κατάσταση επιδεινώνονταν καθημερινά. Τον πρώτο καιρό έτρωγα με απίστευτη λαιμαργία. Η μόνιμη, όμως, παρουσία της λεκάνης με τις ακαθαρσίες μου, που αποσύρετο άπαξ ημερησίως, με έκανε να προσέχω τη διατροφή μου. Επεδίωκα να τρώω συχνά πρασινάδες και πιο σπάνια κρέας. Μια επιθυμία με την οποία οι δεσμώτες μου αποδείχθηκαν ελάχιστα διαλλακτικοί, όπως και με τις υπόλοιπες ανάγκες μου. «Εντάξει είναι το φαγητό» αποφάνθηκε ο πιο σωματώδης κουκουλοφόρος, όταν του ζήτησα να προκρίνουν τις πρασινάδες από τα κονσερβαρισμένα φασόλια ή το κρέας. «Τώρα, αν εσύ δε θες να το φας, πρόβλημά σου». Οπότε, τα γεύματά μου, που παρέμεναν πάντα ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρεφόταν ο κόσμος μου, υποβάλλονταν σε μια ενδελεχή εξέταση στη διάρκεια της οποίας εξαιρούνταν οι τροφές που θα με δυσκόλευαν περισσότερο στην πέψη. Το αποτέλεσμα ήταν ένα μενού βασισμένο στα συνοδευτικά και τις γαρνιτούρες που με έκανε να λιμοκτονώ. Ώσπου, κάποτε, η πείνα άρχισε να υποχωρεί, όπως άλλωστε έκανα κι εγώ, κάθε μέρα όλο και πιο χορτασμένος και μπουχτισμένος. Μια τέτοια σπαρτιάτικη δίαιτα είχε, επιπλέον, το παράδοξο αποτέλεσμα να κάνει τη σάρκα μου αδύνατη και πλαδαρή ταυτόχρονα. Παρ’ όλα αυτά, την έσπαγα μόνο αραιά και πού, όταν το άγχος υπερέβαινε την αποστροφή μου στην μπόχα, που είχε γίνει αχώριστος σύντροφος της μοναξιάς μου. Τότε έπεφτα με τα μούτρα στα όσπρια, μαγειρευτά ή ψητά. Κι αν δεν ήταν αυτή η κουκούλα που του έκρυβε το πρόσωπο, θα ορκιζόμουν ότι κάτι τέτοιες στιγμές ο φύλακάς μου χαμογελούσε ικανοποιημένος, λες κι αυτή η ταπείνωση δικαιολογούσε την ομηρεία μου. Αν κι αυτό το χαμόγελο μπορεί να ήταν της φαντασίας μου, γιατί κάτι τέτοιες στιγμές περιφρονούσα κι εγώ τόσο πολύ τον εαυτό μου, που όλο και κάποιο δάκρυ μου ξέφευγε. Κι αυτή η εικόνα του ατόμου μου, έτσι παραμελημένου, βρόμικου και τρομοκρατημένου να κλαψουρίζει τρώγοντας τον άμπακο, στο τέλος με έριχνε στην ταπείνωση και στην απελπισία. Η πτώση στην άβυσσο της τρέλας ήταν ακόμη πιο ιλιγγιώδης μες στη σιωπή που κυριαρχούσε στον κόσμο μου. Κάποιες φορές άφηνα τα παραμιλητά μου να εκδηλωθούν δυνατά και οι λέξεις ηχούσαν παράξενες, άψυχες, απόμακρες. Εκείνοι, μόλις που μου μιλούσαν. Οι δύο καθημερινές επισκέψεις τους ήταν τόσο σύντομες όσο και σιωπηρές. Αρχικά απευθυνόμουν στο δεσμώτη μου πασχίζοντας να του εξηγήσω ότι είχαν παραπλανηθεί, ότι είχαν πιάσει λάθος άνθρωπο, ότι δεν υπήρχε κανείς λόγος να με κρατούν. Δεν έπαιρνα καμία απάντηση. Δεν ήξερα τι να κάνω για να τον μεταπείσω, και μες στην απελπισία μου παρακαλούσα και ικέτευα να με βγάλει από κει, μόνο και μόνο για να μου μιλήσει. Οι μόνες λέξεις —κοφτές κι απόμακρες— που κατάφερα να του αποσπάσω ήταν για να βγάλω το σκασμό. Αποτέλεσμα όλης αυτής της κατάρρευσης ήταν ένας ξαφνικός πυρετός που με έκανε να παραληρώ, ώσπου βεβαιώθηκαν ότι δεν υποκρινόμουν και μου έδωσαν κάποια φάρμακα που με βοήθησαν να συνέλθω. Μετά βίας μπορούσα να ανασηκωθώ από το στρώμα, κατάλαβα, όμως, ότι δεν γινόταν να συνεχίσω έτσι, με το ένα πόδι στην τρέλα και το άλλο στην απόγνωση. Έπρεπε κάτι να κάνω. Να αξιοποιήσω τον νεκρό χρόνο. Δεν είχε σημασία πόσος είχε περάσει. Ήταν μια κρίσιμη περίοδος, στη διάρκεια της οποίας η αρρώστια μου ήταν απλώς το επιστέγασμα. Ο χρόνος τής ομηρείας μου τώρα ξεκινούσε. Εξασφάλισα χαρτί, μολύβι και μια μικρή ξύστρα, αφού αρνήθηκαν να μου προμηθεύσουν στιλό, και στρώθηκα στην καταγραφή του ιδιωτικού μου ημερολογίου. Το φαγητό, που μέχρι τότε είχε υπάρξει εστία έντασης, μετατράπηκε τελικά σε δείκτη του χρόνου. Κι αυτοί, στις δυσοίωνες φιγούρες ενός σήμαντρου που ηχούσε μόνο για μένα. Το ένα από τα γεύματα ήταν ελαφρύτερο, επί το πλείστον γάλα και φρούτα ή αλλαντικά. Αποφάσισα πως αυτό θα ήταν το βραδινό μου. Έτσι, προσάρμοσα σ’ αυτό τις ώρες του ύπνου μου. Φρόντιζα να ξυπνάω πριν μου φέρουν το επόμενο και κατάφερα να μου αφήσουν και μια δεύτερη λεκάνη με νερό. Αφού την χρησιμοποιούσα για να πλυθώ λίγο, σκέπαζα τη λεκάνη με τα απεκκρίματα. Έτσι, η μπόχα γινόταν κάπως πιο υποφερτή. Η δίαιτά μου εξακολουθούσε να είναι φτωχή, αλλά τουλάχιστον ήταν τακτική και, σταδιακά, άρχισα να συνέρχομαι, αν κι εξακολουθούσα να είμαι αδύνατος, με μια μόνιμη αίσθηση βάρους στα χέρια και στα πόδια. Επίσης, άρχισε να με ενοχλεί η πλάτη μου, μ’ έναν πόνο βουβό που δεν έλεγε να καταλαγιάσει. Πάσχιζα να θυμηθώ τι είχα διαβάσει για άλλα θύματα απαγωγής. Δυστυχώς, η πρώτη ανάμνηση που μου ήρθε ήταν αυτή των Λάσα και Θαμπάλα, δυο συμπαθούντων της ΕΤΑ που απήχθησαν από τις GAL,* και των οποίων τα οστά βρέθηκαν σ’ ένα λάκκο με ασβέστη μετά από χρόνια. Και, σχεδόν αμέσως μετά, αυτή του Μιγκέλ Άνχελ Μπλάνκο, δημοτικού συμβούλου της δεξιάς, ο οποίος απήχθη από την ΕΤΑ και βρέθηκε στο δάσος με μια σφαίρα στο κεφάλι. Η μέγγενη του φόβου άρχισε να ξανασφίγγει το στήθος μου. Για πρώτη φορά, στο ενδεχόμενο του θανάτου από ασφυξία ή ασιτία μέσα σ’ εκείνη την τρύπα, προστέθηκε και το ενδεχόμενο να πάω από σφαίρα. Έκπληκτος, ανακάλυψα πως με αυτό μπορούσα να συνυπάρξω καλύτερα. Στο κάτω κάτω ήταν μια διέξοδος, όπως τότε που φανταζόμουν ότι το αεροπλάνο με το οποίο ταξίδευα μπορούσε να τσακιστεί. Το φάντασμα ενός αιφνίδιου θανάτου ερχόταν πάλι να με καθησυχάσει. Να περπατήσω. Αυτό ήταν. Αυτό είχα διαβάσει πως έκαναν οι όμηροι. Περπατούσαν για να ασκούν το κορμί τους. Περπατούσαν για να καταβάλλουν το φόβο που τους παρέλυε. Ακόμη κι αν ήταν πέντε βήματα μπροστά και πέντε βήματα πίσω. Ήταν θέμα απόφασης, επιμονής. Πέντε βήματα επί εκατό μας κάνουν πεντακόσια. Επί χίλια, πέντε χιλιάδες. Κάθε βήμα... πόσο ήταν; Πενήντα, εξήντα εκατοστά; Τότε, τα πέντε χιλιάδες βήματα ισοδυναμούσαν με έναν περίπατο τριών περίπου χιλιομέτρων. Έναν καλό περίπατο. Πετάχτηκα πάνω, έρμαιο ενός ξαφνικού εκνευρισμού. Βρισκόμουν στο βάθος του κελιού. Στην άλλη άκρη, στα τρία μέτρα απόσταση, ήταν η πόρτα. Υπολόγισα την απόσταση όπως ένας ναυτικός αγναντεύει τον ορίζοντα σε αναζήτηση ξηράς. Έπειτα, βάλθηκα να βαδίζω. Πρώτα με μεγάλους διασκελισμούς, αθλητικούς σχεδόν, παραιτήθηκα όμως πολύ γρήγορα. Μπορούσα να κάνω μόνο τρεις συνεχόμενους, κι αυτό με υποχρέωνε να περιστρέφομαι διαρκώς. Μου προκαλούσε ναυτία. Έκανα το βήμα μου πιο κοφτό, πιο ήρεμο. Λες και διέσχιζα μια αλέα συντροφιά μ’ ένα φίλο, φλυαρώντας. Πέντε βήματα ακριβώς. Ήταν υπεραρκετά. Δεν υπήρχε βιάση. Είχα όλον το χρόνο του κόσμου. Αλλά δεν αρκούσε μόνο το περπάτημα. Αυτό το ανακάλυψα στη συνέχεια. Έπρεπε να στρέψω κάπου την προσοχή μου, γιατί, αν άφηνα τη φαντασία μου να πλανιέται ελεύθερη, κατέληγα πάλι μες στο άγχος, μπλοκαρισμένος από τον πανικό. Κάθισα στο στρώμα προσπαθώντας να πείσω τα λαχανιασμένα μου πνευμόνια ότι υπήρχε αρκετό οξυγόνο στο δωμάτιο. Όταν σήκωσα το βλέμμα μου, στάθηκε στην αφίσα της Χώρας των Βάσκων, στην οποία ώς τότε δεν είχα δώσει την παραμικρή σημασία και τώρα μου φαινόταν η μοναδική ένδειξη συμπάθειας από τους απαγωγείς μου. Αν και χάρτινη, ήταν ένα παράθυρο που μου θύμιζε ότι εκεί, έξω από τον τάφο μου, υπήρχε ένας άλλος κόσμος. Ήταν μια σύνθεση τριών φωτογραφιών. Στο κάτω μέρος οι δύο κάθετες, οι μικρότερες, έδειχναν ένα ψαροχώρι κι ένα αγρόκτημα πάνω σ’ ένα λόφο. Πλησίασα και διάβασα τις λεζάντες: «Ψαροχώρι του Ορίο» και «Αρχοντικό των Γκοιέρι». Δεν είχα πάει ποτέ εκεί. Ωστόσο, η τρίτη φωτογραφία μού φάνηκε οικεία. Ήταν οριζόντια κι έδειχνε ένα παράξενο τοπίο, σχεδόν κυβιστικό. Σε πρώτο πλάνο έβλεπες ένα πλήθος τετραγωνισμένων, γεωμετρικών επιφανειών φαιού χρώματος, μερικές από τις οποίες βρίσκονταν ψηλότερα. Πιο πέρα, τα σπίτια ενός χωριού που όσο πήγαινε γινόταν όλο και πιο ανηφορικό. Και στο βάθος κυμάτιζαν πράσινες πεδιάδες σχεδόν γυμνές και οι κορφές μιας οροσειράς. Διάβασα κάτω από τη φωτογραφία: «Σαλίνας ντε Ανιάνα». Και ξαφνικά, θυμήθηκα. Τη μία και μοναδική φορά που είχα δει αυτές τις αλυκές, ήμουν ντυμένος στο χακί.

ΦΑΧΑΡΔΟ ΧΟΣΕ-ΜΑΝΟΥΕΛ