€19.08 €21.20
Στο καλαθι βιβλιαΟι δίδυμοι αδελφοί Κάιν και Άβελ Γκριμ —πλανόδιοι λαϊκοί τροβαδούροι χειρίστης ποιότητος— διέτρεξαν τη χιλιανή Παταγονία και τις πεδιάδες της Ουρουγουάης, αφήνοντας το αμυδρό τους αποτύπωμα. Οι ζωές τους, οι έρωτες, οι περιπλανήσεις και οι φιλίες τους περιγράφονται σ’ αυτό το ειρωνικό και διασκεδαστικό βιβλίο από δύο μεγάλους λατινοαμερικανούς συγγραφείς υπό μορφήν ανταλλαγής επιστολών μεταξύ δύο εκκεντρικών τοπικών ειδημόνων: του καθηγητή Όρσον Κ. Καστεγιάνος από την Ουρουγουάη και του —επίσης καθηγητή— Σεγισμούντο Ραμίρο φον Κλατς από την Παταγονία. Μέσα από μια σχολαστική καταγραφή ευτράπελων στιγμιοτύπων, οι δύο καθηγητές αναλαμβάνουν να απεικονίσουν: τη βιολογία και τη σεξουαλικότητα του λαϊκού τροβαδούρου διαμέσου των αιώνων στην αμερικανική ήπειρο, το μυστήριο της έλευσης των δύο αδελφών πάνω σε μια σχεδία στην Παταγονία, την αμφίβολη γενεαλογία τους και ό,τι άλλο βοήθησε στο να καταστούν συνώνυμοι της ελεεινής λαϊκής μουσικής. Οι δύο συγγραφείς διασκεδάζουν, αναπτύσσουν γκροτέσκα επιχειρήματα, επιδίδονται σε μια σάτιρα της σοβαροφανούς λογοτεχνίας και γελοιογραφούν την αμερικανική ιστορία και πολιτική με αχαλίνωτα παιγνιώδη διάθεση.
Οι μελέτες των προγενεστέρων μου γύρω απ’ τη ζωή των μυθικών διδύμων Άβελ και Κάιν Γκριμ αποτέλεσαν πολύτιμη βοήθεια για την έκδοση αυτού του βιβλίου που, σήμερα, το υπογράφουν δύο ασύστολοι συγγραφείς, χωρίς κανείς ν’ αναρωτηθεί γιατί. Οι καθηγητές Σεγισμούντο Ραμίρο φον Κλατς και Όρσον Κ. Καστεγιάνος, δικαίως ξεχωρίζουν ως αληθινοί πρωτοπόροι σ’ αυτόν τον τομέα, πόσο μάλλον όταν, από τα αναρίθμητα βιβλία που έχουν γραφτεί για τους παγιαδόρ* της Νοτίου Αμερικής,* και τόσα άλλα που εξακολουθούν πεισματωδώς να φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια, τα περισσότερα είναι δυσεύρετα, εκτός κι αν βασιστεί κανείς σε ύποπτες διασυνδέσεις με βιβλιοθηκάριους, βιβλιόφιλους και, γενικότερα, ανθρώπους του ίδιου υποκόσμου. Κείμενα για τη βιολογία του παγιαδόρ, ιστορίες για τις σεξουαλικές συνήθειες των παγιαδόρ διαμέσου των αιώνων, νευρολογικο-ψυχολογικές πραγματείες για τον παγιαδόρ που πάσχει από σύνδρομο καταδίωξης, περιπτώσεις μουσικών αποκλίσεων, σκοτεινές αναφορές για το τσαράνγκο* και άλλα παρεμφερή ζητήματα, αποτελούν μέρος μιας σχεδόν ατέλειωτης θεματολογίας γύρω απ’ αυτή την ακραία μοναχική και πτερόεσσα τέχνη. Ωστόσο, σ’ αυτόν τον πληθωρικό κατάλογο παρατηρείται μια τεράστια παράλειψη: κανείς, εξ όσων γνωρίζω, δεν έχει γράψει ένα εξαντλητικό έργο για την περίπτωση των Αδελφών Γκριμ και τη σχεδόν φασματική παρουσία τους καθ’ όλη την εξέλιξη και σ’ όλο το βάθος τού φωνητικού κοντραπούντο. Δεν είναι λίγοι μέχρι σήμερα οι βιογράφοι που παρέκαμψαν, παραγνώρισαν ή, απλώς, παρέβλεψαν αυτό το ογκώδες κεφάλαιο, ελπίζοντας πως, κάποια μέρα, η Μουσική Βιβλιοθήκη της Αργεντινής, το Ωδείο Αυτόχθονης Μουσικής της Ουρουγουάης* ή η χιλιανή Εταιρεία Φίλων της Σκάλας του Μιλάνου θα αποχαρακτήριζαν τα απόρρητα έγγραφα τα οποία αφορούσαν στη δήθεν ανατρεπτική δράση ενός εκ των Διδύμων και σύμφωνα με τα οποία ο Κάιν Γκριμ είχε προσβάλει τους εθνικούς ύμνους των δύο χωρών εκατέρωθεν του ποταμού Ρίο ντε λα Πλάτα, ενώ, μια νύχτα του 1927, κατά τη διάρκεια ψυχαγωγικού προγράμματος σε στρατιωτική μονάδα της Αντοφαγάστας, είχε επιχειρήσει —ανεπιτυχώς— να παραποιήσει και τον ύμνο της Χιλής,* δίνοντάς του έναν αέρα μπολέρο. Σε μια αφοπλιστική —και μάλλον κυνική— απόδοση των στίχων του Εουσέμπιο Λίγιο1 «και τούτος ο ανθισμένος κάμπος / του παραδείσου είναι αντίγραφο πιστό», ο Κάιν Γκριμ, βοηθούμενος από δύο μαράκες2 ταπεινής κατασκευής, τους τραγούδησε στο ρυθμό του γνωστού μπολέρο «Vanidad»3 και, με το μικροσκοπικό του δάχτυλο, έδειξε την απέραντη έρημο της Ατακάμας* στους ενθουσιώδεις στρατιώτες που, απ’ την αυθόρμητη ευφορία της στιγμής, πέρασαν στη λακωνική μελαγχολία που ανέκαθεν προκαλούσαν οι μεγάλες αλήθειες. Κάπου κάπου, όσο βρισκόμουν στο κοπιώδες στάδιο της συλλογής και της ταξινόμησης του υλικού, έπεφτα πάνω σε μακροσκελή απόρρητα έγγραφα με πληροφορίες προσωπικών δεδομένων, άλλοτε για κάποιον τοπικό άρχοντα της Αργεντινής, άλλοτε για τη βασίλισσα κάποιου ευρωπαϊκού κράτους, άλλοτε για κάποια επιστημονική διάνοια με τη ζωή ρημαγμένη απ’ τις αμφιβολίες και το αψέντι, αλλά κανείς τους δεν είχε την παραμικρή σχέση με τη ζωή των Αδελφών Γκριμ. Αυτά τα κενά με οδήγησαν στο Τορτίτας της Παταγονίας, όπου πέρασα νύχτες ολόκληρες αναδιφώντας τα ράφια του ερειπωμένου μπακάλικου* όπου ο καθηγητής φον Κλατς συνήθιζε να φυλάει τις επιστολές του καθηγητή Καστεγιάνος. Τους καρπούς αυτού του ταξιδιού τούς οφείλω αποκλειστικά στους γλυκούς εναπομείναντες μαικήνες του Συνεταιρισμού Μελισσουργών του Μπάκερ, οι οποίοι με απεριόριστη γενναιοδωρία υποστήριξαν την εργασία του καθηγητή φον Κλατς, τροφοδοτώντας τον με μέλι και τριφύλλι επί δύο ολόκληρα χρόνια. Οι ίδιοι, εξ άλλου, μου έδωσαν τις πέντε πρώτες απ’ τις επιστολές που δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά. Από εκεί, πέταξα μ’ ένα παλιό δίπορτο Piper ώς το χωριό Μοσκίτος, όπου, μετά από μια εξαντλητική έρευνα στις ιδιωτικές βιβλιοθήκες των αστέγων του χωριού ή στο κελάρι του μπαρ «Euzkalduna»,* μπόρεσα ν’ αποκτήσω το σύνολο σχεδόν της αλληλογραφίας του καθηγητή Σεγισμούντο Ραμίρο φον Κλατς με τον Όρσον Κ. Καστεγιάνος. Μόνο τότε, λοιπόν, μπόρεσα να καταλάβω ότι ο Άβελ και ο Κάιν Γκριμ υπήρξαν δύο αληθινά παράξενες μορφές που, εξαιτίας του γεγονότος ότι ήταν δίδυμοι, σε πολλά μπακάλικα της Παταγονίας, ακόμα και σήμερα, τους θυμούνται και ως οι Αδελφοί Γκριμ. Μελαχρινός, αδύνατος κι αεράτος, ο Άβελ επιδείκνυε πάντοτε ένα ακαταμάχητο χιούμορ κι είχε ύψος πάνω από ένα κι ογδόντα. Ο Κάιν, αντίθετα, με το ζόρι ένα και πενήντα, ήταν μάλλον κοντόχοντρος και βυθιζόταν σε μεγάλες σιωπές που τις διέκοπτε μονάχα για να περιλούσει με βρισιές όσους τον αποσπούσαν απ’ τους παρατεταμένους διαλογισμούς του. Ακριβώς εξαιτίας των ανατομικών διαφορών τους, όταν περπατούσαν μαζί, το έκαναν με κινήσεις που απαιτούσαν κάποιο συγχρονισμό: ο Άβελ προσπαθούσε να μειώσει το μήκος της δρασκελιάς του, ενώ ο Κάιν ακολουθούσε την ταχύτητα του αδελφού του, χρησιμοποιώντας για το σκοπό αυτόν ένα συστηματικό χοροπηδηχτό βηματάκι. Κάποιος, μάλιστα, είχε πει κάποτε ότι οι δυο τους περπατούσαν με βήμα «ήρεμο και τρανταχτό ταυτόχρονα», κι έτσι τους ξέρει η Ιστορία στο Τορτέλ, στο Κογιάικε, στο Πουέρτο Αϊσέν, στο Μπαλμασέδα, στο Ρίο Μάγιο, στο Κομοδόρο Ριβαδάβια και στο Τορτίτας: δύο γκάουτσο4 με βήμα ήρεμο και τρανταχτό. Ωστόσο, πέρα από τις διαφορές τους, ήταν και οι δύο άριστοι καβαλάρηδες και κατείχαν την τέχνη να ευνουχίζουν τα κριάρια με τα δόντια, ενώ στην όχι και τόσο ομόφωνη συλλογική μνήμη έχει καταγραφεί ότι ως συμπότες ήταν ειλικρινά απεχθείς. Παρ’ όλα αυτά, αν λάβουμε υπόψη μας τα αιθυλικά ήθη των βουκόλων, προκύπτουν μάλλον εγκρατείς ως προς τις αλκοολικές τους συνήθειες: κανείς ποτέ δεν τους είδε μεθυσμένους πάνω από δύο συναπτές εβδομάδες. Δικαιολογημένα ο αναγνώστης πρόκειται να αναρωτηθεί για την καταγωγή τους και για το πώς ακριβώς έφτασαν στην Παταγονία. Για να λέμε την αλήθεια, στις αρχές τού πρώτου τετάρτου του εικοστού αιώνα, σε μια ημερομηνία που κανείς δεν μπορεί να την προσδιορίσει με ακρίβεια, οι Αδελφοί Γκριμ πήδηξαν από μια σχεδία και πάτησαν στεριά στα περίχωρα του Τορτίτας. Εμφανίστηκαν μούσκεμα από τη βροχή και τα νερά του Μπάκερ, του χειμαρρώδους ποταμού της Παταγονίας στον οποίο βούτηξαν πολλές φορές στη διάρκεια της πλεύσης που είχε ξεκινήσει από έναν τόπο τον οποίο δεν ήθελαν να θυμούνται,5 και που, αν η σχεδία τους δεν είχε πέσει πάνω σ’ ένα βράχο, θα τους είχε πετάξει στα φονικά κύματα του Κόλπου ντε Πένας, στο Στενό τού Μαγγελάνου. Μιλούσαν κάτι ισπανικά ιδιαιτέρως αργόσυρτα, σχεδόν αρχαϊκά, διανθισμένα με διάφορους σολοικισμούς, τους οποίους οι ντόπιοι απέδιδαν σ’ ένα «επίμονο ποιητικό στίγμα» που, όποτε οι δύο παγιαδόρ έπιαναν μια κιθάρα κι άρχιζαν να σκαρώνουν στίχους, δεν τους το ’κοβες παρά μόνο με γροθιές. Μα και η ίδια η προέλευση και η εξήγηση των ονομάτων τους έχει να κάνει με τη μετριοπάθεια των Παταγόνων: αρκεί να ’χεις ένα όνομα, κι ας βγαίνει απ’ όπου διάολο θέλεις. Ένας γέρος ψαράς από το Πουέρτο Τσακαμπούκο ισχυρίζεται πως ονομάστηκαν έτσι γιατί ο πατέρας τους, ένας μετανοημένος λουθηρανός, θέλησε μ’ αυτόν τον τρόπο να αποκαταστήσει το βιβλικό όνειδος. Αντίθετα, μια γυναίκα από το Άλτο Παλένα παρουσιάζει μια πιο αληθοφανή εκδοχή, σύμφωνα με την οποία οι γονείς των Αδελφών Γκριμ έφτασαν ως άποικοι σ’ έναν ανεμοδαρμένο χερσότοπο, όπου αλεπούδες, πούμα και οσελότοι λυμαίνονταν τα λιγοστά τους τρόφιμα. Η μητέρα κρατούσε μακριά τ’ άγρια θηρία πυροβολώντας ολημερίς μ’ ένα δίκαννο, ώσπου το κλότσημα του όπλου ισοπέδωσε το δεξί της στήθος, κι έτσι, όταν γεννήθηκαν τα δίδυμα, είχε μόνο μία διατροφική πηγή για να τα θηλάσει. Τα μικρά διεκδικούσαν αυτή τη μοναδική θηλή με όλο τους το ένστικτο της επιβίωσης, και γι’ αυτό ο πατέρας τους, βλέποντάς τα να τρώγονται μεταξύ τους, σχολίασε συγκινημένος: «Αυτά τα παιδιά θα γίνουν σαν τον Κάιν και τον Άβελ». Στην Παταγονία, ποτέ δε ρωτάνε αν η κότα είναι βουνίσια ή καμπίσια· σημασία έχει να κάνει αβγά. Με παρόμοια αταραξία, οι Παταγόνες αγνοούν ή, συνήθως, αδιαφορούν για την καταγωγή των νεοαφικνουμένων. Έτσι, για κάποιους, οι Αδελφοί Γκριμ ήταν Γερμανοί, φυγάδες απ’ την παιδεραστική φρενίτιδα των συμπατριωτών τους που είχαν εγκατασταθεί στην Αποικία Ντιγνιδάδ* — άποψη μάλλον αβάσιμη, αφού, όσο βέβαιο είναι ότι στις αρχές του εικοστού αιώνα υπήρχαν γερμανοί παιδεραστές στο νότιο ημισφαίριο, άλλο τόσο είναι κι ότι τότε δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί ο θύλακος των παιδεραστών και βασανιστών που με τόση θέρμη είχε υποστηρίξει ο Βαυαρός Φραντς Γιόζεφ Στράους.* Κατ’ άλλους, ήταν εξαπατημένοι Κροάτες, προδομένοι από αδίστακτους αγελαδοτρόφους που τους είχαν διαβεβαιώσει ότι οι ακτές της Παταγονίας είναι τόσο παραδείσιες όσο και αυτές της Αδριατικής· άλλοι, πάλι, τους ήθελαν Ουαλούς, που κάλπαζαν στην άγονη πάμπα και στα αχανή δάση, ψάχνοντας ένα μέρος για να φυτέψουν τα γαϊδουράγκαθά τους και ν’ ανοίξουν τεϊοποτεία. Όπως και να ’χει, γεγονός είναι ότι είχαν έρθει και, με τις διηγήσεις τους, συντόμευαν τους μακριούς χειμώνες, τις ατέλειωτες νύχτες ή τις χιονισμένες μέρες απ’ τις οποίες άνδρες και γυναίκες έχουν να θυμούνται μια καλοπλεγμένη ιστορία, με την κούπα του μάτε* να περνάει από χέρι σε χέρι. Οι σελίδες που ακολουθούν, παραδομένες στη σκληρότητα του χρόνου που όλα τα σβήνει, θα επιχειρήσουν να ανασυστήσουν μια σημαντική περίοδο απ’ τη ζωή αυτών των μυθικών διδύμων που, για κάποιο διάστημα, άφησαν τη γη του νότου και, σχεδόν ταχυδακτυλουργικά, εμφανίστηκαν στους ανατολικούς κάμπους της Ουρουγουάης, εμπλουτίζοντας τα έπη των γκάουτσο στα Ορυχεία του Κουνιαπιρού και προκαλώντας «γκομινώδη»6 φθόνο στον Καρλίτος Γαρδέλ.*7 Αυτό το οδοιπορικό, που θα μπορούσε ν’ αποτελεί μία ακόμα ιστορία από τον κόσμο των πλανόδιων καλλιτεχνών, παρουσιάζει ένα πολύ ενδιαφέρον χαρακτηριστικό: μια μέρα του 1927, οι δίδυμοι ενέδωσαν στην απόλαυση της ατομικής ζωής κι έπαψαν να είναι ντουέτο, ζευγάρι ή, στη γλώσσα των γκάουτσο, «ζεμένοι». Ο Κάιν εξαφανίστηκε, κι ο αδελφός του δε φάνηκε να νοιάζεται γι’ αυτό (για την ακρίβεια, ούτε και κανείς άλλος πρέπει να νοιάστηκε), αλλά, όλως παραδόξως, ο Άβελ Γκριμ βάλθηκε να ψάχνει για partenaires8 που να θύμιζαν το ελεεινό παρουσιαστικό του αδελφού του. Στο μεταξύ, ο εξαφανισθείς δίδυμος αλώνιζε μακριά, στα βάθη της Ουρουγουάης, στα βάθη της Βραζιλίας και στα βάθη της Παραγουάης, περνώντας από χίλιες-μύριες περιπέτειες και, όλως περιέργως, πάντοτε συνοδευόμενος από ύποπτα υποκείμενα, καλλιτέχνες του βαριετέ, ακροβάτες με αρθριτικά και συνταξιούχους του Μόντε ντε Πιεδάδ που, όλοι, έμοιαζαν στον αδελφό του. Σαν κρεολοί Σέρλοκ Χολμς, οι καθηγητές Όρσον Κ. Καστεγιάνος και Σεγισμούντο Ραμίρο φον Κλατς, εκμηδενίζοντας την απόσταση που χωρίζει το Μοσκίτος της Ουρουγουάης απ’ το Τορτίτας, στην παγωμένη βόρεια όχθη τού Στενού του Μαγγελάνου, αναμετρήθηκαν σε μια επιστολική μονομαχία όπου διασταύρωσαν τα ξίφη των γνώσεων, της σοφίας και της ευρυμάθειάς τους. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν, αβίαστα και ειρηνικά, όπως θα φανεί παρακάτω, ήταν ότι η ζωή αυτών των χαρισματικών διδύμων ξεχείλιζε από ιστορίες· κι όπως βεβαιώνει ο Έμερσον Λέρα, τρόφιμος του γηροκομείου τού Πορτ Στάνλεϊ στις Μαλβίνες,* όποτε η κουβέντα ερχόταν σ’ αυτούς, όλο και κάποιος είχε να διηγηθεί από μία. Ίσως οι αναγνώστες αναρωτηθούν πόση αλήθεια υπάρχει στα θρυλούμενα για την πρωτόγονη και ανεπιτήδευτη συμπεριφορά αυτών των δύο μουσικών. Το πιθανότερο είναι, όπως κι εγώ, να μη βρουν ποτέ την απάντηση. Μόνη μου προσδοκία απ’ αυτό το βιβλίο το οποίο συναρθρώνουν αποκλειστικά οι επιστολές δύο λαμπρών μελετητών που συνθέτουν ανάγλυφα τους χαλεπούς καιρούς μιας ολόκληρης εποχής, είναι να αποδειχθεί διαφωτιστικό και, συνάμα, διασκεδαστικό. Αν όχι, ταπεινά ζητώ συγγνώμη.