€12.40 €13.78
Στο καλαθι βιβλια«Η μαμά, πάντα γυρίζει. Γιατί να μη γυρίσει και τώρα;» «Μπορεί να την πιάσει η αστυνομία.» «Τι έκανε;» «Τίποτα δεν έκανε. Είναι...» Η κόμισσα έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό που έκανε ν' αναδευτεί το μαργαριταρένιο της κολιέ. Τα μάτια της βούρκωσαν. «Είναι... τι;» ρώτησα. «Είναι εβραία.» «Ε, και; Όλοι εβραίοι είμαστε στην οικογένεια. Κι εγώ ακόμα.» Επειδή είχα δίκιο, με φίλησε και στα δύο μάγουλα. «Κι εσύ, κυρία...; Εβραία είσαι κι εσύ;» «Όχι. Εγώ είμαι Βελγίδα.» «Σαν κι εμένα.» «Ναι• σαν κι εσένα... και χριστιανή.» «Χριστιανή είναι το αντίθετο του εβραίου;» «Το αντίθετο του εβραίου είναι ναζί.» «Τις χριστιανές δεν τις πιάνουν;» «Όχι.» «Οπότε, καλύτερα να 'σαι χριστιανή...» «Εξαρτάται με ποιον έχεις να κάνεις.» 1942, Βέλγιο. Ο επτάχρονος Ζοζέφ είναι ο μοναχογιός μιας εβραϊκής οικογένειας που προσπαθεί να αποφύγει τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως των Ναζί. Για να τον σώσουν, τον παραδίδουν στον πατέρα Πονς, έναν ιερέα της επαρχίας —έναν «δίκαιο»—, που πασχίζει να σώσει μικρά παιδιά από τη φρίκη του Ολοκαυτώματος. Το οικοτροφείο του ιερέα που στεγάζει τον Ζοζέφ μαζί με πολλά άλλα εβραιόπουλα, μετατρέπεται σε μια πραγματική κιβωτό, καθώς ο μικρός ανακαλύπτει πως ο πατήρ Πονς, σαν νέος Νώε, επιδίδεται σε μια κρυφή δραστηριότητα που αποσκοπεί στη διάσωση ενός πολιτισμού απειλούμενου με εξαφάνιση. Χωρίς ηθικολογίες ή σκληρές περιγραφές της απάνθρωπης μοίρας των θυμάτων του ναζισμού, ο Ερίκ-Εμανουέλ Σμιτ δημιουργεί μια ιστορία για τη φιλία, το κουράγιο, την αποδοχή της διαφορετικότητας των πολιτισμών και των θρησκειών στην πιο σκληρή στιγμή της ανθρώπινης ιστορίας.
ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΩΝ, ανήκα σε μια ομάδα παιδιών που, κάθε Κυριακή, μας έβγαζαν στο σφυρί. Δε μας πουλούσαν: μας ζητούσαν να περπατήσουμε πάνω-κάτω σε μια πασαρέλα, ώσπου να βρεθεί κάποιος να μας πάρει. Ανάμεσα στο κοινό μπορεί και να βρίσκονταν οι πραγματικοί μας γονείς —που θα ʼχαν πια γυρίσει απʼ τον πόλεμο— ή άλλα ζευγάρια που μπορεί να ήθελαν να μας υιοθετήσουν. Κάθε Κυριακή, ανέβαινα πάνω στο σανίδι με την ελπίδα κάποιος να με αναγνωρίσει ή, έστω, να με διαλέξει. Κάθε Κυριακή, κάτω απʼ το υπόστεγο της Κίτρινης Βίλας, είχα στη διάθεσή μου δέκα βήματα για να δειχτώ, δέκα βήματα για νʼ αποκτήσω μια οικογένεια, δέκα βήματα για να πάψω να είμαι ορφανός. Στις πρώτες δρασκελιές ήμουν πολύ άνετος (έτσι όπως με εκτόξευε η λαχτάρα μου στο βάθρο), αλλά στα μισά της διαδρομής άρχιζα να εξασθενώ, και τα πόδια μου, μόλις και μετά βίας με σήκωναν στο τελευταίο μέτρο. Στην άκρη, όπως στο χείλος του βατήρα, με περίμενε το κενό. μια σιωπή πιο βαθιά κι από την άβυσσο. Ανάμεσα απʼ όλα αυτά τα κεφάλια, τα καπέλα, τα κρανία και τους κότσους, ένα στόμα θα ʼπρεπε νʼ ανοίξει και να φωνάξει: «Ο γιος μου!» ή: «Αυτός είναι! Αυτόν εκεί θέλω! Τον υιοθετώ!». Με κράμπες στα δάχτυλα των ποδιών και με το σώμα έτοιμο να τιναχτεί στο κάλεσμα που θα με γλίτωνε απʼ την εγκατάλειψη, επιθεωρούσα την εμφάνισή μου. Στο πόδι πριν χαράξει, είχα ορμήσει στους νιπτήρες του κοιτώνα κι είχα πιάσει να τρίβω το δέρμα μου μʼ ένα πράσινο σαπούνι, σκληρό σαν πέτρα, που αργούσε να μαλακώσει και τσιγκουνευόταν τον αφρό. Είχα χτενιστεί είκοσι φορές ώσπου να σιγουρευτώ ότι τα μαλλιά μου με υπάκουαν. Καθώς το μπλε κυριακάτικο κοστούμι μου είχε στενέψει πολύ στους ώμους κι είχε κοντύνει στα μανίκια και τους αστραγάλους, προσπαθούσα να στριμωχτώ μέσα στο τραχύ του ύφασμα, για να μη φαίνεται ότι είχα μεγαλώσει. Στη διάρκεια της αναμονής, κανένα παιδί δεν ξέρει αν αυτό που ζει, είναι απόλαυση ή μαρτύριο. προετοιμαζόμαστε για ένα σάλτο χωρίς να ξέρουμε πώς θα πέσουμε. Θα σκοτωθούμε, άραγε; Ή θα μας χειροκροτήσουν; Εντάξει: τα παπούτσια μου δεν έκαναν και την καλύτερη εντύπωση. Δύο κομμάτια λιωμένο χαρτόνι. Πιο πολλές οι τρύπες απʼ το υλικό. Χάσματα ραμμένα με ραφία. Ένα πολύ αεράτο μοντέλο, ανοιχτό στο κρύο, στον άνεμο, ακόμα και στα δάχτυλά μου. Δύο παλιοπάπουτσα που άντεχαν στη βροχή χάρη στις απανωτές στρώσεις ξεραμένης λάσπης. Δε διακινδύνευα να τα καθαρίσω, γιατί φοβόμουν μήπως διαλυθούν μπροστά στα μάτια μου. Το μόνο στοιχείο που επέτρεπε στα παπούτσια μου να περνάνε για παπούτσια, ήταν ότι τα φορούσα στα πόδια. Αν τα κρατούσα στο χέρι, όλο και κάποιος θα μου ʼχε δείξει το σκουπιδοτενεκέ. Μήπως έπρεπε να ʼχω κρατήσει τα τσόκαρα που φορούσα μεσοβδόμαδα; Παρʼ όλα αυτά, οι επισκέπτες της Κίτρινης Βίλας δεν μπορούσαν να τα δουν από χαμηλά! Μα και να τα έβλεπαν, τι στην ευχή, θα με απέρριπταν για τα παπούτσια; Ο Λεονάρντο ο κοκκινοτρίχης δε βρήκε τους γονείς του ενώ περνοδιάβαινε ξυπόλητος; «Μπορείς να επιστρέψεις στην τραπεζαρία, μικρέ μου Ζοζέφ.» Κάθε Κυριακή, μʼ αυτή τη φράση πέθαιναν οι ελπίδες μου. Ο πατήρ Πονς εννοούσε πως ούτε και σήμερα θα γινόταν κάτι, και πως έπρεπε να βγω από τη σκηνή. Μεταβολή. Δέκα βήματα για να εξαφανιστώ. Δέκα βήματα για να χωθώ και πάλι στον πόνο. Δέκα βήματα για να ξαναγίνω ορφανός. Στην άκρη της εξέδρας, κάποιο άλλο παιδί άρχιζε την παρέλασή του. Τα πλευρά μου μου συνέθλιβαν την καρδιά. «Λέτε να τα καταφέρω, πάτερ μου;» «Τι, παιδί μου;» «Να βρω γονείς.» «Γονείς! Εγώ ελπίζω ότι οι πραγματικοί σου γονείς ξέφυγαν τον κίνδυνο, κι όπου να ʼναι θα φανούν.» Απʼ το πολύ να δείχνομαι και να μην καταφέρνω τίποτα, κατέληξα να αισθάνομαι ένοχος. Ωστόσο, αυτοί ήταν που αργούσαν να έρθουν... να ξαναέρθουν. Έφταιγαν, όμως; Κι ήταν, άραγε, ακόμα ζωντανοί; Ήμουν δέκα χρονών. Τρία χρόνια νωρίτερα, οι γονείς μου με είχαν εμπιστευτεί σε αγνώστους. Εδώ και μερικές εβδομάδες, ο πόλεμος είχε τελειώσει. μαζί μʼ αυτόν, και η εποχή των ελπίδων και των ψευδαισθήσεων. Εμείς οι άλλοι, τα κρυμμένα παιδιά, έπρεπε να επιστρέψουμε στην πραγματικότητα, έπρεπε να μάθουμε —όπως τρως μια κατραπακιά στο κεφάλι—, αν εξακολουθούσαμε νʼ ανήκουμε σε μια οικογένεια, ή είχαμε μείνει μόνοι μας στη γη...