€13.36 €14.84
Στο καλαθι βιβλιαΣτην ιστορική κορβέτα «Μπακεδάνο» του χιλιάνικου ναυτικού, ο δεκαπεντάχρονος Αλεχάνδρο Σίλβα μπαρκάρει για να βρει την τύχη του και τον χαμένο του αδελφό. Περιπλανιέται στην Παταγωνία ανακαλύπτοντας τη γοητεία και τους θρύλους της. Το πιο πολυδιαβασμένο βιβλίο εφηβικής λογοτεχνίας της Λατινικής Αμερικής.
Πορεία προς Νότο Είκοσι μοίρες αριστερά!» φώναξε δυνατά ο αξιωματικός υπηρεσίας στη γέφυρα της κορβέτας Στρατηγός Μπακεδάνο. «Είκοσι μοίρες αριστερά!» επανέλαβε σαν ηχώ ο τιμονιέρης, ενώ τα ροζιασμένα χέρια του έσπρωχναν με μανία τις καβίλιες του τιμονιού. Μια ριπή βορειοανατολικού ανέμου πλάγιασε το σκάφος. Βυθίστηκε μέχρι το αριστερό παραπέτο μέσα στα πελώρια κύματα με τις μαύρες ράχες που κάλπαζαν στα σκοτάδια της νύχτας. Το ουρλιαχτό του αέρα δυνάμωσε στα ξάρτια, τα πανιά έκαναν τ' άλμπουρα να τρίξουν και το ευέλικτο πλοίο-σχολείο του Στόλου της Χιλής, ολόλευκο σαν άλμπατρος, έβαλε πλώρη για το νοτιά με ταχύτητα δώδεκα μίλια την ώρα, σπρωγμένο από τη γρεγοτραμουντάνα που φούσκωνε το πρυμνιό πανί. Ήταν το τελευταίο ταξίδι του πανέμορφου πλοίου. Σε τούτο το σκαρί είχαν εκπαιδευτεί πολυάριθμες γενιές αξιωματικών, υπαξιωματικών και ναυτών του χιλιάνικου Ναυτικού. Τώρα, το Επιτελείο είχε δώσει διαταγή να ταξιδέψει για τελευταία φορά ως το Ακρωτήριο Χορν και επιστρέφοντας να πάει για διάλυση. Γερασμένο μετά τις μάχες με τις θάλασσες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη, δεν πρόσφερε πια ασφάλεια πλεύσης για τις επικίνδυνες ρότες του πολεμικού ναυτικού. Με τριακόσιους άντρες πλήρωμα, ένα φθινοπωρινό σούρουπο, σήκωσε άγκυρα στο στρατιωτικό λιμάνι του κόλπου Ταλκαουάνο. Προσπέρασε το νησί Κιρικίνα με τη βοηθητική μηχανή, ανοίχτηκε στο πέλαγος, ύψωσε όλα του τα πανιά και έβαλε πλώρη για το Νότο, όπως προέβλεπε η διαταγή. Τριακόσιοι άντρες πλήρωμα ήταν καταχωρημένοι στις σελίδες του ημερολογίου του πλοίου την ημέρα της αναχώρησης. Αλλά στην πραγματικότητα επέβαιναν τριακόσιοι ένας. Κανείς δεν γνώριζε τίποτα γι' αυτόν τον τελευταίο! Σ' ένα πανιόλο της πλώρης, κάτω από το καμπούνι, ζαρωμένο ανάμεσα σε κουλούρες από κάβους και καδένες, ένα αγόρι δεκαπέντε περίπου χρόνων, έτρεμε μες στη σκοτεινιά, μπρος στο αβέβαιο μέλλον του. Τρεις ώρες τώρα ήταν χωμένο σ' αυτήν την κρυψώνα, σίγουρο ότι κανείς δεν θα μυριζόταν την παρουσία του στο πλοίο. Οι σκοποί θα μπορούσαν να βεβαιώσουν ότι κανένας ξένος δεν διάβηκε τη μοναδική είσοδο της κορβέτας στο διάστημα που προετοιμαζόταν να σαλπάρει. Με τη σκέψη αυτή ηρέμησε κάπως, μα έπειτα σκέφτηκε τη νύχτα που τον περίμενε στο μικρό χώρο του πανιόλου. Κάποιος ναύτης το είχε κλείσει απέξω, με αλυσίδα και λουκέτο, δίχως να πάρει είδηση την παρουσία του αγοριού. Κάθε τόσο ένα δυνατό σκαμπανέβασμα τον έκανε να γαντζώνεται από τις κουλούρες για να μην κοπανήσει άσχημα πάνω στα σιδερένια τοιχώματα, κι ύστερα, όταν το σκάφος φαινόταν να ξαναπαίρνει τα ίσια του, άκουγε καθαρά τον χτύπο των κυμάτων πάνω στο κουφάρι, σχεδόν πάνω από το κεφάλι του. «Να πάρει», είπε μέσα του, «βρίσκομαι κάτω από το νερό». Ήταν πραγματικά έτσι! Το πανιόλο βρισκόταν κάτω από την ίσαλο γραμμή. Κι όταν η πλώρη καβαλούσε ένα κύμα και μετά έσκαγε πάνω στη θάλασσα μέχρι το επόμενο, ο παφλασμός του νερού αντηχούσε τρομακτικά πάνω στη μάσκα του πλοίου. Άρχισε να νιώθει μια αδιαθεσία στο κεφάλι και το στομάχι, σαν να του έλειπε ο αέρας. Η αδιαθεσία δυνάμωνε ολοένα και μια δυνατή αναγούλα συγκλόνιζε όλο του το κορμί που έτρεμε από το κρύο. Γραπώθηκε σ' ένα χοντρό κουλούριασμένο κάβο και ξέρασε μέσα στην κουλούρα, ώσπου ένιωσε το στομάχι του παντελώς αδειανό. Ο πονοκέφαλος λιγόστεψε κάπως κι άρχισε να αισθάνεται καλύτερα. Η νεανική του κράση ξεπέρασε εύκολα τη ναυτία που πιάνει όσους μπαρκάρουν για πρώτη φορά. Αποκαμωμένος, πλάγιασε όπως όπως στο πάτωμα κι έφερε στο νου του την εικόνα της μάνας του και του ζεστού σπιτιού του στο Ταλκαουάνο. Ένας σκληρός και πικρός κόμπος στάθηκε στο λαιμό του, βαθύς πόνος τον έκανε να σμίξει τα φρύδια και δεν άντεξε άλλο. Έτσι όπως σφίγγεις στη χούφτα σου ένα τσαμπί σταφύλι, χοντρά δάκρυα ανάβλυσαν απ' τα μάτια του. Μα τίναξε απότομα το κεφάλι, έσφιξε με όλη του τη δύναμη ένα χοντρό κάβο και το κύμα της νοσταλγίας πέρασε κι αυτό όπως η ναυτία. Έπειτα θυμήθηκε το σχολείο, τους φίλους και τα παιχνίδια τους, τα μαθήματα του και όλους τους δασκάλους του, τους καλούς και τους κακούς. Όλοι τους όμως ήταν καλοί, τώρα που τα πάντα έμοιαζαν τόσο μακρινά.