ΥΠΝΟΣ

ΥΠΝΟΣ

Συγγραφέας: ΑΣΠΕΙΤΙΑ ΧΑΒΙΕΡ
Μετάφραση: ΚΡΙΤΩΝ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
Εκδόθηκε: 18/12/2007
ISBN: 978-960-8397-20-0
Σελίδες: 176

€13.36 €14.84

  Στο καλαθι βιβλια

Μια νεαρή και όμορφη ψυχίατρος προσλαμβάνεται σε μια κλινική όπου, εκτός από τους ασθενείς, έχει και να αντιμετωπίσει τις ανορθόδοξες μεθόδους του διευθυντή και την προκλητική συμπεριφορά κάποιων συναδέλφων της. Δεν αργεί να αντιληφθεί ότι μέσα στην κλινική εφαρμόζονται πειράματα ύπνωσης των τροφίμων, με απώτερο σκοπό τον έλεγχο της ζωής και της μοίρας τους. Χωρίς να το επιδιώξει, παρίσταται σε μια διαδικασία «θεραπείας», κατά την οποία μια νεαρή τρόφιμος οδηγείται στην αυτοκτονία κατόπιν υποδείξεων του διευθυντή... Πρόκειται για ψυχιατρική κλινική ή για άντρο σχιζοφρενών δολοφόνων; Πώς μπορεί να αντιδράσει, από τη στιγμή που αντιλαμβάνεται πως το επόμενο θύμα μπορεί να είναι η ίδια; «Ο Ύπνος αποτελεί τον ορισμό του ʽʽατμοσφαιρικού, ψυ-χολογικού θρίλερʼʼ. Με γλώσσα ακριβείας, απέχοντας από τον παραδοσιακό τρόπο αφήγησης, ασκεί την υπνωτιστική του δράση πάνω στον παγιδευμένο αναγνώστη, ο οποίος αμφιταλαντεύεται μεταξύ διαφόρων ερμηνειών μέχρι το τέλος του βιβλίου και —όπως συμβαίνει πάντα στην καλή λογοτεχνία— καλείται να συμμετάσχει...» Culturas, Diario 16 Ο Ύπνος του Χαβιέρ Ασπέιτια τιμήθηκε με το διεθνές βραβείο Hammet —«noir» μυθιστορήματος—, το 1997. Η ομότιτλη κινηματογραφική ταινία προβλήθηκε το 2004 σε σκηνοθεσία του David Carreras και πρωταγωνίστρια την Cristina Brondo.

“Prego, la signiorina della quarta fila. Come si chiama?” * Το λευκό φως του προβολέα που έπεσε πάνω στην κοπέλα δεν άφησε να φανεί το κοκκίνισμα στα μάγουλά της. Έμεινε άφωνη, κοκαλωμένη από τα βλέμματα προσμονής των γύρω της. Την κοίταζαν όλοι, ακόμα κι από τα ξέχειλα θεωρεία. Μα πού πήγε κι έμπλεξε; Γιατί καθόταν εκεί; Πριν από λίγο ήταν άγνωστη μεταξύ αγνώστων, ένα τίποτα. Και σίγουρα, μετά, όταν θα έχει τελειώσει η παράσταση, το θέαμα —ή ό,τι κι αν ήταν αυτό τέλος πάντων—, θα γινόταν και πάλι τίποτα. Θα διαλυόταν μέσα στη νύχτα βαδίζοντας σʼ ένα σκοτεινό δρόμο, μακριά από τους άλλους θεατές. Περπατώντας. Δεν θα γύριζε στο σπίτι ούτε θα έψαχνε κάποιο μπαρ όπου θα είχε ραντεβού με κάποιο φίλο. Τίποτα τέτοιο. Απλώς θα εγκατέλειπε το μέρος εκείνο και θα έπαυε να είναι: la signiorina della quarta fila. Θα εξατμιζόταν, θα ήταν απούσα. Όσο για το θέαμα, δεν χωρούσε αμφιβολία. Ήταν μια φτηνιάρικη, επαρχιώτικη παράσταση. Το φράκο του τύπου που παρλάριζε στη σκηνή δεν έπειθε κανέναν. Έφτανε να δεις τη φωτεινή επιγραφή με τα χρωματιστά λαμπιόνια που είχαν κρεμάσει ψηλά, μπροστά στη σκηνή: IL GRANDE STEFANINI Σκέτη γελοιότητα. Σίγουρα αυτός ο τσαρλατάνος θα ήθελε να τη δέσει σε κανένα περιστρεφόμενο βάθρο για να της εκτοξεύει στιλέτα με τα μάτια του δεμένα. Οπωσδήποτε. Μα γιατί δεν έπαιρναν από πάνω της τον καταραμένο προβολέα; Η κοπέλα προσπαθούσε να σκιάσει με τα χέρια τα σφιχτοκλεισμένα μάτια της. Όμως ο καλλιτέχνης δεν εννοούσε να παραιτηθεί. Ήταν αδιανόητα φορτικός. Απʼ τους τύπους που σου φέρνουν εμετό. «Il nome, δεσποινίς! Όνομα δικό σας; Your name;» Α, δεν είμαστε με τα καλά μας. Αυτός δεν εννοούσε να σταματήσει με τίποτα. Αλλά και η ίδια ένοιωθε εξίσου γελοία που καθόταν εκεί χωρίς να λέει λέξη, όπως αν την έβαζε μέσα σʼ ένα κυλιόμενο κιβώτιο για να την κόψει κομματάκια. Το κεφάλι από εδώ, μέσα στο κυλιόμενο κιβώτιο, κι εκεί τα πόδια να κουνιούνται. Και ο κορμός, που αναγνωρίζεται από το φουστάνι, πίσω από ένα κρύσταλλο, στο μεγαλύτερο τμήμα του κιβωτίου. Κι αν απλώς σηκωνόταν επάνω κι έφευγε; Σίγουρα οι ηλίθιοι που καθόταν στις διπλανές θέσεις δεν θα την άφηναν. «Άντε κορίτσι μου, πες του το όνομά σου, δε θα σε φάει», της είπε κάποιος προκαλώντας τη γενική θυμηδία, κι ύστερα χειροκρότησαν όλοι δυνατά για να την παροτρύνουν. Δεν είχε άλλη επιλογή, έπρεπε να πει το όνομά της. Εμίλια, Δολόρες, Ασουνσιόν, Μαγδαλένα, ή κάτι άλλο. Μα πώς στο διάβολο την έλεγαν αλήθεια; Ωραίο πάλι κι ετούτο. Από την ντροπή είχε ξεχάσει τʼ όνομά της. Αιτάνα; Νερέα; Ιρένκα; Φερνάντα; Τσαντάλ; Φυσικά, μόλις το ξεστόμιζε, όποιο κι αν ήταν, θα πήγαινε στην κόλαση. Γιατί, αν πεις το όνομά σου σε τέτοιες περιστάσεις, μπορείς να είσαι βέβαιος ότι μετά θα σε κάνουν ό,τι θέλουν. Μπορεί, για παράδειγμα, να σε κρεμάσουν ανάποδα με μια τριχιά. Και μετά, απότομα, να σου βγάλουν το σουτιέν και να το δείξουν στο κοινό. Για να σκάσουν όλοι στα γέλια. Να ξεκαρδιστούν. Σαν να τον κέντρισε η αντίσταση της κοπέλας που την είχε διαλέξει στην τύχη ανάμεσα στο κοινό, ο «Grande Stefanini» άπλωσε τα χέρια για να πάψουν τα χειροκροτήματα, δίχως να χάσει ούτε λεπτό το ψεύτικο χαμόγελο που διακοσμούσε την πάρλα του. «Non importa. Io adivinero el su nombre. Il Grande Stefanini sa tutto.* Όλα τα ξέρει. Ένα δυνατό χειροκρότημα για τη δεσποινίδα! Γενναία κοπέλα!» Χάλια. Επιτέλους, είχε σηκωθεί να φύγει, κι ο παλιοκερατάς βρήκε την ευκαιρία να παρερμηνεύσει την κίνησή της και να κάνει τους αποχαυνωμένους θεατές να πιστέψουν ότι θα ανέβαινε στη σκηνή. Έτσι, motu proprio. Χειροκροτήματα, σφυρίγματα, πειράγματα. Τέλος πάντων. Καλύτερα να είχε δεχτεί από την αρχή. Γιατί τώρα, αυτό το γουρούνι θα μπορούσε να την εκδικηθεί καρφώνοντας ένα στιλέτο στο στομάχι της. Ή να της πριονίσει ένα ποδάρι, τάχα κατά λάθος. Επικίνδυνη η ζωή του καλλιτέχνη. «Ησυχία, παρακαλώ, Prego. Ciao, bella signiorina. Guar­dami negli occi. Κοίταξε εσύ στα μάτια μου, μικρή μου. Ηρέμησε. Ριλάξ...» Η πιο απόλυτη σιωπή κυριεύει την αίθουσα. Μα τι ήθελε επιτέλους αυτός ο ηλίθιος; «Ecco. Τώρα είναι στʼ αλήθεια υπνωτισμένη. Για να δούμε... Σε λένε... Το όνομά σου είναι... Ecco! Μπεατρίς Βάργκας Ντιβάλ». Βέβαια. Μπεατρίς Βάργκας Ντιβάλ. Έτσι λεγόταν. Μα πώς το ξέχασε; Η αλήθεια είναι πως δεν ήταν και τόσο άσχημα εκεί. Ευτυχώς, είχαν χαμηλώσει την ένταση του προβολέα. Τώρα θύμιζε φακό, σαν τη φλόγα του σπίρτου λίγο πριν σβήσει. Και τα μάτια του «Grande Stefanini» της μετέδιδαν μια ευχάριστη γαλήνη. Ναι, την έλεγαν Μπεατρίς Βάργκας Ντιβάλ. Τα παιδικά της χρόνια; Όχι. Καλύτερα να μην τα σκαλίζει. Δεν μπορούσε. Ποτέ δεν τα σκεφτόταν. Τα παιδικά της χρόνια. Καλά, εντάξει, υπήρχε μία εικόνα. Εκείνη με τη μητέρα της σʼ ένα φανταστικό κήπο. Με αμυγδαλιές γεμάτες μέλισσες ώς επάνω. Εκείνη φορούσε ένα φόρεμα με λουλούδια. Ήταν όμως ακίνητες. Και οι δύο ακίνητες. Συνεχώς. Πιασμένες από το χέρι χαμογελούσαν. Η Μπεατρίς δεν ήθελε, παρακαλώ, σε παρακαλώ κύριε Στεφανίνι, η Μπεατρίς δεν ήθελε να ξαναπάει εκεί. «Vediamo: Το μέλλον. Α! Γιατρίνα! Α, σπουδαίο επάγγελμα! Αλλά τι...» Άξαφνα, ο «Grande Stefanini» πάγωσε. Πέρασε κάμποση ώρα. Τίποτα. Αναμονή. Οι πιο απαιτητικοί θεατές άρχισαν να μουρμουρίζουν. Μα τι είχε δει ο μάγος μέσα στα μάτια της όμορφης κοπέλας, εκείνης της άγνωστης; Τελικά, ξερόβηξε σκόπιμα για να βγει από την περισυλλογή του. Ζητώντας πάλι να γίνει απόλυτη ησυχία στην αίθουσα, άπλωσε τα χέρια του με όλη του τη δύναμη μπροστά στην Μπεατρίς. Ο κόσμος ήταν στʼ αλήθεια μαγεμένος με τα κόλπα του ταχυδακτυλουργού. Ειδικά τώρα. Μα τι έγινε; Το κορίτσι υψωνόταν στον αέρα ή ήταν ο καπνός και τα χρωματιστά φώτα που προκαλούσαν αυτή την εντύπωση; Όχι. Σίγουρα, φαινόταν καθαρά. Στεκόταν μετέωρη στον αέρα και ο «Grande Stefanini» περνούσε ένα στεφάνι γύρω από το τεντωμένο σώμα της που ήταν ξαπλωμένο στον αέρα. «Grazie mile!» φώναζε ο μάγος, ενώ λύγιζε τη σπονδυλική του στήλη σε μια γελοία υπόκλιση. Ύστερα, με την απλωμένη του παλάμη έπιασε να δείχνει την Μπεατρίς, όρθια δίπλα του, που είχε πια συνέλθει αλλά με το μυαλό ακόμα θολό — όπως πριν. Την έπιασε από το χέρι και την οδήγησε ώς τη σκαλίτσα με το χαλάκι που οδηγούσε στην πλατεία με τα καθίσματα. «Ci vediamo. Θα τα ξαναπούμε» είπε ειρωνικά και αινιγματικά ο καλλιτέχνης, και την εγκατέλειψε στην αρχή του δια­δρόμου. Η Μπεατρίς κατέβηκε σαστισμένη τα σκαλοπάτια και βάδισε προς το βάθος της αίθουσας. Κανένας πια δεν την κοιτούσε. Πίσω, ο «Grande Stefanini» ζητούσε πάλι την προσοχή του κοινού. Τώρα θα τους υπνώτιζε όλους μαζί. Ήταν μια πολύ λεπτή επιχείρηση. Ο εγκέφαλός του μπορεί να υπέκυπτε από την επαφή με τόσους πολλούς ξένους εγκεφάλους. Ένας συνάδελφός του, ο «Incredibile Fausto», όταν μια φορά έκανε αυτό το επικίνδυνο πείραμα, έπεσε σαν κεραυνοβολημένος σʼ ένα παραλήρημα που κανένας γιατρός δεν κατάφερε να θεραπεύσει. Ήταν η πρώτη φορά που ο «Grande Stefanini» θα το επιχειρούσε με τόσο πολύ κόσμο ταυτόχρονα. Κανένας άλλος δεν κινδύνευε. Μόνο ο «Grande Stefanini». Ζητούσε, όσο το δυνατόν, τη μεγαλύτερη συνεργασία του αξιότιμου κοινού. Ησυχία, prego. Η Μπεατρίς πέρασε το κατώφλι του θεάτρου δίχως νʼ ανταποδώσει το χαιρετισμό στον πορτιέρη. Ανηφόρισε το στενό δρομάκι με κατεύθυνση το πουθενά. Και σιγά-σιγά, καθώς απομακρυνόταν από το φως ενός φανοστάτη, άρχισε να διαλύεται μέσα σʼ ένα τίποτα. Σʼ ένα χαμένο σοκάκι, σε μια οποιαδήποτε πόλη. Σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ.

ΑΣΠΕΙΤΙΑ ΧΑΒΙΕΡ