€23.85 €26.50
Στο καλαθι βιβλιαΕκείνη τη στιγμή έστρεψε το βλέμμα προς μια εφημερίδα που κάποιος είχε αφήσει επάνω στο διπλανό τραπεζάκι, ανοιχτή στις μεσαίες σελίδες. Άξαφνα, συνοφρυώθηκε παραξενεμένος, άρπαξε απότομα την εφημερίδα κι άρχισε να μασουλάει το νύχι του αντίχειρα, απορροφημένος εντελώς από την ανάγνωση. Βυθίστηκε στο κείμενο της ανοιχτής σελίδας και παράτησε σύξυλο τον συνομιλητή του. Ξεχνώντας την επιστροφή του στην Αθήνα και κάθε στοιχειώδη ευγένεια, σηκώθηκε σιγά σιγά σαν κουρδιστό παιχνίδι. Χωρίς να διακόπτει το διάβασμα, έκανε μερικά βήματα. Ακούμπησε την εφημερίδα σ' ένα ψηλό τραπεζάκι που στηριζόταν σε μια μεταλλική κολόνα, και συνέχισε να διαβάζει όρθιος, όλο και πιο απορροφημένος. «Τρεις διαφορετικοί, απομακρυσμένοι και άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι που συμπεριφέρονται με πανομοιότυπο τρόπο, ένα μυστηριώδες και παντελώς άσημο ίδρυμα που μοιράζει εξωπραγματικά ποσά για ανεξήγητους λόγους, μία συντροφιά ετερόκλητων υπερηλίκων που περιλαμβάνει ακτιβιστές της αριστεράς και παλιούς χιτλερικούς, η Αθήνα του σήμερα, η Ρώμη, η Σεβίλλη, το Αμβούργο, η Σαρδηνία και το Παρίσι είναι μερικά μόνο από τα απειράριθμα στοιχεία που αποτελούν την πρώτη ύλη του χορταστικού πιάτου του Ντ. Τσαβαρία. [...] Ο Τσαβαρία, για άλλη μία φορά αποδεικνύει πως ένας ικανός συγγραφέας μπορεί να κάνει να συγκατοικήσουν η εμπεριστατωμένη γνώση με τη φαντασία. οι πιο τολμηρές αφηγηματικές τεχνικές με τη στοιχειώδη ανάγκη του αναγνώστη να διαβάσει μια ιστορία. τα πιο απίθανα τεχνάσματα για να προσελκύσει την προσοχή με μια μύηση στη βαθύτερη σκέψη. η αισθητική αυστηρότητα με την ηθική διαύγεια. [...] Στο μυθιστόρημα, ο συγγραφέας δημιουργεί ήρωες που έχουν τις προσωπικές τους απόψεις, αντιδράσεις και πολιτικές θέσεις που δύσκολα κατηγοριοποιούνται. Δεν έχει ανάγκη να περιγράψει αυτά τους τα χαρακτηριστικά, καθώς τα εντάσσει στα δομικά υλικά των ηρώων του οι οποίοι —σε αντίθεση με τις συνήθεις μυθιστορηματικές συμβάσεις—, καθορίζουν οι ίδιοι την εξέλιξη της δράσης.» «La Jiribilla»
1 ΣΑΜΠΕΡΙ Τρίτη, 20 Μαΐου του 2003, στις 11:48 Μέσα στην πρώτη μισή ώρα της συζήτησης με τον Όσκαρ, ο Αμβρόσιο την πάτησε εφτά φορές. Πρώτα, όταν τον είδε να μπαίνει στο βαγόνι-εστιατόριο και τον πέρασε για Ιταλό του νότου, ενώ λίγο αργότερα του φάνηκε σαν γάλλος πλεϊμπόι. Έσφαλλε και τις δύο φορές. Το κατάλαβε μόλις αντάλλαξαν τις πρώτες φράσεις. Ύστερα, νόμισε πως ανακάλυψε έναν ρομαντικό «Λόρδο Βύρωνα» ερωτευμένο με μια Ελληνίδα. Ήταν το τρίτο και τέταρτο λάθος. Αργότερα, όταν ο Όσκαρ ανέφερε ότι μόλις είχε εισπράξει μια κληρονομιά, ο Αμβρόσιο φαντάστηκε ότι είχε μπροστά του έναν ευκατάστατο ευγενή ο οποίος, αν ταξίδευε με τρένο, μάλλον οφειλόταν στο φόβο του για τα αεροπλάνα. Και τελικά, όταν τον είδε να κατεβαίνει απροσδόκητα μʼ εκείνη τη βαριά βαλίτσα, φοβήθηκε ότι μπορεί να ήταν ληστής τρένων. Συνολικά, εφτά λανθασμένες εικασίες. Από το Παρίσι προς τα ιταλικά σύνορα, τα τρένα υψηλής ταχύτητας σταματούν μονάχα στο Σαμπερί και στο Σεν Ζαν ντε Μοριέν. Προτού, όμως, απολαύσει τον ορεινό όγκο του Jura ή αναπολήσει τον άθλο του Αννίβα να διασχίζει τις απόκρημνες Άλπεις με τους ελέφαντές του, ο επιβάτης πρέπει να υποστεί τις μονότονες κοιλάδες όπου ρέουν ο Λίγηρας, ο Σον και ο Ροδανός. «Ανιαρό σαν την επαρχία του Μπουένος Άιρες» συλλογίστηκε ο Αμβρόσιο. Η γαλλική ύπαιθρος, νοτίως του Παρισιού, κάτω από τον συννεφιασμένο ουρανό με τη γκρίζα ψιχάλα, μέσα από το βαγόνι του «Τρένου Μεγάλης Ταχύτητας» (ή TGV), σου φέρνει υπνηλία, κακοκεφιά και συχνά —όπως στην περίπτωση του Αμβρόσιο—, διάθεση για φαγητό και ποτό λόγω ανίας. Τοπίο, δεν υπάρχει. Προπαντός για έναν χοντρό ύψους ένα και ογδόντα πέντε. Διότι, όπως καθόταν μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο, τα μάτια του Αμβρόσιο έπεφταν ακριβώς στο ύψος της οριζόντιας επιχρωμιωμένης μπάρας που χωρίζει τα δύο κρύσταλλα. Για να θαυμάσει το εξωτερικό αναγκαζόταν να τεντωθεί πολύ ώστε να κοιτάζει από επάνω, ή να τυραννάει την κοιλιά και το σβέρκο του σκύβοντας κάτω από την μπάρα. Ακόμα κι έτσι, το φαράγγι όπου έτρεχαν κρυμμένα σχεδόν τα βαγόνια του TGV, επιτρέπει να δεις τον ουρανό και τις φευγαλέες κατωφέρειές του μόνο από κάτω. Από την άλλη πλευρά, η «μεγάλη ταχύτητα» δεν σου έδινε χρόνο να διαβάσεις τις ταμπέλες στους σταθμούς, έστω για να σπάσεις την πλήξη αναζητώντας τα ονόματα στο χάρτη. Και τα νευρωτικά άτομα που έχουν συνηθίσει να διαβάζουν με ησυχία, ούτε στα βιβλία δεν μπορούσαν να βρουν καταφύγιο. Στην τρίτη σελίδα, ο Αμβρόσιο έκλεισε το δικό του. Του αποσπούσε συνεχώς την προσοχή το ασταθές πήγαινʼ-έλα των επιβατών στο διάδρομο, που ακουμπούσαν στον αγκώνα του. Κι ένας χοντρός 130 κιλά δεν έχει τρόπο να μαζέψει τον αγκώνα του μέσα. Επίσης, τον αποσπούσε ένα διαπεραστικό σφύριγμα και το επίμονο βουητό του αέρα όταν περνούσαν από τις σήραγγες. Αδύνατον να διαβάσεις. Μια κοπέλα, υπάλληλος του γαλλικού δικτύου σιδηροδρόμων, πλησίασε για να του ζητήσει να συμμετέχει σε μια έρευνα και να πει την άποψή του για εκείνο το ταξίδι. Ο Αμβρόσιο δήλωσε μονάχα: «Το ταξίδι είναι βαρετό και με παχαίνει. Ποτέ δεν θα ξαναπάρω TGV στη ζωή μου. Προτιμώ την άμαξα ή το αεροπλάνο.» Η ερευνήτρια κράτησε μια σημείωση και χαμογέλασε με κατανόηση. «Je vous remercie de votre sincérité, Monsieur.» Κι όταν ήταν με το χέρι στην πόρτα, στράφηκε για να του χαμογελάσει άλλη μια φορά. Ύστερα από δύο ώρες ταξίδι, ο χοντρός ήταν ο μοναδικός επιβάτης που της έδωσε μία απάντηση ειλικρινέστατη και διασκεδαστική. Ο Αμβρόσιο της ανταπάντησε μʼ ένα εχθρικό βλέμμα, δίχως να καταλάβει ότι η κοπέλα τον ευχαριστούσε για την πρέζα αλάτι που έβαλε σʼ εκείνη την άνοστη δουλειά της. Μόλις έφυγε η ερευνήτρια, μπήκε στο βαγόνι ένας άντρας. Πίσω του ακούστηκε ο βρόντος της συρόμενης πόρτας. Ο άντρας τράβηξε πάνω του πολλά επιτιμητικά βλέμματα. Το τρένο βρισκόταν σʼ ένα σημείο της διαδρομής με πολλές στροφές και ήταν δύσκολο να βαδίσεις στους διαδρόμους. Ωστόσο, με τις πιρουέτες και τις γκριμάτσες του τύπου που προχωρούσε σαν τον Τσάρλι Τσάπλιν προσπαθώντας να ισορροπήσει, ο εκνευρισμός των επιβατών που έτρωγαν ή διάβαζαν και ενοχλήθηκαν από το βρόντο της πόρτας, μετατράπηκε σε χαμόγελα. Αν έκρινες από τη γελοία στάση του, με το γόνατο ψηλά και το λαιμό στραβά, μάλλον σκόπιμα υπερέβαλλε τις δυσκολίες του για να διασκεδάσει τους άλλους. Ήταν μελαχρινός, πενηντάρης, λεπτός, πολύ ωραίος και ντυμένος με τολμηρή και ατημέλητη κομψότητα: κόκκινο πουκάμισο δίχως γραβάτα, μπεζ σακάκι, γκρι παντελόνι. Με τα παλαβά ακροβατικά του είχε χαλάσει η όμορφη μαύρη του κόμμωση με τις λίγες άσπρες τρίχες. Όταν ο άντρας έφτασε, τελικά, με κάμποσα τσαλίμια μπροστά στον πάγκο δίπλα στο κουζινάκι και αρπάχτηκε μορφάζοντας κι αλληθωρίζοντας σαν ναυαγός στα τελευταία του, οι δύο ιταλίδες σερβιτόρες ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια. Αμέσως, ο τύπος άρχισε να καλαμπουρίζει μαζί τους στη γλώσσα τους. Ο Αμβρόσιο, βλέποντας τις δύο κοπέλες να μη σταματάνε τα γέλια, τον φαντάστηκε σπουδαίο καλαμπουρτζή. Έναν τέτοιο συνομιλητή χρειαζόταν για να μην καταλήξει στο Μιλάνο άρρωστος από ανία. Από τον ανοιχτό και συμπαθητικό του χαρακτήρα, από το μελαχρινό του δέρμα και από την ευφράδεια στο διάλογο με τις σερβιτόρες, εύλογα ο Αμβρόσιο υπέθεσε ότι καταγόταν από το νότο της Ιταλίας. Λίγες στιγμές αργότερα, ο τύπος πλησίασε βαστώντας ένα δισκάκι, στο παράθυρο όπου ο Αμβρόσιο έπινε την μπίρα του. Στο άλλο χέρι βαστούσε ένα panino με prosciuto και provolone. Σε άπταιστα γαλλικά, ο άντρας ζήτησε άδεια να καθίσει και να τοποθετήσει το δίσκο του στο μοναδικό ελεύθερο χώρο του τραπεζιού, ανάμεσα στον Αμβρόσιο και μία κυρία. Για να μην πιάσει πολύ χώρο, έβαλε πάνω στο τραπέζι το μπουκαλάκι με το μπορντό και μία Κις Λορέν που είχε στο δίσκο. Τα γαλλικά του και η κις (την οποία δεν θα έτρωγε ποτέ ένας Ιταλός του νότου σʼ ένα τρένο όπου πουλούσαν panini), σε συνδυασμό με την ηλικία και τη μιμητική του τύπου, έκαναν τον Αμβρόσιο νʼ αλλάξει γνώμη. Μπορεί να ήταν ένας πλέιμποι που τον πήραν τα χρόνια. Γάλλος, κατά πάσα πιθανότητα. Με πρόφαση να μάθει ποιος θα ήταν ο επόμενος σταθμός του τρένου, ο Αμβρόσιο άνοιξε κουβέντα που σιγά σιγά του αποκάλυπτε έναν υπέροχο συζητητή. Τον έλεγαν Όσκαρ. Και ήταν όλο εκπλήξεις. Η πρώτη έκπληξη ήταν η εθνικότητα. Ήταν Άγγλος. Με τόσο μελαχρινή επιδερμίδα και τα μαύρα του μαλλιά, κανένας δεν θα μπορούσε να το υποψιαστεί. Πόσο μάλλον αν τον άκουγες να μιλάει άπταιστα γαλλικά και ιταλικά. Κατʼ αρχάς, ο Όσκαρ τον πληροφόρησε ότι πήγαινε στην Αθήνα. Έμενε εκεί. «Oh là là... Από το Παρίσι στην Αθήνα με τρένο;» «Από το Λονδίνο, για την ακρίβεια.» Του εξήγησε ότι είχε εισιτήριο τρένου ώς το νότο της Ιταλίας. Στο Μπάρι θα έπαιρνε το πλοίο. Κρίνοντας από τα ρούχα και τους τρόπους του, φαινόταν εύπορος. Τότε, γιατί ταξίδευε με τρένο και μάλιστα στη δεύτερη θέση; «Μη μου πείτε ότι φοβάστε τα αεροπλάνα;» αποτόλμησε ο Αμβρόσιο. «Αντιθέτως. Λατρεύω τα αεροπλάνα. Έχω, όμως, οικονομικές δυσκολίες, και μια πτήση για Ελλάδα θα μου κόστιζε τέσσερις φορές περισσότερα.» Όταν ο Όσκαρ άκουσε ότι ο Αμβρόσιο ήταν Αργεντινός, έπλεξε το εγκώμιο του Μπουένος Άιρες, υπέροχη πόλη, αλλά και ο νότος, τα Στενά του Μαγγελάνου, οι νότιες Άνδεις, και α! ω! το Ναουέλ Ουαπί, το Μπαριλότσε, αξέχαστα μέρη. Σε λίγο, αφού ζήτησε συγνώμη ως Εγγλέζος, για τον «δόλιο πόλεμο στις Μαλβίνες» όπως τον χαρακτήρισε, επιτέθηκε σφοδρά κατά της συμμαχίας «Αμερικανών και Βρετανών στο Ιράκ». Προς μεγάλη έκπληξη του Αμβρόσιο, μπροστά σʼ έναν άγνωστο, ο Όσκαρ χρησιμοποιούσε εκφράσεις του τύπου: «εγκληματίες κατά της ανθρωπότητας», «τέλος του πολιτισμού»... Κατά τη γνώμη του, ο Μπους και ο Τόνι Μπλερ ήταν δύο «εγκληματίες πολέμου», «ληστές του πετρελαίου». Επιπλέον, κατέστρεφαν τη Βαγδάτη, την ιστορία της, την κουλτούρα της. Μιλούσε ήρεμα αλλά με πάθος. Ο Αμβρόσιο σκέφτηκε ότι ο Όσκαρ του θύμιζε τον Ομάρ Σαρίφ. Τελικά, ο Ιταλός του Νότου ή ο γάλλος πλέιμποϊ που φαντάστηκε στην αρχή, ήταν ένας Άγγλος που έμενε στην Ελλάδα, και ήταν ολοφάνερα αριστερός. Εκπλήξεις της ζωής, που λέει κι ένα τραγουδάκι... Όταν ο Όσκαρ επανέλαβε ότι μένει στην Αθήνα, ο Αμβρόσιο δεν συγκράτησε την περιέργειά του και ρώτησε τι λογής ενδιαφέροντα τον κρατούσαν εκεί. «Η αγάπη για τη χώρα και... άλλες αγάπες.» «Α, άλλος ένας Λόρδος Μπάιρον!» καλαμπούρισε ο Αργεντινός. «Όχι, απλώς ένας ταπεινός αρχαιολόγος.» Ο Αμβρόσιο, που ήταν 58 ετών και καθηγητής Γαλλικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες, τον κοίταξε με μια έκφραση θαυμασμού, με τα φρύδια υψωμένα. Ο Όσκαρ πρόσθεσε ότι είχε σπίτι στην Αθήνα, όμως, εκεί περνούσε μόνο τα σαββατοκύριακα. Τον υπόλοιπο καιρό έκανε ανασκαφές στις Κυκλάδες. «Δεν φανταζόμουν ότι υπήρχαν ακόμα Άγγλοι που σκάβουν στην Ελλάδα.» «Προνόμια της αποικιακής κληρονομιάς» σχολίασε ο Όσκαρ με ύφος ενόχου. Όταν ρώτησε για τις σπουδές του, ο Αμβρόσιο έμαθε ότι είχε περάσει από το Κέιμπριτζ, το Τρίνιτι Κόλετζ... «Κάποια υποτροφία;» Ο Αμβρόσιο τόλμησε να υποθέσει όταν ήταν πλέον πολύ αργά για να κρύψει την αδιακρισία του. «Όχι, όχι. Η οικογένειά μου είχε οικονομική άνεση.» ʽʽΝα πάρει! Κοντεύεις τα εξήντα κι είσαι ακόμα κόπανος. Επειδή ο τύπος έχει τώρα ζόρια, δε σημαίνει πως ήταν πάντοτε μπατίρης...ʼʼ Για νʼ αλλάξει θέμα, έδειξε ενδιαφέρον για το χρώμα της επιδερμίδας του. πολύ σκούρο για Εγγλέζο. «Το οφείλω στη μητέρα μου...» Ιταλίδα; Ελληνίδα; Ο Αμβρόσιο προτίμησε να μη ρισκάρει εικασίες και νʼ αποφύγει άλλες αδιακρισίες. «Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ινδία.» Για Άγγλος, ο Όσκαρ δεν ήταν καθόλου εσωστρεφής τύπος. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά, ο Αμβρόσιο έμαθε ότι η ινδή κυρία που καταγόταν από μία βραχμανική οικογένεια, αφού παντρεύτηκε έναν άγγλο συνταγματάρχη, my father, θα γινόταν συγγραφέας με αρκετή επιτυχία, τη δεκαετία του σαράντα και του πενήντα. Τα μυθιστορήματά της μιλούσαν για την Ινδία. «Η νοσταλγία, μερικές φορές, παράγει καλούς συγγραφείς.» «Δεν ήταν καλή. Επιπλέον, κατέληξε αδιάντροπη αγγλόφιλη» σχολίασε ο Όσκαρ. «Δεν τα πηγαίναμε καθόλου καλά. Στο τέλος, με μίσησε. Ωστόσο, με θυμήθηκε στη διαθήκη της.» «Πάει καιρός που πέθανε;» «Όχι. δύο εβδομάδες. Πήγα στο Λονδίνο για την κληρονομιά.» Ο Αμβρόσιο φαντάστηκε μια μοχθηρή μάνα, ικανή να σχεδιάσει χοντρές μεταθανάτιες διαβολιές στο γιο της, όπως να τον αναγκάσει να πάει από την Αθήνα στο Λονδίνο για να εισπράξει μια κληρονομιά που δεν θα του έφτανε ούτε για να γυρίσει με το αεροπλάνο. Ο Όσκαρ, όμως, μάλλον διάβασε τη σκέψη στα μάτια του Αργεντινού και πρόλαβε να διευκρινίσει: «Πήγα να την εισπράξω, αλλά στην πραγματικότητα δεν άγγιξα ούτε δεκάρα. Τη χάρισα όλη». Αυτό ήταν το πρώτο που φάνηκε ψέμα στον Αμβρόσιο, και παραλίγο να του ξεφύγει ένα κακεντρεχές σχόλιο, όμως, κατάφερε να το απαλύνει: «Ομολογώ ότι όταν κάποιος που μόλις γνώρισα δείχνει τόση περιφρόνηση για το χρήμα, τείνω να γίνω επιφυλακτικός.» «Είναι το σωστότερο, πράγματι. Ειδικά, μέσα σʼ ένα τρένο» χαμογέλασε ο Όσκαρ με κατανόηση. «Εγώ, όμως, έπαψα να έχω σχέσεις με τους γονείς μου όταν ήμουν παιδί και θα ένιωθα ταπείνωση αν τώρα δεχόμουν τα χρήματά τους.» Ευθέως, ο Αμβρόσιο τον ρώτησε πόσα χρήματα ήταν η κληρονομιά. «Ήταν μόνο τριάντα πέντε χιλιάδες λίρες. Όμως, τις σκόρπισα όλες μέσα σε μια νύχτα, σε άγνωστους μεθυσμένους του Λονδίνου.» «Νιώθω σαν ήρωας μυθιστορήματος» δήλωσε τότε ο Αμβρόσιο, κι άνοιξε τα μπράτσα του για νʼ αγκαλιάσει το χώρο γύρω του. Ο Όσκαρ τον κοίταζε, σαστισμένος. «Λάβετε υπόψη ότι στην αληθινή ζωή η πλειονότητα των ανθρώπων ποτέ δεν ταξίδεψε με Τρένο Μεγάλης Ταχύτητας, με συνταξιδιώτη έναν επιβάτη της τουριστικής θέσης, ικανό να χαρίσει τριάντα πέντε χιλιάδες λίρες στερλίνες σε τυχαίους μεθυσμένους του δρόμου. Μου επιτρέπετε να κεράσω άλλο ένα τεταρτάκι κρασί;» «Δεν θα έλεγα όχι. Ευχαριστώ.» Ο Αμβρόσιο σηκώθηκε με εκπληκτική σβελτάδα, κι όταν γύρισε με την μπίρα του και το κρασί, είχε τη διάθεση να ξεζουμίσει στο μέγιστο βαθμό εκείνη την αλλόκοτη συζήτηση. «Και δεν θα ήταν πιο ανθρώπινη πράξη να δωρίσετε την κληρονομιά σʼ ένα άσυλο για φτωχά παιδιά;» ρώτησε και κοίταξε τον Όσκαρ στα μάτια, ενώ άνοιγε την μπίρα του. Περίμενε ότι εκείνη η πρόκληση θα έδινε ερέθισμα στον Άγγλο. «Ναι, ίσως... Όμως, εκείνα τα χρήματα μου έκαιγαν τα χέρια και ήθελα να απαλλαγώ από δαύτα το συντομότερο, δίχως ευγνωμοσύνη γιʼ αντάλλαγμα, ούτε άλλο όφελος... Γιʼ αυτό αποφάσισα να τα χαρίσω σε αγνώστους που ποτέ δεν θα μου χρωστούσαν ευγνωμοσύνη. Γεια σου, Τομ, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω, κοίταξε, ορίστε αυτά που σου χρωστάω... Τους έριχνα δυο-τρεις χιλιάδες λίρες πάνω στο τραπέζι κι εξαφανιζόμουν προτού προλάβω νʼ αποτυπώσω στη μνήμη μου πρόσωπα ή εκφράσεις έκπληξης. τίποτα.» «Και χαρίσατε τα χρήματα μόνο σε μεθυσμένους;» «Ναι. Έμπαινα σε μια παμπ, καθόμουν στην μπάρα, εξερευνούσα το χώρο και πήγαινα γραμμή σʼ έναν που διάλεγα.» «Και γιατί μονάχα σʼ αυτούς; Μήπως κάποια ιδιαίτερη προτίμηση;» «Οι μεθυσμένοι είναι πάντα πιο εύπιστοι και τους πλησιάζεις πιο εύκολα.» «Ναι, είναι αλήθεια» παραδέχτηκε ο Αμβρόσιο. «Έναν νηφάλιο άνθρωπο δεν είναι εύκολο να τον πλησιάσεις και να του χαρίσεις χρήματα. Αμέσως θα φανεί δύσπιστος, θα φανταστεί παγίδες...» «Κι επειδή οι δικοί μου ήταν αληθινά ανώνυμοι αλκοολικοί, εξασφάλιζα κι εγώ την ανωνυμία.» Εκεί που είχε φτάσει πια η συζήτηση, ο Αμβρόσιο δεν είχε αμφιβολίες — οι εκφράσεις, η φωνή, όλα, του φαίνονταν πολύ αυθεντικά. Κρύσταλλο διάφανο ο τύπος. και δίχως καμία επιφύλαξη. Ο τέλειος συνταξιδιώτης για ένα μακρύ και ανιαρό ταξίδι. ο πιο κατάλληλος άνθρωπος, τη στιγμή που ακόμα έμεναν τρεις ώρες για να φτάσουν στο Μιλάνο. Η επόμενη έκπληξη —και όχι η μεγαλύτερη ούτε η τελευταία—, ήρθε όταν ο Αμβρόσιο προσπάθησε να μάθει για το άτομο που τον τράβηξε στην Αθήνα. «Μια Ελληνίδα;» τον ρώτησε. «Όχι. Ένας νεαρός από τη Λιβύη» ομολόγησε ο Όσκαρ κοιτώντας τον στα μάτια. Ο Αμβρόσιο που ήταν ασουλούπωτος, δίχως σαγόνι, χοντρός και μύωπας, λυπόταν που δεν είχε εκείνη την κορμοστασιά, τη γοητεία και την προσωπικότητα... Αν το επιθυμούσε, ακόμα και στην ηλικία του, ο Όσκαρ θα είχε μια λεγεώνα όμορφες γυναίκες να τρέχουν ξωπίσω του. Άξαφνα, όμως, δίχως μεταβατικό στάδιο, το χαμόγελο του Άγγλου έγινε μορφασμός πόνου. Ύστερα από δύο χοντρά δάκρυα, κοκκίνισε η άκρη των βλεφάρων του. Χαμήλωσε το κεφάλι κι άρχισε να περνάει το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του. Ο Αμβρόσιο έμεινε σιωπηλός για να του δώσει χρόνο να ηρεμήσει. Όταν συνήλθε, χαμογέλασε για να ζητήσει συγνώμη. Το πολύ μελαχρινό δέρμα του, που είχε άξαφνα χλομιάσει, έδινε στο βλέμμα του μια θλίψη κι ένα βάθος που κανένας δεν θα μπορούσε να κρύψει. Δεν έκλαψε άλλο. Ένα γκρίζο τσουλούφι έπεσε μπροστά στο μέτωπό του, και με το βλέμμα χαμένο κάπου βαθιά στις χιονισμένες Άλπεις της Σαβοΐας, ομολόγησε στον συνταξιδιώτη του πόσο είχε αγαπήσει εκείνον τον νεαρό, που τον έλεγαν Αμπντέλ. «Όμως, στα τέλη του περασμένου καλοκαιριού μʼ εγκατέλειψε.» Ο Αμπντέλ έφυγε μια μέρα από το διαμέρισμα στην Αθήνα, όπου συγκατοικούσαν για αρκετά χρόνια. Του άφησε ένα γράμμα που έλεγε ότι επέστρεφε στη Λιβύη. Ήθελε να παντρευτεί, να κάνει παιδιά και να φροντίσει τους γέρους γονείς του. Αγαπούσε ακόμα τον Όσκαρ, όμως, ήταν πια είκοσι πέντε ετών και πίστευε ότι δεν είχαν μέλλον ως ζευγάρι. Για το καλό και των δύο, θα άρχιζε μια νέα ζωή. Και στο τέλος τον αποχαιρετούσε με την είδηση για το γάμο του στη Βεγγάζη, την επόμενη εβδομάδα. Ο πατέρας του τα είχε αναλάβει όλα κι ο πεθερός του θα τους έκανε δώρο ένα διαμέρισμα. Ο Όσκαρ ανασήκωσε τους ώμους με ύφος απαρηγόρητο. «Φέρθηκε πολύ απρεπώς» σχολίασε ο Αμβρόσιο. «Θα έπρεπε να σας το είχε πει νωρίτερα, πρόσωπο με πρόσωπο.» Ήταν το μόνο που σκέφτηκε να πει για να γεμίσει την ξαφνική και άβολη σιωπή. «Πράγματι, φέρθηκε απρεπώς. Μέχρι και ο ίδιος το παραδεχόταν στο γράμμα του. Στο τέλος μου ζητούσε συγνώμη που δεν είχε βρει το κουράγιο να με αποχαιρετίσει πρόσωπο με πρόσωπο. Κι εγώ τον συγχώρησα. Είναι πολύ ευαίσθητο παιδί...» Πιο ήρεμος τώρα, ο Όσκαρ αποκάλυψε στον Αμβρόσιο ότι από την αρχή της συμβίωσής τους στην Αθήνα, ο Αμπντέλ ταξίδευε κάθε δύο με τρεις μήνες στη Λιβύη για να βλέπει την οικογένειά του. Και προπαντός τον πατέρα του, που τον λάτρευε. Όμως, μετά το τελευταίο ταξίδι είχε γίνει πολύ παράξενος, σιωπηλός, κατηφής. Ο Όσκαρ δεν μπορούσε να καταλάβει τι του συνέβαινε. Μʼ εκείνο το σημείωμα, κατάλαβε. Όταν είδε ότι ο Αμπντέλ είχε μαζέψει πια όλα του τα προσωπικά είδη, ο Όσκαρ το πήρε ψύχραιμα. Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκε με μια ισχυρή δόση υπνωτικών. Την επόμενη μέρα, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης τον ώθησε να γυρίσει στις Κυκλάδες για να πλακωθεί στη δουλειά και να ξεχάσει τις πίκρες του. Επί εφτά μήνες δούλευε σε υπαίθριες ανασκαφές, από ήλιο σε ήλιο. Έκανε μεγάλους περιπάτους και κουραζόταν επίτηδες. Το απόγευμα ήταν εξουθενωμένος. Παρʼ όλα αυτά, δεν κατάφερε να ξεχάσει. Στα μέσα του Απρίλη, όταν επέστρεψε στην Αθήνα και μπήκε στο διαμέρισμα που μοιραζόταν με τον Αμπντέλ, έπεσε πάλι σε βαθιά κατάθλιψη. Βούλιαξε σʼ έναν καναπέ κι έκλαψε για πολλή ώρα, απαρηγόρητος. Τα πανταχού παρόντα αχνάρια του αγαπημένου του, του προξενούσαν ένα κενό που τον πλήγωνε βαθιά. Προτίμησε να φύγει, κι εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκε μεθυσμένος σʼ ένα ξενοδοχείο της κακιάς ώρας στον Πειραιά. Εκεί μέσα πέρασε δεκαοκτώ φρικτές μέρες, με βαρβιτουρικά και κρασί. Σʼ ένα άθλιο δωμάτιο προσπάθησε δύο φορές νʼ αυτοκτονήσει αλλά δεν τα κατάφερε. Λίγα δευτερόλεπτα προτού καταπιεί μια χούφτα χάπια, τον σταμάτησε και τις δύο φορές ένα αίσθημα οίκτου, μια επώδυνη συμπόνια για τον εαυτό του και μια απέχθεια για το δολοφονικό εγώ του που ξεπρόβαλλε για να σκοτώσει έναν ανυπεράσπιστο. Εγκατέλειψε και μια τρίτη απόπειρα, αυτή τη φορά υπαίθρια, στον Σαρωνικό Κόλπο. Με τις τελευταίες του δραχμές πήρε το καραβάκι για την Αίγινα. Εκεί, νοίκιασε μια βάρκα. Μα όταν έδεσε την άγκυρα στο λαιμό του, δεν μπόρεσε να τη λύσει απʼ τη βάρκα και να πηδήξει στο νερό. Το πιο λογικό εγώ, έδειχνε αλληλεγγύη στην πιο ανυπεράσπιστη πλευρά του χαρακτήρα του. Αφού πια πείστηκε ότι δεν θα αυτοκτονούσε, συγκέντρωσε τις δυνάμεις του για να βγει από το λήθαργο. Ξυρίστηκε για πρώτη φορά ύστερα από δύο εβδομάδες και φόρεσε καθαρά ρούχα. Όταν γύρισε στο σπίτι του στην Αθήνα, άλλαξε τη θέση των πραγμάτων. Εξάλειψε κάθε ανεπιθύμητο αναμνηστικό κι έσβησε όλα τα ίχνη του Αμπντέλ. Την επόμενη κιόλας μέρα έλαβε την είδηση του θανάτου της μητέρας του. Ζήτησε δανεικά κι έφυγε για το Λονδίνο. Η κληρονομιά δεν τον ενδιέφερε. Πριν από είκοσι χρόνια είχε ορκιστεί να μη δεχτεί τίποτα από την οικογένειά του. Κι αυτός, ήταν άνθρωπος με λόγο τιμής. Ο βασικότερος λόγος για το ταξίδι του στην Αγγλία ήταν η ελπίδα να βρει κάποια δουλειά που θα τον απομάκρυνε από την Αθήνα κι από τη βασανιστική ανάμνηση του Αμπντέλ. Στην αγαπημένη του Ελλάδα δεν ήθελε να ξαναγυρίσει ώσπου να γαληνέψει η καρδιά του, μολονότι αμφέβαλλε αν θα γινόταν αυτό κάποια μέρα. «Αν κρίνω από το κέφι που δείξατε στις σερβιτόρες όταν ήρθατε εδώ, θα έλεγα ότι το ταξίδι στην Αγγλία σας έκανε καλό.» Ο Όσκαρ χαμογέλασε πάλι και αναστέναξε κουνώντας το κεφάλι μʼ έναν τρόπο που ο Αμβρόσιο δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει. «Συνέβη κάτι που δεν το περίμενα.» «Σας τηλεφώνησε ο Αμπντέλ», τον πρόλαβε ο Αμβρόσιο. «Ακριβώς. Στις 17 Μαΐου, πριν από τρεις μέρες.» Και ο Όσκαρ αναστέναξε μʼ εκείνο το αινιγματικό κούνημα του κεφαλιού, που σήμαινε κάτι ανάμεσα σε αβεβαιότητα, χαρά και φόβο. «Έρχεται στην Αθήνα και θέλει να με δει.» «Ωραία. Και πώς έμαθε ότι εσείς...;» «Όταν ο θυρωρός της πολυκατοικίας τού είπε πως ήμουν στο Λονδίνο, τηλεφώνησε στο μικρό ξενοδοχείο ενός φίλου μου, όπου συνήθως μένω, και μου άφησε έναν αριθμό τηλεφώνου.» «Και του τηλεφωνήσατε;» «Ναι. Μυρίστηκα κάτι πολύ σοβαρό. Και πράγματι, τον άκουσα πολύ αναστατωμένο. είχε ανάγκη από χρήματα... Έλεγε για εβδομήντα χιλιάδες ευρώ που τα χρειαζόταν για να προστατεύσει τον πατέρα του. Λέει ότι για να τα βρει είναι σε θέση να φτάσει στο έγκλημα.» «Και είναι ικανός για κάτι τέτοιο;» «Όχι, δεν είναι βίαιος άνθρωπος. Όμως, έχω αγωνία γιατί μάλλον είναι απελπισμένος, αφού μου τηλεφώνησε για να μου μιλήσει για λεφτά. Πάντα ήταν πολύ προσεκτικός με το θέμα των χρημάτων.» «Όπως και να έχει, υποθέτω ότι το τηλεφώνημα σας έφτιαξε λίγο τη διάθεση. Έτσι δεν είναι;» Ναι... Είναι μια παρηγοριά για μένα να ξέρω ότι με χρειάζεται... Μʼ έβγαλε από την τάφρο της κατάθλιψης... Γέλασα πάλι και καλαμπούρισα, όμως, ακόμα περνώ στιγμές αγωνίας.» «Σας ανησυχεί το τι μπορεί να επιχειρήσει ο Αμπντέλ;» «Όχι τόσο... Στεναχωριέμαι όμως που δεν μπορώ να τον βοηθήσω τώρα που τόσο με χρειάζεται.» Ερεθίστηκαν πάλι τα μάτια του. «Και δεν λυπάστε που αρνηθήκατε την κληρονομιά;» «Ναι, όμως ταυτόχρονα χαίρομαι...» Ο Αμβρόσιο τον κοίταξε αμίλητος. «Εάν έδινα την κληρονομιά μου στον Αμπντέλ, θα ήταν σαν να τη χρησιμοποιούσα για το συμφέρον μου... Θα πρόδιδα τον όρκο μου. Κι αυτό θα με λυπούσε εξίσου... Πολύ, πιστέψτε με. Είμαι πολύ απαιτητικός με τον εαυτό μου.» Δάγκωσε πάλι τα χείλια του και κούνησε ανήσυχος το κεφάλι. «Σίγουρα θα βρεθεί κάποια λύση.» «Ποτέ δεν τον είχα ακούσει τόσο απελπισμένο...» αναστέναξε, «... και δε βλέπω την ώρα να φτάσω στην Αθήνα...» Εκείνη τη στιγμή έστρεψε το βλέμμα προς μια εφημερίδα που κάποιος είχε αφήσει επάνω στο διπλανό τραπεζάκι, ανοιχτή στις μεσαίες σελίδες. Άξαφνα, συνοφρυώθηκε παραξενεμένος, άρπαξε απότομα την εφημερίδα κι άρχισε να μασουλάει το νύχι του αντίχειρα, απορροφημένος εντελώς από την ανάγνωση. Βυθίστηκε στο κείμενο της ανοιχτής σελίδας και παράτησε σύξυλο τον Αμβρόσιο. Ξεχνώντας τον Αμπντέλ, την επιστροφή του στην Αθήνα και κάθε στοιχειώδη ευγένεια, σηκώθηκε σιγά σιγά σαν κουρδιστό παιχνίδι. Χωρίς να διακόπτει το διάβασμα έκανε μερικά βήματα. Ακούμπησε την εφημερίδα σʼ ένα ψηλό τραπεζάκι που στηριζόταν σε μια μεταλλική κολόνα και συνέχισε να διαβάζει όρθιος, όλο και περισσότερο απορροφημένος. Άναυδος, μάλλον ντροπιασμένος παρά προσβεβλημένος, ο Αμβρόσιο έπαψε να τον παρατηρεί. Τι να είχε ανακαλύψει άραγε στην εφημερίδα; Μια αιφνίδια αναλαμπή ελπίδας τον έκανε να αναρωτηθεί εάν οι Ιρακινοί είχαν καλέσει τον Αλαντίν, ή κάποιο άλλο πνεύμα από τις Χίλιες και μία νύχτες, για να εξαφανίσουν μαζικά το στρατό των εισβολέων. Ο Όσκαρ, τώρα, διέκοπτε συχνά τη μανιώδη του ανάγνωση. Οι κινήσεις του έγιναν απότομες. σπασμωδικές. Σήκωνε το βλέμμα προς την οροφή, έσφιγγε το πιγούνι με αδημονία, δάγκωνε τα χείλη ή στύλωνε τα μάτια στον τιμοκατάλογο που κρεμόταν επάνω από το μπαρ. Ο Αμβρόσιο παρατήρησε ακόμα ότι το βλέμμα του είχε αποκτήσει μια ακατανόητη ένταση, όπως όταν κοιτάζεις εντός σου. Ύστερα, έκανε ένα μορφασμό δυσφορίας κι έριξε δυο μπουνιές στην κολόνα. Γύρισε το κεφάλι στο παράθυρο κι άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στον γκρίζο ουρανό της Γαλλίας, με ένα ύφος που έδειχνε πως κατέβαλλε φοβερή προσπάθεια να θυμηθεί κάτι. Όταν πλησίαζαν στο Σαμπερί, το φρένο τον έκανε να τραμπαλιστεί, όμως, παρʼ όλα αυτά δεν άφησε από τα μάτια του την εφημερίδα, ούτε επέστρεψε στην πραγματικότητα, στο βαγόνι-εστιατόριο. Σε λίγο τον ξύπνησε η ακινησία του τρένου που είχε σταματήσει στο σταθμό. Έσκυψε λίγο και περιεργάστηκε την αποβάθρα για να δει πού βρισκόταν, όμως, συνέχισε να αδιαφορεί για τον Αμβρόσιο. Μʼ άλλον ένα γρήγορο μορφασμό αγωνίας, κοίταξε την ώρα κι έξυσε το αφτί του. Το ίδιο έκανε κι ο Αμβρόσιο, ίσως μʼ ένα μιμητικό αντανακλαστικό. Ήταν 11:48. Από το σταθμό της Λυών είχαν φύγει πριν από τρεις ώρες. Δίχως να αποχαιρετίσει τον Αμβρόσιο, ο Όσκαρ έφυγε ολοταχώς από το βαγόνι της καφετερίας. Ύστερα από λίγα λεπτά ο Αμβρόσιο τον είδε να ξαναμπαίνει σκαλίζοντας τις τσέπες του. Στη μασχάλη του βαστούσε την εφημερίδα. «Χάρηκα πολύ για τη γνωριμία. Ευχαριστώ για την παρέα και το κρασί. Ήταν ευχάριστη η κουβέντα μαζί σας. Καλή τύχη.» Ύστερα από μια χειραψία, του άφησε μία κάρτα επάνω στο τραπέζι κι εξαφανίστηκε χωρίς να περιμένει απάντηση. Ο Αμβρόσιο είδε ότι τον έλεγαν Όσκαρ Αμπερκρόμπι. Κάτω από το όνομα υπήρχε μια σειρά από αρχικά πανεπιστημίων και η διεύθυνσή του στην Αθήνα. Ύστερα από λίγα λεπτά, όταν το τρένο ξεκινούσε πάλι, ο Αμβρόσιο τον είδε από το παράθυρο να βαδίζει στην αποβάθρα. Περπατούσε γρήγορα και κουβαλούσε μια βαριά βαλίτσα. Ο Αμβρόσιο, με ανακούφιση διαπίστωσε ότι η βαλίτσα δεν ήταν η δική του. Ουφ! Μετά τον πρώτο αιφνιδιασμό, άρχισε νʼ αναρωτιέται αν τελικά ο Εγγλέζος είχε κατέβει με κάποια κλεμμένη βαλίτσα. Να ήταν στʼ αλήθεια Εγγλέζος; Ήταν άραγε αληθινό το όνομά του; Και η ιστορία του; Στο υπόλοιπο ταξίδι ώς το Μιλάνο, ο Αμβρόσιο προσπαθούσε να βγάλει συμπεράσματα για την παράδοξη συμπεριφορά εκείνου του ατόμου, όποιος κι αν ήταν. Δεν φαινόταν πάντως για κλέφτης τρένου, απʼ αυτούς που αρπάζουν τη βαλίτσα κάποιου αφηρημένου επιβάτη λίγα δευτερόλεπτα προτού ξεκινήσει η αμαξοστοιχία. Όμως, ούτε και οι ακροβατικές πιρουέτες του, το καλαμπούρι και το κέφι που έδειξε όταν μπήκε στην καφετέρια ταίριαζαν με την τραγική ιστορία του εγκαταλελειμμένου εραστή, όπως του την είχε αφηγηθεί. Τι μυστηριώδη είδηση είχε διαβάσει σʼ εκείνη την εφημερίδα που τον έκανε να κατέβει σʼ έναν απομονωμένο σταθμό της Σαβοΐας και να χάσει έτσι την πολυπόθητη συνάντηση με τον Αμπντέλ, στην Αθήνα, την επόμενη ημέρα; Πάντως, αν ήταν παραμυθάς, άξιζε χειροκροτήματα για τη φαντασία και την πρωτοτυπία του.