€14.31 €15.90
Στο καλαθι βιβλια(...) τότε ο σκύλος ξυπνούσε, τεντωνόταν, κύρτωνε τη ράχη, κουλούριαζε τη λεπτή και μακριά ουρά του, κι έμπαινε στην καλύβα με κραυγές και γρυλίσματα ασυνήθιστης αγριότητας. Έναν έναν ξυπνούσε τους γιους και τους γαμπρούς που κοιμόνταν αφού είχαν πιει άθλιο κρασί, τους ταρακουνούσε από τα πόδια, έσκιζε παντελόνια, κάπου κάπου διέκοπτε καμιά πράξη που θα κατέληγε να δώσει στον γέρο κι άλλα εγγόνια, κι έτσι, μέσα σε βρισιές, έβγαιναν έξω για να φέρουν τα τσιμπλιασμένα μάτια τους μπροστά στη γκρίζα φωτεινότητα της στέπας. «Κωλόσκυλο!» τολμούσε να πει μέσα απ' τα δόντια του κάποιος συγγενής. Η Αλεξάνδρεια του Καβάφη, το καρναβάλι του Ρίο, το κρύο και βροχερό Αμβούργο, η Παταγονία, το Σαντιάγο της Χιλής τη δεκαετία του ʼ60, συνθέτουν τη γεωγραφία τού Λυχναριού. Μέσα σʼ αυτά τα δώδεκα διηγήματα —που το καθένα μοιάζει ένα μικρό μυθιστόρημα— ο Σεπούλβεδα δίνει πνοή σε αξέχαστους ήρωες της πρώτης νιότης, ήρωες μοναδικούς ή καθημερινούς που ζουν ή πέθαναν, θυμούνται ή αφηγούνται... Ιστορίες ερωτικές που χάνονται μέσα στο χρόνο, πολλά υποσχόμενα ραντεβού που μένουν απραγματοποίητα, παμπάλαια ξενοδοχεία χαμένα στις εσχατιές του πλανήτη που προσελκύουν τους πιο παράξενους ταξιδιώτες, άνδρες που κουβαλούν στην πλάτη συναρπαστικές ζωές, παλιούς και ανομολόγητους έρωτες, ή κρύβουν μυστικές σχέσεις με ήμερα και άγρια ζώα... καθώς και μία συνάντηση με τους ήρωες του διάσημου μυθιστορήματος Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης.
Η άσβεστη φλογίτσα της τύχης Ο γέρος είχε κάμποσους γιους, κόρες, νύφες και γαμπρούς, πλάνητες σαν τον άνεμο της στέπας, κι ανίψια ων ουκ έστιν αριθμός, σκορπισμένα στην παταγονική απεραντοσύνη. Στα ογδόντα τόσα χρόνια του συνέχιζε να συντηρεί αυτός όλο του το σόι που κολλούσε πάνω του όταν οι όλο και πιο παγεροί άνεμοι του ατέλειωτου χειμώνα στο νότο έκαναν τα έντερα να γουργουρίζουν, κι ο τέντζερης έκανε μέρες κι εβδομάδες να δει κρέας. Ο γέρος, εκτός από χρόνια και σόι, είχε κι ένα σκύλο, τον Κατσουπίν, ένα κίλτρο όπως λένε οι μαπούτσε, που η μόνη του δεξιότητα ήταν η τεμπελιά και η μανία να κοιμάται με το ʼνα μάτι ορθάνοιχτο, πάντα σε επιφυλακή για τις κινήσεις του αφέντη του, αλλά όταν έρχονταν οι ισχνές αγελάδες, και ο γέρος, με το άγευστο πια μάτε στο ʼνα χέρι, τον διέταζε: «Κατσουπίν, ήρθε η ώρα, βγάλε έξω όλα αυτά τα σκατά, και μετά κοίτα νʼ αγριέψεις», τότε ξυπνούσε, τεντωνόταν, κύρτωνε τη ράχη, κουλούριαζε τη λεπτή και μακριά ουρά του, κι έμπαινε στην καλύβα με κραυγές και γρυλίσματα ασυνήθιστης αγριότητας. Έναν έναν ξυπνούσε τους γιους και τους γαμπρούς που κοιμόνταν αφού είχαν πιει άθλιο κρασί, τους ταρακουνούσε από τα πόδια, έσκιζε παντελόνια, κάπου κάπου διέκοπτε καμιά πράξη που θα κατέληγε να δώσει στον γέρο κι άλλα εγγόνια, κι έτσι αυτοί, μέσα σε βλαστήμιες, έβγαιναν έξω για να φέρουν τα τσιμπλιασμένα μάτια τους μπροστά στη γκρίζα φωτεινότητα της στέπας. «Κωλόσκυλο!» τολμούσε να πει μέσα απʼ τα δόντια του κάποιος συγγενής. «Βούλωσʼ το, μαλάκα! Ξέρει τι κάνει ο Κατσουπίν» του πετούσε στα μούτρα ο γέρος και επέβαλλε σιωπή. Μετά περίμενε ώσπου νʼ απομακρυνθεί το συγγενολόι προς το δρόμο που οδηγούσε στην Τσολίλα, κι όταν οι σιλουέτες τους είχαν γίνει ακαθόριστες κουκκίδες στον ορίζοντα, έμπαινε στην καλύβα με τους χοντρούς κορμούς, κομμένους απʼ τα δάση των Άνδεων που αποτελούσαν τα σύνορα μεταξύ Αργεντινής και Χιλής, τραβούσε μια καρέκλα δίπλα σʼ ένα τραπέζι από ξύλο τόσο παλιό όσο και το σπίτι του, άναβε ένα τσιγάρο και περίμενε να ʼρθουν οι ίσκιοι. Ενόσω κάπνιζε, χαμογελούσε βλέποντας τις ζωηρές κινήσεις του σκύλου που έκοβε βόλτες γύρω απʼ την καλύβα γρυλίζοντας και κοιτάζοντας με μισό μάτι τα τέρο, τις προβατίνες που έψαχναν εναγωνίως χορτάρι μες στα γαϊδουράγκαθα, σε καθετί που σάλευε στη στέπα. Ο γέρος άναψε την γκαζόλαμπα, περίμενε ώσπου η φλόγα να περάσει από το κίτρινο στο γαλάζιο, έκλεισε την πόρτα κι έκανε ό,τι έκανε εδώ και τριάντα χρόνια, κάθε φορά που έρχονταν οι ισχνές αγελάδες. Μετά, έφερε ένα χέρι στον ώμο, έβγαλε την κάμα από τη θήκη, έκοψε λεπτές φέτες τσαρκί, έβαλε στο στόμα μια γεμάτη μπουκιά απʼ αυτό το ξερό και σκληρό κρέας ώσπου να το κάνει ένα σβώλο υγρό και μαλακό, την έφτυσε στην παλάμη του και φώναξε το σκύλο. «Φάʼ το, Κατσουπίν, γιατί δεν έχει άλλο ώσπου να βγούμε.» Ο σκύλος πήρε το μεζέ, κι εκεί που άρχισε να τον μασουλάει, ο γέρος τον σταμάτησε με μια διαταγή. «Ολόκληρο, Κατσουπίν! Κατάπιε το αμάσητο!» Ο σκύλος υπάκουσε και κατάπιε αμάσητο κι όλο το άλλο τσαρκί που του πετούσε ο γέρος. Από μακριά, οι στενοί και μη στενοί συγγενείς έβλεπαν τη γαλάζια λάμψη της γκαζόλαμπας στην είσοδο της καλύβας και περίμεναν, πιο πολύ από σεβασμό στο σκύλο παρά στον γέρο, ώσπου νʼ απομακρυνθούν τόσο ώστε να μην είναι παρά ένα ισχνό φωτάκι που τρεμόσβηνε και χανόταν στην απεραντοσύνη της νύχτας. Τότε έπιαναν το δρόμο της επιστροφής στην καλύβα που, το 1901, είχαν χτίσει ο Μπουτς Κάσιντι, η Έτα Πλέις και ο Σάντανς Κιντ για καταφύγιο όταν γυροβολούσαν στην Παταγονία. «Πώς πάμε, Κατσουπίν;» ρώτησε ο γέρος. Ο σκύλος κούνησε την ουρά κι άφησε να του φύγει ένα ελαφρό γρύλισμα. Ήταν το σύνθημα πως κανείς δεν τους έβλεπε και, επομένως, μπορούσαν να σβήσουν την γκαζόλαμπα. «Λέω να καθίσουμε και να κουβεντιάσουμε, φίλε μου. Μʼ αρέσει να μιλάω σε σένα, επειδή, ως σκύλος, δεν κάνεις ερωτήσεις» είπε ο γέρος και του αφηγήθηκε πως, στην πραγματικότητα, θα έπρεπε να τον φωνάζουν Κατσουπίν VI (έτσι, με ρωμαϊκούς αριθμούς, διευκρίνισε), γιατί πριν είχε άλλους πέντε σκύλους με το ίδιο όνομα, και όχι επειδή του έλειπε η φαντασία ή επειδή δεν του άρεσαν τα ονόματα που έβλεπε πάνω στις συσκευασίες των σκυλοτροφών, αλλά επειδή έμενε πιστός στις καλές αναμνήσεις. Στην πραγματικότητα —εξομολογήθηκε— τον μπέρδευαν τα χάδια και οι χαρούλες που έκαναν οι άλλοι σκύλοι, αν και —πρόσθεσε, χαϊδεύοντας το κεφάλι του σκύλου— αυτό ήταν το καλύτερο να είναι κανείς τόσο γέρος, αυτό το αυθαίρετο κράμα αναμνήσεων, καλά συγκερασμένων σε ένα όνομα: Κατσουπίν. Βάδιζαν με βήμα αργό, αλλά σταθερό, με τα πόδια τού γέρου χωμένα σε σαντάλια, και οι πατούσες του σκύλου γνώριζαν κάθε ανωμαλία του εδάφους που τους πήγαινε ώς το χαλικόστρωτο μονοπάτι όπου θα έφταναν σε μια-δυο ώρες, κι εκεί θα κάθονταν, όπως πάντα, περιμένοντας να περάσει κανένα καμιόνι για να τους πάει ώς το Εσκέλ. «Έτσι είχαν τότε τα πράγματα» συνέχισε ο γέρος και του αφηγήθηκε τα δύσκολα χρόνια όπου η εριοπαραγωγή είχε πάει κατά διαόλου όταν οι Άγγλοι εγκατέλειψαν την Παταγονία κι άνοιξαν καινούργιες εριοβιομηχανίες στην Αυστραλία. Εκείνος ήταν Χιλιάνος (έτσι τουλάχιστον έλεγε το μοναδικό πιστοποιητικό που είχε στην κατοχή του), αλλά το πότε και με ποιον είχε περάσει στην Αργεντινή, χάνονταν στην αχλύ τού χρόνου. Θυμόταν, πάντως, τη σκληρότητα των απολύσεων, τα λίγα κέρματα που οι επιστάτες έριχναν στους πιο πιστούς, τη μεγάλη πεζοπορία, ήδη με πολλά παιδιά στην πλάτη, απʼ τη Λας Έρας στην Τσολίλα, ψάχνοντας ένα μέρος, μια στέγη, μια δουλειά και λίγο κρέας να ρίξουν στη φωτιά. Ούτε για την Τσολίλα θυμόταν ακριβώς το με ποιον και το πότε, αλλά αυτό δεν τον πείραζε τον Κατσουπίν που άκουγε τον γέρο να του μιλάει για την καλύβα που είχε αδειάσει απʼ τους γκρίνγκο ληστές. «Έλεγαν πως κυκλοφορούσαν φαντάσματα που βογκούσαν» εξήγησε στον σκύλο και συνέχισε να του διηγείται πως, μια μέρα, ζύγωσε το κτίσμα και του φάνηκε πως ήταν καταπληκτική καλύβα, στέρεη, χτισμένη με χοντρούς κορμούς τέλεια καλαφατισμένους ώστε να μην μπαίνει αέρας στα δωμάτια, άσε που διέθετε και ασυνήθιστη πολυτέλεια, αφού είχε πάτωμα παρκέ με σανίδες τόσο άψογα κολλημένες που να μη χωράει να μπει ανάμεσα ούτε ζουζούνι, και το βάδισμα πάνω του ήταν ανακούφιση για τα κουρασμένα πόδια. Στην Παταγονία, κανείς δε ρωτάει από πού έρχεται ή πού πάει ο οδοιπόρος. αυτό που ενδιαφέρει, είναι ότι έφτασε, οπότε κανείς δεν τον ρώτησε ποτέ αν είχε άδεια να εγκατασταθεί στην καλύβα των ληστών, κι έτσι, άρχισαν να γεννιούνται όλο και πιο πολλά παιδιά, που μπουσουλούσαν πανευτυχή στο λείο πάτωμα. «Νομίζω πως έξι αρσενικά και δύο τσούπρες τα ʼκανα εγώ, αλλά όλα είναι δικά μου, γιατί η στέγη που τα σκεπάζει είναι δικιά μου, κι αυτός είναι ο μόνος νόμος που ισχύει» συνέχισε ο γέρος. Το χαλικόστρωτο μονοπάτι χώριζε στα δύο τη στέπα, κι επειδή δεν ήταν ούτε εύκολο ούτε ευχάριστο να περπατάς πάνω σε κινούμενες πέτρες, κάθισαν κολλημένοι ο ένας με τον άλλον, περιμένοντας το ξημέρωμα και το αυτοκίνητο που θα τους έπαιρνε. «Μείνε κοντά μου, κι αν σταματήσω να μιλάω, δώσʼ μου μια γλειψιά γιατί θέλω να μείνω ξύπνιος. Σου ʼχω πει πως όταν είχα τα μπλεξίματα, ζούσε ακόμα ο Κατσουπίν Ι; Σου ʼμοιαζε, αλλά ήταν πιο άγριος» είπε ο γέρος, κι ο σκύλος στρογγυλοκάθισε μʼ ένα χασμουρητό. Οι αναμνήσεις του τον πήγαν σαράντα χρόνια πίσω, κι είδε τον εαυτό του πιο νέο, με καλύτερη όραση και δεξιοτέχνης στην κατασκευή της πίσσας με την οποία έπιασε να καλαφατίζει κάποιους αρμούς στους κορμούς ανάμεσα στους οποίους περνούσε ο αέρας. Εκείνη την εποχή, η καλύβα είχε δύο παράθυρα μέσα απʼ τα οποία έμπαινε το φως που έπεφτε ακριβώς στο σημείο όπου είχε καθίσει να δουλέψει. Άρχισε να βγάζει τα αγριόχορτα, κι αμέσως τα δάχτυλά του άγγιξαν μια χαραματιά με λεία τοιχώματα που αποκλείεται να την είχαν ανοίξει τερμίτες, αφού ήταν ίσια, αρμονική, καρπός προσεκτικής δουλειάς και καλά κρυμμένη απʼ τα χόρτα και τα στρώματα λάσπης που τη σκέπαζαν. Ο χώρος ανάμεσα στους δύο κορμούς, μόλις και μετά βίας τού επέτρεπε να βάλει το χέρι του, αλλά όταν τα δάχτυλά του λύγισαν ώς κάτω, άγγιξε κάτι κρύο, μεταλλικό, στρογγυλό, που μετακινήθηκε κιόλας. «Σκέφτηκα πως μπορεί να ʼταν κουμπί από στολή, κουμπί στρατιωτικού — τόσο μπουμπούνας ήμουν τότε. Ή είμαι ακόμα, Κατσουπίν;» Ο σκύλος κούνησε τʼ αφτιά κι ακούμπησε τη μουσούδα του στα πόδια του αφέντη του. Τα δάχτυλα του γέρου ψηλάφησαν αυτά τα κυκλικά περιγράμματα, τέντωσε το χέρι του ώς εκεί που δεν πήγαινε άλλο, και, πιάνοντάς το με το δείκτη και τον παράμεσο, έβγαλε ένα απʼ τα μεταλλικά αντικείμενα. Το νόμισμα διατηρούσε μια εκθαμβωτική λάμψη. στη μία πλευρά του έγραφε «Banco de Londres y Tarapacà» και στην άλλη: «un peso de oro». Το 1905, ο Μπουτς Κάσιντι, ο Σάντανς Κιντ κι ένας άλλος της Άγριας Συμμορίας χτύπησαν στο Πούντα Αρένας το υποκατάστημα της πιο αριστοκρατικής Τράπεζας της Χιλής, και σήκωσαν ένα ποσό που το ύψος του δε μαθεύτηκε ποτέ. «Τι μπουμπούνας! Αλλά, θα μου πεις... νέος δεν ήμουν; Τα μυαλά μου τα ʼχα πάνω απʼ το κεφάλι μου. Κατάλαβα πως εκεί υπήρχε θησαυρός, αλλά δεν κρατήθηκα κι έτρεξα ώς το μπακάλικο της Τσολίλας για να πουλήσω αυτό το νόμισμα. Τι τράβηξα... δεν μπορείς να φανταστείς τι τράβηξα...» Και τράβηξε, στʼ αλήθεια. Μόλις ο μπακάλης είδε το νόμισμα πάνω στον πάγκο, αντί νʼ απαντήσει στο «Πόσα μου δίνεις γιʼ αυτό;», φώναξε τους χωροφύλακες, αυτοί τον πήγαν σηκωτό ώς το καρακόλι, εκεί ο γέρος έφαγε το πρώτο ξύλο της ζωής του και πέρασε πολλές μέρες κρεμασμένος ανάποδα, σαν σφαχτάρι, ενόσω οι χωροφύλακες άδειαζαν την καλύβα, χτυπούσαν τους τοίχους ψάχνοντας μάταια ήχους πλούτου, και ξήλωναν το παρκέ. Κραύγασαν από χαρά όταν βρήκαν το χρηματοκιβώτιο, και πολύ πιο δυνατά όταν το άνοιξαν, αλλά τα εκατοντάδες χαρτονομίσματα χωρίς αξία και μια χούφτα μόνο ασημένια νομίσματα μετέτρεψαν τα γέλια σε πικρές βλαστήμιες. «Εγώ έκανα τον ψόφιο κοριό, Κατσουπίν. Δεν τους είπα τίποτα για την άλλη κρυψώνα, και κατάλαβα ότι ο πλουτισμός είναι το χειρότερο που μπορεί να πάθει ένας φτωχός.» Λίγο πριν ξημερώσει, πέρασε ένα καμιόνι που κουβαλούσε ξύλα, και σταμάτησε στα νεύματα του γέρου. «Πάμε στο Εσκέλ, πατριώτη» χαιρέτησε τον οδηγό. «Τι θα πει “πάμε”;» είπε ο φορτηγατζής. «Μόνο εσένα βλέπω.» «Ο σκύλος πάει μαζί μου, αν δεν σε πειράζει.» «Αρκεί να μην κατουρήσει, να μη χέσει και να μη μιλήσει για πολιτική» έθεσε τους όρους του ο οδηγός. Η καμπίνα του φορτηγού ήταν ταπετσαρισμένη με φωτογραφίες γυναικών και παιδιών. Ο γέρος, με το σκύλο στα πόδια του, άκουγε προσεκτικά τον φορτηγατζή. «Έτσι όπως οι ναυτικοί έχουν μιαν αγαπημένη σε κάθε λιμάνι, έτσι κι εμείς έχουμε ένα σπιτικό σε κάθε σταυροδρόμι. Βλέπεις τη μελαχρινούλα; Δυο παιδιά έχω μαζί της στο Ελ Μαϊτέν, κι αυτηνής, της ξανθιάς, της έκανα ένα παιδί στο Μπαριλότσε, και παρατρίχα γλίτωσα το γάμο. Αυτή, όμως, στο πλάι, η μικροκαμωμένη, α, αυτή, παππού, κι αν είναι χρυσωρυχείο! Τρία αγοράκια μού ʼχει κάνει στο Κομοδόρο Ριβαντάβια, και πάντα με περιμένει με μάτε και τηγανίτες. Εσύ, παππού, έχεις παιδιά;» «Πιο πολλά από δάχτυλα, πατριώτη, και ξέρω να μετράω μέχρι το είκοσι.» Ο φορτηγατζής γέλασε τρανταχτά και, για να τιμήσει το χιούμορ του γέρου, πάτησε επανειλημμένα την κόρνα. Πάντα γελώντας, τον ρώτησε γιατί πήγαινε στο Εσκέλ. «Στον γιατρό πάμε, κι ευχαριστούμε που μας πήρες.» «Έχεις τίποτα, παππού; Έντερα, προστάτη, πνευμόνια;» «Εγώ δεν έχω τίποτα, αλλά ο σκύλος έχει κάτι πόνους» απάντησε ο γέρος, κι ο Κατσουπίν γύρισε τα μάτια του ώς να φανεί το ασπράδι. Έφτασαν στο Εσκέλ όταν ο ήλιος είχε βγει απʼ τον Ατλαντικό. Ο φορτηγατζής τούς άφησε στην είσοδο της πόλης, κι έπιασαν να βαδίζουν προς το κέντρο. «Αγάντα, Κατσουπίν. Ξέρω ότι πεινάς, διψάς και θες να χέσεις, αλλά αγάντα — φτάσαμε.» Συνέχισαν το δρόμο τους, με το σκύλο κολλημένο στα πόδια του αφέντη του, ακούγοντας την ίδια ιστορία που του ʼλεγε ο γέρος απʼ την πρώτη φορά που είχαν βγει μαζί στο δρόμο. Τα πέντε χρόνια που ακολούθησαν την ανακάλυψη του θησαυρού, κάθε φορά που έβγαζε μερικά νομίσματα, είχε άσχημα μπλεξίματα. Μιά φορά πήγε ώς το Μπαριλότσε για να πουλήσει δύο νομίσματα, και κάτι καλόπαιδα, ειδοποιημένα από τον υποψήφιο αγοραστή, έναν παλαιοπώλη, τον ξυλοφόρτωσαν μέχρι να τους πείσει ότι τα ʼχε κλέψει από έναν κοσμηματοπώλη του Επουγιέν. Μιαν άλλη φορά, οι χωροφύλακες του Ρίο Μάγιο τον έπιασαν, εξάντλησαν μπαταρίες και μπαταρίες κάνοντάς του ηλεκτροσόκ για να τους ομολογήσει πού είχε βρει τα νομίσματα, κι όταν τον άφησαν ελεύθερο αφού τους σχεδίασε ένα χάρτη όχι μόνο κακοφτιαγμένο, αλλά και απολύτως φανταστικό, ορκίστηκε πως αυτός ο θησαυρός θα τον ανάγκαζε να φέρεται έξυπνα. «Ο άνθρωπος μαθαίνει απʼ τα χτυπήματα, Κατσουπίν. Τα επόμενα δέκα χρόνια, δεν άγγιξα ούτε ένα απʼ αυτά τα νομίσματα. Είχε διαδοθεί η φήμη, και κάθε φορά που έφευγα από την Τσολίλα, με περίμεναν είτε κακοποιοί είτε, ακόμα χειρότερο, στρατιωτικοί, για να με γδύσουν. Αν ήξερες πόσοι χριστιανοί μʼ έχουν δει τσιτσίδι... Αλλά, όπως σου είπα, αποφάσισα να φέρομαι έξυπνα, και δίδαξα στον Κατσουπίν ΙΙ τα ίδια κόλπα που ξέρεις κι εσύ.» Ο δεύτερος σκύλος δεν ήταν μεγαλοφυΐα, και του πήρε πάνω απʼ το μισό της ζωής του για να μάθει πως, αν έχεζε μόνο όταν τον διέταζε ο αφέντης του, η ανταμοιβή θα ʼταν σημαντική και θα ʼχε γεύση μπριζόλας. Ο Κατσουπίν ΙΙΙ τα ʼπαιρνε πιο εύκολα, κι ο γέρος τον διασταύρωσε με μια καλή σκύλα για να βγει το καλύτερο κουτάβι, ο Κατσουπίν IV, που σʼ ένα χρόνο έμαθε τους κανόνες του παιχνιδιού. Όσο για τον V και τον VI, τα γονίδια συντέλεσαν ώστε αυτά τα σκυλιά να γεννηθούν γνωρίζοντας τι αναμενόταν απʼ αυτά. «Αυτό με την γκαζόλαμπα συνέβη αργότερα. Την ιστορία την ξέρεις.» Ο Κατσουπίν ΙΙΙ ήταν ακόμα κουταβάκι όταν πήγαν μαζί ώς το Ελ Μπολσόν για να πουλήσουν αλεπουδοτόμαρα. Στην πλατεία συνάντησαν ένα πλήθος γύρω από κάτι μαριονετίστες που έπαιζαν ένα έργο φερμένο από τη μακρινή Αραβία. Ο γέρος, με το στόμα ανοιχτό, παρακολουθούσε τις μαριονέτες να διηγούνται την ιστορία ενός χωριάτη που, τρίβοντας τυχαία ένα λυχνάρι απʼ όπου είχε ξεπηδήσει ένα τζίνι, έλυσε το πρόβλημα της φτώχειας του. «Απόψε είδα ένα όνειρο» είπε στους συγγενείς του. «Ονειρεύτηκα πως άναβα μια γκαζόλαμπα και πως τα φαντάσματα των γκρίνγκο ληστών μού μιλούσαν. Μου έλεγαν προς τα πού έπρεπε να πάω για να κερδίσω λίγα πέσο. Εννοείται πως τα φαντάσματα θέλουν να μιλάνε μʼ εμένα και με το σκύλο — με κανέναν άλλον. Να δεις τι μούρη κατέβασαν!» Τον κοίταξαν σαν να ʼταν επικίνδυνος τρελός, μια και όλοι υπέθεταν πως σʼ αυτή την καλύβα έβγαιναν φαντάσματα, κι έτσι απομακρύνθηκαν σιωπηλοί, κι από μια φρόνιμη απόσταση κάθισαν να προσέχουν την αδύναμη φλογίτσα τής λάμπας. Ο γέρος επωφελήθηκε απʼ τη μοναξιά για να βγάλει ένα νόμισμα, και με τη βοήθεια ενός μολυβιού ξεσήκωσε τις δύο πλευρές σε τσιγαρόχαρτο. Την ίδια νύχτα, και πάντα με τη συντροφιά του Κατσουπίν ΙΙΙ, πήρε το δρόμο για το Εσκέλ, την πιο μεγάλη πόλη. Ήταν εποχή φόβου. Οι στρατιωτικοί περνούσαν οπλισμένοι ώς τα δόντια, οι άνθρωποι χαμήλωναν το βλέμμα, κι ήταν απαγορευμένες οι συγκεντρώσεις άνω των δύο. Ο γέρος και ο σκύλος έκοβαν βόλτες στην πόλη ψάχνοντας κάτι, κάποιον, μόνο που δεν ήξεραν ούτε ποιον ούτε με τι θα ʼμοιαζε αυτός ο κάποιος. Έτσι έφτασαν ώς την κεντρική πλατεία κι έμειναν να κοιτάζουν προσεκτικά την κοπέλα που, πίσω από ένα πτυσσόμενο τραπεζάκι, περίμενε πελάτες για να τους προσφέρει υπηρεσίες δακτυλογράφησης. Μια πράσινη γραφομηχανή ήταν σκεπασμένη με τη σκόνη της Παταγονίας. «Τι κάνεις, πατριώτισσα;» χαιρέτησε ο γέρος. «Πολύ καλά, κύριε. Θέλετε να σας γράψω μια επιστολή;» «Δεν είσαι από δω... ή κάνω λάθος;» ρώτησε ο γέρος. «Κι εσάς τι σας νοιάζει;» ρώτησε με τη σειρά της η κοπέλα, και ο γέρος διάβασε πόνο στα μάτια και στη φωνή της — έναν πόνο ήττας, οριστικής απώλειας. «Απʼ αυτή τη στιγμή είσαι από δω» τη διαβεβαίωσε ο γέρος, κι η κοπέλα χαμογέλασε. «Τι θέλετε από μένα;» «Την εξυπνάδα σου, γιατί φαίνεσαι έξυπνη. Τη μόρφωσή σου, γιατί φαίνεσαι μορφωμένη. Και το θάρρος σου, γιατί φαίνεσαι θαρραλέα.» Κάθισαν να μιλήσουν κάτω από τα δέντρα, ξάγρυπνοι, αλλά και, ταυτόχρονα, άφοβοι. Ο γέρος τής έδωσε τα τσιγαρόχαρτα και την επιφόρτισε να του βρει σε ποιον μπορούσε να πουλήσει αυτά τα νομίσματα. Εκείνος και ο σκύλος θα ξαναγύριζαν σε δύο μήνες. «Σου ʼχω εμπιστοσύνη, κι από τώρα είμαστε συνέταιροι. Δε θέλω να μάθω ούτε πώς σε λένε ούτε πού μένεις. Το μόνο που σου ζητάω, είναι λίγη ζάχαρη και λίγο μάτε, για να μη γυρίσω σπίτι με άδεια χέρια.» Όταν οι στενοί και μη στενοί συγγενείς του τον είδαν να γυρίζει με μισό κιλό ζάχαρη κι ένα πακετάκι μάτε Rosamonte, πείστηκαν ότι στʼ αλήθεια κουβέντιαζε με τα φαντάσματα των γκρίνγκο ληστών. Στους δύο μήνες πάνω, ο γέρος και ο Κατσουπίν ΙΙΙ ξαναπήγαν στο Εσκέλ, αφού άναψαν την γκαζόλαμπα και μίλησαν με τα φαντάσματα. Η κοπέλα τούς περίμενε πίσω από την πράσινη γραφομηχανή της. Την περίμεναν να τελειώσει τη δακτυλογράφηση μιας επιστολής που υπαγόρευε ένας γκάουτσο για τη μητέρα του που ήταν μακριά, αρκετά συγκινητική αν έκρινε κανείς απʼ τα δάκρυα που έχυσε ο άντρας ακούγοντάς την, και πήγαν και ξανακάθισαν κάτω απʼ τα δέντρα. «Λέγε, συνέταιρε» είπε ο γέρος. «Υπάρχει αγοραστής. Δίνει αρκετά λεφτά — ούτε μπορούσα να το πιστέψω ότι αυτά τα νομίσματα αξίζουν τόσο» είπε η κοπέλα. «Τα μισά δικά σου. Τι συνέταιροι είμαστε...» «Μα δεν σας είπα ακόμα πόσα δίνει.» «Δε με νοιάζει. Δε θέλω λεφτά — ή θα μου τα κλέψουν, ή δε θα μπορέσω να εξηγήσω πού τα βρήκα. Το μερίδιό μου το θέλω σε ταμπάκο, ζάχαρη, μάτε, αλάτι, φιδέ, ασπιρίνες και γλυκά... πολλά γλυκά για τα εγγόνια. Θα σου δώσω τα στοιχεία της μεγάλης μου κόρης και θα τα στέλνεις όλα στο ταχυδρομείο της Τσολίλας. Γράψε ένα σημείωμα ότι είναι δώρο απʼ τα φαντάσματα.» «Μη μου πεις ότι έχεις πάνω σου τα νομίσματα!» «Δεν τα ʼχω εγώ» είπε ο γέρος και διέταξε τον σκύλο να ζυγώσει. «Τώρα, Κατσουπίν. Κάνε κακάκια τώρα.» Ο σκύλος σήκωσε την ουρά, λύγισε τα πίσω ποδάρια, σφίχτηκε κι άφησε να πέσουν κάτι σκληρές κουραδίτσες απʼ τις οποίες εξείχαν τα χρυσά περιγράμματα δύο νομισμάτων. Ο γέρος και ο Κατσουπίν VI έφτασαν μπροστά σʼ ένα σπίτι πνιγμένο στις τριανταφυλλιές. Στο κουδούνι απάντησε μια κοπέλα με μακριά μαύρα μαλλιά που, μόλις τον είδε, κρεμάστηκε στο λαιμό του ενώ φώναζε ότι είχε έρθει ο παππούλης. Η γυναίκα που τον υποδέχτηκε και που εξακολουθούσε να είναι ωραία, είχε λίγα γκρίζα μαλλιά και λίγες ρυτίδες που έσφυζαν από ζωή όταν χαμογελούσε. Δεν υπήρχε πια πόνος ούτε στη φωνή ούτε στο βλέμμα της. «Πέρασε, δον, έλα να πιούμε ένα μάτε.» «Ποτέ δε λέω όχι. Μετά, όμως, θα μʼ αφήσεις να σου κλαδέψω τις τριανταφυλλιές.» Κουβέντιασαν, θυμήθηκαν πολλά κοινά ωραία πράγματα και ξέχασαν άλλα που αξίζει να ξεχνιούνται, γιατί έτσι είνʼ η ζωή. Αργότερα, ο Κατσουπίν VI εκπλήρωσε το δικό του μέρος της συμφωνίας, και πήραν το δρόμο της επιστροφής για την Τσολίλα, στην καλύβα που οι γκρίνγκο ληστές είχαν χτίσει σε μια χαμένη γωνιά της Παταγονίας. Ο γέρος και ο σκύλος έφυγαν χαρούμενοι, γιατί έτσι είνʼ η ζωή. Η εποχή των ισχνών αγελάδων θα ξαναρχόταν, γιατί έτσι είνʼ η ζωή. Και γιʼ άλλη μια φορά σʼ αυτή την καλύβα με τους κορμούς από μακρινές κορδιγιέρες θʼ άναβε η αδύναμη φλογίτσα της γκαζόλαμπας της τύχης, γιατί έτσι είνʼ η ζωή.