ΑΚΡΩΤΗΡΙΟ ΧΟΡΝ

ΑΚΡΩΤΗΡΙΟ ΧΟΡΝ

Συγγραφέας: ΚΟΛΟΑΝΕ ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ
Μετάφραση: ΚΡΙΤΩΝ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
Εκδόθηκε: 00/00/0000
ISBN: 960-7073-54-1
Σελίδες: 240

€10.49 €11.66

  Στο καλαθι βιβλια

Μια φορά με σταμάτησαν τα απόκρημνα βράχια που έπεφταν κάθετα στην άβυσσο του ωκεανού. Ακόμη, με εμπόδιζαν να προχωρήσω δυο-τρεις θεόρατοι σκελετοί φάλαινας, λευκασμένοι από τον ήλιο. Δεν μπόρεσα να κάνω το τρομαγμένο άλογό μου να βαδίσει ανάμεσα στα πλευρά τους, που έμοιαζαν με πλοίο υπό κατασκευή, γερμένο πλάι σε κάμποσα κουφάρια από φώκιες, δελφίνια, θαλάσσιους ελέφαντες και άλλα ζωντανά της θάλασσας. Όμως, αυτό που με καθήλωνε ήταν η τρομακτική σιωπή, αυτή η αίσθηση ότι βρίσκεσαι στην άκρη του κόσμου ή έξω, σε μια ακρογιαλιά όπου ο ωκεανός έχει παραλύσει, είναι στάσιμος. Μέχρι και τα θαλάσσια κήτη, τα πουλιά, ακόμη και τα γουανάκο πάνε εκεί μόνο για να πεθάνουν. Νομίζω ότι ήμουνα ο πρώτος άνθρωπος που πάτησε αυτό το κομμάτι νεκρού κόσμου, μιας και κανένας τσοπάνης δεν μοιραζόταν την επιθυμία μου για περιπλάνηση. Ποτέ δεν είχαν περάσει όλα τα συρματοπλέγματα και τους αμμόλοφους για να πλησιάσουν εκεί, να φτάσουν σ’ αυτόν τον παντέρημο πλανήτη, καταμεσής στην ανατολική ακτή της Γης του Πυρός.

Ακρωτήριο Χορν Οι ανατολικές ακτές της Γης του Πυρός θρυμματίζονται σε πολυάριθμα νησιά. Ανάμεσα τους περνούν αλλόκοτα, φιδογυριστά κανάλια που οδηγούν πέρα μακριά, στο τέλος του κόσμου, σ' έναν τόπο που λέγεται: «Ο τάφος του Διαβόλου». Οι πολυταξιδεμένοι ναυτικοί είναι βέβαιοι πως εκεί, ένα μίλι μακρύτερα από το Ακρωτήριο Χορν, την τραγική αυτή φυσική προεξοχή που επιβλέπει την αέναη μονομαχία των δύο μεγαλύτερων ωκεανών του κόσμου, βρίσκεται ο Διάβολος ποντισμένος στο βυθό, αλυσοδεμένος με δύο τόνους καδένες. Τις φριχτές νύχτες της καταιγίδας, όταν τα νερά και τα πηχτά σκοτάδια μοιάζουν ν' ανεβοκατεβαίνουν από τον ουρανό στην άβυσσο, ο διάβολος σέρνει τις αλυσίδες του και τις κάνει να τρίζουν απαίσια στο βυθό της θάλασσας. Δεν πάει πολύς καιρός που απ' αυτές τις περιοχές περνούσαν μοναχά οι πιο παράτολμοι κυνηγοί φώκιας και βίδρας. Άνθρωποι απ' όλες τις φυλές, άντρες γεμάτοι θάρρος που η καρδιά τους ήταν σφιγμένη σαν τις γροθιές τους. Ορισμένοι έχουν ρίξει άγκυρα για όλη τους τη ζωή σ' εκείνα τα νησιά. Άλλοι πάλι, άγνωστοι, κατατρεγμένοι από το μαστίγιο της πείνας που τους χούγιαξε από τη Δύση και την Ανατολή, φτάνουν κάπου κάπου σ' αυτή την αφιλόξενη γη, όπου γρήγορα ο άνεμος και το χιόνι τους πελεκάνε την ψυχή, αφήνοντας μόνο μια κόψη, σκληρή σαν παγόβουνο. Στο τέλος των καναλιών υπάρχει ένα μέρος με ερεβώδη φήμη. Η φυλακή της Ουσουάια. Μετά από πολλές αιματηρές δραπετεύσεις των κρατουμένων, έχουν απομείνει ακόμη, σκόρπιοι στα νησιά, χαμένοι ανάμεσα στους ιθαγενείς, άντρες που μερικές φορές έχουν κατακτήσει την ελευθερία τους με το πιστόλι στο χέρι και δεν θα μπορούσαν να σηκώσουν κεφάλι σε κανέναν τόπο όπου υπάρχει έστω και μία αχτίδα νόμου. Τίποτα δεν πρέπει να σε ξενίζει σε τούτη τη γη. Ένα καΐκι που βγαίνει στ' ανοιχτά με τέσσερις ναύτες και επιστρέφει με τρεις, ένα τρεχαντήρι που εξαφανίζεται με όλο του το πλήρωμα, τίποτα δεν πρέπει να σου φαίνεται παράξενο όταν οι θαλασσινοί έχουν να μοιράσουν σε ίσα μερδικά μεταξύ τους τα γουναρικά και τον χρυσό... Στο τέρμα αυτών των καναλιών, κοντά στο Ακρωτήριο Χορν, βρίσκεται η νήσος Σανστάρ. Οι δύο μοναδικοί κάτοικοι του νησιού, ο Τζάκι και ο Πίτερ κάθονται στο κατώφλι του σπιτιού τους, ένα ατέλειωτο σούρουπο του Δεκέμβρη. Η καλύβα είναι μια κατασκευή με δύο τμήματα, φτιαγμένη από ακατέργαστους κορμούς. Πάνω στη σκεπή της φουντώνουν οι λειχήνες και τα πρασινοκίτρινα βρύα, λες και η ανήμερη φύση χαμογελά στον ουρανό που, φορτωμένος συμφορές, αφήνει να πέσουν τα χιόνια του το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Λένε πως οι κυνηγοί είναι αδέρφια, αλλά κανείς δεν ξέρει με σιγουριά. Εκείνοι ποτέ δεν έχουν πει τίποτα, αφού ποτέ δεν ανοίγουν το στόμα τους παρά μόνο για να χλαπακίζουν και να βρίζουν. Ο Τζάκι έχει το ανέκφραστο και ακαθόριστο πρόσωπο ενός νεογέννητου. Μέτριος στο ύψος, με μια αστραποβόλο λάμψη στα κοκκινισμένα και διογκωμένα μάτια του που κρύβονται πίσω από βλέφαρα δίχως βλεφαρίδες, μοιάζει μερικές φορές σαν ένα μεγάλο έμβρυο ή σαν ξανθιά φώκια. Ο Πίτερ είναι πιο σύνθετος. Με τα αλεπουδίσια χαρακτηριστικά του μοιάζει σαν ένα αιλουροειδές, υποκριτικό και κουρασμένο. Με την πρώτη ματιά σου δίνει την εντύπωση ανθρώπου απαθέστατου, μα από τα ξανθά μαλλιά του, που είναι ξερά σαν καναβάτσο από τον ήλιο, ξεπετάγονται μερικές τούφες πιο σκούρες, θαμπές, που σε προειδοποιούν, άγνωστο γιατί, για κάτι βρόμικο και επιθετικό που κρύβεται πίσω από τη φαινομενική καλοσύνη του. Ακούγεται πως έχουν φυλαγμένες κάμποσες λίρες στερλίνες και κάνουν οικονομίες για να φύγουν για τη γη τους. Μα ποια είναι η γη τους; Από πού έχουν έρθει; Σε τούτα τα μέρη κανένας δεν ξέρει από πού κατάγονται οι περισσότεροι άνθρωποι και κανείς δεν ξέρει πού θα καταλήξουν. Μοιάζουν να αναφύονται από την ίδια τη γη, από ετούτα τα μυστηριώδη νερά, που είναι χαμένα στις εσχατιές της υδρογείου. Ο Τζάκι κι ο Πίτερ μιλούν Ισπανικά ανάμικτα με λαρυγγόφωνα Αγγλικά. Η συναναστροφή τους με τους ιθαγενείς και η μοναξιά τους έκανε να χάσουν το χάρισμα να αρθρώνουν συλλογισμούς και μακροσκελείς φράσεις. Τα λόγια τους είναι κοφτά, δυσνόητα για τους κάπως περισσότερο πολιτισμένους ανθρώπους οι οποίοι κατεβαίνουν από την περιοχή Μαγαγιάνες να μαζέψουν τα πολυπόθητα δέρματα. Αφού έφαγαν λίγο ψάρι, κάθισαν στην πόρτα να ξαποστάσουν, ενώ έπεφτε αργά η νύχτα με τις παράξενες ανταύγειες του δειλινού της Ανταρκτικής. Μπροστά τους, απλώνονται τα νερά του καναλιού, ήρεμα και βαθιά. Πέρα, μέσα στα κανάλια, οι βελανιδιές των νησιών σκιάζουν τη θάλασσα. Το χρώμα της γίνεται πιο σκούρο και πάνω στη στιλπνή της επιφάνεια φαίνεται να πλανιέται μια ανησυχητικά μαυριδερή πάχνη. Η σιωπή είναι απόλυτη, στατική, ψυχρή. Ο Τζάκι χασμουριέται ανοίγοντας διάπλατα τα σκυλίσια σαγόνια του. Στηρίζει το κεφάλι του στο χέρι και κοιτάζει μια χιονο-σκέπαστη κορυφή πέρα μακριά, έτσι για να αποθέσει κάπου τη ματιά του. Εκτός από ένα αόριστο ένστικτο απόλαυσης της ομορφιάς, κάτι του κεντρίζει την περιέργεια. Ξάφνου, κάνει μια ανήσυχη κίνηση και στήνει αφτί προς τα 'κει που εντόπισε ένα θόρυβο. Κάτι άκουσε από την κοντινή ακρογιαλιά. Στην αρχή ακούστηκαν παφλασμοί του νερού, όπως όταν μια φώκια βγαίνει από τη θάλασσα και σκαρφαλώνει στην απόκρημνη όχθη. Ύστερα ξεχωρίζει τον σιγανό, γλυκό ήχο των κουπιών που χτυπούν στο νερό. Η συνήθεια του κυνηγού τον σπρώχνει να πάει να ψάξει για την καραμπίνα Γουίντσεστερ μέσα στην καλύβα. Περιμένει στην πόρτα. Ο Πίτερ έχει σηκωθεί κι αυτός και βρίσκεται σε επιφυλακή. Έπειτα από λίγο ο υγρός θόρυβος σταματά και ακούγεται ν' αναμερίζουν τ' αγριόχορτα στο μικρό θαμνοτόπι που σχεδόν αγκαλιάζει την καλύβα. Το δίχως άλλο, κάποιος προχωρά ανάμεσα στα χαμηλά και πυκνόφυλλα σκίνα. Σ' εκείνον τον τόπο, άνθρωπος εναντίον ανθρώπου δεν χρησιμοποιεί ποτέ τουφέκι. Ο Τζάκι, ανόρεχτα, απιθώνει την καραμπίνα πίσω από την πόρτα. Κανένας δεν χρησιμοποιεί το τουφέκι, γιατί ένα φυσίγγιο αξίζει όσο το δέρμα μιας φώκιας ή μιας βίδρας. Άμα κάποιος θέλει να αποφύγει τη δυσάρεστη μοιρασιά των δερμάτων, μπορεί να ξεπαστρέψει τον συνεταίρο του με φτηνότερο τρόπο, να τον εγκαταλείψει σ' έναν μοναχικό βράχο, καταμεσής στη θάλασσα. Άλλοτε πάλι, αρκεί μια απαλή σπρωξιά από την κουπαστή του τρεχαντηριού που σκαμπανεβάζει, καθώς αρμενίζει ήρεμα μια γαλήνια νύχτα. Ένας χωμάτινος λεκές ξεπρόβαλε ανάμεσα στις πράσινες φυλλωσιές. Ένας άντρας σκυφτός, με τα ρούχα ξεσκισμένα και μουσκεμένα, προχώρησε στο μικρό ξέφωτο της Πάμπας, σαν λαβωμένο ζώο που σηκώνεται από τα λασπόνερα. Τα δύο αδέρφια κοιτάχτηκαν. Ο άντρας σταμάτησε μερικά βήματα μακριά τους. Ήταν ψηλός, ξερακιανός με ευγενικά χαρακτηριστικά, παρόλο που όλα πάνω του πρόδιναν άνθρωπο ανυπεράσπιστο. Τα μουστάκια και τα γένια του ήταν κατάμαυρα. Σήκωσε το κεφάλι και μ' ένα παράξενο βλέμμα ικεσίας, σαν να τον είχαν μαστιγώσει σ' ολάκερο το κορμί του, είπε: «Λίγο φαΐ!... Έρχομαι από την Ουσουάια!» Η φωνή του βγήκε παράξενη, δίχως διόλου χρώμα. Ήταν ολοφάνερο πως δεν την είχε χρησιμοποιήσει καθόλου όλες αυτές τις ατέλειωτες μέρες που τράβηξε η περιπέτεια του. Ο Πίτερ, κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Με το χέρι υψωμένο, έδειξε το δρόμο απ' όπου είχε έρθει ο άντρας και πρόφερε κοφτά τα λόγια: «Πάρε δρόμο!... Μπρος!... Φύγε!» Ο άντρας δεν παρακάλεσε άλλο, καταλάβαινε πως ήταν παραπανίσιος. Ήταν έτοιμος να φύγει όταν το μάτι του καρφώθηκε πάνω σ' ένα σωρό δέρματα από νεογέννητες φώκιες, που ήταν στοιβαγμένα πλάι στον τοίχο της καλύβας. Οι κυνηγοί εκτιμούν περισσότερο τις φώκιες με το διπλό πέλος. Όμως, οι Ευρωπαίοι βιομήχανοι, απομιμούνται πολύ καλά αυτή τη φίνα γούνα χρησιμοποιώντας τα δέρματα των νεογνών της φώκιας με το απλό τρίχωμα. Πρέπει να σκοτωθούν το αργότερο οχτώ μέρες από τη γέννηση τους και να γδαρθούν πριν περάσουν είκοσι τέσσερις ώρες από τη στιγμή που θυσιάστηκαν. Αυτά τα δέρματα τα λένε πόπις και οι έμποροι στη Μαγαγιάνες πληρώνουν τουλάχιστον σαράντα έως πενήντα φένιχ για το κάθε ένα. Στις περιοχές της Ανταρκτικής υπάρχει τεράστια αφθονία ζώων με τέτοιο τρίχωμα. Όμως οι θηλυκές γεννούν σε απρόσιτα μέρη και εκεί βρίσκεται η μεγάλη δυσκολία του κυνηγιού. Επιπλέον πρέπει να γίνεται, όπως είπαμε, μέσα σε οχτώ μέρες από τη γέννηση τους «Μα εσείς κυνηγάτε πόπις» είπε ο φυγάς. Στο πρόσωπο του φάνηκε κάτι που δύσκολα θα το 'λεγες χαμόγελο. Συνέχισε: «Ξέρω μια σπηλιά, μια τεράστια φωλιά όπου υπάρχουν πάρα πολλά πόπις, περισσότερα απ' όσα μπορείς να χτυπήσεις.» Το πρόσωπο του Πίτερ πλάτυνε και στα χείλη του φάνηκε ένα χαμόγελο, όπως ο σκοτεινός βάλτος που λάμπει σαν γάργαρη πηγή κάτω απ' τη φεγγαρόφωτη νύχτα. «Πρώτα όμως, θέλω κάτι να φάω!... Πεθαίνω της πείνας!» συνέχισε ο φυγάς. «Πρώτα να μας πεις πού είναι οι φώκιες!» πετάχτηκε ο ένας. «Έχετε ακούσει να μιλούν για το νησί Λα Παχαρέρα;» «Τώρα κάτι μας είπες! Όλοι το ξέρουν πως εκεί μέσα υπάρχουν φωλιές μα κανένας δεν έχει καταφέρει να τρυπώσει στο διαβολεμένο νησί. Η μπούκα της σπηλιάς βρίσκεται καταμεσής στον ωκεανό κι είναι γεμάτη βράχια και υφάλους.» «Ακριβώς!» είπε ικανοποιημένος ο φυγάς. «Κανείς δεν έχει μπει από κει, αλλά όπου υπάρχουν πουλιά, υπάρχουν φώκιες και όπου υπάρχουν φώκιες, ψάρια!... Πριν βγεις στην ανοιχτή θάλασσα, στην αγκάλη που βρίσκεται στη μέση του νησιού, εκεί όπου κολυμπούν και παίζουν κοπάδια φώκιες, υπάρχει ένα κρυφό πέρασμα!...» «Άντε, κάτσε εδώ!» χαμογέλασε το μοχθηρό μούτρο του Πίτερ. Ο άντρας έφαγε λίγο αποξηραμένο ψάρι, κάτι απομεινάρια από ψητό κρέας και βολεύτηκε να κοιμηθεί πάνω σε μερικά δέρματα, πίσω από την ξεχαρβαλωμένη και μουχλιασμένη κουζίνα. Οι γκρίνγκο πλάγιασαν σε δύο κλινάρια από χοντροκομμένες τάβλες, κολλημένα στον τοίχο που σ' εκείνη τη μεριά ήταν καλαφατισμένος με στουπί και κομμάτια σάπιο δέρμα, για να προφυλάσσονται από τον άνεμο και το χιόνι. Βασίλεψε και πάλι η σιγαλιά. Έξω, η νύχτα της Ανταρκτικής ήταν ήρεμη και παγωμένη.

ΚΟΛΟΑΝΕ ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ