€9.54 €10.60
Στο καλαθι βιβλια«Μπορώ να κάνω μια τελευταία ερώτηση;» είπε ο Λουκρήτιος μετά από λίγα λεπτά.
«Μπορείς;» απάντησε η Καλβίνα μʼ ένα κοροϊ-δευτικό χαμόγελο.
«Φυσικά και μπορώ.»
«Τότε, γιατί με ρωτάς αν μπορείς;»
Ο Λουκρήτιος πήρε βαθιά ανάσα, μέτρησε μέχρι το δέκα και είπε:
«Μπορώ να σε ρωτήσω αν είσαι αγόρι ή κορί-τσι;»
«Φυσικά.»
«Και γιατί δε μου λες;» επέμεινε ο Λουκρήτιος μετά από μία παύση.
«Γιατί δε με ρώτησες αν είμαι αγόρι ή κορίτσι. Με ρώτησες αν μπορείς να το ρωτήσεις...»
Ένα εφηβικό μυθιστόρημα που αποτελεί πρόκληση και για τον ενήλικο αναγνώστη (όπως τα περισσότερα βιβλία του Κάρλο Φραμπέτι), όπου ένα παιδί με ακαθόριστο φύλο, μαζί με τον σκύλο-λύκο του, ακινητοποιούν τον συμπαθή διαρρήκτη Λουκρήτιο, με τον οποίο αναπτύσσεται μία ιδιαίτερη σχέση μύησης σε —φαινομενικά— απάτητα μονοπάτια της φαντασίας και της ζωής. Στον κόσμο της Καλβίνας, οι πεθαμένοι είναι ζωντανοί. Οι τρελοί, γνωστικοί όσο και τα αγαπημένα τους βιβλία. Οι κλέφτες, τίμιοι. Ο σκύλος μπορεί και να είναι λύκος. Ο νάνος, γίγαντας. Όσο για την Καλβίνα, μπορεί να είναι Καλβίνος. Όλα είναι παράξενα και απρόσμενα, προκαλώντας τη λογική και τη φαντασία του αναγνώστη.
Η μικρή Καλβίνα τιμήθηκε το 2007 με το βραβείο EL BARCO DE VAPOR
Ο ΚΗΠΟΣ ΔΑΣΟΣ
ηταν ενα παλιο και ξεχαρβαλωμενο σπίτι, περικυκλωμένο από έναν μεγάλο κήπο, αφρόντιστο εδώ και πολύ καιρό. Τόσο πολύ, που θύμιζε περισσότερο μικρό δάσος παρά μεγάλο κήπο. Το σπίτι δεν έμοιαζε να φιλοξενεί αντικείμενα μεγάλης αξίας, αλλά στο ισόγειο υπήρχε ένα ανοιχτό παράθυρο, και σε αυτού του είδους τον πειρασμό, ο Λουκρήτιος —ο επονομαζόμενος και «αρουραίος»—, δεν μπορούσε να αντισταθεί. Άσε που, αν ο Ξερός του είχε δώσει ραντεβού εκεί, ήταν επειδή η διάρρηξη άξιζε τον κόπο. Ο Ξερός δεν συνήθιζε να κάνει λάθος.
Δεν συνήθιζε να κάνει λάθος, αλλά συνήθιζε να αργεί. Ακόμα κι όταν έφτανε, μερικές φορές δεν εμφανιζόταν καν, καθώς τον ξανάπαιρνε ο ύπνος με μεγάλη ευκολία. Γιʼ αυτό τον φώναζαν «Ξερό».
Αφού περίμενε μισή ώρα, ο Λουκρήτιος αποφάσισε να κάνει τη δουλειά μόνος του. Φαινόταν εύκολη, κι αν πήγαινε καλά θα έδινε ένα μερίδιο στον Ξερό για την πληροφορία. Μιμήθηκε το γάβγισμα του σκύλου, κι όταν είδε ότι δεν έπαιρνε απάντηση (ένδειξη ότι δεν υπήρχε κανένα μπάσταρδο στο σπίτι), πήδηξε χωρίς δυσκολία τα ψηλά σιδερένια κάγκελα που κατέληγαν απειλητικά σε αιχμηρές λόγχες.
Καθώς διέσχιζε αθόρυβα τον κήπο, του φάνηκε ότι διέκρινε ανάμεσα στους θάμνους τα αστραφτερά μάτια ενός...γάτου;
«Είναι υπερβολικά μεγάλο για γατί» σκέφτηκε και ανατρίχιασε υπολογίζοντας το μέγεθος του ζώου από την απόσταση ανάμεσα στα μάτια του. «Αλλά, αν ήταν σκύλος, θα είχε γαβγίσει.»
Ο Λουκρήτιος αποφάσισε να μην κάτσει να διαπιστώσει τι είδους ζώο τον είχε κοιτάξει μέσα από τα πυκνά αγριόχορτα. Έτρεξε με όλη του τη δύναμη προς το σπίτι, και χωρίς περαιτέρω εξακριβώσεις, μπήκε από το ανοιχτό παράθυρο.
Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και όλοι θα έπρεπε να κοιμούνται, μιας και δεν υπήρχε κανένα φως αναμμένο και δεν ακουγόταν ο παραμικρός θόρυβος. Χωρίς την αδύναμη λάμψη του φεγγαριού που έμπαινε στο σαλόνι από το ίδιο παράθυρο που είχε μπει κι ο Λουκρήτιος, το σκοτάδι θα ήταν απόλυτο.
Ο κλέφτης έβγαλε το φακό από την τσέπη του κι έκανε να τον ανάψει. Αλλά δεν πρόλαβε. Ένας μεγάλος πολυέλαιος που κρεμόταν απʼ το ταβάνι φωτίστηκε ξαφνικά, και ο Λουκρήτιος βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο μʼ ένα παιδί που τον κοιτούσε πολύ σοβαρά λίγα μέτρα πιο πέρα. Ήταν ένα αρκετά παράξενο παιδί. Γύρω στα δέκα ή έντεκα, πολύ μικρόσωμο και με κάπως μεγάλο κεφάλι, μεγάλα και διαπεραστικά γαλάζια μάτια, ντυμένο στα μαύρα από την κορφή ώς τα νύχια. Και εντελώς φαλακρό.
«Τα Χριστούγεννα αργούν πολύ ακόμα» είπε το αγόρι, κι εσύ δε μοιάζεις με τον Άγιο Βασίλη.
«Μη φοβάσαι, μικρέ» ψιθύρισε ο Λουκρήτιος μʼ ένα βεβιασμένο χαμόγελο. Ή πρώτη του παρόρμηση ήταν να φύγει τρέχοντας, αλλά σταμάτησε. Αν έκανε απότομες κινήσεις, το πιθανότερο ήταν το παιδί να έβαζε τις φωνές. Και με το παράθυρο ανοιχτό, οι φωνές θα έφταναν ώς το δρόμο. Θα μπορούσε να πλησιάσει κανείς και να τον δει να πηδάει τα κάγκελα.
«Δε φοβάμαι» απάντησε το παιδί, «και δεν είμαι μικρός.»
«Δεν ήθελα να σε προσβάλω» απολογήθηκε ο Λουκρήτιος. «Το ʽʽμικρόςʼʼ είναι τρόπος του λέγειν, ξέρεις τώρα... Στην πραγματικότητα, είσαι αρκετά ψηλός για την ηλικία σου.»
«Σταμάτα να λες ανοησίες. Μόνο αν με περνάς για κανένα πεντάχρονο με πρόσωπο και ομιλία δεκάχρονου, μπορείς να με πεις ψηλό για την ηλικία μου. Αλλά, όπως έλεγε κι ο Ναπολέων, η μεγαλοσύνη δεν έχει καμία σχέση με τη σωματική διάπλαση. Αν και οι μπούφοι σαν κι εσένα είναι λογικό να τα μπερδεύουν.»
«Για πρόσεξε πώς μιλάς... Εγώ δεν είμαι κανένας μπούφος. Κι αν θες να ξέρεις, με φωνάζουν... ʽʽΔημήτριος ο Πονηρόςʼʼ.»
«Ούτε για πλάκα. Σε φωνάζουν “Λουκρήτιος ο Αρουραίος”, επίσης γνωστός ως “Λουκ ο Αθόρυβος”, αν και αυτό το τελευταίο, αν κρίνουμε απʼ το θόρυβο που έκανες μόλις τώρα, δεν σου ταιριάζει και πολύ.»
«Πώς στην ευχή ξέρεις...;»
«Εγώ κάνω τις ερωτήσεις» τον διέκοψε το αγόρι. «Έχεις οικογένεια;
«Όπως το πάρει κανείς» απάντησε ο Λουκρήτιος μʼ έναν αναστεναγμό. «Η γυναίκα μου με παράτησε πριν δύο χρόνια και δε με αφήνει να βλέπω την κόρη μας σχεδόν καθόλου. Λέει πως είμαι κακή επιρροή γιʼ αυτήν.»
«Με μια πρώτη ματιά, δεν θα της έδινα άδικο» σχολίασε το παιδί με μια υποτιμητική γκριμάτσα.
«Για να σου πω, μην το παρατραβάς» διαμαρτυρήθηκε ο Λουκρήτιος. «Το... επάγγελμά μου δε μαρτυρά πως είμαι και κακός πατέρας.»
«Θεωρείς τον εαυτό σου καλό;»
«Ίσως να μην είμαι αυτό που συνήθως θεωρείται πρότυπο πατέρα, αλλά μπορώ να σε διαβεβαιώσω πως η κόρη μου είναι ό,τι σημαντικότερο υπάρχει για μένα και θα έκανα τα πάντα γιʼ αυτήν.»
«Θαυμάσια. Είσαι ακριβώς αυτό που έψαχνα.»
«Τι εννοείς;»
«Ένας καλός πατέρας. Χρειάζομαι έναν καλό πατέρα.»
«Γιατί; Για ποιον;»
«Προς το παρόν, απαντώ στη δεύτερη ερώτηση: για μένα.»
«Πλάκα κάνεις;»
«Καθόλου. Είναι ένα θέμα πολύ σοβαρό... Δεν είσαι κι ό,τι καλύτερο, αλλά μιας και δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική, υποθέτω πως μου κάνεις.»
Ο Λουκρήτιος αισθάνθηκε μια παράξενη ανησυχία. Δεν ήταν η πρώτη φορά που τον περίμεναν εκπλήξεις σε σπίτι που έμπαινε να κλέψει, αλλά ποτέ δεν είχε ξανασυναντήσει μια τόσο ασυνήθιστη κατάσταση.
«Νομίζω πως καλύτερα να πηγαίνω» είπε μετά από μια παύση. «Κι εσύ, παρεμπιπτόντως, θα έπρεπε να είσαι στο κρεβάτι.»
Πήγε να βγει απʼ το παράθυρο απʼ όπου είχε μπει, αλλά το παιδί έβγαλε απʼ την τσέπη του ένα τηλεχειριστήριο και πάτησε ένα κουμπί. Μʼ έναν ξερό θόρυβο, μια σειρά από χοντρά σιδερένια κάγκελα έπεσαν σαν γκιλοτίνα από το πάνω μέρος κι έκλεισαν το πέρασμα στον μπερδεμένο κλέφτη, που γύρισε στο παιδί και του είπε:
«Άκουσε...»
«Καλβίνο. Με λένε Καλβίνο.»
«Άκουσέ με Καλβίνο: το καλύτερο και για τους δυο μας είναι να φύγω ήρεμα από εκεί που ήρθα, οπότε κάνε μου τη χάρη και άνοιξε το παράθυρο, αλλιώς...»
«Αλλιώς, τι θα κάνεις;»
«Θα αναγκαστώ να χρησιμοποιήσω βία.»
«Ένας καλός πατέρας σαν κι εσένα δε θα χρησιμοποιούσε βία εναντίον ενός φτωχού και ανυπεράσπιστου πλάσματος.»
«Καλά, δεν είπα ότι θα σε σκοτώσω ούτε ότι θα σου σπάσω το χέρι, αλλά θα αναγκαστώ να σου πάρω το τηλεχειριστήριο με το ζόρι.»
«Δεν θα χρειαστεί. Πάρε» είπε ο Καλβίνος απλώνοντάς του το χέρι.
Ο Λουκρήτιος το πήρε κι έψαξε το κουμπί που άνοιγε το παράθυρο, αλλά δεν καταλάβαινε τα παράξενα σύμβολα που ήταν χαραγμένα δίπλα στα κουμπιά. Δοκίμασε μερικά στην τύχη χωρίς να πετύχει τίποτα.
«Καλά» είπε. «Αν και δεν το συνηθίζω, θα φύγω από την πόρτα.»
«Δε νομίζω να μπορέσεις να την ανοίξεις» απάντησε ο Καλβίνος. «Είναι πόρτα ασφαλείας, σωστή δοκιμασία για τους ανίκανους κλέφτες.»
«Άκου να σου πω, το παρατραβάς το σχοινί» είπε ο Λουκρήτιος προσπαθώντας να φανεί ήρεμος, αν και στην πραγματικότητα δεν ήταν καθόλου. «Δεν μπορείς να με κρατήσεις εδώ παρά τη θέλησή μου, κι αν δεν μʼ αφήσεις να φύγω...»
«Θα πάρεις την αστυνομία; Ορίστε, εκεί πάνω είναι το τηλέφωνο.»