€14.31 €15.90
Στο καλαθι βιβλια« [...] το ποίημα ήταν ολοζώντανο, και οι λέξεις του έφερναν στον νου εικόνες μιας μοναδικής γυναίκας, που υπήρχε στ' αλήθεια, ξεπερνώντας την περιγραφή του απλού ιδανικού ή του κενού στερεότυπου. Γι' άλλη μια φορά, εκείνο το ταξίδι στην έρημο περιγραφόταν με τόση ομορφιά, που σχεδόν μπορούσες να την αγγίξεις με την άκρη των δαχτύλων. [...] Έμοιαζε αδύνατον να πετύχει κανείς περισσότερη ομορφιά απ' αυτήν που είχε πλάσει ο Χαμάντ με το ποίημά του. Όλοι όσοι βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή εκεί, ένιωσαν πως οι λέξεις, όταν χρησιμοποιούνται με συναίσθημα και πάθος, κατέχουν μια τέτοια μυστηριώδη μαγεία, που αγγίζει την καρδιά κι έχει τη δύναμη να δώσει νέα πνοή σε πράγματα εντελώς τετριμμένα. Όσοι το κατάλαβαν αυτό τότε, δεν το ξέχασαν ποτέ πια.»
Ο ταπεινός ταπητουργός, αλλά αξεπέραστος ποιητής, Χαμάντ δημιουργεί το πιο επικίνδυνο μαγικό αντικείμενο σε όλη την παγκόσμια ιστορία. Κρυμμένο στο παλάτι του άραβα πρίγκιπα Ουαλίντ, κάπου στην Αραβική Χερσόνησο, το μαγικό αντικείμενο ξέρει το όνομά σου, το σπίτι σου, την πατρίδα και την ιστορία σου. Ξέρει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον — τόσο το δικό σου όσο και ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Πρόκειται για ένα εκθαμβωτικό χαλί που μπορεί να οδηγήσει στην τρέλα όποιον το κοιτάξει για λίγα μόνο δευτερόλεπτα. Πολλοί είναι αυτοί που θα ριψοκινδυνεύσουν τη ζωή τους για να το αποκτήσουν και να μπορέσουν να ανακαλύψουν τη μοίρα τους...
Όταν το χαλί εξαφανίζεται, ο πρίγκιπας Ουαλίντ, που βαρύνεται με ένα τρομακτικό έγκλημα και ζει τη ζωή του γεμάτος τύψεις, εγκαταλείπει τα πάντα και ρίχνεται στην αναζήτηση του μοναδικού αντικειμένου, αψηφώντας τους κινδύνους και αδιαφορώντας ακόμη και για την ίδια του τη ζωή.
Εμπνευσμένος από την αληθινή ιστορία ενός αληθινού πρίγκιπα της προϊσλαμικής Αραβίας, Ο θρύλος του περιπλανώμενου βασιλιά είναι ένα μοναδικό ιστορικό μυθιστόρημα και μια βαθυστόχαστη εξερεύνηση των σκέψεων και των επιλογών μας, αλλά επίσης ένα συναρπαστικό βιβλίο αγωνίας και μυστηρίου.
1
Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ
Όλοι έλεγαν για τον ΟυαλΙντ Ιμπν Χουρ, πρίγκιπα της Κίντα, πως τη στιγμή που γεννήθηκε τον ευλόγησε ένα τζίνι. Λεβεντόκορμος και καλόψυχος, γενναιόδωρος σαν χείμαρρος, ξόδευε αφειδώς προκείμενου να ευχαριστήσει τον αγαπημένο του λαό, τον οποίο αντιμετώπιζε με μεγαλοψυχία και δικαιοσύνη. Γοητευτικός και γεμάτος χάρη, ήταν ο τέλειος αριστοκράτης, καθώς μιλούσε με άνεση αρκετές ξένες γλώσσες και ήξερε να συμπεριφέρεται με τακτ και διπλωματική λεπτότητα. Κάθε φορά που χρειαζόταν να εκπροσωπήσει το βασίλειο της Κίντα στο εξωτερικό ή να υποδεχτεί αντιπροσώπους από άλλες μακρινές χώρες, χειριζόταν τα πολιτικά ζητήματα επιδεικνύοντας απαράμιλλη φινέτσα και οξυδέρκεια.
Και τι να πει κανείς για τις πολεμικές του αρετές; Ίππευε λες και ήταν γεννημένος καβαλάρης, και η επιδεξιότητά του με το σπαθί ήταν παροιμιώδης. Διέσχιζε την έρημο καλπάζοντας σαν αστραπή για να υπερασπιστεί τη γη του ενάντια στους κατακτητές και τους πολεμιστές από τα εχθρικά βασίλεια. Όσοι τον είχαν ζήσει στο πεδίο της μάχης, έλεγαν για τον Ουαλίντ πως έμοιαζε με μεγαλοπρεπές, αδάμαστο λιοντάρι.
Μα αυτό που έκανε τον πρίγκιπα να ξεχωρίζει, ήταν πάνω απʼ όλα η ακόρεστη δίψα του για γνώση. Ο Ουαλίντ Ιμπν Χουρ γνώριζε γραφή κι ανάγνωση σε καιρούς όπου κάτι τέτοιο ήταν μάλλον σπάνιο, και είχε δημιουργήσει στο παλάτι του μια διόλου ευκαταφρόνητη βιβλιοθήκη, την οποία επισκεπτόταν τόσο συχνά όσο του το επέτρεπαν τα πριγκιπικά του καθήκοντα.
Ο πρίγκιπας της Κίντα, λοιπόν, ήταν νέος, κομψός, θαρραλέος, γενναιόδωρος, λεπτός στους τρόπους, έξυπνος, τολμηρός, ικανός πολεμιστής, μα πάνω από όλα ένας πολύ καλλιεργημένος νέος.
Όλα αυτά γέμιζαν με περηφάνια τον πατέρα του, τον ηλικιωμένο βασιλιά Χουρ και τους υπηκόους του, τον λαό της Κίντα. «Πράγματι» έλεγαν, «ο πρίγκιπάς μας έχει την εύνοια των τζίνι της ερήμου.»
Παρʼ όλα του τα χαρίσματα, όμως, ο πρίγκιπας Ουαλίντ Ιμπν Χουρ έτρεφε μια πολύ μεγάλη ανεκπλήρωτη φιλοδοξία, που είχε να κάνει με το μεγάλο του πάθος: την ποίηση.
Έτσι, ένα απόγευμα, ο πρίγκιπας παρουσιάστηκε μπροστά στον βασιλιά και, κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση γεμάτη σεβασμό, του είπε:
«Πατέρα, ζητώ την άδειά σας να απουσιάσω απʼ το βασίλειο για μερικές εβδομάδες.»
Ο ηλικιωμένος βασιλιάς Χουρ έστρεψε τα άψυχα μάτια του προς το μέρος του.
«Για ποιο λόγο, γιε μου;»
Ο Ουαλίντ Ιμπν Χουρ όρθωσε περήφανα το ανάστημά του, κάτι που πέρασε απαρατήρητο από τον πατέρα του που είχε χάσει εδώ και χρόνια την όρασή του. Ωστόσο, ο βασιλιάς έπιασε στον αέρα την έξαψη στη φωνή του γιου του, όταν εκείνος απάντησε:
«Επιθυμώ… να παρακολουθήσω τον ετήσιο διαγωνισμό της Ουκάζ.»
Ο βασιλιάς Χουρ ανασήκωσε το ένα φρύδι καθυστερώντας λίγο νʼ απαντήσει. Όταν μίλησε, η φωνή του ακούστηκε ελαφρώς τραχιά.
«Εννοείς… να παρακολουθήσεις και να πάρεις μέρος, έτσι δεν είναι;»
«Πατέρα, γνωρίζετε πως είμαι καλός ποιητής.»
Καθώς ο βασιλιάς δεν απάντησε, ο Ουαλίντ επέμεινε:
«Πατέρα, στην Ουκάζ δίνουν ραντεβού κάθε χρόνο οι καλύτεροι ποιητές του κόσμου. Στον νικητή δίνεται η τιμή να δει το κασίντα του γραμμένο με χρυσά γράμματα, και αναρτημένο στα παραπετάσματα του ναού της Καάμπα. Κι εγώ…»
«Ξέρω πολύ καλά ότι φιλοδοξείς να κερδίσεις αυτήν την τιμή» τον διέκοψε ο άρχοντας. «Και είναι καλό που προσπαθείς να εξυψώσεις το όνομα της γενιάς σου. Αυτή σου η επιθυμία σε τιμά, Ουαλίντ. Η περηφάνια είναι ένα μεγάλο προτέρημα της φυλής μας.»
Ο βασιλιάς έκανε μια παύση. Ο πρίγκιπας περίμενε, κρατώντας την αναπνοή του.
«Αλλά, όπως πολύ σωστά είπες» συνέχισε ο Χουρ, «στην Ουκάζ συρρέουν οι πιο δοξασμένοι ποιητές του κόσμου. Θα μπορούσες ακόμα και να γελοιοποιηθείς, γιε μου, και δεν είσαι ένας οποιοσδήποτε νέος: είσαι ο διάδοχος του θρόνου της Κίντα.»
«Τότε;…»
«Θα σου παραχωρήσω την άδεια να λάβεις μέρος σε αυτόν τον διαγωνισμό, μόνον αφού αποδείξεις πως είσαι ο καλύτερος ποιητής αυτού εδώ του βασιλείου: ούτε λεπτό πιο πριν.»
Ακολούθησε σιωπή. Έξω από το παλάτι, ο άνεμος έκανε τα φύλλα από τις χουρμαδιές να θροΐζουν. Ο βασιλιάς έγειρε το κεφάλι για να αφουγκραστεί καλύτερα. Ο Ουαλίντ ήξερε πως ο πατέρας του αγαπούσε εκείνον τον ήχο, γιʼ αυτό άφησε να περάσουν μερικά λεπτά πριν ρωτήσει:
«Και πώς μπορώ να το αποδείξω αυτό, πατέρα;»
Ο βασιλιάς έμεινε μια στιγμή σιωπηλός, συλλογισμένος. Έπειτα, σήκωσε το κεφάλι και είπε:
«Οργάνωσε τον δικό σου διαγωνισμό. Φέρε κριτές από άλλα βασίλεια —κριτές αμερόληπτους—, και πρόσφερε ένα ελκυστικό και γενναιόδωρο βραβείο. Μόλις ακούσω από τα χείλη των κριτών το όνομα του νικητή και είναι το δικό σου, γιε μου, τότε θα έχεις την άδειά μου να πας στην Ουκάζ.»
Ο πρίγκιπας δεν έβγαλε άχνα, είχε όμως χλομιάσει. Αν και δεν αμφέβαλλε πως μπορούσε να κερδίσει τον διαγωνισμό, μια τέτοια διοργάνωση θα σήμαινε ότι θα καθυστερούσε να πάει στην Ουκάζ τουλάχιστον έναν χρόνο… Ωστόσο, όφειλε υπακοή στον πατέρα του, και τον ήξερε αρκετά καλά ώστε να γνωρίζει πως δεν υπήρχε περίπτωση να τον μεταπείσει.
Μουρμουρίζοντας μερικές τυπικές φιλοφρονήσεις, ο Ουαλίντ Ιμπν Χουρ υποκλίθηκε ξανά μπροστά στον βασιλιά της Κίντα και βγήκε από την αίθουσα με σφιγμένα τα χείλη και το πρόσωπο σταχτί.
i
Σύντομα, μαθεύτηκε σε όλο το βασίλειο πως ο πρίγκιπας Ουαλίντ καλούσε όλους τους ποιητές σʼ έναν μεγάλο ποιητικό διαγωνισμό κασίντα, και πως το βραβείο θα ήταν ένα πουγκί γεμάτο χρυσάφι. Η είδηση κυκλοφόρησε γρήγορα και ξεπέρασε τα σύνορα της Κίντα, έτρεξε από χωριό σε χωριό και διέσχισε την έρημο με τα εμπορικά καραβάνια. Εν τω μεταξύ, ο Ουαλίντ προσπαθούσε να συνταιριάξει την οργάνωση του διαγωνισμού με τη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων.
Στον λογοτεχνικό του κύκλο δεν μιλούσαν για τίποτʼ άλλο. Όλοι οι νεαροί ποιητές και αυλικοί που συμμετείχαν σε αυτόν ενθουσιάστηκαν, όταν ο Ουαλίντ τους ανακοίνωσε πως ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής δεν θα ήταν άλλος από τον διάσημο ποιητή Αλ-Ναμπίγα Αλ-Ντουμπιάνι, οι στίχοι του οποίου θεωρούνταν οι καλύτεροι σε ολόκληρη την Αραβία. Όλοι συμφωνούσαν ότι εκείνος ο μεγάλος άντρας θα ανακήρυσσε νικητή τον πρίγκιπα Ουαλίντ, μια και στην Κίντα δεν υπήρχε ποιητής καλύτερος απʼ αυτόν.
Ο Ουαλίντ άκουγε τους επαίνους τους με ένα μειδίαμα στα χείλη. Ήξερε πως ολόκληρη η Κίντα σκεφτόταν όπως οι φίλοι του, κι αυτή ήταν μια ευχάριστη αίσθηση.
i
Η μέρα του διαγωνισμού ξημέρωσε λαμπρή πάνω από την Κίντα. Η Ντατ Καάλ, η περήφανη πρωτεύουσα του βασιλείου, έσφυζε από ζωή. Ο σιμούν της ερήμου είχε ταξιδέψει την είδηση απʼ τη μιαν άκρη της Αραβίας στην άλλη, και οι Άραβες είναι ένας λαός που αγαπάει πολύ την ποίηση. Έξω από τα τείχη της πόλης, τα στεφανωμένα με εφτά πύργους, είχε κατασκηνώσει πλήθος κόσμου: βεδουίνοι, επισκέπτες από άλλα χωριά, ακόμη και καραβάνια που οι οδηγοί τους είχαν αλλάξει διαδρομή μόνο και μόνο για να είναι παρόντες σʼ αυτό το μεγάλο γεγονός. Ανάμεσα στους εμπόρους, τους ξένους, τους αγύρτες κι ένα συνονθύλευμα από διάφορους περίεργους, ξεχώριζαν εδώ κι εκεί κάθε λογής ράουι: ερμηνευτές ποίησης που φιλοδοξούσαν κάποια μέρα να συνθέσουν τους δικούς τους στίχους και που προς το παρόν αρκούνταν να μουρμουρίζουν μέσα από τα δόντια τους τα τελευταία κασίντα που είχαν συνθέσει οι δάσκαλοί τους, τους οποίους καλούνταν να εκπροσωπήσουν μπροστά στα μέλη της κριτικής επιτροπής του διαγωνισμού.
Όχι μακριά απʼ το παλάτι, στην πλατεία όπου συνήθως γινόταν το παζάρι, είχε στηθεί μια εξέδρα. Την είχαν καλύψει με καραβόπανο για να προστατεύεται από τον ανελέητο ήλιο της Αραβίας, κι ενώ οι θέσεις των μελών της κριτικής επιτροπής και εκείνες που προορίζονταν για τον βασιλιά, τις δύο συζύγους του και τον διάδοχό του, τον Ουαλίντ, παρέμεναν άδειες, ένα μικρό πλήθος είχε ήδη σπεύσει αναζητώντας ένα κομμάτι γης για να βολευτεί.
«Δεν καταλαβαίνω γιατί γίνεται τόσος ντόρος» ξεφύσησε μία γυναίκα που προσπαθούσε να ανοίξει δρόμο ανάμεσα στο πλήθος για να φτάσει στην άλλη άκρη της πλατείας. «Το ξέρει όλος ο ντουνιάς πως θα νικήσει ο πρίγκιπας. Αφού είναι ο καλύτερος.»
«Κι αν δεν νικήσει;» της αντιγύρισε ένας νεαρός που την είχε ακούσει τυχαία.
«Θα νικήσει» επέμεινε η γυναίκα πεισμωμένη.
«Μωρέ εγώ το ξέρω, το ξέρω… αλλά… κι αν δεν τα καταφέρει;»
Ίσως αυτή η αμφιβολία να ήταν και ο λόγος που ώθησε τον περισσότερο κόσμο να έρθει ώς εδώ. και παρά το γεγονός ότι είχαν συρρεύσει και πολλοί άλλοι από καθαρή αγάπη για την ποίηση, δεν υπήρχε ούτε ένας ανάμεσά τους που να μην του είχε περάσει από το μυαλό ένα τέτοιο ενδεχόμενο, κάποια στιγμή, στη διάρκεια του πρωινού.
Τέλος, όταν η πλατεία ξεχείλιζε πια από κόσμο, εμφανίστηκαν οι κριτές και, ο ένας πίσω απʼ τον άλλον, ανέβηκαν στην εξέδρα.
Ήταν πέντε: ο ένας καταγόταν από την άγρια Συρία. ο άλλος από την εκλεπτυσμένη Περσία. ένας τρίτος είχε έρθει από την όμορφη Παλμύρα, και ο τέταρτος είχε αφήσει πίσω του τα παλάτια της Αιγύπτου όπου είχε υμνήσει τις δόξες των απογόνων των Φαραώ. Όλοι τους είχαν έρθει ανταποκρινόμενοι στην πρόσκληση του ευγενούς πρίγκιπα της Κίντα.
Ο πέμπτος, ήταν Άραβας. Μόλις έκανε την εμφάνισή του, το πλήθος σώπασε σε ένδειξη σεβασμού. Ήταν ο Αλ-Ναμπίγα Αλ-Ντουμπιάνι, ο καλύτερος ποιητής της εποχής του, αοιδός στην αυλή της Αλ-Χίρα. Πριν καιρό, είχε συνθέσει ένα μουαλακάτ ένα κασίντα που είχε την τιμή να γραφτεί με χρυσά γράμματα και να αναρτηθεί από τα παραπετάσματα του ναού της Καάμπα, αφού είχε θριαμβεύσει στον διαγωνισμό της Ουκάζ. Ήταν ο μοναδικός Άραβας μέλος της κριτικής επιτροπής, και γιʼαυτό όφειλε να κρίνει όχι μόνο την ομορφιά των κασίντα που διαγωνίζονταν, αλλά και την τεχνική τους αρτιότητα. Κι ενώ όλοι οι κριτές γνώριζαν και με το παραπάνω την αραβική γλώσσα και μπορούσαν να κρίνουν τη μαεστρία ενός ποιήματος, μόνο ο Αλ-Ναμπίγα ήταν σε θέση να αξιολογήσει τις τεχνικές απαιτήσεις για τη δημιουργία ενός τέλειου κασίντα.
Και οι πέντε κριτές πήγαν στις θέσεις τους, παρέμειναν όμως όρθιοι, καθώς η βασιλική οικογένεια είχε μόλις κάνει την εμφάνισή της στην πλατεία. Συνοδευόμενοι από ένα απόσπασμα φρουρών, ο βασιλιάς Χουρ, ο πρωτότοκος γιος του και ο πρώτος βεζίρης ανέβηκαν στην εξέδρα, και πίσω τους ακολούθησαν οι δύο σύζυγοι του μονάρχη με τους υπηρέτες τους.
Με το που κάθησαν όλοι, ο βασιλιάς στράφηκε προς το συγκεντρωμένο πλήθος σαν να μπορούσε να το δει, για να πει δυο λόγια.
Μίλησε σύντομα και σταράτα. ο βασιλιάς Χουρ δεν υπήρξε ποτέ του ποιητής, ούτε και διέθετε την ευφράδεια του γιου του. Η Κίντα ήταν ένα μικρό βασίλειο που αποτελούνταν από μία πόλη, τρία-τέσσερα χωριουδάκια, έξι-εφτά νομαδικές φυλές και μία μεγάλη έκταση ερήμου. Η καλλιέργεια και η κομψότητα που χαρακτήριζαν πλέον τη βασιλική αυλή οφείλονταν στην επιρροή του πρίγκιπα Ουαλίντ. Χάρη στις δικές του πολιτικές ικανότητες, τα εμπορικά καραβάνια που έρχονταν από την Ανατολή έκαναν συχνότερα στάση στην Κίντα. Η διπλωματική του δραστηριότητα είχε μετατρέψει το βασίλειο σε κάτι παραπάνω από έναν χαλαρό συνασπισμό φυλών, όπως ήταν τότε που ο πατέρας του βασιλιά Χουρ είχε πρωτοπάρει το στέμμα.
Ο γέρος και τυφλός μονάρχης, πάντως, δεν έπαυε να θεωρεί τον εαυτό του, άντρα της ερήμου.
Γιʼ αυτό και σώπασε, παραχωρώντας τον λόγο στον μεγάλο ποιητή και πρόεδρο της κριτικής επιτροπής.
Ο Αλ-Ναμπίγα Αλ-Ντουμπιάνι χαμογέλασε και υποκλίθηκε με σεβασμό μπροστά στον βασιλιά της Κίντα.
«Η καρδιά μου χαίρεται καθώς ακούει τα ευγενικά σας λόγια, άρχοντα» είπε, «φοβάμαι όμως πως δεν είναι για μένα. Εάν βρίσκομαι εδώ χάρη στα ποιήματά μου, ευχαριστώ γιʼ αυτό τον Θεό. Σήμερα, όμως, καθώς δεν είμαι εγώ αυτός που πρέπει να απαγγείλει, ας αφήσουμε όλο το χρόνο στους αληθινούς πρωταγωνιστές αυτής της ποιητικής αναμέτρησης.»
Ολοκλήρωσε τα λόγια του, στράφηκε στον γραμματέα και κήρυξε την έναρξη του διαγωνισμού.
Κάποιοι από το κοινό απογοητεύτηκαν κι άρχισαν να μουρμουρίζουν. οι περισσότεροι είχαν έρθει με την ελπίδα πως ο Αλ-Ναμπίγα θα τους χάριζε κάποια από τα πανέμορφα κασίντα του. Ο χρόνος όμως πίεζε, και ο γραμματέας εκφωνούσε ήδη το όνομα του πρώτου διαγωνιζόμενου που ανέβηκε στην εξέδρα.
Οι κανόνες του διαγωνισμού όριζαν πως η απαγγελία των κασίντα θα γινόταν από τους ράουι των ποιητών κι όχι από τους ίδιους. Έτσι, η συμμετοχή θα κατέληγε να είναι σχεδόν ανώνυμη, αν και όλος ο κόσμος γνώριζε τον Χακίμ, τον ράουι του πρίγκιπα Ουαλίντ, έναν αδύνατο νεαρό με μακρόστενο πρόσωπο, που είχε αποδείξει αρκετές φορές πως ήταν αντάξιος της θέσης του, χάρη στη δυνατή μνήμη και τη στρωτή και καθαρή φωνή του.
Ο πρώτος ράουι —ίσως επειδή ήταν πρώτος, ίσως επειδή ήταν πολύ νέος—, έκανε αρκετά λάθη, μπερδεύτηκε, άρχισε να τραυλίζει και δεν κατάφερε να απαγγείλει με δυνατή και σταθερή φωνή, βυθίζοντας στην απελπισία τον δάσκαλό του, που είχε αποτραβηχτεί και μονολογούσε δυσαρεστημένος. Στο σύνολό του, το κασίντα ήταν όμορφο. Μπορεί και να έδειχναν επιείκια οι κριτές απέναντι στον άτυχο ποιητή, παρά τον κάπως ακατάλληλο ράουι.
Οι συμμετέχοντες διαδέχονταν ο ένας τον άλλον. Το κοινό χειροκροτούσε κάθε κασίντα σαν να ήταν μοναδικής ομορφιάς — κι αυτή ήταν η αλήθεια. Κι ενώ πολλοί βρίσκονταν εκεί μόνο και μόνο για να δουν τον πρίγκιπα να κερδίζει, κανείς δεν έμεινε ανεπηρέαστος από τη μαγεία των λέξεων.
«Αμίρ Ιμπν Χαμάντ!» ακούστηκε τότε ο γραμματέας.
Αμέσως, ένας νεαρούλης ράουι, γύρω στα έντεκα, πήδηξε στην εξέδρα και χαιρέτησε την επιτροπή με μια υπόκλιση όλο αυτοπεποίθηση. Ήταν ζωηρός, μελαχρινός και αδύνατος. κάποιοι, με το που τον είδαν, δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν ένα γελάκι. Φορούσε μια φθαρμένη και ξεθωριασμένη κελεμπία, το πρόσωπό του όμως φωτιζόταν από ένα λαμπερό χαμόγελο.
«Μικρέ, είσαι έτοιμος;» τον ρώτησε ευγενικά ο Αλ-Ναμπίγα Αλ-Ντουμπιάνι.
Ο Αμίρ Ιμπν Χαμάντ έγνεψε καταφατικά, χωρίς να χάσει το γοητευτικό του χαμόγελο. Άρχισε να απαγγέλει με δυνατή και καθαρή φωνή — μία φωνή βαθιά συγκινητική.
Το πρώτο μέρος ενός κασίντα, το νασίμπ, συνήθως εξιστορούσε πώς ο ποιητής έφτανε σʼ έναν έρημο καταυλισμό, όπου διαπίστωνε πως η αγαπημένη του είχε ήδη φύγει μακριά — ίσως για πάντα. Πολλοί ποιητές είχαν κατά καιρούς περιγράψει με ασύγκριτη ομορφιά μια παρόμοια σκηνή, αφού αποτελούσε μέρος κάθε σωστού κασίντα. Κι όμως, κανείς από τους παρευρισκόμενους στον διαγωνισμό της Κίντα δεν θυμόταν να είχε νιώσει τόση αγάπη και τόση μοναξιά να διαποτίζουν τους στίχους ενός ποιήματος. Στα χείλη του Αμίρ Ιμπν Χαμάντ, η αγαπημένη του ποιητή ήταν κάτι πολύ παραπάνω από μια όμορφη γυναίκα: ήταν μια γυναίκα με σάρκα και οστά, ζωντανή και αληθινή. Κάποια από τα μέλη της επιτροπής ένιωσαν να τους διαπερνά ένα ρίγος. Αν εκείνοι οι στίχοι ηχούσαν έτσι από το στόμα ενός παιδιού, πώς θα ακούγονταν απʼ τα χείλη του ποιητή που τους είχε συνθέσει;
Χωρίς να διστάσει, ο Αμίρ πέρασε στο επόμενο μέρος του κασίντα, το ραΐλ, που περιγράφει το ταξίδι του ποιητή μέσα στην έρημο. Ήταν το ίδιο όμορφο με το προηγούμενο. Οι λέξεις έβγαιναν από το στόμα του αγοριού κι αιωρούνταν πάνω από την πλατεία ταξιδεύοντας νοερά τους ακροατές σʼ ένα τοπίο τόσο ζωντανό κι αληθινό, που σχεδόν μπορούσαν να μυρίσουν την έρημο και να νιώσουν στο δέρμα τη δροσιά των αμμόλοφων μιας αραβικής νύχτας.
Τέλος, το αγόρι πέρασε στο μαντί, το πιο απλό, αλλά και το πιο δύσκολο μέρος του κασίντα. Απλό, επειδή συνήθως έπλεκε το εγκώμιο κάποιας σημαντικής προσωπικότητας, και δύσκολο, επειδή δεν υπήρχε τίποτα που οι ποιητές να μην είχαν ήδη πει εξυμνώντας τους ευεργέτες τους. Έτσι, ήταν σχεδόν αδύνατον να επιδείξει κανείς πρωτοτυπία σʼ αυτό το σημείο. Γιʼ αυτό και οι περισσότεροι ποιητές επέλεγαν να συνθέσουν ένα φαχρ, ένα εγκώμιο του ίδιου τους του εαυτού, που εξυμνούσε τις δικές τους αρετές, ή αυτές της φυλής ή της φατρίας τους.
Οι στίχοι, όμως, που απήγγειλε ο Αμίρ δεν ήταν εκείνοι ενός φαχρ. ήταν στίχοι που εξυμνούσαν με λόγια ζεστά και τρυφερά τον βασιλιά Χουρ. Κι όμως, ακούστηκαν εντελώς διαφορετικοί από οτιδήποτε είχε γραφτεί από άλλους ποιητές της αυλής μέχρι τότε. Χωρίς την παραμικρή υπερβολή, η απλότητα και η ειλικρίνεια με τις οποίες το ποίημα εξυμνούσε τη γενναιοδωρία του βασιλιά Χουρ, συγκινούσαν μʼ έναν παράξενα πρωτόγνωρο τρόπο, λες κι έπαιρναν μορφή, λες και οι λέξεις ήταν κάτι πολύ παραπάνω από όμορφες λέξεις.
Ο τελευταίος στίχος βγήκε από τα χείλη του Αμίρ, ανάλαφρος σαν περιστέρι, κι η φωνή του έσβησε.
Στην πλατεία, επικράτησε απόλυτη σιγή.
Άξαφνα, όλοι ξέσπασαν σε ζητωκραυγές για τον Αμίρ. Εκείνος στράφηκε στο κοινό χωρίς να συνειδητοποιεί πως γύριζε την πλάτη στην κριτική επιτροπή, κι έκανε μια μεγαλοπρεπή υπόκλιση.
Πάνω από την εξέδρα, ο βασιλιάς Χουρ χαμογελούσε, ο πρίγκιπας όμως έμοιαζε χλομός και ελαφρώς αναστατωμένος.
Το αγόρι πήδηξε από τη σκηνή και χάθηκε μες στο πλήθος.
Ο διαγωνισμός συνεχίστηκε, και ο ένας μετά τον άλλον, οι ράουι των συμμετεχόντων ανέβαιναν στη σκηνή για να απαγγείλουν τα κασίντα των δασκάλων τους. αυτά, όμως, ακούγονταν ψυχρά και άχρωμα σε σύγκριση με το ποίημα που είχε απαγγείλει ο Αμίρ Ιμπν Χαμάντ.
Ωστόσο, μετά από λίγο η μαγεία εκείνων των λέξεων έμοιαζε να έχει εξατμιστεί. Μπορεί στις καρδιές του κόσμου να είχε αφήσει κάποια ίχνη, οι περισσότεροι όμως τώρα περίμεναν να δουν τον Χακίμ, τον ράουι του πρίγκιπα Ουαλίντ.
Ο πρίγκιπας είχε ανακτήσει τη συνηθισμένη του έκφραση, χαμογελούσε και χειροκροτούσε κάθε κασίντα γενναιόδωρα.
Επιτέλους, ο γραμματέας πρόφερε το όνομα του Χακίμ, κι αυτός ανέβηκε στη σκηνή χαμογελώντας αυτάρεσκα. Αντάλλαξε με τον πρίγκιπα ένα συνωμοτικό βλέμμα και του έγνεψε ανεπαίσθητα. Γνώριζε πολύ καλά τη δουλειά του.
Το κασίντα του πρίγκιπα Ουαλίντ ήταν όμορφο, πολύ όμορφο, εκπληκτικής ομορφιάς και τελειότητας. Το κοινό άκουγε αμίλητο. Μόλις ο Χακίμ τελείωσε την απαγγελία, όλοι ξέσπασαν σε θερμά χειροκροτήματα και ζητωκραυγές.
Με το κασίντα του πρίγκιπα Ουαλίντ έκλεισε και ο διαγωνισμός.
Οι κριτές αποσύρθηκαν για να συσκεφθούν. Απʼ το κοινό ακούγονταν μουρμουρητά και σχόλια, του τύπου:
«Τι σας είχα πει; Θα κερδίσει ο πρίγκιπας!»
«Αφού το ξέραμε όλοι, για ποιο λόγο οργανώθηκε ο διαγωνισμός;»
«Ναι αλλά, και το άλλο κασίντα ήταν πραγματικά όμορφο…»
Ο πρίγκιπας Ουαλίντ είχε ανακτήσει την αυτοπεποίθησή του και χαμογελούσε, ενώ σχολίαζε κάτι χαμηλόφωνα με τον βεζίρη.
Η σύσκεψη της κριτικής επιτροπής έδειχνε να μη θέλει να τελειώσει. Τελικά, ο Aλ-Ναμπίγα Aλ-Ντουμπιάνι σηκώθηκε και στράφηκε στον βασιλιά Χουρ. Υποκλινόμενος γεμάτος σεβασμό, του ψιθύρισε στο αφτί τρεις λέξεις. Τρεις μοναδικές λέξεις.
Το πρόσωπο του βασιλιά παρέμεινε ανέκφραστο, όταν σηκώθηκε και ανακοίνωσε με δυνατή και στεντόρεια φωνή, που αντήχησε σε ολόκληρη την πλατεία:
«Αμίρ Iμπν Χαμάντ!»