Δύο φίλοι, ο χιλιανός συγγραφέας Λουίς Σεπούλβεδα και ο αργεντινός φωτογράφος Ντανιέλ Μορτζίνσκι ξεκινούν ένα οδοιπορικό στον κοινό νότο των χωρών τους, τη μυθική, αραιοκατοικημένη και ακόμη παρθένα γη της Παταγονίας. Από καπηλειό σε νεκροταφείο, από υποστατικό σε αγρόκτημα κι από ερημιά σε κατσάβραχο, απʼ το σκονισμένο Renault τους στις ράγες του παμπάλαιου «Patagonia Express» κι από κει σʼ ένα αβέβαιο αεροπλανάκι, οι δύο άντρες ξαναγνωρίζουν τον τόπο που εγκατέλειψαν στα νιάτα τους κυνηγημένοι από αμείλικτες δικτατορίες, ξαναμετρούν εαυτούς και αλλήλους, συνομιλούν, θυμούνται, γράφουν και απαθανατίζουν έναν κόσμο που αγωνίζεται να επιβιώσει.
«Ο άνδρας, με ραγισμένη φωνή, έλεγε πως όλα είχαν σαπίσει, πως δεν υπήρχε μέλλον, ενώ η γυναίκα, μετά από μακρά σιωπή, ρώτησε αν ο τόπος στον οποίο μάλλον θα πήγαιναν, θα ήταν καλύτερος. Ο άνδρας ύψωσε το ποτήρι [...] πριν απαντήσει πως το ίδιο έκανε, αφού κι οι ελπίδες του είχαν σαπίσει.»
... καθώς, στα μέσα της δεκαετίας του ʼ90, η κυβέρνηση της Αργεντινής διαπραγματεύεται την Παταγονία στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προκειμένου να αποπληρώσει το εξωτερικό της χρέος. Δέκα και πλέον χρόνια μετά, η Παταγονία, πολύπαθη συνιστώσα δύο κόσμων, της Αργεντινής και της Χιλής, βρίσκεται πλέον παραδομένη στη σκληρή μοίρα των ανεξόφλητων δανείων...
Λίγα λόγια γιʼ αυτό το βιβλίο
Η ιδέα γιʼ αυτό το βιβλίο γεννήθηκε ένα απόγευμα του 1996, στο Παρίσι, ενώ πίναμε τα μάτε μας ο Ντανιέλ Μορτζίνσκι, ο «συνεργάτης» μου σε όλα όσα ακολουθούν, κι εγώ. Σκεφτήκαμε να αναβαθμίσουμε τη σχέση «κείμενο-φωτογραφία» που μας είχε οδηγήσει σε όλες τις γωνιές του κόσμου για ρεπορτάζ σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες, γιατί, σε όλες τις περιπτώσεις ανεξαιρέτως, μας ζητούσαν όχι πολλές φωτογραφίες και κείμενα περιορισμένης έκτασης, τα οποία, λίγο πριν από τη δημοσίευσή τους, δέχονταν κι άλλες περικοπές που είχαν να κάνουν είτε με το πολιτικώς ορθόν είτε με το φόβο τής απόλυσης. Η σύγχρονη λογοκρισία που ασκούν όσοι φοβούνται όχι τόσο την ανεργία όσο το να μη μείνουν «εκτός αγοράς», δεν απαγορεύει μεν, αλλά κόβει και ράβει εν ονόματι μιας ολιγόψυχης προνοητικότητας και μιας μικρόψυχης σύνεσης.
Έτσι, μια μέρα, τραβήξαμε για το νότο του κόσμου για να δούμε τι θα συναντούσαμε σʼ εκείνα τα μέρη. Το δρομολόγιό μας ήταν απλούστατο: θα ξεκινούσαμε απʼ το Σαν Κάρλος ντε Μπαριλότσε (για λόγους λογιστικούς), από τον 42ο Παράλληλο (πάντα σε αργεντινό έδαφος) θα κατεβαίναμε ώς το Ακρωτήριο Χορν και θα επιστρέφαμε από τη χιλιανή Παταγονία ώς τη Μεγαλόνησο Τσιλοέ. Τρεισήμιση χιλιάδες χιλιόμετρα πάνω-κάτω, και η απλότητα αυτού του δρομολογίου δεν του άφηνε περιθώρια νʼ αποκτήσει το χαρακτήρα που δίνουν στα δικά τους οι άγγλοι ταξιδιώτες, οι οποίοι πάντα ταξιδεύουν για να επαληθεύσουν μια θεωρία, κι αν αυτή δεν συμπίπτει με την πραγματικότητα που συναντούν, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα. Η δική μας θεωρία ήταν ότι ήμαστε ικανοί να διανύσουμε αυτή την απόσταση, αλλά όλα όσα είδαμε, ακούσαμε, μυρίσαμε, φάγαμε και ήπιαμε μόλις ξεκινήσαμε το ταξίδι, μας είπαν ότι, μετά από κάνα μήνα, θα ʼταν ζήτημα αν θα ʼχαμε καλύψει γύρω στα εκατό χιλιόμετρα, κι όπως δεν είμαστε Άγγλοι, αυτή την καταραμένη θεωρία την ξεχάσαμε.
Λίγες εβδομάδες μετά από την επιστροφή μας στην Ευρώπη, ο συνεργάτης μου μου παρέδωσε ένα ντοσιέ με ωραίες φωτογραφίες σε κόντακτ, και δεν ξαναμιλήσαμε ποτέ για το βιβλίο. Ό,τι είχαμε δει και ζήσει στο νότο, μετατράπηκε σε θέμα συζήτησης με τους φίλους, η σύντροφός του και η δική μου ξέρουν απέξω κι ανακατωτά ένα σωρό ανέκδοτα από εκείνες τις μέρες του ανέμου και της σκόνης, οι γιοι του και οι δικοί μου έχουν ακούσει ευλαβικά αυτούς τους δύο παλαίμαχους οδοιπόρους, και ίσως είναι αυτοί που θα ξαναπάρουν τους δρόμους. Δεν ξαναμιλήσαμε ποτέ για το βιβλίο, γιατί ο συνεργάτης μου πιστεύει ότι τα βιβλία είναι κάτι ζώα παράξενα, απρόβλεπτα, κι ότι υπάρχουν ιστορίες που προτιμούν να τις αφηγείσαι με τη θαλπωρή ενός κρασιού, που τους αρέσει να κουρνιάζουν με χίλιους τρόπους στο στόμα του αφηγητή τους, ώσπου να φτάσει η στιγμή που αυτές και μόνο αυτές θʼ αποφασίσουν να γίνουν λέξεις πάνω στο χαρτί.
Τα βιβλία μου οργανώνονται πάντα μόνα τους, η τάξη τους είναι αυθαίρετη, άναρχη, γιατί δεν θέλουν να ʼναι η μνήμη του συγγραφέα. θέλουν να ʼναι η συλλογική μνήμη, και γράφονται σαν τον αμόλυντο αέρα που οι άξιοι άνθρωποι υπερασπίζονται με όλη τους τη θέρμη.
Καθεμία από τις ιστορίες που ακολουθούν, περιβάλλεται ασφαλώς από την αύρα του οριστικά χαμένου, από αυτό το «ευρετήριο απωλειών» για το οποίο μιλούσε ο Οσβάλντο Σοριάνο και που είναι το σκληρό αντίτιμο της εποχής μας. Ενώ ταξιδεύαμε, χωρίς συγκεκριμένο προορισμό ή συγκεκριμένο χρόνο, χωρίς λοξοδρομίες, χωρίς πυξίδα, αυτός ο υπέροχος μηχανισμός της ζωής που πάντα φέρνει κοντά τους ομοίους, μας οδήγησε να συναντήσουμε πολλούς απʼ αυτούς τους «βαρβάρους» για τους οποίους μιλάει το ποίημα του Καβάφη. Τα όνειρά τους ήταν τρομερά, και γιʼ αυτό τους εξόντωσαν ή τους σκόρπισαν στα πέρατα του κόσμου που ήταν προορισμένα για τους «βαρβάρους», αλλά, ακόμα κι έτσι, τα όνειρά τους εξακολούθησαν να σπέρνουν αϋπνίες στους νομείς της εξουσίας που τους στοίχειωσε ο φόβος της επιστροφής των «βαρβάρων», κι έδωσαν αφʼ υψηλού τη διαταγή να τους κλείσουν το στόμα, και γράφτηκαν βιβλία από δύο και τρεις με ενός κοκόρου γνώση για την «ηλιθιότητα των βαρβάρων» που η αντίδρασή τους ήταν να φυτέψουν δάση, να επινοήσουν εναλλακτικές λύσεις ενάντια στον απανθρωπισμό του κυρίαρχου συστήματος και να οργανώσουν τη ζωή τους, γιατί η ζωή είναι κάτι παραπάνω από ένα ουσιαστικό.
Έτσι, πίνοντας μάτε μαζί τους, μαζί με τους «βαρβάρους», είδαμε πώς το νότιο σέλας χάραζε με ηλεκτρική καλλιγραφία τούς τελευταίους στίχους απʼ το ποίημα του Καβάφη: Γιατί ενύχτωσε κʼ οι βάρβαροι δεν ήλθαν. / Και μερικοί έφθασαν απʼ τα σύνορα, / και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν. / Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους. / Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.
Παράξενα ζώα τα βιβλία... Τούτο δω αποφάσισε την οριστική του μορφή πριν από τέσσερα χρόνια, όταν, πετώντας πάνω απʼ το Στενό του Μαγγελάνου μʼ ένα εύθραυστο αεροπλανάκι που χοροπηδούσε στο έλεος του ανέμου, ενώ ο πιλότος σκυλόβριζε τα σύννεφα που τον εμπόδιζαν να δει πού στο διάολο ήταν ο διάδρομος προσγειώσεως, ο συνεργάτης μου παρατήρησε πως εκεί κάτω μας περίμεναν μερικές από τις ιστορίες και τις φωτογραφίες που μας έλειπαν.
Και όντως έτσι ήταν. Επιστρέψαμε στην Ευρώπη —εκείνος στη Γαλλία κι εγώ στην Ισπανία—, και γιʼ άλλη μία φορά το βιβλίο έπαψε να μας απασχολεί. Αυτό, όμως, που πάντα αγνοούσε ο συνεργάτης μου, είναι πως τούτο το βιβλίο, που το έγραφα αργά αργά, ήταν το καταφύγιό μου, το μέρος όπου επέστρεφα κάθε φορά που ένιωθα καλά, γιατί έτσι είναι τα ευτυχισμένα ταξίδια στη μνήμη.
Μια μέρα, αποφάσισα πως δεν είχα πια να γράψω τίποτʼ άλλο, πως είχε έρθει η ώρα του αποχαιρετισμού. Δεν υπάρχει τίποτα πιο σκληρό απʼ το να βάζεις τελεία σε μια ιστορία ή σε μια συλλογή αγαπημένων ιστοριών. Είναι ένας αποχωρισμός οριστικός. Ποτέ δε θα ξαναγυρίσεις στην ευτυχία αυτών των σελίδων που έχουν φύγει πια να βρουν τη ζωή τους.
Αυτό το βιβλίο γεννήθηκε ως χρονικό του ταξιδιού δύο φίλων, αλλά ο χρόνος, η βίαιη οικονομική κρίση και η απληστία των θριαμβευτών το μετέτρεψαν σʼ ένα βιβλίο μεταθανάτιων ειδήσεων, στο μυθιστόρημα για μια εξαφανισμένη περιοχή. Απʼ όλα αυτά που είδαμε, τίποτα δεν υπάρχει όπως το είδαμε. Κατά κάποιο τρόπο, εμείς είμαστε οι άτυχοι που παρουσιάσαμε το τέλος μιας εποχής στο νότο του κόσμου· σʼ αυτόν το νότο που είναι η μνήμη μου και η δύναμή μου· σʼ αυτόν το νότο στον οποίο γαντζώνομαι με όλη μου την αγάπη και όλη μου την οργή.
Ιδού, λοιπόν, τα Τελευταία νέα από το νότο.