« ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΓΑΤΟΥ ΜΙΞ, ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΚΟΥ ΜΕΞ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΓΟΡΙΟΥ ΜΑΞ, Ο ΛΟΥΙΣ ΣΕΠΟΥΛΒΕΔΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΕΙ ΝΑ ΧΩΡΕΣΕΙ ΟΛΟ ΤΟΥ ΤΟ ΣΕΒΑΣΜΟ ΣΤΗ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΤΗΝ ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΠΟΥ ΤΡΕΦΕΙ ΣΤΗ ΦΙΛΙΑ, ΚΑΙ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΤΟΥ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΓΑΤΟΥΣ. ΜΕΤΑ ΤΗΝ «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΓΑΤΟΥ (ΖΟΡΜΠΑ) ΠΟΥ ΕΜΑΘΕ Σʼ ΕΝΑ ΓΛΑΡΟ ΝΑ ΠΕΤΑΕΙ», ΕΝΑΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΓΑΤΟΣ (ΤΥΦΛΟΣ ΜΕΝ, ΜΕ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΤΑΤΟΜΗ ΔΕ) ΠΕΤΥΧΑΙΝΕΙ ΤΟ ΑΚΑΤΟΡΘΩΤΟ: ΝΑ ΠΕΤΑΞΕΙ (ΕΣΤΩ, ΓΙΑ ΠΟΛΥ ΛΙΓΟ...) Μʼ ΕΝΑΝ ΠΟΝΤΙΚΟ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΗ. Ο ΠΙΟ ΑΙΣΙΟΔΟΞΟΣ ΣΕΠΟΥΛΒΕΔΑ, ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ.»
Eldiario
«Όταν ο ποντικός βολεύτηκε στο σβέρκο του γάτου, με τα χεράκια του γαντζωμένα στις τρίχες κάτω από τ' αφτιά του, ο Μιξ κούνησε την ουρά με δύναμη, άφησε να τον κυριεύσει ένας πρωτόγνωρος πυρετός, σερνάμενος σχεδόν έφτασε στο όριο ανάμεσα στη στέγη και το κενό, με αργές κινήσεις μάζεψε το κορμί του πάνω στα πισινά του ποδάρια, περίμενε να τον κατακλύσει όλη εκείνη η δύναμη η συγγενική με τα μεγάλα αιλουροειδή, τον τίγρη, το λιοντάρι, τον ιαγουάρο, κι ύστερα πήδηξε, τεντώνοντας το σώμα σαν σαΐτα.»
(ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ)
«Μʼ αρέσουν οι γάτοι γιατί είναι μυστηριώδεις, αξιοπρεπέστατοι και ανεξάρτητοι. Όταν γνώρισα τον μικρούλη Μιξ, έναν γάτο που ο γιος μου, Μαξ, είχε υιοθετήσει από την Εταιρεία Προστασίας Ζώων του Μονάχου, με εντυπωσίασε η αξιοπρέπεια αυτού του μικρού γατιού που χωρούσε στη φούχτα μου. Ο Μιξ μεγάλωσε συνεχίζοντας να με εντυπωσιάζει, γιατί στο πρόσωπο δεν έμοιαζε με κανέναν άλλο γάτο. Είχε μια κατατομή περίκομψη, ελληνική, που τραβούσε την προσοχή όλου του
κόσμου.»
(ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΛΟΓΟ ΤΟΥ Λ.Σ.
Θα μπορούσα να πω ότι ο Μιξ είναι ο γάτος του Μαξ, όπως και το ανάποδο, ότι ο Μαξ είναι ο άνθρωπος του Μιξ, αλλά η ζωή μάς διδάσκει ότι δεν αρμόζει σʼ ένα πρόσωπο να είναι ιδιοκτήτης ενός άλλου προσώπου ή ενός ζώου, οπότε ας πούμε ότι ο Μαξ και ο Μιξ, ή ο Μιξ και ο Μαξ, αγαπούν ο ένας τον άλλον.
Ο Μαξ και ο Μιξ, ή ο Μιξ και ο Μαξ, ζούσαν σʼ ένα σπίτι στο Μόναχο, κι αυτό το σπίτι βρισκόταν σʼ ένα δρόμο ζωσμένο με ψηλές καστανιές που χάριζαν ωραία σκιά το καλοκαίρι και ήταν πάντα η μεγάλη χαρά του Μιξ και η μεγάλη έγνοια του Μαξ.
Όταν ο Μιξ ήταν πολύ μικρός, κάποια στιγμή που δεν τον πρόσεχαν ο Μαξ και τʼ αδέλφια του, βγήκε στο δρόμο, άκουσε το κάλεσμα της περιπέτειας, σκαρφάλωσε στο πιο ψηλό κλαδί μιας καστανιάς και, μόλις βρέθηκε εκεί πάνω, ανακάλυψε ότι το κατέβασμα είναι πιο δύσκολο από το ανέβασμα, οπότε, γαντζωμένος στο κλαδί, άρχισε να νιαουρίζει και να ζητάει βοήθεια.
Ο Μαξ, που ήταν κι αυτός μικρός, ανέβηκε με σκοπό να κατεβάσει τον Μιξ, αλλά, όταν έφτασε στα πιο ψηλά κλαδιά, κοίταξε κάτω, ένιωσε ίλιγγο και ανακάλυψε πως ούτε αυτός μπορούσε να κατέβει.
Ένας γείτονας κάλεσε τους πυροσβέστες, που κατέφθασαν μʼ ένα μεγάλο κόκκινο καμιόνι όλο σκάλες. Από κάτω, τʼ αδέλφια του Μαξ, κάτι γείτονες κι ο ταχυδρόμος τούς φώναζαν: «Μη κουνιέσαι, Μαξ!» και «Μη κουνιέσαι, Μιξ!».
Ο αρχιπυροσβέστης φορούσε ένα γυαλιστερό κράνος και, πριν ανέβει την τηλεσκοπική σκάλα, ζήτησε να μάθει ποιος ήταν ο Μαξ και ποιος ήταν ο Μιξ.
Στο μεταξύ, στο πιο ψηλό κλαδί της καστανιάς, ο Μαξ έσκυβε πάνω από τον Μιξ και του ʼλεγε: «Τα κάναμε που τα κάναμε θάλασσα, Μιξ, τουλάχιστον να μου ορκιστείς πως δε θα ξανασκαρφαλώσεις στα πιο ψηλά κλαδιά ενός δέντρου αν δεν μάθεις πρώτα νʼ ανεβοκατεβαίνεις στα πιο χαμηλά».
Αυτά είπε ο Μαξ στο πιο ψηλό κλαδί τής καστανιάς, γιατί ο Μιξ ήταν φίλος του, και οι φίλοι στηρίζουν και συμβουλεύουν ο ένας τον άλλον, και μοιράζονται τις φρονιμάδες και τα λάθη.
Μόλις ο Μαξ και ο Μιξ κατέβηκαν στο δρόμο, άκουσαν κάποιες συμβουλές από τον αρχιπυροσβέστη και γύρισαν στο σπίτι σκεπασμένοι με γύρη καστανιάς.