ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΗΘΕΛΕ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΗΘΕΛΕ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Συγγραφέας: ΝΤΙΕΣ ΡΟΛΟ
Μετάφραση: ΚΡΙΤΩΝ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
Εκδόθηκε: 00/00/0000
ISBN: 960-7073-48-7
Σελίδες: 400

€11.45 €12.72

  Στο καλαθι βιβλια

«Το μυθιστόρημα του Ρόλο Δίες "Το κορίτσι ήθελε το φεγγάρι", λάμπει χάρη στην εκτυφλωτική διαύγεια του συγγραφέα του, την ξεχωριστή αφηγηματική του δύναμη, την άγρια ειρωνεία της γραφής του αλλά και την ανθρώπινη ματιά του. Το βιβλίο όμως είναι κάτι πολύ περισσότερο. Συνδυάζοντας τη μοιραία διαδρομή των δύο βασικών ηρώων του -της Σκάρλετ, μεγαλωμένης με το μύθο του πρίγκιπα του παραμυθιού από μια στερημένη μητέρα αναγνώστρια λαϊκών αισθηματικών φυλλάδων και του Χούλιο Σέσαρ, νεαρού περιθωριακού ο οποίος, από τη φυλακή και την παρανομία θα καταλήξει χαφιές μιας διαβρωμένης αστυνομίας- ο Ρόλο Δίες αγγίζει τη διάσταση της κλασικής τραγωδίας. Μιας "αστικής" τραγωδίας όπου οι θεοί του Ολύμπου αντικαθίστανται από την πόλη που καταβροχθίζει τα όνειρα και τους ανθρώπους. Έξοχα δομημένο, σφιγμένο μέσα στην ισχυρή τανάλια του αρχικού και του τελικού κεφαλαίου, το βιβλίο καταλήγει εκεί από όπου άρχισε. Στην αβέβαιη εικόνα -ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα- μιας νεαρής γυναίκας που ορμά προς το πεπρωμένο στο τιμόνι του βυσσινί φολκσβάγκεν της, με φόντο ένα φεγγάρι πιτσιλισμένο με αίμα.» Απόσπασμα από την εφημερίδα Le Monde

Άλικο φεγγάρι Μπρος στο βυσσινί φολκσβάγκεν, στη λεωφόρο Αμιστάδ, ένα τεράστιο κίτρινο φεγγάρι κοσμεί τη μεξικάνικη νύχτα. Η ικμάδα των δέντρων μάχεται απεγνωσμένα ενάντια στην καπνιά και το μολυσμένο αέρα με τη χαρακτηριστική επιμονή της ατιμασμένης φύσης, που μοιάζει αποφασισμένη να μην παραδώσει αμαχητί ό,τι απομένει ακόμη ζωντανό, να περισώσει ό,τι μπορεί. Η γυναίκα βλέπει μακριά τους προβολείς να σχίζουν τα σκοτάδια και σκέφτεται πως σε τούτο το μέρος δεν υπάρχουν σπίτια, εδώ δε ζει κανείς, τη νύχτα δεν υπάρχει τίποτ' άλλο παρεκτός σκιές. Παράξενο, αλλά βλέπει φώτα αυτοκινήτου στο ύψωμα, πλάι στην εθνική οδό, να φωτίζουν αυτόν τον πάντοτε κατασκότεινο τόπο. Είναι δύσκολο να πιστέψει πως διαδραματίζεται κάποιο ειδύλλιο, σκανδαλωδώς εκτεθειμένο σε τόσα φώτα. Ιδίως απόψε, με το φεγγάρι κρεμασμένο σ' ένα σύννεφο, ίδιο μπαλόνι με ωχρές κινέζικες ζωγραφιές, να φωτίζει με καταρράκτες λευκού φωτός τη φυγή των αυτοκινήτων. Απίθανο να πρόκειται για αισθηματική περιπέτεια φανερωμένη από το ποτάμι των οχημάτων που πάνε κι έρχονται σαν κινούμενα μέρη ενός τεράστιου κι επικίνδυνου παιχνιδιού. Ίσως να μην τους βλέπει κανείς, σκέφτεται η γυναίκα. Ίσως ακόμα να είναι η μόνη που απορεί για τις φωτεινές λάμες που ανοίγουν χαρακιές σε μέρη ανύπαρκτα ως τα τώρα, σε σημεία που κανείς δεν προσέχει μέσα στο πηγαινέλα των άψυχων και βιαστικών προβολέων που διαμορφώνουν το γνώριμο τοπίο της λεωφόρου Αμιστάδ. Πιθανώς οι άλλοι οδηγοί μπροστά και πίσω από το βυσσινί φολκσβάγκεν της να ασχολούνται με την ανάλυση των κορυφαίων στιγμών του πρόσφατου καβγά με το σύντροφο τους, να σχεδιάζουν τα λόγια που θα πουν όταν ξανανταμώσουν ή ίσως να είναι προσηλωμένοι στον ελιγμό που θα τους επιτρέψει να προσπεράσουν το μπροστινό αυτοκίνητο. Για να δει κανείς, πρέπει μερικές φορές να είναι προετοιμασμένος, διατεθειμένος να βλέπει, κάθε μέρα, μια ολόκληρη ζωή. Κάθε βράδυ πρέπει να παίζεις μια παρτίδα τράπουλας με τη μοίρα και να τη νικάς. Να σου χαμογελά και να σου ανακοινώνει ότι έχει σπάσει πια η κυκλική εναλλαγή από Δευτέρες και Αύριο. Να σου λέει: τέρμα η χλομή πραγματικότητα, η ανιαρή αλληλουχία των καθημερινών γεγονότων, δεν είναι ανάγκη να πηγαίνεις στο γραφείο κάθε πρωί, να περνάς τη μέρα σου στους ίδιους χώρους, να επιστρέφεις πάντοτε από τη λεωφόρο Αμιστάδ, να βλέπεις τα άχαρα πρόσωπα των συναδέλφων, του ανθρώπου που πουλά τσιγάρα και γλυκά στη γωνία, άλλους με τους οποίους ποτέ δεν αλλάζεις κουβέντα κι ωστόσο τους βλέπεις πιο συχνά κι από τη μητέρα σου, πιο τακτικά απ' τον Ρίτσαρντ, τον Χόρχε ή τον Χουλιάν Σεμπάγιος, δεν είναι ανάγκη να συμμετέχεις σε συζητήσεις που έχουν επαναληφθεί χιλιάδες φορές, να λες «με τις υγείες σας», όταν κάποιος φταρνίζεται. Μάλλον είναι απαραίτητο να περάσεις νύχτες αγρύπνιας σχεδιάζοντας το νέο γεγονός. Να αναζητήσεις ανάμεσα σε πολλά γνωστά πρόσωπα, αυτό που φέρει το σημάδι του πεπρωμένου. Τι είναι ο νέος προϊστάμενος; Μπορεί ποτέ ο Χόρχε να γίνει βουλευτής; Κι ο ποιητής, ο Χουλιάν Σεμπάγιος... Ακόμη και στο πρόσωπο του Ρίτσαρντ έψαξε για το σημάδι της μοίρας. Συχνά, το αναζητά εναγωνίως ακόμη και σε φευγαλέες παρουσίες που στέκονται κοντά της μόλις για πέντε λεπτά, σε άντρες νέους ή ώριμους, με καλή συμπεριφορά, όψη ευκατάστατου και με κάποια λεπτομέρεια που δεν εντοπίζεται a priori αλλά αποκτά αποφασιστική σημασία κάποια συγκεκριμένη στιγμή. Είναι λεπτομέρειες που της φέρνουν στο νου σύγχρονες αυλές βασιλέων, συσκέψεις διευθυντικών στελεχών, πτήσεις στην πρώτη θέση του αεροπλάνου, Βέρι Ιμπόρταντ Πέρσονς και άλλους, πάντοτε πρόσωπα της ανώτερης τάξης. Το γεγονός που θα αλλάξει τη ζωή της, μάλλον πρέπει να είναι αποκλειστικά δικό της δημιούργημα, από την ίδια και για την ίδια. Ειδάλλως θα ήταν χαώδες, γελοίο, απραγματοποίητο και θα σήμαινε πως απαρνιόταν τα πιστεύω μιας ολόκληρης ζωής. Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Εκείνη, μαζί με τους εκλεκτούς της, θα παραβρεθούν στην τελετή έναρξης που θ' αλλάξει τα πάντα. Η γυναίκα ξέρει ότι στο πεπρωμένο πρέπει να πιστεύεις με τα μάτια ορθάνοιχτα. Το λαμπρό μέλλον γίνεται πραγματικότητα μόνο με τις πράξεις, μόνο αν το κερδίσεις με το σπαθί σου. Νιώθει πως κάπου την περιμένει η ευκαιρία που γράφει τ' όνομα της. Πρέπει να την αρπάξει με νύχια και με δόντια, να τη σμιλέψει, να τη χτίσει με πάθος ιερομάρτυρα, με φανατικό πείσμα. Καταλαβαίνει πως έτσι είναι, δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά, στο βασίλειο των εκλεκτών δεν υπάρχει οίκτος για τους χαμένους, χωρούν μόνο οι θριαμβευτές. Με τον καιρό έμαθε να ελέγχει τα συναισθήματα της. Κάθε κίνηση προς το λαθεμένο παράθυρο σημαίνει πρόσκρουση πάνω στο κρύσταλλο, κάθε χτύπημα αφήνει το σημάδι του για να υπενθυμίζει την υπερβολική ευαισθησία, για να προλέγει την καταστροφή. Τα όνειρα που πήραν λάθος δρόμο, οι αυταπάτες, έχουν διαβρωτικά αποτελέσματα που δεν ξορκίζονται με τα δάκρυα ούτε με τον πόνο της ραγισμένης καρδιάς. Συσσωρεύεται στάχτη που οξειδώνει τα απροστάτευτα μέρη της συνείδησης, προμηνύει την καταιγίδα που απειλεί να ξεσπάσει πάνω στη γυμνή ψυχή. Αρκεί να παρατηρήσει τη μητέρα της για να καταλάβει πόσο επικίνδυνο είναι να τα ζητάς όλα, ν' αντιμετωπίζεις με ακαμψία τα φράγματα που χωρίζουν την πραγματικότητα από τη δυνατότητα, αυτό που υπάρχει απ' αυτό που θα μπορούσε να υπάρχει. Γι' αυτό η φρονιμάδα οδηγεί τα βήματα της και ο σκεπτικισμός την προφυλάσσει από την απογοήτευση. Δε ριψοκινδυνεύει απερίσκεπτα τους πόθους της, αποδιώχνει τις αφελείς παρορμήσεις. Συγκρατεί τις επιθυμίες της με την αδιαφάνεια και την περίσκεψη που χαρακτηρίζει τους πατέρες της εκκλησίας, όταν πρόκειται να εκτιμήσουν τα θαύματα. Στο κάτω κάτω, προτιμά να πιστεύει ότι το πιθανότερο είναι να βρίσκεται απλώς ένα ζευγάρι μέσα σ' εκείνο το αυτοκίνητο. Κανείς δεν το έβαλε εκεί για να το δει αυτή. Εκατοντάδες οδηγοί κι επιβάτες το βλέπουν την ίδια στιγμή. Ένα φως μέσα στο σκοτάδι, είναι κάτι που μπορούν να δουν όλοι οι κάτοικοι της Πόλης του Μεξικού, κάθε βράδυ, σ' όλη τους τη ζωή. Η ανομοιόμορφη, κεχριμπαρένια, κιτρινωπή σφαίρα της σελήνης έχει πάρει το χρώμα του ώριμου πορτοκαλιού τη στιγμή που εκείνη στρίβει και πλησιάζει στο σημείο όπου οι προβολείς του αυτοκινήτου χύνονται στον αυτοκινητόδρομο. Η μυρωδιά της νύχτας θυμίζει φρούτα σε σήψη, ενώ χωμάτινες μορφές εμφανίζονται πίσω από το αυτοκίνητο καθώς και στην επιφάνεια της σελήνης. Το πεπρωμένο έχει δύο όψεις. Καλό είναι να το γνωρίζεις. Η απόδειξη είναι οι χιλιάδες άνθρωποι που βγαίνουν στους δρόμους τα Χριστούγεννα ή στις τριήμερες αργίες. Αναβλητικοί, βαριεστημένοι, αποκαμωμένοι, περίμεναν όλη τη χρονιά τον ερχομό αυτών των ημερών, για να γλιτώσουν από τη μονοτονία και να ονειρευτούν ένα κομματάκι μέλλον, μετριοπαθές, εφικτό, μυθικό και ονειρεμένο εκ των προτέρων, να πάνε στη θάλασσα ή κάπου μακριά από τα σπίτια τους. Μια καθιερωμένη τελετουργία χωρίς την οποία δεν κυλά ο χρόνος, είναι άδειος, χαμένος. Η απόδειξη ότι το πεπρωμένο έχει δύο όψεις βρίσκεται στις εκατοντάδες των ονειροπόλων του σαββατοκύριακου, που καταλήγουν μέσα σε στραβωμένα σίδερα, βουτηγμένοι στο αίμα τους, που γίνονται μια φράση στην εφημερίδα κι ένας αριθμός στο δελτίο ειδήσεων της τηλεόρασης. Έτσι είναι, οφείλεις να το γνωρίζεις, μεγαλείο και ναυάγιο είναι οι δύο όψεις του πεπρωμένου. Από το φεγγάρι, που τώρα έχει κατέβει, βγαίνουν πλάσματα έτοιμα να κάνουν το κακό σε όποιον τα κοιτάξει. Στον ουρανό, οι ανταύγειες διασταυρώνονται κι απομακρύνονται. Μεταλλικοί ήχοι πίσω από την εκκωφαντική μουσική. Μια γυναίκα ουρλιάζει, αλλά η μουσική δυναμώνει. Λυσσασμένες φωνές πνίγουν το ουρλιαχτό. Το φεγγάρι είναι βαρύ, σαρκώδες, παλλόμενο, οι άνθρωποι άσπλαχνοι. Από τον χείμαρρο των αυτοκινήτων, κανείς δε δείχνει να βλέπει ή ν' ακούει κάτι. Ίσως πάλι ακούνε και γι' αυτό αυξάνουν ταχύτητα όταν περνούν από το σημείο όπου οι προβολείς του σταματημένου αυτοκινήτου σημαδεύουν την άσφαλτο. Επιταχύνει και η γυναίκα. Όπως στα όνειρα που μετατρέπονται σε εφιάλτες, το πόδι καρφώνεται στο γκάζι κι όμως το βυσσινί Φολκσβάγκεν μόλις που κινείται. Κατεβάζει κι άλλο το τζάμι του παραθύρου, αναγκάζεται να δει την εικόνα της ολόγυμνης γυναίκας, ακούει το θρήνο, τα τύμπανα και το ρυθμό της σάλσα που συνοδεύουν την κτηνωδία πάνω στο ανυπεράσπιστο κορμί. Κάτι έρπει πάνω στο φεγγάρι. Άξαφνα, οι φωνές σταματούν. Ο κρότος ενός όπλου, όταν το φυσίγγιο μπαίνει στη θαλάμη. Τα χέρια της γυναίκας μέσα στο Φολκσβάγκεν σφίγγουν το τιμόνι με τόση δύναμη, που την πονούν οι ώμοι, ο λαιμός και η πλάτη. Αναγκάζεται να καταλάβει πως είναι άπειρες οι παγίδες που παραμονεύουν στη μεξικάνικη νύχτα. Δεν υπάρχουν κάστρα για να προφυλάξουν την αθωότητα, ούτε κανένα κλειδί που ν' ανοίγει τις πόρτες, ούτε δρόμος, ούτε οιωνοί, ούτε σημάδια. Μονάχα ο θάνατος καιροφυλακτεί στη λεωφόρο Αμιστάδ, τη λεωφόρο της Φιλίας. Το πρόσωπο του πεπρωμένου καθρεφτίζει συμφορές. Η μόνη της ελπίδα είναι η φυγή, η δραπέτευση, να απομακρυνθεί από αυτή τη σκηνή που ίσως να είναι στημένη για να τη δει εκείνη. Αφήνει πίσω τους προβολείς και την τερατώδη σελήνη. Η γυμνή κοπέλα δε φωνάζει πια, οι άντρες την κάνουν σκλάβα τους, τη βασανίζουν. Η Σκάρλετ πατάει πιο δυνατά το γκάζι μα δεν πάει άλλο, είναι στο τέρμα. Περνώντας από την πιο επικίνδυνη περιοχή, το σημείο όπου οι προβολείς του αυτοκινήτου δαγκώνουν τη λεωφόρο Αμιστάδ, κοιτάζει και τη βλέπει. Βλέπει τη γυναίκα και τους άντρες. Όχι όπως βλέπει κανείς από απόσταση πενήντα ή εβδομήντα μέτρων, αλλά όπως στο σινεμά, όπως σ' ένα ζουμ που καταλήγει σε κλόουζ απ. Δεν ξέρει αν θα τα καταφέρει να συνεχίσει τη φυγή της, δεν ξέρει αν το πόδι της εξακολουθεί να πατά το γκάζι, ούτε αν θα μπορέσει να βγει από τούτο το δρόμο. Δεν έχει καμιά σημασία, γιατί είδε το πρόσωπο της γυναίκας. Είναι το δικό της πρόσωπο, είδε το κορμί της γυναίκας, είναι το δικό της κορμί. Κατάλαβε ότι η γυναίκα είναι αυτή η ίδια, δεν υπάρχει πλέον διαφυγή.

ΝΤΙΕΣ ΡΟΛΟ