Η σκούνα λεγόταν «La Buena Ventura» — ένα όνομα που μπορεί στη στεριά να μην είχε τόση βαρύτητα, αλλά στη θάλασσα, διβάρι δεισιδαιμονιών, θεωρούνταν γούρι. Δεν ήταν λίγες οι φορές που, ενώ προμηνύονταν μανιασμένες καταιγίδες, η μαγεία του εξανέμιζε το φόβο της καταστροφής. Καμία ναυτική προσευχή δεν είχε πιο τονωτικές ιδιότητες, καμία μαγγανεία δε σε προδιέθετε σε τόση αισιοδοξία. Όσο κι αν η θάλασσα μεταμορφωνόταν σε μια τεράστια κι αχόρταγη φαγάνα, όσο κι αν ο άνεμος έβαζε τα πιο τρομερά δυνατά του, όσο κι αν ο θάνατος ζητούσε το αίμα μας μέσα από τα νερά του ερέβους, όσο κι αν βρυχόταν ο τυφώνας, κανείς πάνω στο πλοίο δεν τα ʼχανε. Ζωσμένοι από τον κίνδυνο, καταφέρναμε να σκαρώσουμε ένα χαμόγελο ελπίδας, γιατί έφτανε να φωνάξει κανείς το όνομα της σκούνας, κι αμέσως μια πνοή σιγουριάς σάρωνε ανησυχίες και φόβους.
Στο κύρος του ονόματoς του πλοίου ερχόταν να προστεθεί η ασυνήθιστη θωριά του: λίγο στενό, με εξήντα πέντε πόδια μήκος, έλαμπε σβέλτο και κομψό σαν άλογο κούρσας. Ξεχώριζε από τʼ άλλα αλιευτικά —βρομερά και μπατάλικα— σαν καθαρόαιμο άτι ανάμεσα σε αχαμνά γαϊδούρια. Η πρύμνη του ήταν τουρλωτή, πληθωρική κι αρμονική σαν τα καπούλια μιας γυναίκας, κι η αιχμηρή του πλώρη έσκιζε το νερό σαν λεπίδα. Λίγο αεράκι έφτανε για να δείξει το δρομόμετρο δέκα κόμβους. Και η ευλυγισία του στις μανούβρες προκαλούσε τον φθονερό θαυμασμό όλων των άλλων καπετάνιων που τη γνώριζαν. Στην αρχή, ήταν ένα σκάφος αναψυχής που έκανε κρουαζιέρες καμποτάζ ανάμεσα στο Κάγιο Πιέδρα, ανατολικά, και την Μπαΐα Όντα, δυτικά. Από εκείνα τα χρόνια είχε κρατήσει στις καμπίνες της πρύμνης μια στοιχειώδη πολυτέλεια (δεν πολυφαίνεται σήμερα) κι ένα αλλόκοτο λουτρό με μπανιέρα, νιπτήρα και μπιντέ, τα οποία, καμιά φορά, ρυμουλκώντας το μυαλό των ναυτικών σε ερωτικές φαντασιώσεις, διασκέδαζαν τη μοναξιά τους με οπτασίες γυναικείων μηρών.
Μετά, ειδικεύτηκε στο ψάρεμα τσιπούρας, σφυρίδας και πρίστη στην Ίσλα Μουχέρες και στην περιοχή του Κοσούμελ, ώσπου στις Ηνωμένες Πολιτείες ψηφίστηκε ο Νόμος της Ποτοαπαγόρευσης. Τότε, ο καπετάνιος του «La Buena Ventura», που όλοι τον φωνάζαμε Κορνούα, μου πρότεινε νʼ αντικαταστήσουμε το ψάρεμα με λαθρεμπόριο αλκοόλ.
Δικό μου ήταν το «La Buena Ventura». Ταξίδευα μαζί του ακολουθώντας τις συστάσεις ενός γιατρού, ο οποίος λογάριαζε, με θαλασσινό αέρα, κακοδύλια και στρυχνίνες, να γιάνει τα νεύρα μου που δέκα χρόνια κραιπάλες με ρούμι και πόρνες τα ʼχαν κάνει σμπαράλια. Συχνά πυκνά, μετά από κάποιες ξέφρενες νύχτες, ένιωθα μιαν απίστευτη σωματική και ψυχική αδυναμία. Τα πόδια μου ήταν βαριά σαν μολύβι, οι ώμοι μου βαριοί σαν μολύβι, τα χέρια μου βαριά σαν μολύβι. Και μʼ αυτά τα μέλη από μολύβι εναρμονίζονταν και οι υπναλέες σκέψεις μου, αργές, καταχνιασμένες, σαν τυφλά ερπετά. Ένιωθα τους μυς μου ασύνδετους, πλαδαρούς και κρύους, σαν μαλάκια, παραλυμένους απʼ την πλήξη και την κόπωση. Κι ανάμεσα σʼ αυτή την κόπωση και σʼ εκείνη την πλήξη έπλεε, σαν φύκι γλιτσερό σε μια θάλασσα λάσπη, η διαλυμένη μου βούληση. Τίποτα δε μʼ ενδιέφερε πραγματικά, τίποτα δεν μπορούσε να μου κεντρίσει το ενδιαφέρον. Ένιωθα εσωτερικά κενός, με το κεφάλι θολωμένο, ανήμπορος να καταβάλω έντονη προσπάθεια, χαμένος σαν καράβι δίχως μπούσουλα.
Κοντά σʼ αυτά, είχα κι έναν μόνιμο, κρυφό ερεθισμό, που έκανε τα νεύρα μου τσατάλια. Γιʼ αυτό και οτιδήποτε, μια ασήμαντη ενόχληση ή μια μικρή αναποδιά, μπορούσε να με τσακίσει κυριολεκτικά. Εκείνες τις στιγμές, μόνο δύο δρόμοι ανοίγονταν μπροστά μου: θάλασσα ή αυτοκτονία. Κι επειδή είμαι δειλός, διάλεγα πάντα τον πρώτο.
Παρʼ όλα αυτά, όση υγεία αποταμίευα σε είκοσι μέρες αναγκαστική εγκράτεια, χωρίς να βλέπω τίποτʼ άλλο παρά ουρανό και θάλασσα, θάλασσα και νερό, τη διασπάθιζα μετά, στη στεριά, στα χείλη φαύλων γυναικών. Ταλαντευόμουν ανάμεσα στην κατάπνιξη της επιθυμίας μου, εναντίον της οποίας επαναστατούσε η σάρκα μου, και σε άχαρες κραιπάλες που βύθιζαν την ψυχή μου στην κατάθλιψη.
Δέκα μήνες νωρίτερα, εξαιτίας μιας νευρασθένειας που η ιατρική την απέδιδε σε σεξουαλικά αίτια, παράτησα τη δουλειά μου ως χημικού στην American Sugar Company, για να ζω αποκλειστικά από τα τρία αλιευτικά που είχα κληρονομήσει απʼ τον πατέρα μου. Εκείνη την εποχή χρονολογείται η απόκρυφη αγάπη μου για ό,τι είχε να κάνει με τη θάλασσα, εν ονόματι της οποίας αγάπης αγόρασα τόμους ωκεανογραφίας και αστρονομίας, εγχειρίδια ναυσιπλοΐας, συγγράμματα μετεωρολογίας, μαθήματα πλοήγησης και βιβλία ταξιδιωτικών εντυπώσεων, κανένα απʼ τα οποία δεν άνοιξα ποτέ. Εξίσου πλούσια και εξίσου άχρηστη ήταν η συλλογή μου πορτολάνων, γιατί η κατανόησή μου εξόκελλε πάνω σʼ όλους εκείνους τους χάρτες που ήταν γεμάτοι με σημεία, ονόματα, σκιάσεις και γραμμές. Τις ατέλειωτες ώρες πάνω στο πλοίο, δεν κουραζόμουν να ρωτάω τους ναυτικούς για θέματα της δουλειάς τους. Και μόλις μάθαινα κάτι καινούργιο, αναζητούσα ένα ευήκοο αφτί για να το εντυπωσιάσω με τη ναυτοσύνη μου.
Το ψάρεμα του χρύσουρου, που γίνεται εν κινήσει, δίχως βαρίδι, με την πετονιά να μένει τεντωμένη απʼ τη δύναμη και μόνο του ρεύματος. το ψάρεμα του λιθρινιού τού Σαν Χουάν, τον μήνα Ιούλιο, με δολώματα. του σκυλόψαρου, με το καμάκι. του χάνου. του φαγκριού. του λιθρινιού τού αφρού, με καθετή. Να μην τα πολυλογώ, κάθε τρόπος ψαρέματος έβρισκε σʼ εμένα τον πιο ενθουσιώδη ρέκτη, αν και αποκλειστικά θεωρητικό, αφού, όταν κρατούσα καλάμι, ξεχνούσα τελείως ό,τι είχα μάθει, βαριόμουν αφόρητα και, στο τέλος, μʼ έπιανε ο ύπνος. Αυτό, βέβαια, δε με εμπόδιζε να είμαι πάντα έτοιμος να δηλώνω φανατικός λάτρης του ψαρέματος.
Αγαπούσα τη λογοτεχνία, αν και όχι υπερβολικά. Όταν έμαθα ότι ο Ζέιν Γκρέι είχε ανακηρυχθεί πρωταθλητής της αγωνιστικής αλιείας στις Ηνωμένες Πολιτείες, αγόρασα έξι βιβλία του και τʼ άφησα να μουχλιάσουν δίπλα στους τόμους μου περί ναυσιπλοΐας και ωκεανογραφίας. Ήταν κάτι σαν φόρος τιμής μου σʼ έναν άνθρωπο που του άρεσαν τα ίδια πράγματα μʼ εμένα. Αργότερα έμαθα πως κι άλλος ένας συγγραφέας ερχόταν συχνά τα καλοκαίρια και ψάρευε ξιφίες στα κουβανικά νερά. Τον έλεγαν Χέμινγκουεϊ, Έρνεστ Χέμινγκουεϊ. Όπως είναι φυσικό, ένιωσα υποχρεωμένος νʼ αποκτήσω κι ένα δικό του έργο. Γύρισα όλα τα βιβλιοπωλεία της Αβάνας — τίποτα. Στο τέλος, αρκέστηκα σε δύο φωτογραφίες του που είχαν δημοσιευτεί σε μια εφημερίδα. Κρέμασα μία, την πιο μεγάλη, στην καμπίνα μου. Κι όταν με ρωτούσε κανείς για εκείνη την πλατιά και χαμογελαστή αμερικάνικη φάτσα που ξεχείλιζε από υγεία, απαντούσα πως ήταν ένας φίλος μου, εκατομμυριούχος.
Να, όμως, που τίποτʼ απʼ όλα αυτά δεν έφτανε για να τεκμηριώσει την αφοσίωσή μου σε ό,τι είχε να κάνει με τη θάλασσα. Οπότε, άλλαξα την πόρπη της αλυσίδας του ρολογιού μου (ένα μετάλλιο με μπριγιάν στο κέντρο) με μια μικρή χρυσή άγκυρα. η καρφίτσα της γραβάτας μου είχε το σχήμα αγκιστριού. στη στεριά, χρησιμοποιούσα ένα μπαστούνι από μανάτο, που έμοιαζε με κεχριμπάρι. και στο σαλόνι του σπιτιού μου, γύρω από δύο ρύγχη ξιφία, σταυρωμένα σαν σπαθιά σε θυρεό, είχα τοποθετήσει τρία μεγάλα βαλσαμωμένα κεφάλια: ενός γλαυκοκαρχαρία, ενός πλακουτσομύτη κι ενός σφυροκέφαλου, οι οποίοι, μαζί με αυτόν που αποκαλείται σκυλόψαρο, ανήκουν στα πιο επικίνδυνα καρχαριοειδή.
Οι ναυτικοί με θεωρούσαν λίγο σαλεμένο και χαμογελούσαν κοροϊδευτικά και περιφρονητικά βλέποντάς με πάνω σʼ ένα πλοίο με το λευκό φανελένιο παντελόνι μου, το σταυρωτό σακάκι μου από μπλε κασμίρι και το κασκέτο μου με το αστραφτερό γείσο, στολισμένο μʼ ένα οικόσημο από επιχρυσωμένο μέταλλο. Όταν μιλούσαν για μένα, δεν έλεγαν τʼ όνομά μου. Με αποκαλούσαν, ειρωνικά: ο Ναύαρχος.
Όσο για τον καπετάνιο του «La Buena Ventura», ήταν το ακριβώς αντίθετό μου, τόσο σε εμφάνιση όσο και σε ψυχολογία. Έδειχνε σαν ένα άγαλμα από χαλκό που ʼχε σμιλευτεί για να τιμήσει τον ατημέλητο άνθρωπο. Φορούσε αιωνίως ένα παντελόνι που κάποτε ήταν μπεζ, αλλά τώρα το χρώμα του ήταν ακαθόριστο από την πολυκαιρία, την αλμύρα και τους λεκέδες από γράσο, ιδίως στο ύψος των μηρών, γιατί εκεί συνήθιζε να σκουπίζει τα χέρια του. Η μαρινιέρα του ήταν γεμάτη με μπαλώματα, ραμμένα πολύ πρόχειρα με κανναβόσκοινο ή μεσινέζα. Οι εσπαντρίγιες του, αν δεν ήταν σκισμένες στο τακούνι, άρχιζαν να ξεφτίζουν μπροστά. Αυτό ήταν το τελευταίο που τον απασχολούσε, γιατί πάνω στο πλοίο περπατούσε σχεδόν πάντα ξυπόλητος και με το παντελόνι σηκωμένο ώς τα γόνατα. Τον φοβόνταν και τον σέβονταν, ακόμα και οι πιο παράτολμοι ναυτικοί από άλλα πλοία. Ψηλός και αδύνατος, είχε κάτι γροθιές μποξέρ heavy weight, πρόσωπο με γωνίες, λεπτά και σφιγμένα χείλη, μάτια αμείλικτα που η σκληρή, μεταλλική τους λάμψη ενέπνεε καμιά φορά μιαν ανησυχία που συγγένευε πολύ με φόβο. Το βήμα του θύμιζε την ευλυγισία των γάτων, αντίθετα από τη βαριά και άγαρμπη περπατησιά άλλων ναυτικών. Δε βάδιζε σκυφτός, όπως οι άλλοι, ούτε με ανοιχτά τα πόδια για να κρατάει την ισορροπία του. Έπαιρνε αστραπιαία αποφάσεις και δεν έχανε ποτέ την παροιμιώδη ψυχραιμία του, ακόμα κι όταν ήταν θυμωμένος. Η αποκοτιά του κι ένα στιλέτο από σκαλισμένο ρύγχος ξιφία, βιαίως βυθισμένο στην καρδιά άλλων ανδρών, του είχαν ανοίξει δύο φορές τις πόρτες της φυλακής. Την πρώτη φορά, το δικαστήριο πείστηκε από τα επιχειρήματα ενός δικηγόρου με υψηλές πολιτικές γνωριμίες και χαρακτήρισε το φόνο νόμιμη άμυνα εν μέρει και τον καταδίκασε σε φυλάκιση δύο χρόνων και κάτι. Όταν, όμως, λίγο μετά την αποφυλάκισή του, ξανάπεσε στα νύχια του Ποινικού Κώδικα, οι δικαστές, άτεγκτοι, του επέβαλαν την ποινή για ανθρωποκτονία χωρίς ελαφρυντικά.
Μία αποτρόπαιη λεπτομέρεια (ο Κορνούα, αφού πυροβόλησε τον αντίπαλό του, του διαπέρασε και την καρδιά με το στιλέτο του) του κόστισε τις επιβαρυντικές περιστάσεις της προμελέτης και του ιδιαζόντως απεχθούς, κάτι που εξανέμιζε κάθε δυνατότητα επίκλησης της νόμιμης άμυνας. Αυτό το παραδέχτηκε και ο δικηγόρος του, ο οποίος, εν εξάλλω καταστάσει, τον είχε επιπλήξει:
«Μα γιατί τον πυροβόλησες; Αυτό είναι δολοφονία! Πρώτα περίστροφο, μετά στιλέτο; Είσαι τρελός;».
Κι ο Κορνούα, ψυχρά:
«Όσο κι εσύ. Κοίτα... θα τον σκότωνα έτσι κι αλλιώς. Απλώς, ήμουν σίγουρος πως δεν ήθελε να χτυπηθούμε. Γιʼ αυτό και τον πυροβόλησα πρώτα, για να μη μου την κοπανήσει».
Όμως ο Κορνούα δεν ήταν μόνο τυχερός, αλλά είχε και την προστασία ενός βουλευτή. Έτσι εξηγείται πώς, μετά από τρία χρόνια, χάρη σε μιαν ανέλπιστη αναστολή ποινής, τον ξανάδαμε στο γιαλό. Εκεί τον βρήκε ο πατέρας μου και του πρότεινε να κουμαντάρει το «La Buena Ventura». Η φυλακή είχε κάνει πιο σκληρό το βλέμμα του, πιο μετρημένα τα λόγια του, πιο ταιριαστό το παρατσούκλι του. Από την άλλη, του ʼχε μάθει την αξία της πειθαρχίας, χάρη στην οποία επόπτευε το πλοίο με την αυστηρότητα κελευστή σε γαλέρα. Κατά κανόνα, ήταν σιωπηλός παρατηρητής. Και, βλέποντάς τον, υποψιαζόσουν πράγματα που κανείς δεν τολμούσε να τα πει φωναχτά.
Αντίθετα, κάτι για το οποίο μιλούσαν όλοι στα καπηλειά των λιμανιών, όποτε τους δινόταν η ευκαιρία, ήταν ένα ανιδιοτελές κατόρθωμα του Κορνούα. Το περιστατικό είχε συμβεί σʼ ένα καφενεδάκι του Σαν Ισίδρο, την εποχή που αυτός ο δρόμος έβλεπε να παρελαύνουν πόρνες, νταβατζήδες, ομοφυλόφιλοι, μεθύστακες και έφηβοι που επιδείκνυαν καμαρωτά, σαν πιστοποιητικό του ανδρισμού τους, το πρώτο τους μακρύ παντελόνι. Ένας μαντράχαλος, τύφλα στο μεθύσι, τυραννούσε μια κακομοίρα ανθοπώλισσα, βάζοντάς την να κατεβάσει ένα μεγάλο ποτήρι κονιάκ. Την κρατούσε σφιχτά από τον καρπό, κι εκείνη, η δυστυχισμένη, σπαρταρούσε σαν τη σμέρνα στʼ αγκίστρι. Ήταν χλομή και κοκαλιάρα, με ώμους στενούς, ωμοπλάτες πεταχτές από τη φθίση, σακούλες κάτω από τα μάτια. Τα τριαντάφυλλα είχαν πέσει χάμω, κι η γυναίκα τα ποδοπατούσε στον αγώνα που έκανε νʼ απελευθερωθεί. Ο Κορνούα, που καθόταν στην μπάρα, πήγε κοντά τους και πρόσταξε τον άντρα:
«Άσʼ την!».
Ο τύπος υπάκουσε αμέσως, σαν να του ʼχαν κάνει μάγια, κι έριξε στον παρείσακτο ένα βλέμμα ανέκφραστο και χαυνωμένο. Αυτό, όμως, δεν κράτησε παρά μία στιγμή. Πρέπει να συνειδητοποίησε αμέσως ότι είχε γελοιοποιηθεί με το να υπακούσει αδιαμαρτύρητα στη διαταγή ενός αγνώστου. Και τότε, ξαφνικά, του πέταξε το ποτήρι που κρατούσε. Σαν από ένστικτο, ο Κορνούα έσκυψε, και το αυτοσχέδιο βλήμα έσπασε τον καθρέφτη που είχε πίσω του. Ενόσω ανασηκωνόταν, έπιασε μια καρέκλα και την κατέβασε στο κεφάλι του σουρωμένου. Ο τύπος δεν έπεσε, αλλά στο κούτελό του έτρεξε αίμα. Τέσσερις απʼ την παρέα του, μάρτυρες της σκηνής, έπεσαν πάνω στον Κορνούα, για να πάρουν πίσω αυτό το αίμα. Οι τρεις έπεσαν ξεροί από καρεκλιές κι ο τέταρτος βγήκε τρέχοντας απʼ το καφενείο, καταδιωκόμενος από τον Κορνούα που κράδαινε το αχώριστο στιλέτο του.
Τη δουλειά του, πάντως, την ήξερε καλά. Κανείς δεν την έβγαζε τόσο καθαρή με τους κυκλώνες, ούτε είχε βρει ποτέ ένα κοπάδι σφυρίδες που, σε είκοσι μέρες, έδωσε τριάντα χιλιάδες λίβρες σε καιρούς όπου, για να ψαρέψουν δεκαπέντε χιλιάδες, οι άλλοι καπετάνιοι έπρεπε να δουλέψουν σαν σκυλιά ενάμιση μήνα. Η περιοχή του Καμπέτσε, απʼ το Κατότσε ώς τα δυτικά όρια του Ταμπάσκο, του ήταν το ίδιο οικεία με το παλιό παντελόνι που φορούσε. Γνώριζε το βάθος και το βυθό —εδώ, άμμος ή βούρκος· εκεί, βράχος— κάθε σπιθαμής του Κόλπου. Όταν έδινε διαταγή να βυθομετρήσουν, τον ρώταγε ένας ναυτικός:
«Πόσα, Κορνούα;».
Κι εκείνος, ανάλογα με το πού βρίσκονταν, απαντούσε:
«Σαράντα οργιές».
Ή:
«Είκοσι πέντε οργιές».
Ή:
«Δεκάξι οργιές».
Κι αν ένας άπιστος ήθελε να επαληθεύσει, δεν είχε παρά να βουτήξει τη βολίδα. Όταν το μολύβι έπιανε βυθό, η γραμμή της βολίδας επιβεβαίωνε πάντα τον υπολογισμό του Κορνούα.
Με την ίδια σιγουριά εντόπιζε έναν ψαρότοπο. Κοίταζε πρώτα τον ουρανό για να προσανατολιστεί, ύστερα το νερό, και μετά χρησμοδοτούσε: «Εδώ έχει μεγάλα φαγκριά». Και μπορούσε κανείς να βάλει στοίχημα ότι το πρώτο θύμα θα ήταν μια ρόδινη, σπαρταριστή ψαριά, δέκα-δώδεκα λίβρες.
Ήταν και ιδανικός συνεργάτης. Πάντα πρόθυμος να βάλει ένα χεράκι για να τελειώσει μια δουλειά, όσο βαριά κι αν ήταν. Κι όταν ερχόταν η ώρα για το ψάρεμα, όταν το πλοίο έβρισκε τη θέση του, ποτέ δεν ήταν ο τελευταίος που θα καθόταν στην κουπαστή, θα φορούσε τα μάλλινα γάντια, θα δόλωνε και θα ʼριχνε το διπλάγκιστρο, κι ας μην ήταν υποχρεωμένος να το κάνει. Το πρώτο ψάρι τού προκαλούσε πάντα ένα επιφώνημα και του επιβεβαίωνε, ανάλογα με το αν είχε τσιμπήσει ανόρεχτα ή λαίμαργα, την ποιότητα του ψαρότοπου. Όταν βράδιαζε, και οι ναυτικοί, με τα χέρια κομμένα και τα νεφρά σπασμένα από δώδεκα-δεκατέσσερις ώρες δουλειά, ξάπλωναν ανάσκελα στο ίδιο σημείο απʼ όπου είχαν ψαρέψει, ο Κορνούα πήγαινε στον κινέζο μάγειρα για να του πει να βιαστεί, και για να δοκιμάσει πρώτος το καρύκευμα του φαγητού.
Μα και στη στεριά επιδείκνυε την ίδια συντροφικότητα. Αν ένας ψαράς χρειαζόταν δέκα-δώδεκα πέσο για να βγει από ένα λούκι, μπορούσε πάντα να απευθυνθεί στο πουγκί του καπετάνιου, που ήταν πάντα ανοιχτό. Κι αν ο Κορνούα δεν είχε λεφτά, έψαχνε να βρει, είτε ζητώντας προκαταβολή απʼ τον πλοιοκτήτη, είτε ενεχυράζοντας προσωπικά του αντικείμενα. Καμιά φορά, το δάνειο που χορηγούσε το συνόδευε με χοντρές χειρονομίες ή πικρόχολες κουβέντες, αν όχι χυδαίες. Όμως κανείς δεν του κρατούσε κακία, γιατί όλα αυτά (κι όσοι τον γνώριζαν, το ήξεραν καλά) δεν ήταν παρά ένα τέχνασμα για να καταπνίξει κάθε εκδήλωση ευγνωμοσύνης.
Όλα αυτά, λοιπόν, τον στεφάνωναν μʼ ένα παράξενο γόητρο, καμωμένο από σεβασμό, θαυμασμό και φόβο, στο οποίο υποκλινόταν ο κόσμος του γιαλού και το οποίο τον προφύλασσε απʼ την εμπιστοσύνη των άλλων, σαν μια ατμόσφαιρα αδιάβροχη από αγάπη και οικειότητα.