ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟ
βιβλια«Όταν βλέπω δύο ανθρώπους να φιλιούνται, νοµίζοντας ότι αγαπιούνται, νοµίζοντας ότι η αγάπη τους θα κρατήσει, ψιθυρίζοντας ο ένας στον άλλον εν ονόµατι ενός ενστίκτου στο οποίο δίνουν µεγαλόπρεπα ονόµατα, όταν τους βλέπω να χαϊδεύονται µ' αυτή τη νοσηρή λαχτάρα, µ' αυτή την προσδοκία να συναντήσουν κάτι κρίσιµο στο δέρµα του άλλου, όταν βλέπω τα στόµατά τους να κολλάνε µεταξύ τους, τις γλώσσες τους να µπλέκονται, τα φρεσκολουσµένα µαλλιά τους, τ' άναρχα χέρια τους, τα υφάσµατα που αγγίζονται κι ανασηκώ-νονται σαν την πιο ρυπαρή αυλαία, το αγχώδες τικ των γονάτων που ξεπηδούν σαν ελατήρια, τα φτηνά κρεβάτια, τα ξενοδοχεία ηµιδιαµονής που αργότερα θα τα θυµούνται σαν παλάτια, όταν βλέπω δύο ηλίθιους να εκτονώνουν ατιµώρητα τον πόθο τους στο φως της µέρας σαν να µην τους έβλεπα, δεν αισθάνοµαι µόνο ζήλια. Τους λυπάµαι κιόλας. Λυπάµαι το σάπιο µέλλον τους. Τότε σηκώνοµαι, ζητάω το λογαριασµό και τους στέλνω ένα λοξό χαµόγελο, σαν να επέστρεφα από έναν πόλεµο που εκείνοι δεν µπορούσαν καν να φανταστούν ότι είχε ξεσπάσει.»
Το παιδί γράφει μια έκθεση για το πώς πέρασε στο πρώτο και τελευταίο ταξίδι που έκανε με την νταλίκα του πατέρα του. Ο πατέρας, που αργοπεθαίνει στο νοσοκομείο, αφήνει σ' ένα μαγνητόφωνο τις υποθήκες του για να τις διαβάσει ο γιος του όταν μεγαλώσει. Η μητέρα, μόνη στο σπίτι, γράφει ένα ημερολόγιο για την προσωρινή απουσία του και την αναμονή τής οριστικής του απώλειας. Τρεις σπαραχτικοί εναλλασσόμενοι μονόλογοι συνθέτουν αυτό το αριστουργηματικό αφήγημα για τη φθορά και την αγάπη, για τον έρωτα και την αγάπη ως αντίσταση στη φθορά του έρωτα.
Μουσική για τρεις: Ποιος φροντίζει εκείνον που φροντίζει τους άλλους;
Και τότε αρχίζω να τραγουδάω και το στόμα μου μεγαλώνει. Ο μπαμπάς γελάει βλέποντάς με τόσο χαρούμενο. Αλλά η μαμά δε γελάει.
Το νέο μεγάλο αστέρι της Ισπανόφωνης λογοτεχνίας μιλάει αποκλειστικάστο «Βήμα» για τις δύο πατρίδες του, θυμάται τον Μπολάνιοπου πρόσθεσε «σάρκα και σεξ» στον Μπόρχεςκαι εξηγεί γιατί η ειλικρίνεια κρύβεται στις αντιφάσεις
Corigo, ergo doleo: σκέφτομαι, άρα λυπάμαι. Και είναι η συντριβή, ο ρόχθος των ύστατων κυμάτων μιας ζωής και το επικείμενο τέλος της που προσδίδουν στη σκέψη την καθαρότητα ενός υδραργυρικού φωτός: είναι πάντα εκεί και πάντα διαφεύγον. Στο «Κατά μόνας», την καθηλωτική νουβέλα του ισπανο-αργεντινού Αντρές Νέουμαν, οι σκέψεις εμφανίζονται εις τριπλούν. Ένας άνδρας που πάσχει από καρκίνο και βρίσκεται πολύ κοντά στο τελικό νήμα της ζωής, η γυναίκα του και το 10χρονο παιδί τους. Καθένας, από τη δική του ψυχική μονιά, προσπαθεί να συλλέξει εικόνες, σκέψεις, αισθήσεις και αισθήματα μιας κοινής ζωής που ετοιμάζεται να σπάσει σε κομμάτια. Η άφευκτη «αποχώρηση» του άνδρα (Μάριο) θα αλλάξει δραστικά την ουσία και το νόημα του τριαδικού σχήματος. Θα σπάσει την οικογενειακή αλυσίδα αφήνοντας πίσω ένα κενό δυσαναπλήρωτο. Η Έλενα (η γυναίκα του) και ο Λίτο (ο γιος του) θα χρειαστεί να διατρέξουν μια στέπα μοναξιάς.
Ο Νέουμαν γράφει βρισκόμενος μέσα στη διακεκαυμένη ζώνη. Θα ήταν, ίσως, αφέσιμο λάθος να αφήσει τις αμυχές του συναισθήματος να παρασύρουν την εσωτερική δράση. Κι όμως, δεν επιτρέπει στον εαυτό του κανένα λάθος να σκιάσει τη κομψοτέχνημά του. Μέσα από τους τρεις παράλληλους μονολόγους των δρώντων προσώπων εμφανίζεται μπροστά μας, έκτυπο, το φάσμα της έλλειψης και του κενού. Ο Μάριο, γνωρίζοντας πως δεν του απομένει πολύς χρόνος αποφασίζει, παρά το γεγονός ότι το σώμα του δεν μπορεί να τον βοηθήσει, να κάνει μια τελευταία βόλτα με την νταλίκα του (αυτή είναι η δουλειά του), έχοντας στο πλάι του τον γιο του. Είναι το ταξίδι που θα αποτελέσει το κύκνειο άσμα της σχέσης πατέρα-γιου, ως εκ τούτου είναι αυτό που θα μείνει να καθορίζει ό,τι υπήρξε και δεν πρόκειται να υπάρξει μεταξύ τους. Ο Μάριο ηχογραφεί τη φωνή του για να ακουστεί όταν δεν θα υπάρχει το σώμα του. Απευθύνεται στον γιο του, χαρτογραφεί με εσωτερικό τρόπο το κοινό τους ταξίδι. Προσθέσει στα μέρη, τους τόπους και τους δρόμους, τη δική του τεθλασμένη πορεία, τη διαποτισμένη, από την σφοδρότητα της ασθένειας, σάρκα του που προσπάθησε, για χάρη του Λίτο, να αντέξει μέχρι τέλους.
Ο Λίτο γράφει μια έκθεση για το πώς πέρασε με τον πατέρα του στο ταξίδι που έκαναν. Η ηλικία τον σώζει από συναισθηματικές καταβυθίσεις. Στα μάτια του μικρού τα πάντα κρύβουν το σπέρμα της περιπέτειας και της χαράς. Ακόμη και όταν υποψιάζεται πως κάτι άλλο συμβαίνει, η συγχορδία των παιδικών αντιδράσεών του δεν του αφήνει το περιθώριο να τραβήξει το παραπέτασμα.
Αναπόδραστα το βάρος πέφτει στην Έλενα. Είναι εκείνη που υφίσταται τις ποικίλες μεταλλάξεις που επιφέρει ο επικείμενος (… αλλά και τελεσίδικος) χαμός. Αλλαγές που συμβαίνουν μέσα της, γύρω της, πάνω στο σώμα της, στον τρόπο που αντιμετωπίζει τη σεξουαλικότητά της, τη σχέση της με τον άνδρα και το παιδί της – εν γένει τη θέση που χρειάζεται να κατέχει πλέον στη ζωή της. Γι’ αυτό και αναζητώντας τις νέες συντεταγμένες του φύλου της δεν διστάζει να συνδεθεί ερωτικά (μάλιστα, παράφορα και βίαια) με τον θεράποντα γιατρό του άνδρα της. Είναι μια πράξη προδοσίας; Όχι, είναι μια πράξη απελπισίας. Μια ύστατη στιγμή αναμέτρησης με την απώλεια, με την ίδια την ουσία της ύπαρξής της. Δεν είναι τυχαίο ότι η Έλενα, μια γυναίκα εγγράμματη και μάλιστα με λογοτεχνικές αρετές, καταγράφει όλες τις μύχιες σκέψεις της παραθέτοντας μάλιστα αποσπάσματα από αγαπημένα της βιβλία ή από άλλα που τυχαίνει να διαβάζει εκείνη την περίοδο που ανοίγει το βαθύ ρήγμα μέσα της. Βουτάει στην Βιρτζίνια Γουλφ, τον Τζον Μπάνβιλ, τον Χαβιέ Μαρίας και κάμποσους άλλους σε μια προσπάθεια να εκλογικεύσει το δράμα της ή να του προσδώσει μια λογοτεχνική εσωτερικότητα. Με το νήμα των λέξεων ψαύει το μέσα τραύμα της. Μπρος στο αναπόφευκτο είναι μόνη της και ούτε ο γιος της μπορεί να πληρώσει το κενό που δημιουργήθηκε με τον χαμό του άνδρα της. Αν ο Μάριο είναι το… θύμα της μοίρας, η Έλενα είναι το δραματικό παρεπόμενο. Όσοι μένουν πίσω είναι σαν τα δειλιασμένα δέντρα από το κρύο της απουσίας.
Ο Νέουμαν στήσει αριστοτεχνικά τους τρεις μονολόγους εναλλάσσοντας-σκηνοθετώντας εντάσεις και υφέσεις. Το θέμα εξ ορισμού είναι δύσκολο και συναισθηματικά φορτισμένο. Το τελικό κείμενο, καίτοι δεν έχει κάποια εργαστηριακή ψυχρότητα, δεν καταλήγει να είναι μελό και προφανές. Επειδή ακριβώς το θάλπος είναι ειλικρινές όπως το δράμα, η νουβέλα καταλήγει να είναι ζεστά ανθρώπινη, αμετρίαστα (και όχι άμετρα) συγκινητική. Η μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη εμπίπτει στην κατηγορία της λεπτοδουλειάς. Πόντο-πόντο, λέξη-λέξη, αυτό το βιβλίο έχει παντού σκορπισμένες πόρτες που πρέπει να ανοιχθούν με προσοχή. Όχι μόνο από τον μεταφραστή, αλλά και από τον αναγνώστη. Αν δεν συμβεί αυτό, ο βαθμός της ταύτισης θα είναι μικρός. Κι αν για τον αναγνώστη ουδείς μπορεί να είναι σίγουρος (ο καθένας κάνει τις δικές του προβολές), για τον μεταφραστή είμαστε σίγουροι πως κουβάλησε μέχρι τέλος μια αρμαθιά από σωστά κλειδιά.
Διονύσης Μαρίνος