€13.36 €14.84
Στο καλαθι βιβλια«Έχω φανταστεί ένα βιβλίο-μουσείο της καθημερινής γραμματείας, όπου θα καταχωρίζονται χειρόγραφα μηνύματα αγνώστων, ταξινομημένα ανά κατηγορίες: αγγελίες για χαμένα ζώα, δικαιολογίες σε παρμπρίζ για να μην πέσει πρόστιμο από την τροχαία, απεγνωσμένες κλήσεις αυτοπτών μαρτύρων, αναγγελίες αλλαγής ιδιοκτησίας, μηνύματα γραφείου, μηνύματα οικιακά, μηνύματα που στέλνεις στον εαυτό σου. Ακούγοντας έναν γέρο να μου διηγείται τη ζωή του, σκέφτηκα: «Αυτός ο άνθρωπος είναι μουσείο του εαυτού του». Ακούγοντας να μιλάει ο γιος ενός μαύρου αμερικανού ακτιβιστή και μιας γαλλίδας κοινωνιολόγου, σκέφτηκα: «Αυτός ο άνθρωπος είναι ένα ready-made». Βλέποντας έναν άνθρωπο κατάχλομο, σκέφτηκα: «Αυτός ο άνθρωπος είναι φάντασμα του εαυτού του».
Μοναδικό βιβλίο (τουλάχιστον από πλευράς δομής) στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας, η Αυτοπροσωπογραφία παρουσιάζει τη σπαραχτική αντίφαση ν' αποτελεί από τη μια έναν ύμνο στη ζωή και στις λεπτομέρειες που συνθέτουν τη ζωή ενός ανθρώπου, κι από την άλλη τη διαθήκη ενός ανήσυχου, ιδιοφυούς καλλιτέχνη, ο οποίος, 65 χρόνια μετά τον αφορισμό του Καμύ («Τη στιγμή που αποφασίζεις πως η ζωή αξίζει ή δεν αξίζει τον κόπο να τη ζήσεις, απαντάς στο βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας»), 2 χρόνια μετά την έκδοση της Αυτοπροσωπογραφίας και 2 μέρες μετά την αποστολή στον εκδότη του των χειρογράφων του τελευταίου βιβλίου του στο οποίο πραγματεύεται την αυτοχειρία του καλύτερού του φίλου, αυτοκτόνησε.
Έφηβος, νόμιζα πως το Ζωή οδηγίες χρήσεως θα με βοηθούσε να ζήσω, και το Αυτοκτονία οδηγίες χρήσεως να πεθάνω. Έχω ζήσει τρία χρόνια και τρεις μήνες στο εξωτερικό. Προτιμώ να κοιτάζω αριστερά μου. Ένας φίλος μου ηδονίζεται με την απιστία. Το τέλος ενός ταξιδιού μού αφήνει την ίδια πικρή γεύση με το τέλος ενός μυθιστορήματος. Ξεχνάω ό,τι δε μʼ αρέσει. Μπορεί να ʼχω μιλήσει, χωρίς να το ξέρω, με κάποιον που έχει σκοτώσει κάποιον. Πηγαίνω να δω τι είναι στο τέλος ενός αδιεξόδου. Ό,τι κι αν υπάρχει στο τέλος της ζωής δε με φοβίζει. Δεν προσέχω και πολύ αυτά που μου λένε. Εκπλήσσομαι όταν μου βγάζουν ένα παρατσούκλι ενώ καλά καλά δε με γνωρίζουν. Αργώ να το καταλάβω όταν κάποιος μου συμπεριφέρεται με κακία, τόσο πολύ αιφνιδιάζομαι όταν συμβαίνει αυτό: το Κακό είναι κατά κάποιον τρόπο εξωπραγματικό. Αρχειοθετώ. Μίλησα στον Σαλβαδόρ Νταλί όταν ήμουν δύο χρονών. Ο συναγωνισμός δε με κεντρίζει. Η λεπτομερειακή περιγραφή της ζωής μου θα μου ʼπαιρνε περισσότερο χρόνο απʼ όσο μου πήρε να τη ζήσω. Αναρωτιέμαι αν θα γίνω αντιδραστικός όταν γεράσω. Όταν κάθομαι με τις γάμπες γυμνές πάνω σε δερματίνη, το δέρμα μου δε γλιστράει, τρίζει. Έχω απατήσει δύο γυναίκες, τους το είπα, η μία σκοτίστηκε, η άλλη όχι. Χαριεντίζομαι με το θάνατο. Δε μʼ αγαπώ. Δε με μισώ. Δεν ξεχνώ να ξεχάσω. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει Σατανάς. Το ποινικό μου μητρώο είναι λευκό. Θα μʼ άρεσε αν οι εποχές διαρκούσαν μία εβδομάδα. Προτιμώ να πλήττω μόνος παρά με συντροφιά. Τριγυρίζω σε άδειους χώρους και τρώω σε θλιβερά εστιατόρια. Σε ό,τι αφορά τη διατροφή, προτιμώ το αλμυρό απʼ το γλυκό, το ωμό απʼ το ψημένο, το σκληρό απʼ το μαλακό, το κρύο απʼ το ζεστό, το αρωματισμένο απʼ το άοσμο. Δεν μπορώ να γράψω με την ησυχία μου αν δεν υπάρχει τίποτα φαγώσιμο στο ψυγείο μου. Κόβω εύκολα αλκοόλ και καπνό. Σε ξένη χώρα, διστάζω να γελάσω όταν ο συνομιλητής μου ρεύεται ενώ συζητάμε. Παρατηρώ τα γκρίζα μαλλιά σε ανθρώπους που δεν είναι σε ηλικία να ʼχουν γκρίζα μαλλιά. Προτιμώ να μη διαβάζω τεχνικά ιατρικά κείμενα, ιδίως τα σημεία όπου περιγράφονται τα συμπτώματα κάποιων ασθενειών: όσο ανακαλύπτω την ύπαρξή τους, τόσο τα βλέπω να πληθαίνουν μέσα μου. Θεωρώ τον πόλεμο τόσο εξωπραγματικό, ώστε δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι ο πατέρας μου πολέμησε. Έχω δει έναν που η έκφραση στην αριστερή πλευρά του προσώπου του ήταν διαφορετική από αυτήν στη δεξιά. Δεν είμαι σίγουρος ότι μʼ αρέσει η Νέα Υόρκη. Δε λέω: «Το Α είναι καλύτερο απʼ το Β», αλλά: «Προτιμώ το Α από το Β». Συγκρίνω συνεχώς. Όταν επιστρέφω από ένα ταξίδι, η καλύτερη στιγμή δεν είναι ούτε η άφιξη στο αεροδρόμιο ούτε η άφιξη στο σπίτι, αλλά η διαδρομή με το ταξί που συνδέει τις δύο: ταξίδι είναι κι αυτό, αλλά όχι ακριβώς. Τραγουδάω φάλτσα, οπότε δεν τραγουδάω. Επειδή είμαι αστείος, νομίζουν ότι είμαι ευτυχισμένος. Ελπίζω να μη βρω ποτέ μου ένα αφτί στο γρασίδι.1 Οι λέξεις δε μʼ αρέσουν περισσότερο απʼ όσο ένα σφυρί ή μια βίδα. Στις βιτρίνες των αγγλοσαξονικών χωρών, διαβάζω τη λέξη «sale» στα γαλλικά.2 Δεν μπορώ να κοιμηθώ με κάποιον που κουνιέται, ροχαλίζει, αναπνέει βαριά ή τραβάει τα σεντόνια. Μπορώ να κοιμηθώ σφιχταγκαλιασμένος με κάποιον που δεν κουνιέται. Έχω ονειρευτεί ένα Μουσείο των Ονείρων. Έχω την τάση, για ευκολία της γλώσσας, να λέω «φίλους» ανθρώπους που δεν είναι φίλοι μου, δε βρίσκω άλλη λέξη για να χαρακτηρίσω αυτά τα πρόσωπα που τα γνωρίζω, τα συμπαθώ, αλλά δε μας συνδέει τίποτα ιδιαίτερο. Στο τρένο, όταν είμαι καθισμένος ανάποδα από τη φορά του, δε βλέπω τα πράγματα να έρχονται, αλλά να φεύγουν. Δε σχεδιάζω νʼ αποσυρθώ. Θεωρώ ότι το καλύτερο μέρος μιας κάλτσας είναι η τρύπα. Δεν παρακολουθώ το υπόλοιπο του τραπεζικού μου λογαριασμού. Ο τραπεζικός μου λογαριασμός είναι σπάνια στο κόκκινο. Τα ντοκιμαντέρ Σοά, Αριθμός μηδέν, Mομπούτου, Βασιλιάς του Ζαΐρ, Επείγοντα, Titicut Follies και Η κατάκτηση του Κλισί μʼ εντυπωσίασαν πιο πολύ κι απʼ τις καλύτερες μυθοπλασίες. Οι ready-made3 ταινίες που πρόβαλλε ο Ζαν-Μαρκ Σαπουλί μʼ έκαναν να γελάσω πιο πολύ απʼ όσο οι καλύτερες κωμωδίες. Μία φορά αποπειράθηκα νʼ αυτοκτονήσω, τέσσερις φορές αποπειράθηκα νʼ αποπειραθώ νʼ αυτοκτονήσω. Ο μακρινός ρόγχος μιας μηχανής που κουρεύει το γκαζόν καλοκαιριάτικα, μου φέρνει ωραίες αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία. Δύσκολα πετάω πράγματα. Ένας από τους προγόνους μου είχε τη μανία να κρατάει τα πάντα. όταν πέθανε, βρέθηκε ένα κουτί παπουτσιών με μια ετικέτα όπου ήταν γραμμένο καλλιγραφικά: «Εντελώς άχρηστα σπαγκάκια». Δεν πιστεύω ότι η σοφία των σοφών θα χαθεί. Έχω φανταστεί ένα βιβλίο-μουσείο της καθημερινής γραμματείας, όπου θα καταχωρίζονται χειρόγραφα μηνύματα αγνώστων, ταξινομημένα ανά κατηγορίες: αγγελίες για χαμένα ζώα, δικαιολογίες σε παρμπρίζ για να μην πέσει πρόστιμο από την τροχαία, απεγνωσμένες κλήσεις αυτοπτών μαρτύρων, αναγγελίες αλλαγής ιδιοκτησίας, μηνύματα γραφείου, μηνύματα οικιακά, μηνύματα που στέλνεις στον εαυτό σου. Ακούγοντας έναν γέρο να μου διηγείται τη ζωή του, σκέφτηκα: «Αυτός ο άνθρωπος είναι μουσείο του εαυτού του». Ακούγοντας να μιλάει ο γιος ενός μαύρου αμερικανού ακτιβιστή και μιας γαλλίδας κοινωνιολόγου, σκέφτηκα: «Αυτός ο άνθρωπος είναι ένα ready-made». Βλέποντας έναν άνθρωπο κατάχλομο, σκέφτηκα: «Αυτός ο άνθρωπος είναι φάντασμα του εαυτού του». Οι γονείς μου πήγαιναν σινεμά κάθε Παρασκευή βράδυ, ώσπου απέκτησαν τηλεόραση. Μʼ αρέσει ο ντόμπρος ήχος της χάρτινης σακούλας, αλλά όχι ο τσιτσιριστός της πλαστικής. Μου ʼχει συμβεί νʼ ακούσω, όχι όμως και να δω, ένα φρούτο να πέφτει απʼ το κλαδί. Τα κύρια ονόματα με συναρπάζουν γιατί αγνοώ τη σημασία τους. Έχω έναν φίλο που, όταν καλεί κόσμο στο σπίτι του για φαΐ, δε φέρνει στο τραπέζι πιατέλες, αλλά γαρνιρισμένα πιάτα όπως στο εστιατόριο, οπότε δεν τίθεται θέμα να ζητήσεις συμπλήρωμα. Έχω ζήσει πολλά χρόνια χωρίς κοινωνική ασφάλιση. Υπάρχει περίπτωση να αισθανθώ πιο άβολα μʼ έναν καλό άνθρωπο απʼ ό,τι μʼ έναν κακό. Πιο πολύ γέλιο προκαλώ όταν διηγούμαι τις κακές εντυπώσεις μου από ένα ταξίδι απʼ ό,τι τις καλές. Όταν ένα παιδί μού λέει: «κύριε», με ανησυχεί. Σε μια λέσχη ανταλλαγής ερωτικών συντρόφων είδα για πρώτη φορά ανθρώπους να κάνουν έρωτα μπροστά μου. Δεν αυνανίζομαι μπροστά σε γυναίκα. Λιγότερο αυνανίζομαι μπροστά σε εικόνες απʼ ό,τι μπροστά σε αναμνήσεις. Δεν έχω μετανιώσει ποτέ που είπα ό,τι σκεφτόμουν στʼ αλήθεια. Βαριέμαι τις ιστορίες αγάπης. Δεν αφηγούμαι τις δικές μου ιστορίες αγάπης. Δε μιλάω πολύ για τις γυναίκες με τις οποίες σχετίζομαι, αλλά μʼ αρέσει νʼ ακούω τους φίλους μου να μου μιλάνε για τις δικές τους. Μια γυναίκα ήρθε να με βρει σε μια μακρινή χώρα αφού είχε περάσει ενάμισης μήνας από το χωρισμό μας, δεν της είχα λείψει, χρειάστηκαν ελάχιστα δευτερόλεπτα για να καταλάβω πως δεν την αγαπούσα. Στην Ινδία, ταξίδεψα μια ολόκληρη νύχτα στο ίδιο κουπέ μʼ έναν άγνωστο Ελβετό, διασχίζαμε τους κάμπους της Κέραλας, σε λίγες ώρες τού είπα για τον εαυτό μου πιο πολλά απʼ όσα έχω πει στους καλύτερους φίλους μου σε πολλά χρόνια, ήξερα πως δε θα τον ξανάβλεπα, τʼ αφτιά του ήταν ακίνδυνα. Μου συμβαίνει να γίνομαι καχύποπτος. Κοιτάζοντας πολύ παλιές φωτογραφίες διαπιστώνω πως το ανθρώπινο σώμα εξελίσσεται. Δεν είμαι τσιγκούνης, θαυμάζω τη λελογισμένη δαπάνη. Μʼ αρέσουν κάποιες στολές όχι γιʼ αυτό που συμβολίζουν, αλλά για τη λειτουργική τους απλότητα. Μου συμβαίνει νʼ αναγγέλλω μια ευχάριστη είδηση που με αφορά σε κάποιο αγαπητό μου πρόσωπο, κι εμβρόντητος νʼ αντιλαμβάνομαι ότι με ζηλεύει. Δεν είμαι ωραίος. Δεν είμαι άσχημος. Υπό ορισμένες οπτικές γωνίες, μαυρισμένος και με μαύρο πουκάμισο, μπορεί να με θεωρήσω ωραίο. Πιο συχνά με θεωρώ άσχημο παρά ωραίο. Οι στιγμές όπου με θεωρώ ωραίο δεν είναι ισάριθμες μʼ αυτές όπου θα ήθελα να είμαι. Θεωρώ ότι είμαι πιο άσχημος προφίλ παρά ανφάς. Μʼ αρέσουν τα μάτια μου, τα χέρια μου, το μέτωπό μου, ο πισινός μου, τα μπράτσα μου, το δέρμα μου, δε μʼ αρέσουν τα μπούτια μου, οι αστράγαλοί μου, το πιγούνι μου, τʼ αφτιά μου, η καμπύλη στο σβέρκο μου, τα ρουθούνια μου ιδωμένα από κάτω, δεν έχω άποψη για το πέος μου. Το πρόσωπό μου είναι ασύμμετρο. Η αριστερή πλευρά του προσώπου μου δε μοιάζει στη δεξιά. Μʼ αρέσει η φωνή μου όταν ξυπνάω από μεθύσι ή όταν είμαι γριπωμένος. Δε χρειάζομαι τίποτα. Δεν κόπτομαι να γοητεύσω κάποιον που φοράει πέδιλα. Δε μʼ αρέσει το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού. Θα προτιμούσα να μην έχω νύχια. Θα προτιμούσα να μην έχω να ξυρίζομαι. Δεν επιζητώ τιμές, δε σέβομαι τις διακρίσεις, οι ανταμοιβές μʼ αφήνουν αδιάφορο. Γουστάρω τους παράξενους ανθρώπους. Συμπάσχω με τους δυστυχισμένους. Δε μʼ αρέσει ο πατερναλισμός. Αισθάνομαι πιο άνετα με τους γέρους παρά με τους νέους. Μπορώ να θέτω αναρίθμητες ερωτήσεις σε ανθρώπους που δε νομίζω ότι θα ξαναδώ ποτέ. Μια μέρα, θα φορέσω μαύρες καουμπόικες μπότες με βιολετί βελούδινο κοστούμι. Η μυρωδιά της κοπριάς μού θυμίζει παλιές εποχές, ενώ η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος καμία συγκεκριμένη. Δεν μπορώ νʼ απομνημονεύσω τα ονόματα ανθρώπων που μου ʼχουν μόλις συστήσει. Δε ντρέπομαι για την οικογένειά μου, αλλά δεν την καλώ στα βερνισάζ μου. Έχω αγαπήσει συχνά. Με αγαπώ λιγότερο απʼ όσο έχω αγαπηθεί. Εκπλήσσομαι που μʼ αγαπούν. Δε με θεωρώ ωραίο όταν μια γυναίκα με βρίσκει ωραίο. Είμαι σποραδικά ευφυής. Οι ερωτικές μου περιπέτειες μοιάζουν μεταξύ τους και με τις ερωτικές περιπέτειες των άλλων πιο πολύ απʼ όσο τα έργα μου μοιάζουν μεταξύ τους και με τα έργα των άλλων. Βρίσκω ότι υπάρχει κάτι ευχάριστο στη δυστυχία ενός έρωτα που σβήνει. Δεν είχα ποτέ κοινό λογαριασμό με κανέναν. Ένας φίλος μου μου επισήμανε ότι δεν κρύβω τη χαρά μου όταν οι καλεσμένοι μου φτάνουν στο σπίτι μου, αλλά και όταν φεύγουν. Πιο πολύ αρχίζω παρά τελειώνω. Πιο εύκολα πηγαίνω σε φίλους παρά φεύγω. Δεν ξέρω να διακόπτω έναν συνομιλητή μου που με κάνει να πλήττω. Στους δωρεάν μπουφέδες μπουκώνομαι μέχρις αηδίας. Χωνεύω καλά. Μʼ αρέσει η καλοκαιρινή βροχή. Οι αποτυχίες των άλλων με στενοχωρούν περισσότερο απʼ ό,τι οι δικές μου. Οι αποτυχίες των εχθρών μου δε με χαροποιούν. Μου είναι αδύνατον να καταλάβω γιατί οι άνθρωποι κάνουν ηλίθια δώρα. Τα δώρα με φέρνουν σε αμηχανία, είτε όταν τα χαρίζω είτε όταν τα δέχομαι, εκτός αν είναι σωστά, πράγμα σπάνιο. Ο έρωτας μου χαρίζει απέραντη απόλαυση, αλλά και μου τρώει πάρα πολύ χρόνο. Όπως το νυστέρι ενός χειρουργού αποκαλύπτει τα όργανά μου, έτσι και ο έρωτας μου αποκαλύπτει άλλους εαυτούς μου, που η αισχρή καινότητά τους με τρομάζει. Δεν είμαι άρρωστος. Δεν πηγαίνω πάνω από μία φορά το χρόνο στον γιατρό. Είμαι μύωψ και ελαφρώς αστιγματικός. Δεν έχω φιλήσει ποτέ ερωμένη μου μπροστά στους γονείς μου. Στην Κορσική, κάτι φίλοι με παρέσυραν σʼ ένα ομαδικό μάθημα ελεύθερης κατάδυσης, ένας εκπαιδευτής με κατέβασε σε λίγα δευτερόλεπτα στα έξι μέτρα βάθος, ένιωσα το αριστερό μου αφτί να σκάει, όταν ανέβηκα στην επιφάνεια δεν είχα καμία αίσθηση ισορροπίας, από τότε, σε κάθε προσγείωση, νιώθω μια βελόνα να μου τρυπάει το εσωτερικό αφτί ώσπου, ξαφνικά, ο αέρας απελευθερώνεται διασχίζοντας το τύμπανο. Δεν ξέρω τα ονόματα όλων των φυτών. Αναγνωρίζω την καστανιά, τη φιλύρα, τη λεύκα, την ιτιά, την κλαίουσα ιτιά, το πεύκο, το έλατο, την οξιά, τον πλάτανο, την καρυδιά, τη μηλιά, την κερασιά, την πασχαλιά, τη βερικοκιά, την αχλαδιά, τη συκιά, τον κέδρο, την σεκόγια, το μπαομπάμπ, το φοίνικα, τον κοκοφοίνικα, τη βελανιδιά, το σφεντάμι, την ελιά. Ξέρω πώς λέγονται, αλλά δεν τʼ αναγνωρίζω, η μελία, η αγριόλευκα, η φτελιά, το ευώνυμο, η κουμαριά, η μπουκαμβίλια, η κατάλπα. Είχα κατά καιρούς γκάπι, μπαρμπούνι της Σουμάτρας, νέον τέτρα, ένα ψάρι με κίτρινες και μαύρες ραβδώσεις και σχήμα φιδιού, και άλλα ψάρια ενυδρείου που έχω ξεχάσει πώς τα έλεγαν. Είχα ένα θηλυκό χάμστερ που το έλεγα Πιρουέτα επειδή της άρεσε πολύ ένας γαλάζιος πλαστικός τροχός πάνω στον οποίο έτρεχε τόσο πολύ ώστε έκανε ολόκληρους κύκλους. Μια φίλη που δεν ήξερε καλά αγγλικά, άκουγε «Cʼest quelque chose» αντί για «Set in your shoes» στο τραγούδι «Boogie Wonderland». Μου ʼχει συμβεί να τρέχω σε θεοσκότεινα δρομάκια. Ένας θείος μου μʼ έβαζε να λέω: «Ένα δύο τρία τέσσερα πέντε έξι εφτά οκτώ εννέα δέκα φτου σκουληκομυρμηγκότρυπα» ενώ με γαργαλούσε. Ενός άλλου θείου μου του άρεσαν οι ζαβολιές και οι φάρσες, έκλεβε απʼ τα μαγαζιά έτσι για την πλάκα, αγόραζε το «Ηara-Kiri» και μʼ έβαζε να το διαβάσω, έκανε τον διανοητικά καθυστερημένο στην παραλία, έπεφτε ουρλιάζοντας και αφρίζοντας πάνω σε μια γυναίκα που έκανε ηλιοθεραπεία, έκανε ερωτήσεις με ανύπαρκτες λέξεις στην αγρότισσα που έμενε δίπλα του, έπειθε αγνώστους από το τηλέφωνο να πάνε στο Ορλί να παραλάβουν ένα φίδι, έπαιζε στο καζίνο ώσπου να του απαγορευτεί αυστηρά η είσοδος, επιχειρούσε να μαζέψει τα νοίκια απʼ τα μαγαζιά της νύχτας που ο πατέρας του είχε κερδίσει στο πόκερ και κατέληγε τύφλα στο μεθύσι από τους μαφιόζους ενοικιαστές που τον καλόπιαναν με σαμπάνια. Δεν παίζω στο καζίνο. Αναρωτιέμαι τι στάση θα κρατούσα αν με βασάνιζαν. Στα μουσεία, κοιτάζω τον κόσμο με το βλέμμα των ζωγράφων. στο δρόμο, με το δικό μου. Γνωρίζω τέσσερα ονόματα του Θεού.