Λούτσο
Ήταν τη χρονιά που συνέλαβαν τον θείο μου επειδή είχε σκοτώσει τη γυναίκα του, κι η οικογένειά μου είχε πέσει στη γλώσσα όλης της πόλης. Επειδή ο θείος ήταν συνέταιρος με τον μπαμπά μου, η μπάλα πήρε και τους γονείς μου, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι γονείς να μη θέλουν τα παιδιά τους να κάνουν παρέα μαζί μου, οπότε έχασα κι αυτούς τους λίγους φίλους που είχα.
Ήμαστε ξένοι, spics, σε μια πόλη όλο blancos. Δεν ξέρω πώς καταλήξαμε εκεί. Χιλιάδες Latinos ζουν στο Νιου Τζέρζι, κι εμείς πήγαμε και μείναμε στη μοναδική πόλη που τους έχει μόνο για υπηρέτες. Όλα τα παιδιά με φώναζαν Μελανούρι, επειδή ήμουν πολύ μελαχρινή, ή Ινδή, επειδή όλοι οι Ινδοί που έβλεπαν στην τηλεόραση ήταν σκούροι σαν κι εμένα. Κι εγώ σκεφτόμουν πως όλοι οι gringos είναι ροζ, όχι λευκοί, αλλά δεν το ʼπα ποτέ. Ήμουν ήσυχο παιδί, μοναχικό, κι έγινα ακόμα πιο μοναχικό από τη στιγμή που η οικογένειά μου έγινε μόνιμο πρώτο θέμα στις βραδινές ειδήσεις.
Έτσι έγινε κι έμπλεξα με τον Λούτσο. Είχε μετακομίσει στη γειτονιά με τη μαμά του όταν εκείνη παντρεύτηκε τον εργένη γιατρό που ζούσε στο μεγάλο σπίτι πάνω στο λόφο. Ο Λούτσο είχε ισπανικό όνομα γιατί η μαμά του ζούσε μʼ έναν Αργεντίνο όταν τον έκανε, αλλά ο μπαμπάς του Λούτσο ήταν κάποιος άλλος· κάποιος άλλος, που ερχόταν κι έφευγε με την αυγή.
Ο Λούτσο ήταν δεκάξι κι εγώ δεκατεσσάρων, κάτι που σήμαινε ότι μπορούσαμε να ʼμαστε φίλοι στη γειτονιά, αλλά όχι στο σχολείο, όπου έπρεπε νʼ αγνοεί ο ένας τον άλλον. Είχε σαρκώδη χείλη και στρογγυλή μυτούλα, απαλό και γυαλιστερό δέρμα, σκούρα λιπαρά μαλλιά. Όλα τα κορίτσια τον έβαλαν στο μάτι. Αλλά ο Λούτσο ήταν λίγο βρόμικος για μια πόλη σαν τη δικιά μας. Πάντα φορούσε τα ίδια: ξεβαμμένο τζιν με τρύπες γύρω από τις τσέπες κι ένα άσπρο πουκάμισο με κουμπιά ώς κάτω που φαινόταν σαν να ʼχε πλυθεί στο νεροχύτη. Δεν ήταν πολύ ψηλός (από μένα, πάντως, πιο ψηλός) κι αδυνατούλης όπως όλα τʼ αγόρια πριν ανακαλύψουν την μπίρα. Καθόταν στο γρασίδι της αυλής του σχολείου και κάπνιζε τσιγάρα, τάχα απολαμβάνοντας τη φύση. Τʼ άλλα αγόρια δεν του μιλούσαν, εκτός από εκείνα τα κακορίζικα που τσακίζονται να γίνουν φίλοι με κάθε νεοφερμένο. Ο Λούτσο, όμως, δεκάρα δεν έδινε.
Ακόμα δεν έχω καταλάβει πώς με ανακάλυψε. Μια μέρα, μας χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Η μαμά μου ούτε άνοιγε την πόρτα ούτε απαντούσε στο τηλέφωνο. Είχε πάθει κατάθλιψη μʼ εκείνη την ιστορία της δίκης, κι όλο έκλαιγε, πήγαινε στον τρελογιατρό κι έλεγε να σηκωθούμε να φύγουμε και να πάμε στην Ιταλία να γυρίζουμε στα μουσεία αντί να ʼχουμε να κάνουμε με ανθρώπους που μας βρίζουν όλη μέρα και μας λένε μετανάστες δολοφόνους. Συνήθως, όταν χτυπούσε το κουδούνι της εξώπορτας, ήταν ή κάποιος δημοσιογράφος που ήθελε μια δήλωση, ή κάποιος γείτονας με την εφημερίδα τυλιγμένη σε μια χάρτινη σακούλα. Μα ούτε η υπηρέτριά μας άνοιγε πια την πόρτα, γιατί ο μπαμπάς έλεγε ότι αυτό μας έλειπε, να μας την πέσουν κι επειδή απασχολούμε λαθρομετανάστες.
Οπότε την άνοιξα εγώ, και να σου ο Λούτσο στα σκαλιά της εισόδου, να βαριέται που ζει. Ήξερα ότι είχε μετακομίσει στη γειτονιά και τον είχα δει μια-δυο φορές, όπως ήξερα κι ότι κάποιοι ταράζονταν με το που τον έβλεπαν. Με κοίταξε σαν να γνωριζόμασταν χρόνια και είπε: «Πάμε μια βόλτα στο ποτάμι;».
«Ούτε τʼ όνομά μου δεν ξέρεις» του είπα – σαχλαμάρα από τις λίγες, αλλά ξέρετε πώς είναι όταν σε πιάνουν αδιάβαστο.
Με κοίταξε μʼ εκείνο το ύφος σαν να ʼμουν κάνα χαζό κι έπρεπε να με υποφέρει. Δεν είπε τίποτα, όμως, στεκόταν εκεί και περίμενε. Φώναξα στη μαμά μου και της είπα ότι έβγαινα και θα γύριζα σε λίγο, μα εκείνη δεν απάντησε, κι έτσι βγήκα απʼ το σπίτι. Μόνο όταν πάτησα στην άσφαλτο αντιλήφθηκα ότι ήμουν ξυπόλητη, αλλά συνέχισα να περπατάω, και τον ακολούθησα ώς το ποτάμι του δάσους.
Όταν φτάσαμε εκεί, έπιασε να καπνίζει σαν παλιό φουγάρο, κι αυτό με εντυπωσίασε, γιατί εδώ χρειάζεσαι ταυτότητα για νʼ αγοράσεις τσιγάρα, και κανείς δεν έχει τα κότσια να παρανομήσει. Είναι μια πόλη όλο κότες και μαλακισμένα με μπλουζάκια polo.
«Τι κωλοπόλη είνʼ αυτή, ρε πούστη μου» είπε ο Λούτσο και τον ψιλοφοβήθηκα, γιατί η μαμά μου πάντα μου ʼλεγε πως όταν είσαι μόνη μʼ έναν άντρα μπορεί και να σε καθαρίσει. Μη πάτε μακριά, δείτε τι έπαθε η θεία μου απʼ τον ίδιο της τον άντρα.
«Εγώ λέω να την κάνω» άρχισα να λέω, κι ο Λούτσο με κοίταξε σαν να μην άξιζα που έχανε το χρόνο του μαζί μου.
«Μη γίνεσαι παιδί» μου είπε. «Δεν πρόκειται να σου κάνω τίποτα.» Ύστερα άρχισε να χαχανίζει: «Έπειτα, κι αν σου ʼκανα τίποτα, σε λάθος γκόμενα θα το ʼκανα. Άκουσα πως ο θείος σου είναι δολοφόνος».
Ήταν η πρώτη φορά που μου το ʼλεγε αυτό κάποιος, και το πήρα λίγο πάνω μου. Χαμογέλασα. Αν είναι δυνατόν.
«Λοιπόν; Τι θα κάνεις άμα φύγεις απʼ αυτό το μέρος;»
«Δεν ξέρω» είπα, γιατί αυτό ήταν και το μόνο μέρος που ήξερα. «Κολέγιο…;»
«Το κολέγιο είναι για χέστες. Πρέπει να φύγεις από δω και να κάνεις τη ζωή σου, Σαμπίνα.»
Δεν ξέρω ποιος του ʼχε πει τʼ όνομά μου. Μάλλον οι ίδιοι που του ʼχαν πει και για την οικογένειά μου. Δεν είπα τίποτα κι εκείνος δεν ξαναμίλησε, καθόταν εκεί και κάπνιζε ενώ κοιτάζαμε το ρηχό ποταμάκι. Αυτό το ποταμάκι ήταν κάποτε γεμάτο πέστροφες. Τώρα ήταν ένα ρέμα όλο λάσπη. Τα πόδια μου ήταν χωμένα στο βούρκο, κι ένα τεράστιο ζουζούνι σκαρφάλωνε στο πόδι μου. Το άφησα να καβαλήσει το δάχτυλό μου και το ʼδειξα στον Λούτσο. Εκείνος χαμογέλασε στο πράσινο πλασματάκι, το ʼπιασε με την άκρη του δείκτη του, το ʼχωσε στο στόμα του, το τραγάνισε και το κατάπιε. Ύστερα μου έβγαλε τη γυμνή του γλώσσα για να μου δείξει πως στʼ αλήθεια το ʼχε φάει.
Εννοείται ότι ο θείος μου κρίθηκε ένοχος. Εκείνος έλεγε και ξανάλεγε πως ήταν αθώος, πως κάποιος του ʼχε στήσει παγίδα, ακόμα και τον πατέρα μου έδωσε πως τάχα τού την είχε στήσει για να πάρει όλη την εταιρεία, αλλά κανείς δεν τσίμπησε. Εμείς ξέραμε ότι ήταν ένοχος γιατί ήταν τέτοιος τύπος ο θείος μου: κάθε τόσο έσπαγε τα μούτρα της θείας μου, κι η μαμά μου αναγκαζόταν να την πηγαίνει στο νοσοκομείο και να την αφήνει να μένει στο σπίτι μας ώσπου να τα ξαναφτιάξουν οι δυο τους κι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Ο θείος μου εμφανιζόταν με κανένα χρυσαφικό ή κάνα καινούργιο αμάξι, κι η θεία μου το ʼχαβε. Μια-δυο φορές, ο θείος μου γύριζε σε μένα και μου ψιθύριζε καμιά μαλακία τού στιλ: «Όπως είδες, mi amor, όλες οι γυναίκες είναι πουτάνες για τα λεφτά».
Η μαμά μου σιχαινόταν τον θείο μου. Μου απαγόρευε να είμαι μόνη μαζί του σʼ ένα δωμάτιο. Εγώ έλεγα: «Μαμά, έτσι και σηκώσει ποτέ χέρι πάνω μου, τον μαχαίρωσα». Εκείνη μου είπε πως δεν ήταν το ξύλο αυτό που φοβόταν.
Τώρα περιμέναμε την απόφαση για την καταδίκη. Ισόβια ή θάνατος. Εμείς είμαστε Καθολικοί και επισήμως κατά της θανατικής ποινής, αλλά γιατί να πω ψέματα: όλοι σκεφτόμασταν πως θα ήμαστε πολύ καλύτερα με τον θείο κάτω απʼ το χώμα. Το επόμενο βήμα ήταν η αγωγή που θα του έκανε η οικογένεια της σκοτωμένης θείας για να του πάρει ό,τι είχε και δεν είχε, μʼ άλλα λόγια ό,τι είχε και δεν είχε ο πατέρας μου, αφού ήταν συνεταίροι. Η μαμά τα ʼχε παίξει. Καταλάβαινε ότι ο μπαμπάς θα ξεπλήρωνε αυτόν το φόνο ώς το τέλος της ζωής του, και μετά έπιασε να βρίζει τον μπαμπά και να του λέει πως πάντα του ʼλεγε πόσο μεγάλο λάθος ήταν που είχε συνεταιριστεί με τον θείο μου.
Όλα αυτά τα ʼλεγα στον Λούτσο μια μέρα. Καθόμασταν στα μπροστινά σκαλιά του σπιτιού μου, εγώ πίνοντας Coca-Cola κι εκείνος καπνίζοντας. Η μαμά έλεγε πως ο Λούτσο ήταν sucio, αλλά χαιρόταν που είχα έναν φίλο, παρʼ όλο που δε σταματούσε να μου λέει να μην τον αφήσω να με φιλήσει, κι εγώ νευρίαζα γιατί η μαμά το ʼχει αυτό, να νομίζει πως κάθε άντρας θέλει και να σε ρίξει στο κρεβάτι.
Κάποια στιγμή, ένα αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στο σπίτι, και μια ξερακιανή κοκκινομάλλα μʼ ένα γαλάζιο λινό φουστάνι που ήταν τόσο σιθρού ώστε στο φως του ήλιου φαίνονταν η δαντελωτή κιλότα της και τα ρέστα, ανέβηκε τρεκλίζοντας την ανηφορίτσα με τα φτηνιάρικα τακούνια της. Στάθηκε ακριβώς μπροστά μας και φαινόταν νευρική. Κρατούσε έναν δερμάτινο χαρτοφύλακα παστωμένο με χαρτιά, κι έδειχνε σαν να ʼχε να πει ένα εκατομμύριο πράγματα.
Ρώτησε αν αυτό ήταν το σωστό σπίτι. «Κι εσύ ποια είσαι που ρωτάς;» είπε ο Λούτσο.
«Εσύ πρέπει να ʼσαι η Σαμπίνα, ε;» Έδινε την εντύπωση ότι πάσχιζε να φανεί καλοσυνάτη. «Είμαι φίλη του θείου σου. Γράφω ένα βιβλίο για τον αγώνα του εναντίον του νομικού συστήματος και την παράνομη φυλάκισή του.»
Ωχ! Άλλη μία απʼ αυτές τις locas που πηδάει ο θείος μου και τις στρατολογεί να γίνουν σταυροφόροι του. Το ʼχε αυτό το ταλέντο να προσηλυτίζει κάθε λογής γυναίκα, από τη δικηγόρο του ώς την καθαρίστρια, να την κάνει να τον ερωτευτεί και να ʼναι πρόθυμη να του παίρνει καμιά πίπα στο κρατητήριο και να γράφει αιτήματα στον Κυβερνήτη για λογαριασμό του. Αυτό για τις πίπες το ξέρω γιατί το ʼλεγε μια μέρα με μεγάλη σιχασιά η μαμά μου στην αδελφή της.
«Αυτή την ώρα που μιλάμε, για να ξέρεις, τουλάχιστον πέντε γκόμενες γράφουν βιβλία» της είπα. «Σε ποιον τα πουλάς αυτά;»
Πληγώθηκε, και σχεδόν τη λυπήθηκα. Πάντα λυπάμαι τις χαζές. Μη με ρωτήστε γιατί.
«Δε μιλάμε για σίριαλ κίλερ, μαντάμ. Τόσο δύσκολο είναι να το καταλάβεις; Μιλάμε για κίλερ του κώλου. Τελεία και παύλα.» Αυτά τα είπε ο Λούτσο. Ο τέλειος καβαλιέρος και σωματοφύλακας.
«Αλήθεια, πώς τον γνώρισες τον θείο μου;» τη ρώτησα, προσπαθώντας ξαφνικά να φανώ ευγενική, για να μη λέει ο κόσμος ότι δεν έχω καλούς τρόπους.
Εκείνη δεν απάντησε. Έπιασε να ψαχουλεύει το χαρτοφύλακά της, έβγαλε ένα στιλό και είπε ότι ήθελε να με ρωτήσει κάποια πράγματα, ότι με ήξερε από μικρή κι ότι εκείνη κι ο θείος μου ήταν φίλοι από παλιά.
«Ξέχασέ το» της είπα.
«Κουβέντα δεν της παίρνεις αν δεν είναι μπροστά ο δικηγόρος της» – πάλι ο Λούτσο.
Η γυναίκα φάνηκε να το διασκεδάζει. «Το αγόρι σου είναι;»
«Εγώ είμαι το μαντρόσκυλο, σκρόφα. Τώρα σήκω και φύγε μη φωνάξω τους μπάτσους και γίνει της πουτάνας. Εκεί να δεις βιβλίο που θα γράψεις.» Ο Λούτσο τα είπε αυτά με χαμηλή φωνή. Τα είπε ήρεμα και σιγανά, σαν να παράγγελνε πίτσα, και η κυρία με το σιθρού φουστάνι έδειχνε στα πρόθυρα καρδιακής προσβολής. Έκανε μεταβολή στα τρεμάμενα πόδια της, και παραλίγο να γκρεμοτσακιστεί γυρίζοντας στο αμάξι της.
Να σας πω την αλήθεια, άργησα λιγάκι να ωριμάσω. Έπαιζα με την Μπάρμπι ώς τα δεκατρία μου, πολύ μετά το φυσιολογικό, και, πιστέψτε με, μου ήταν δύσκολο να την αφήσω, γιατί μʼ άρεσε η ελευθερία του κόσμου της, μʼ άρεσε να φτιάχνω ιστορίες για το λιγνό της σώμα. Ούτε γούσταρα πολύ τʼ αγόρια, παρʼ όλο που όλα τα κορίτσια της ηλικίας μου τα ʼφτιαχναν με κάποιον και πήγαιναν μαζί σινεμά και τα ρέστα. Μα ούτε τʼ αγόρια με γούσταραν πολύ. Όμως ο Λούτσο ήταν νοστιμούλης, κι εκεί που άρχιζα να σκέφτομαι πως δε θα ʼταν άσχημα να τα φτιάχναμε, κάθε φορά που άρχιζα να σκέφτομαι πώς θα ʼταν αν με φίλαγε, τον έβλεπα και μʼ έπιανε ταραχή, κάτι που το σιχαινόμουν, οπότε το ʼβγαλα απʼ το νου μου.
Μια μέρα μού είπε πως ήμουν όμορφη, εντάξει, αλλά να μην το παίζω όμορφη, γιατί αυτό χαλούσε τη γοητεία μου. Ήξερα πως τραβιόταν με μια κοπέλα της δευτέρας λυκείου που την έλεγαν Κόρτνι και που η μαμά της μας είχε πουλήσει το σπίτι κι ο μπαμπάς της είχε τη μοναδική μάντρα αυτοκινήτων στην πόλη. Η Κόρτνι ήταν ξανθιά κι ένας θεός ξέρει γιατί στέγνωνε τα μαλλιά της με το σεσουάρ. Έκανε μανικιούρ κι έβαζε μεϊκάπ που δεν έλιωνε ποτέ, ούτε στη γυμναστική που κάναμε την ίδια ώρα. Είχε επίσημο γκόμενο, έναν τελειόφοιτο που έπαιζε λακρός και προοριζόταν για το Πανεπιστήμιο Λιχάι όπως όλος ο κόσμος σʼ αυτή την πόλη, αλλά εκείνη και ο Λούτσο έκοβαν βόλτες μαζί στο νεκροταφείο, κι εκείνος μού είπε ότι μια μέρα η Κόρτνι άπλωσε τα βυζιά της πάνω στην ταφόπλακα κάποιου ολλανδού πιονιέρου και μετά έβαλε τα γέλια σαν υστερική.
Aυτό δεν μʼ άρεσε και πολύ. Καμώθηκα ότι ξανάδενα τα κορδόνια των παπουτσιών μου όταν ο Λούτσο μού έλεγε με το νι και με το σίγμα πώς το ʼχαν κάνει πίσω απʼ την παλιά αποικιακή εκκλησία. Του θύμισα πως η Κόρτνι είχε γκόμενο, κι εκείνος είπε κάτι σαν: «Χεστήκαμε. Σάμπως πρόκειται να την παντρευτώ;».
Ήμαστε σπίτι μου, ξαπλωμένοι στο γρασίδι της πίσω αυλής. Η μαμά μου μιλούσε στο τηλέφωνο με Κολομβία, ως συνήθως, κι ο μπαμπάς μου ήταν στο δικαστήριο, ως συνήθως.
«Εσύ δεν έχεις έναν αδερφό;» ρώτησε ο Λούτσο και γύρισε μπρούμυτα. Είχε ένα χορταράκι ανάμεσα στα δόντια του, και τα μάγουλά του ήταν γεμάτα κοκκινίλες απʼ τον ήλιο.
«Είναι εσώκλειστος.»
«Δε μιλάς ποτέ γιʼ αυτόν.»
«Ξεχνάω ότι υπάρχει.»
«Γάμησέ τα δηλαδή.»
«Το ξέρω.»
«Θες να το κάνουμε;»
Ήταν ξαπλωμένος στο πλάι, ακουμπισμένος στον αγκώνα του, με τα μάτια του να μισοκλείνουν για να διώχνουν τον ήλιο. Τα μαλλιά του ήταν πιο λιγδερά από κάθε άλλη φορά, κι ο ίδιος βρόμαγε λιγάκι. Αναρωτήθηκα πόσο συχνά έκανε μπάνιο. Εγώ έκανα δύο φορές την ημέρα, γιατί την όσφρηση της μαμάς μου δεν την πιάνει κανείς, κι όλο μου ʼλεγε ότι μυρίζαν οι μασχάλες μου.
«Η μαμά μου μας βλέπει απʼ το παράθυρό της» είπα.
«Πάμε σʼ εμένα τότε. Ο γιατρός και η μάνα μου έχουν κατέβει στην πόλη. Κανείς δεν είναι σπίτι.»
Άρχισα να κουνάω πέρα-δώθε το κεφάλι μου, αλλά χαμογελούσα.
«Έλα, ρε Σαμπίνα! Αφού το ξέρω ότι το θέλεις!»
Ξέρετε πώς γίνονται τα πράγματα άμα είσαι έφηβος. Τη στιγμή που αρχίζουν να καλυτερεύουν, η μαμά σου σε φωνάζει να πας σπίτι γιατί είναι η θεία σου, ας πούμε, στο κωλοτηλέφωνο και θέλει να της πεις αν σου άρεσε εκείνη η μαλακία που σου ʼχε στείλει για τα γενέθλιά σου.
Η μαμά τρελαινόταν για ψώνια. Έκοψε το τσιγάρο όταν με γέννησε, και δεν έπινε ποτέ. Η μανία της ήταν τα ρούχα, κι ο δικός μου ρόλος ήταν να κάθομαι στην καρέκλα των δοκιμαστηρίων και να της λέω αν το φόρεμά της θʼ άρεσε στον πατέρα μου, γιατί αν του μπαμπά δεν του άρεσε κάτι, η μαμά το πήγαινε πίσω την άλλη μέρα. Μια μέρα ήρθε μαζί μας κι ο Λούτσο, κι είχε πλάκα. Ενώ η μαμά μου κατέβαζε τα ράφια, ο Λούτσο κι εγώ κάναμε βόλτα στο τμήμα με τα γυναικεία εσώρουχα, κι ο Λούτσο έπιασε ένα σέξι σουτιέν και μου το ʼδειξε λέγοντας πως θα μου πήγαινε πολύ ένα τέτοιο όταν θα ʼβγαιναν τα βυζιά μου. Έμενε συχνά στο σπίτι μας για βραδινό, κι εκείνο το βράδυ, ενώ τρώγαμε, η μαμά μου άρχισε να τον ρωτάει πώς η δική του μαμά είχε γνωρίσει τον γιατρό, κι ο Λούτσο τα ʼχασε σαν να ʼχε κάποιο πρόβλημα ή κι εγώ δεν ξέρω τι.
«Υποτίθεται ότι είναι κρυφό, αλλά γνωρίστηκαν με μια αγγελία στην εφημερίδα.»
«Τι εφημερίδα;» – μα το Θεό, καμιά φορά η μαμά μου είναι τόσο αδιάκριτη…
«Ε... όχι ακριβώς εφημερίδα... ξέρετε... του γραφείου συνοικεσίων.»
Έδωσα μια κλοτσιά στη μαμά μου κάτω απʼ το τραπέζι για να σταματήσει τις ερωτήσεις, αλλά εκείνη με κοίταξε με το βλέμμα «σπίτι-μου-είναι-και-θα-ρωτάω-ό,τι-θέλω».
Το μόνο που ήξερα είναι πως ο Λούτσο και η μαμά του ζούσαν στην Καλιφόρνια πριν έρθουν στο Τζέρζι, μʼ έναν άλλο τύπο, έναν Μεξικάνο που πουλούσε άλογα κι έμαθε στον Λούτσο να ιππεύει. Ο Λούτσο έλεγε πως δεν ήταν κακός, μα μια μέρα τούς πέταξε στο δρόμο κι έπρεπε να βρουν κάτι άλλο.
«Έχεις σκεφτεί τι θα κάνεις μετά το σχολείο; Θα πας κολέγιο;» Αυτή ήταν η αγαπημένη ερώτηση της μητέρας μου σε κάθε παιδί άνω των δέκα. Κάθε νεόπλουτος μετανάστης έχει κόλλημα με τα κολέγια.
«Μπα, όχι. Ο γιατρός λέει πως πρέπει να δουλέψω. Λέω να γυρίσω στην Καλιφόρνια και να γίνω ηθοποιός.»
«Και η μητέρα σου τι λέει γιʼ αυτό;»
«Ότι μπορώ να φύγω όταν κλείσω τα δεκαοκτώ.» Γύρισε, με κοίταξε, κι ύστερα γύρισε πάλι στη μαμά: «Θα πάρω και τη Σαμπίνα μαζί μου».
Η μαμά μου γέλασε, αλλά κατάλαβα τι σκεφτόταν: πως ο Λούτσο βιαζόταν – τόσο πολύ, ώστε να του κόψει κάθε όρεξη να ξανάρθει στο σπίτι μας.
«Κακομοίρη μου» γρύλισε η μαμά. «Η Σαμπίνα θα μείνει εδώ, μαζί μας.»
Το μισούσα το σχολείο. Ακόμα και οι καθηγητές κουβέντιαζαν ψιθυριστά για την πρωτοκαθεδρία της οικογένειάς μου στα δελτία ειδήσεων· πώς οι παππούδες μου χρειάστηκε να εκλιπαρήσουν τον δικαστή για να χαρίσει του θείου μου τη ζωή· πώς ο θείος μου είχε ένα-δυο εξώγαμα παιδιά στην Πολιτεία· και μετά, όλες τις μακάβριες λεπτομέρειες του ίδιου του φόνου, τις οποίες η μαμά μου μου τις έκρυψε επιμελώς. Πήγαινε κι εκείνη στο δικαστήριο κάθε μέρα σχεδόν, και καθόταν μία μέρα δεξιά και μία μέρα αριστερά στο ακροατήριο. Πάντα γύριζε σπίτι κακοδιάθετη, κι όταν τη ρωτούσα τι είχε συμβεί εκείνη τη μέρα, μου ʼλεγε: «Καλύτερα να μην ξέρεις».
Ο Λούτσο κι εγώ καθόμασταν στην ακροποταμιά. Το ποτάμι είχε σχεδόν στερέψει, κι ακόμα δεν είχε μπει καλά καλά το καλοκαίρι. Καθόμασταν δίπλα δίπλα, πάνω σʼ εκείνο το γέρικο δέντρο που έγερνε πάνω απʼ το ποτάμι σαν σακάτικο, με τα πόδια μας να αιωρούνται στο κενό. Ο Λούτσο κάπνιζε. Μια μέρα τον ρώτησα πώς αγόραζε τσιγάρα χωρίς να βρίσκει τον μπελά του, και μου είπε πως του τʼ αγόραζε ο γιατρός. Σκέφτηκα πως πρέπει να ʼταν πολύ εντάξει τύπος ο γιατρός για να το κάνει αυτό για τον Λούτσο, να του συμπεριφέρεται σαν να ʼταν μεγάλος και τα ρέστα.
Ο Λούτσο δε με πίεσε ποτέ να το κάνουμε. Μια μέρα, εκεί που καθόμασταν, ακούγοντας τα τζιτζίκια και διώχνοντας τα μυρμήγκια από τα μπούτια μας, ακούω τον Λούτσο να μου λέει, έτσι στο άσχετο: «Άκουσα πως ο θείος σου πρώτα βίασε εκείνη την κυρία και μετά τη σκότωσε».
«Τη θεία μου, εννοείς.»
«Ναι.»
Σήκωσα τους ώμους γιατί το ʼχα ξανακούσει αυτό (είχα ακούσει τη μαμά μου να το λέει απʼ το τηλέφωνο στη θεία μου), αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω πώς γίνεται να σε βιάσει ο άντρας με τον οποίο είσαι παντρεμένη.
«Σʼ έχουν βιάσει ποτέ;» με ρώτησε ο Λούτσο.
«Όχι.»
«Ούτε σου ʼχουν βάλει χέρι;»
«Όχι.»
«Ούτε λιγουλάκι όταν ήσουν μικρή; Ο αδερφός σου δεν πήγε ποτέ να σου πιάσει τα βυζάκια ή κάτι άλλο;»
«Όχι, ρε!» Γελούσα. Ο αδελφός μου ήταν τρελός κομπιουτεράκιας ώσπου τον έδιωξαν γιατί είχε μπλέξει με κακές παρέες.
«Ούτε ο μπαμπάς άλλου παιδιού στην πισίνα ή κάπου αλλού;»
«Λούτσο... είσαι ανώμαλος.»
«Μια ερώτηση έκανα.»
Έμεινε σιωπηλός, και τότε ένιωσα άσχημα που τον είχα αποκαλέσει ανώμαλο. Πέταξε τη γόπα του στο στεγνό χώμα κι αμέσως άναψε άλλο τσιγάρο.
Έτσι όπως τα κανόνισε το δικαστήριο, ο μπαμπάς μου μπορούσε να εξαγοράσει από τον θείο μου το πενήντα τοις εκατό της εταιρείας και να καταβάλλει ένα ποσό το μήνα κατευθείαν στους γονείς της σκοτωμένης θείας. Ο θείος μου καταδικάστηκε σε ισόβια, ο μπαμπάς μου σε τριάντα χρόνια πληρωμές, και οι γέροι σε αναμνήσεις από μια νεκρή κόρη. Η μαμά είπε πως από δω και μπρος έπρεπε να προσέχουμε και την τελευταία δεκάρα.
«Αυτό σημαίνει κι ότι δεν έχετε λεφτά να με στείλετε στο κολέγιο;»
«Όχι» είπε η μαμά. «Σημαίνει ότι θα μας την έχει στημένη η εφορία.»
Ακόμα δεν είχε μπει το καλοκαίρι, και ήδη μου περνούσαν σκέψεις να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα λόγω υπερβολικής εξάρτησης απʼ τους γονείς μου. Ένα Σάββατο, πήγα στου Λούτσο και του χτύπησα την πόρτα. Μου άνοιξε η μαμά του. Νόστιμη κυρία, με βαμμένα ξανθά μαλλιά και μαύρισμα απʼ αυτά που κανείς δεν τα ʼχει εκ γενετής. Μιλούσε με κάποια προφορά. Ρώτησα τον Λούτσο από πού ήταν η μαμά του, και μου απάντησε πως αφού ήταν εβραία, θα μπορούσε να ʼναι απʼ οπουδήποτε. Βουλγαρία. Δανία. Τουρκία. Ισραήλ. Ένα σωρό μέρη.
Tʼ όνομά της ήταν Σούλα, κι αυτό που μʼ άρεσε πιο πολύ σε δαύτην ήταν πως μʼ άφηνε να τη λέω Σούλα και όχι κυρία Κι-εγώ-δεν-ξέρω-τι όπως όλες οι άλλες στυφές μανάδες στην πόλη. Κι η δικιά μου ήταν απʼ τις μαμάδες του ενικού, κι όλοι οι φίλοι μου τα ʼπαιζαν όταν τους έλεγε να τη φωνάζουν σκέτα Μαρία. Η Σούλα μού έγνεψε να περάσω και μου είπε πως ο Λούτσο ήταν στην πισίνα, οπότε διέσχισα τη σπιταρώνα του γιατρού και τον βρήκα κάτω από μια ομπρέλα, χωρίς πουκάμισο κι ένα σκισμένο τζιν που δεν το ʼχα ξαναδεί. Ήταν ξερακιανός και μαυρισμένος, και τότε είδα: τις ουλές στα χέρια του, τους μώλωπες στην πλάτη του και μια μεγάλη μελανιά στο στήθος του.
«Λούτσο, τι έπαθες;»
«Ο γιατρός. Με σαπίζει στο ξύλο.» Έβαλε τα γέλια.
Οι γονείς μας δε σήκωναν πάνω μας ούτε το μικρό τους δαχτυλάκι, ακόμα κι όταν ο αδελφός μου έκανε τη μαμά μου να κλαίει, πράγμα που γινόταν συχνά.
«Κι η μαμά σου τι λέει;»
«Του λέει να μην το κάνει, αλλά αυτός δεν ακούει.»
Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε η Σούλα, είπε ότι έπρεπε να πάει να ψωνίσει, και μας ρώτησε αν ήθελε να μας φέρει κοτόπουλο από το Kentucky Fried. Είπαμε οκέι, κι όταν ο Λούτσο σιγουρεύτηκε ότι είχε φύγει, σηκώθηκε, έβγαλε το σορτσάκι του και βούτηξε στην πισίνα. Ίσα που πρόλαβα να δω τον σφιχτό του πισινό και κάτι μαύρα στο υπογάστριό του. Στραβοκατάπια. Πρώτη φορά στη ζωή μου έβλεπα γυμνό αγόρι εκτός από μωρά και μια φορά που ο αδελφός μου είχε αφήσει ξεκλείδωτη την πόρτα του μπάνιου.
«Δεν έχω μαγιό, Λούτσο.»
«Τι να το κάνεις; Γδύσου.»
Δεν ξέρω τι μʼ έπιασε κι άρχισα επιτόπου να πετάω τα ρούχα μου, πρώτα την μπλούζα και μετά το σορτσάκι μου, στην πλαστική σεζλόνγκ. Έμεινα με τα εσώρουχά μου, μια ροζ βαμβακερή κιλότα που μου ʼχε αγοράσει η μαμά μαζί μʼ ένα ταιριαστό ροζ σουτιέν. Την ώρα που ξεκούμπωνα το σουτιέν επανεμφανίστηκε η Σούλα, σαν να ʼχε ξεχάσει κάτι, με τα μάτια καρφωμένα πάνω μου και στον γυμνό της γιο στην πισίνα.
«Σαμπίνα, νομίζω ότι είναι καλύτερα να φύγεις.»
«Ξέχασα να φέρω το μαγιό μου...»
«Φύγε, σε παρακαλώ.»
Ντύθηκα στα γρήγορα κι έφτασα πετώντας στο σπίτι μου, τρομοκρατημένη ότι η Σούλα θα τηλεφωνούσε στη μαμά μου και θα της έλεγε ότι είχα τσιτσιδωθεί στο σπίτι της, αλλά μετά σκέφτηκα πως, αν έκανε κάτι τέτοιο, θα ξέρναγα κι εγώ ότι ο άντρας της μαύριζε στο ξύλο τον Λούτσο, κι αυτό θα την έκανε να το βουλώσει για πάντα.
Εκείνη τη νύχτα άκουσα ένα γδούπο στο παράθυρό μου την ώρα που ήμουν ξαπλωμένη και σκεφτόμουν το βρομιάρικο γυμνό κορμί του Λούτσο και πώς ψόφαγα να το ξαναδώ. Πήγα στο παράθυρο, το άνοιξα και τον είδα στα σκοτάδια της αυλής μας την ώρα που πήγαινε να εκσφενδονίσει στο παράθυρό μου ένα παπούτσι του.
«Έι! Έχω το αμάξι του γιατρού! Πάμε μια βόλτα!»
Θα πεταγόμουν αμέσως έξω απʼ το παράθυρο αν, δύο χρόνια νωρίτερα, ο αδελφός μου, τότε δεκαπέντε χρονών, δεν είχε προσπαθήσει να βγει κρυφά απʼ το παράθυρο της κάμαράς του δίπλα στη δικιά μου για να πάει σʼ ένα πάρτι, με αποτέλεσμα να σπάσει το σβέρκο του. Οι γείτονες τον άκουσαν πριν από μας να ουρλιάζει, και κάλεσαν την αστυνομία. Είπα στον Λούτσο να με περιμένει. Δεν είχα κάνει ούτε τρία βήματα έξω απʼ την κάμαρά μου όταν άκουσα τη μητέρα μου να μου φωνάζει: «Σαμπίνα, μήπως πας στην κουζίνα;».
Γαμώτο. Της είπα ναι, κι εκείνη μου είπε να της πάω ένα ποτήρι νερό. Ο Λούτσο με περίμενε στην πίσω πόρτα, και του είπα ότι δεν μπορούσαμε να πάμε πουθενά. Στεκόμουν εκεί με το τζάμπερ μου, αυτό που μου ʼχε φέρει ο μπαμπάς μου γυρίζοντας από ένα επαγγελματικό ταξίδι. Είχε πάνω του έναν τεράστιο γάτο και τις λέξεις HONG KONG. Είχε μπει τόσο πολύ στο πλύσιμο, που μετά βίας σκέπαζε τον πισινό μου.
«Όμορφη είσαι» είπε ο Λούτσο. «Θες να ʼρθω στην κάμαρά σου;»
«Ο μπαμπάς θα με σκοτώσει αν μας πιάσει.»
«Παπάρια. Ο μπαμπάς σου δε χτυπάει για ψύλλου πήδημα.»
«Θα φάω τιμωρία και δε θα μπορώ να βγω.»
«Και λοιπόν; Έτσι κι αλλιώς πουθενά δεν πας.»
«Λούτσο...»
«Οκέι, δε μʼ αφήνεις άλλη επιλογή. Πάω να πετάξω τα παπούτσια μου στο παράθυρο της Κόρτνι.»
Ζήλεψα. Η Κόρτνι με το καυτό κορμί της μπαλαρίνας και το μαύρισμα απʼ την ηλιοθεραπεία στη λέσχη – τη λέσχη όπου πήγαιναν μόνον οι απόγονοι αυτών του “Mayflower”.Είπα στον Λούτσο πως ούτε εβραίους άφηναν να μπαίνουν εκεί, αλλά εκείνος γέλασε και είπε πως η Κόρτνι δεν είχε πρόβλημα, τους άφηνε.
Όταν ο Λούτσο έφυγε, πήγα στη μητέρα μου το νερό της και, διασχίζοντας το διάδρομο με το τριζάτο παρκέ, γύρισα στην κάμαρά μου κι έπεσα για ύπνο με το παράθυρο ανοιχτό.
Το άλλο πρωί μπήκε η μητέρα μου στην κάμαρά μου και μου είπε, έτσι όπως σας το λέω, δεν πειράζει να μην πας σχολείο σήμερα, Σαμπίνα, αν δεν θέλεις. Κάτι τρομερό συνέβη χθες το βράδυ.
Ο Λούτσο έπεσε πάνω στην προστατευτική μπάρα του αυτοκινητόδρομου. Δεν τον είχε χτυπήσει άλλο αυτοκίνητο, ούτε τον είχε στριμώξει κανένα, αναγκάζοντάς τον να βγει απʼ το δρόμο. Έγινε. Ο καημένος έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου – αυτό είπαν. Ο καημένος. Έτσι τον έλεγαν όλοι. Οι περισσότεροι δεν ήξεραν καν τʼ όνομά του, γιατί ήταν καινούργιος στην πόλη. Αλλά όλοι στο σχολείο έκαναν τους λυπημένους, πήγαν να δουν τους ψυχολογικούς συμβούλους και εκμεταλλεύτηκαν τη χαλάρωση της πειθαρχίας σε περίπτωση θανάτου μαθητή. Εγώ πήγα στο μάθημα.
Ακολούθησε η κηδεία. Είναι απίστευτο πόσο αρέσουν οι κηδείες στα παιδιά όταν πρόκειται για κάποιον δικό τους. Φοράνε μαύρα, τα κορίτσια σφιχταγκαλιάζονται και κλαίνε, κλαίνε, κλαίνε σαν μωρά. Ήρθαν και όλοι οι γονείς, δήλωσαν συμπαράσταση κι έδειχναν στενοχωρημένοι, αν και όλοι στʼ αρχίδια τους. Ο Λούτσο ήταν ο βρομιάρης ομορφούλης, αυτός που όλες οι μαμάδες έλεγαν ότι του χρειαζόταν ένα μπάνιο. Ο γιατρός έδειχνε ιδιαίτερα ανήσυχος στην κηδεία και η Σούλα είχε πλαντάξει στο κλάμα. Το φέρετρο ήταν κλειστό, αλλά δεν ξέρω αν έτσι γίνεται στους εβραίους ή επειδή το σώμα είχε διαλυθεί απʼ το τρακάρισμα.
Ο αδελφός μου είχε κλέψει το αυτοκίνητο του μπαμπά πριν από χρόνια, βγήκε στον αυτοκινητόδρομο, τον σταμάτησαν, τον συνέλαβαν και τον καταδίκασαν σʼ ένα εκατομμύριο ώρες πλύσιμο των πυροσβεστικών αντλιών με το σφουγγαράκι. Αυτό και μόνο έφτανε για να περιορίζεσαι στους πίσω δρόμους. Ο Λούτσο μου ήταν άτυχος.
Το χειρότερο ήταν πως, στην κηδεία, ο κόσμος, με το που είδε τους γονείς μου, άρχισε πάλι το σούσουρο. Όλες οι λεπτομέρειες για τα ποσά που έπρεπε να πληρώσει ο μπαμπάς στον θείο μου και στην οικογένεια του θύματος υπήρχαν σε όλες τις ηλίθιες τοπικές εφημερίδες που, συν τοις άλλοις, υπονοούσαν ότι ο μπαμπάς διακινούσε παράνομους μετανάστες. Η μητέρα μου ήταν ντυμένη στην τρίχα, όπως πάντα, μʼ ένα μοντελάκι που παραήταν για μια πόλη όπου όλες οι μανάδες ήταν πιο αφράτες εκδοχές των συζύγων τους.
Στην κηδεία, κάθισα ανάμεσα στους γονείς μου. Η μαμά έκλαιγε, αλλά εκείνες τις μέρες έκλαιγε για ψύλλου πήδημα. Νομίζω ότι αισθανόταν άσχημα γιατί, μόλις την προηγούμενη εβδομάδα, μου είχε πει ότι ο Λούτσο έμοιαζε σαν εκκολαπτόμενος γκάνγκστερ. Ο πατέρας μου κρατούσε το κεφάλι μου πάνω στο στήθος του και το φιλούσε. «Ήταν καλό παιδί, Σαμπίνα, και ξέρω πως τον αγαπούσες.»
Με ξάφνιασε ο μπαμπάς. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ούτε εγώ είχα καταλάβει πως αγαπούσα τον Λούτσο. Και τον αγαπούσα. Και τι έγινε που ήταν λίγο παλαβός και βρομιάρης. Βγήκε να με ψάξει τον καιρό που ήμουν αόρατη. Κι όταν ήταν μαζί μου, φερόταν σαν να ήμουν το μοναδικό πράγμα που έβλεπε.
Η Κόρτνι δεν ήρθε στην κηδεία γιατί έλεγαν πως ήταν πολύ ευσυγκίνητη, αλλά εγώ δεν τα χάβω κάτι τέτοια. Νομίζω πως, έτσι, πιο πολλή προσοχή τράβηξε πάνω της παρά αν ερχόταν κι έπρεπε να καθίσει σε μια καρέκλα όπως όλοι μας. Ένας ραβίνος εμφανίστηκε κι είπε κάτι εβραίικες προσευχές. Άκουσα κάτι παιδιά να χασκογελάνε πίσω μου. Σκέφτηκα τον Λούτσο και πώς θα ʼλεγε: «Γάμησέ τα».