Ανέβηκα τη σκάλα για τον πρώτο όροφο ενός νεοκλασικού κτιρίου. Σκάλα στριφογυριστή, σκαλοπάτια μαρμάρινα, πλατιά, μεγάλα. Οι σκέψεις μου διακόπηκαν μόλις έφτασα μπροστά στην κομψή ξύλινη πόρτα, προτού προλάβω να ολοκληρώσω τον νοερό μου διάλογο. Συμπτωματικά, η πόρτα άνοιξε από μια κυρία που έβγαινε. Μπήκα μέσα. Μπροστά μου ένα σκαλιστό γραφείο. Βρισκόμουν στη ρεσεψιόν. Η γραμματέας με ρώτησε τι ζητούσα και ποιο ήταν το όνομά μου. «Αλίκη Πανοπούλου», της είπα. Έψαχνα για δουλειά.
Οι καθρέφτες και οι πολυέλαιοι άστραφταν, ενώ η παχιά μοκέτα και τα ακριβά έπιπλα με έκαναν να νιώσω «λίγη» και «φτωχή». Οι κομψές κυρίες με τα επαγγελματικά χαμόγελα που διέσχιζαν τον χώρο με έκαναν να νιώσω κάπως άβολα.
«Έχω ραντεβού με την κυρία Βαρίτη στις έντεκα».
«Καθίστε παρακαλώ».
Κάθισα σε μια λαδί πολυθρόνα για να τελειώσω τον νοερό διάλογο που είχα ξεκινήσει από πριν με τη μελλοντική μου εργοδότρια. Βρισκόμουν σε ένα από τα καλύτερα ινστιτούτα αδυνατίσματος της δεκαετίας του 1980 στην πρωτεύουσα. Τα μάτια μου έλαμψαν. Μου άρεσε το περιβάλλον, η ατμόσφαιρα, οι αδύνατες και καλλίγραμμες υπάλληλοι… Αισθανόμουν γεμάτη προσδοκίες.
Με προσέλαβαν αμέσως. Η εκπαίδευσή μου στο τηλεφωνικό κέντρο ξεκίνησε τις επόμενες μέρες. Κάθε μέρα, με το βιβλίο των ραντεβού, κανόνιζα τις συναντήσεις των πελατών με τους διαιτολόγους και τα ραντεβού τους για θεραπεία στα μηχανήματα αδυνατίσματος. Άρχισα να δουλεύω δέκα με δώδεκα ώρες την ημέρα. Εκπαιδευόμουν και ταυτόχρονα μάθαινα όλο και περισσότερα πράγματα για τη λειτουργία του κέντρου, με ρυθμό καλοκουρδισμένου ρολογιού.
Η άρτια οργάνωση και οι πολύ περιποιημένες παρουσίες του προσωπικού συνέθεταν την τέλεια εικόνα. Άλλωστε και το αδυνάτισμα αφορούσε την εικόνα. την επιθυμητή εικόνα.
Στην επιχείρηση υπήρχαν τρεις κατηγορίες υπαλλήλων. Την κατώτερη βαθμίδα αποτελούσαν οι χειριστές των μηχανημάτων του τελευταίου ορόφου (που εκτελούσαν χειρωνακτική εργασία), ενώ στην αμέσως επόμενη κατηγορία ανήκαμε εμείς, οι υπάλληλοι στον χώρο υποδοχής. Όλοι εκτελούσαμε εντολές. Οι διαιτολόγοι απολάμβαναν τον σεβασμό μας και υπερείχαν όλων. Στον κόσμο αυτόν υπήρχε και μεγαλύτερος ανταγωνισμός. Ήταν γεμάτος έριδες, παρασκήνιο, καρφώματα, δολοπλοκίες. Εκεί παρέμενες μόνο αν διατηρούσες ένα καλό πελατολόγιο. Όσο ανέβαζες τον τζίρο της επιχείρησης, τόσο περισσότερα μπόνους και σεβασμό εξασφάλιζες. Το ζητούμενο ήταν μια περίοπτη θέση σε αυτόν τον κόσμο. Να είσαι η καλύτερη υπάλληλος. Μια μικρή dame de compagnie στη βασιλική Αυλή.
Η «βασίλισσα» –η εργοδότρια– ήταν μια δυναμική, πανέξυπνη και γοητευτική γυναίκα που κρατούσε με επιτυχία τα ηνία της επιχείρησης. Όλοι προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν την εύνοιά της. Στην επιχείρησή της δεν κέρδιζες μόνο τον μισθό σου. Αυτή ήταν με τέτοιο τρόπο δομημένη, που σε ωθούσε να θέλεις να βρεθείς σε μια ολοένα και καλύτερη θέση σε αυτή τη μικρή κοινωνία.
Ζούσες καθημερινά σε συνθήκες μεγάλου άγχους.
Οι πελάτες, από την άλλη, περίμεναν στη ρεσεψιόν να τους παραλάβουν οι διαιτολόγοι για να τους οδηγήσουν έναν έναν ξεχωριστά στα γραφεία, να τους ζυγίσουν και να τους μετρήσουν, προκειμένου να τους βοηθήσουν στην προσπάθειά τους να αδυνατίσουν. Άλλοι έφευγαν χαμογελώντας κι άλλοι κάπως μουδιασμένοι –ή στενοχωρημένοι– έως το επόμενο ραντεβού. Μία φορά την εβδομάδα.
Μετά από είκοσι μέρες εκπαίδευσης, η υποδιευθύντρια έκρινε ότι ήμουν έτοιμη να αναλάβω επίσημα τα καθήκοντά μου. Κάποιες συνάδελφοι προέβαλαν αντιρρήσεις και τη συμβούλευσαν να με κρατήσει για λίγο ακόμα ως εκπαιδευόμενη. Ευγενής άμιλλα… «Δεσποινίς Πανοπούλου», μου είπε, «ξεκινάτε αύριο, στις οκτώ το πρωί. Καλή επιτυχία».
Έτρεμα σαν το ψάρι έξω απʼ το νερό κι ένιωθα σαν να έπρεπε να ανέβω στη βασιλική άμαξα για να οδηγήσω με επιτυχία τη «βασίλισσα» στον προορισμό της.
Βρισκόμουν σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, αλλά με ενδιέφερε πολύ αυτή η δουλειά. Ήμουν εργατική, επίμονη, φιλόδοξη. Ήθελα να τα καταφέρω. Και αυτό, τελικά, ήταν θέμα χρόνου.
Έκλεινα τα ραντεβού, απαντούσα στις τηλεφωνικές κλήσεις, ταξινομούσα και διεκπεραίωνα τις εργασίες της υποδοχής. Σε σύντομο διάστημα κατάλαβα τη ροή όλων αυτών των εργασιών, απέκτησα πείρα και κατατάχθηκα ως ικανή υπάλληλος στη μεσαία τάξη.
Αλλά, αυτό δεν μου ήταν αρκετό. Ήθελα να εμπλακώ πιο πολύ. να βοηθήσω. Δεν ήξερα ποιον και πώς, ήξερα όμως πως δεν μου ήταν αρκετό αυτό που έκανα.
Μια μέρα –από τις σπάνιες φορές– βγήκε η «βασίλισσα» από το γραφείο της.
«Πανοπούλου, πώς τα πας; Είσαι ευχαριστημένη από τη δουλειά σου;» με ρώτησε.
«Μου αρέσει, αλλά εγώ θέλω να γίνω διαιτολόγος», της απάντησα και αναρωτήθηκα πού βρήκα το θάρρος-θράσος να αιτηθώ κάτι τέτοιο. Αργότερα κατάλαβα το νόημα της πράξης μου. Στη «βασίλισσα» άρεσε η δύναμη και η τόλμη μου. Έδωσε εντολή να αρχίσει η εκπαίδευσή μου στη διαιτολογία. Σούσουρο σε όλα τα δωμάτια, στα μηχανήματα, στα ντοσιέ των διαιτολόγων, ανάμεσα στους καναπέδες, στις ζυγαριές, ψίθυροι παντού…
Δεκατέσσερις ώρες εργασία την ημέρα. Αρχικά το οκτάωρό μου στη ρεσεψιόν, και μετά έξι ώρες εκπαίδευση στην πώληση προγραμμάτων αδυνατίσματος. Αυτή ήταν λοιπόν η διαιτολογία; Εγώ απορροφούσα πληροφορίες, διάβαζα καταλόγους, άκουγα μαγνητοφωνημένα σεμινάρια πώλησης, σημείωνα τις τεχνικές πώλησης και τους χειρισμούς των οικονομικών καταλόγων. Διάβαζα, διάβαζα συνεχώς, μελετούσα, άκουγα, σημείωνα. Οι δίαιτες που εφάρμοζαν εκεί ήταν πρωτεϊνικές (δηλαδή κετογονικές), με πολλές πρωτεΐνες και ελάχιστους υδατάνθρακες. Κάθε εβδομάδα μετρούσαν τις κετόνες στα ούρα και προωθούσαν στους θεραπευόμενους το επόμενο διαιτολόγιο (τα είχαν στη σειρά, 1, 2, 3, 4) και τους τόνιζαν πως επρεπε να πίνουν δέκα ποτήρια νερό την ημέρα.
Φυσικά… για να μην πάθουν κέτωση. Με το νερό απέβαλλαν μέσω των ούρων τις κετόνες, αλλά ταυτόχρονα απέβαλλαν νάτριο και κάλιο – μέταλλα απαραίτητα για τον οργανισμό. Αργότερα, σπουδάζοντας, συνειδητοποίησα ότι είχα «εγκληματήσει οργανικά» απέναντι σε κάποιους ανθρώπους, ευτυχώς για ένα μικρό διάστημα.
Όμως ο τομέας στον οποίο δινόταν κατʼ ουσίαν προτεραιότητα ήταν η ΠΩΛΗΣΗ. Πώς να μάθεις να πουλάς το πρόγραμμα, πώς να μάθεις να πουλάς προσφορές, πακέτα, προγράμματα αδυνατίσματος. Πώς να χρησιμοποιείς τον τιμοκατάλογο συνδυάζοντας ευέλικτα τον χρόνο, τη διάρκεια του πακέτου και την τιμή με έκπτωση.
Το τι χρειαζόταν να μάθεις δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί. Ήταν κανονικό εμπόριο. Έπρεπε να μάθεις να πουλάς αέρα… Να πουλάς κάτι στον άνθρωπο που είχε ανάγκη να αδυνατίσει. Και το αγόραζε όσο όσο. Και πολύ ακριβά.
Ως νεοφώτιστη μαθητευόμενη, άπειρη και φοβισμένη, είχα αυτή την αίσθηση. Εμπορευόμουν κάτι. Τι όμως; Τι ήταν αυτό που έπρεπε να μάθω να πουλώ, και μάλιστα να το μάθω πολύ καλά, ώστε να αποδεικνύω ότι το κατέχω; Όσο πιο ακριβά συμβόλαια αδυνατίσματος θα έκλεινα, τόσο πιο πολλές γνώσεις θα αποκτούσα.
Την πρώτη φορά που παρακολούθησα ένα σεμινάριο ψυχολογίας για την παχυσαρκία, άρχισα να αντιλαμβάνομαι ορισμένα πράγματα… Ερχόταν στο κέντρο μία φορά τον μήνα ένας ψυχίατρος που μας μιλούσε για τις βουλιμίες, για τον θυμό, για την τροφή, για το επιπλέον βάρος.
Βλέπετε, η επιχείρηση χρησιμοποιούσε αυτά τα ψυχολογικά στοιχεία που απευθύνονταν κυρίως στους παχύσαρκους, έτσι ώστε εκείνοι να πείθονται για την εγγραφή τους στο κέντρο. Ήταν κάτι σαν δόλωμα. Η πώληση είναι μια ολόκληρη επιστήμη που διαθέτει πολύ καλά οργανωμένες τεχνικές.
Η αρχική μου υποψία, όπως προανέφερα, δικαιολογούσε εμμέσως αυτή την έλξη που ένιωθα για τη διαιτολογία. Ήταν δουλειά; Ήταν εμπόριο; Ή μήπως παροχή υπηρεσιών; Τα είχα κάπως χαμένα.
Μία φορά τον μήνα μάς επισκεπτόταν ένας ενδοκρινολόγος, που μας έκανε σεμινάρια για τη λειτουργία των ορμονών και του μεταβολισμού, κι άλλη μία ένας παθολόγος, ο οποίος έδινε σεμινάρια για τη λειτουργία του σώματος.
Είχα ενταχθεί σε μια σκληρή πραγματικότητα ανταγωνισμού και εντατικής δουλειάς. Στην ουσία ζούσα ένα παραμύθι. Αισθανόμουν ότι αγαπούσα ήδη αυτό που επρόκειτο αργότερα να ανακαλύψω, και τελικά δεν έπεσα έξω.
Έπειτα από δύο μήνες η υποδιευθύντρια μου ανακοίνωσε πως μου είχαν κλείσει το πρώτο μου ραντεβού με έναν πελάτη για να του οργανώσω ένα πρόγραμμα αδυνατίσματος, καθώς θεωρούσαν ότι ήμουν έτοιμη να βγω στην παραγωγή. Έτσι θα περνούσα το πρώτο τεστ και θα έκανα την πρώτη μου πώληση. Έτρεμα. Τα ποντίκια, όταν τα πλησιάζει η γάτα, μάλλον από αυτό το συναίσθημα κατακλύζονται. Έφτανε η ώρα της συνάντησης κι εγώ υποτίθεται πως ήμουν έτοιμη (αν και δεν ένιωθα έτσι) και πως γνώριζα πολλά πράγματα με τόση εκπαίδευση που είχα ακολουθήσει (αν και δεν γνώριζα σχεδόν τίποτα).
Θα πουλούσα κάτι σε έναν πελάτη χωρίς να ξέρω τι ακριβώς ήταν αυτό. Τα πάντα κατʼ επίφαση. Ήταν μια εικόνα, μια επιφάνεια, αλλά από πίσω δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να βοηθήσει τον άνθρωπο τον οποίο θα είχα απέναντί μου.
Έκλεισα ένα μέτριο συμβόλαιο –ούτε πολύ ακριβό ούτε πολύ φτηνό– και η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει από την ένταση.
Όταν άνοιγα τον τιμοκατάλογο (αφού είχα κάνει μια ενημέρωση και τον είχα πείσει…), τα χέρια μου έτρεμαν, καθότι ήμουν πρωτάρα. Ένιωθα να τον λυπάμαι, γιʼ αυτό και δεν του πούλησα «μεγάλο» συμβόλαιο.
Δέχτηκα συγχαρητήρια από την εργοδότριά μου. Το να προκύψει συμβόλαιο από ένα πρώτο ραντεβού πιθανόν δεν ήταν κάτι σύνηθες.
Ήταν ευχαριστημένοι που είχαν επενδύσει σε μένα και η επένδυσή τους απέδιδε καρπούς και κέρδη. Ήμουν κι εγώ ένα εμπόρευμα.
Έτσι ξεκίνησα την καριέρα μου στη διαιτολογία. Άρχισα να έχω πελάτες, να τους κουράρω με αγωγές υψηλής πρωτεΐνης, να τους αδυνατίζω, να τους μετρώ τα ούρα, να τους ενθαρρύνω, να κλείνω το επόμενο ραντεβού, αλλά μέσα μου παρέμενε ένα κενό. Τελικά ένιωθα σαν να τους κορόιδευα.
Ένα βράδυ το τελευταίο μου ραντεβού ήταν μια γυναίκα, η οποία, όπως χαρακτηριστικά θυμάμαι, μου περιέγραφε πόσο πολύ δούλευε.
Είχε τρία παιδιά και σύζυγο, κι εκτός από τις λεπτομερείς περιγραφές της για τον όγκο δουλειάς που είχε σε καθημερινή βάση, αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση ήταν το εξής: τα τρόφιμα που αγόραζε, τα φρούτα και τα λαχανικά, αφού τα έπλενε (όσα από αυτά έπρεπε να πλυθούν), τα ταξινομούσε ανάλογα με το είδος σε πλαστικές σακούλες και με έναν μαρκαδόρο σημείωνε ξεχωριστά το είδος και την ημερομηνία αγοράς. Τα τοποθετούσε στο ψυγείο ή στην κατάψυξη. Πολλές φορές, λόγω της υπεραπασχόλησής της, κοιμόταν γύρω στις δύο με τρεις μετά τα μεσάνυχτα, ενώ επιπλέον, όταν δεν είχε ως καθήκον αυτή την τακτοποίηση, είχε σιδέρωμα. κι αν δεν είχε σιδέρωμα, είχε σφουγγάρισμα…
Της έλειπε ύπνος, ήταν πολύ κουρασμένη, δεν είχε χρόνο για να διασκεδάσει, είχε προβλήματα στη σχέση με τον άντρα της και, μέσα σε όλα αυτά, ήθελε να κάνει και δίαιτα αδυνατίσματος.
Κάποια βράδια μέναμε ακόμα και δύο ώρες στο γραφείο μου (κι αυτό γινόταν κάθε εβδομάδα) με μένα να προσπαθώ να την ακούω και να της δίνω κουράγιο, ενώ αυτή μου έλεγε τα παράπονά της και μου περιέγραφε πόσο μαύρη ήταν η ζωή της. Έπειτα της έδινα το χαρτί με τη δίαιτά της κι έφευγε.
Ένα βράδυ που έφυγε και ήμουν μόνη, ένιωσα κατάκοπη (εργαζόμουν από το πρωί) και απογοητευμένη, κι άρχισα να σκέφτομαι πως δεν είχα καταφέρει τίποτα με αυτή τη γυναίκα. Παρόλο που είχα ασχοληθεί δύο ώρες μαζί της, η δουλειά μου δεν είχε φέρει κάποιο αποτέλεσμα. Είχε φύγει αδύναμη, χωρίς να έχει βρει λύση στο πρόβλημά της και χωρίς να έχει αδυνατίσει. Ένιωθε κάπως ανακουφισμένη και μόνο από το γεγονός ότι κάποιος είχε αφιερώσει χρόνο για να την ακούσει.
Γυρίζοντας σπίτι μου μονολογούσα: «Δεν έχω καταφέρει τίποτα, δεν έχω καταφέρει τίποτα, δεν έχω καταφέρει τίποτα».
Μα τότε τι έκανα εκεί; Ποια ακριβώς ήταν η δουλειά μου;
Η εξέλιξή μου σε αυτό το κέντρο αδυνατίσματος ήταν γοργή. θα πρέπει να ομολογήσω πως ήταν και το πιο «προχωρημένο» για την εποχή του. Έχουν περάσει είκοσι οκτώ χρόνια από τότε.
Αυτή η ψευδεπίγραφη μικρή επαγελματική κοινωνία ζούσε τη ζωή της περνώντας από τη μία μέρα στην άλλη. Οι υπάλληλοι –κομψές πάντα–, οι διαιτολόγοι –αδύνατες κυρίες μέσα στην ασφάλεια των όμορφων στολών τους–, που κατέφευγαν σε τούρτες σεράνο όταν πάθαιναν κρίσεις βουλιμίας και δεν γνώριζαν να σιτίζονται υγιεινά, παρηγορούσαν λόγω επαγγελματικού καθήκοντος τους υπέρβαρους πελάτες και αρκούνταν στο να κλείνουν ακριβά πακέτα αδυνατίσματος με ένα μόνιμο χαμόγελο κολλημένο στο πρόσωπό τους.
Οι ίντριγκες και οι ανταγωνισμοί μαίνονταν για την κατάκτηση της –κατά το δυνατόν– καλύτερης θέσης στην ιεραρχία των υπαλλήλων, μέχρι που ήρθε η πρόταση να γίνω διευθύντρια ενός υποκαταστήματος της επιχείρησης. Μάλιστα, έλαβα και σχετική εντολή, κατά την ανάληψη των καθηκόντων μου, να αναγκάσω σε παραίτηση την υπάρχουσα διευθύντρια…
Είχα φτάσει στο απόγειο της εξέλιξής μου και είχα αποκτήσει πια τη γνώση της δουλειάς και την εμπειρία της πώλησης. Σαν τυφλοσούρτη έδινα τα προγράμματα αδυνατίσματος και γνώριζα να ελίσσομαι και να αντιμετωπίζω τους δύστροπους πελάτες. Ήμουν εργατική, φιλομαθής, επίμονη, φιλόδοξη, ικανή.
Έτσι μετά από λίγο καιρό παραιτήθηκα, καθώς εκείνη την περίοδο ανακάλυψα ότι, συν τοις άλλοις, ήμουν και ασυμβίβαστη. Αναρωτήθηκα τι πουλούσα τόσον καιρό στους ανθρώπους. Ελπίδα πουλούσα και τίποτε άλλο. ελπίδα ότι θα αδυνατίσουν, κι εκείνοι που την είχαν τόσο ανάγκη την αγόραζαν όσο όσο. Εγώ όμως δεν αποδεχόμουν αυτόν τον ρόλο ούτε και μπορούσα να λειτουργήσω έτσι. Ήταν θέμα αρχής.
Εντούτοις χρωστάω ένα ευχαριστώ στους πρώτους εργοδότες μου, γιατί μέσω αυτών ήρθα σε επαφή με τη διατροφολογία. Δεν θα είχα μπορέσει αλλιώς να ξεκινήσω αυτό το ταξίδι για να εξερευνήσω τη χώρα της παχυσαρκίας. Τους είμαι ευγνώμων που με άφησαν να επιβιβαστώ