ΤΑ ΕΠΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΣΙΜΕΝΟΝ

ΤΑ ΕΠΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΣΙΜΕΝΟΝ

Συγγραφέας: ΕΤΕΡΟΒΙΚ ΡΑΜΟΝ-ΝΤΙΑΣ
Μετάφραση: ΚΡΙΤΩΝ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
Εκδόθηκε: 18/09/1999
ISBN: 960-7073-74-6
Σελίδες: 288

ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟ

βιβλια

...άκουγα τα απαρηγόρητα νιαουρίσματα που έρχονταν από την κουζίνα. Ο Σιμενόν μού έδειξε το δρόμο και τον ακολούθησα ως τη γωνία, όπου βρίσκονταν κουλουριασμένα επτά γατάκια. «Τι σημαίνει αυτό;» ρώτησα. «Είναι παιδιά μου, Ερέδια. Γεννήθηκαν πριν από μία εβδομάδα.» «Δηλαδή, τώρα είσαι ανύπαντρος πατέρας;» «Είμαστε!» «Είμαστε;» «Δεν θυμάσαι που σου μίλησα για μια Γκαγέτα που κυκλοφορούσε στις στέγες;» «Η χοντρή γάτα που έχουν οι συγγραφείς στον τρίτο.» «Ναι. Η αναθεματισμένη παράτησε τα μικρά της πεταμένα.» «Να πάρει η οργή, Σιμενόν! Η απελευθέρωση της γυναίκας έχει φτάσει στα άκρα» είπα κι άνοιξα το ψυγείο να βγάλω ένα κουτί γάλα. Τα επτά παιδιά του Σιμενόν αποτελούν το έβδομο βιβλίο του συγγραφέα που θεωρείται ο ανανεωτής του αστυνομικού μυθιστορήματος στη Λατινική Αμερική. Ο κεντρικός ήρωας όλων των μυθιστορημάτων του Ετερόβικ είναι ο μοναχικός ντετέκτιβ Ερέδια, επιρρεπής στο αλκοόλ, στα μπολερό, στις ιπποδρομίες και στα μυθιστορήματα του Ονέτι και του Χέμινγκουεϊ. Σύμφωνα με τον συμπατριώτη του, Λουίς Σεπούλβεδα: «... το μυθιστόρημα αυτό κρατά την υπερβατική αφηγηματική γραμμή την οποία αγαπάμε, που δεν περιορίζεται και δεν οριοθετείται σε συγκεκριμμένα λογοτεχνικά είδη. Πρόκειται για μία πρωτοποριακή λογοτεχνία που ανοίγει νέους δρόμους.» Τα επτά παιδιά του Σιμενόν τιμήθηκαν με το διεθνές βραβείο «Οι δύο όχθες» (2000).

Κόκκινο, άφθονο κόκκινο. Ένα θραύσμα ήλιου πάνω στην άμμο και στα κατάξερα μαδέρια. Κόκκινο σαν το αίμα από το παρελθόν που αναβλύζει τις νύχτες της αγρύπνιας και των τσιγάρων. Κόκκινο χειροπιαστό, που λάμπει για λίγο καθώς γλιστράει ανάμεσα στα δάχτυλα μου κι απλώνεται πάνω στις τάβλες της ξύλινης πανσιόν. Μέσα μου φουντώνει η αδημονία. Ανυπομονώ να βρεθώ στο γραφείο μου κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό Μαπότσο, με το μεταλλικό μου γραφείο, τα δύο δωματιάκια μου, την κουζίνα με τα ράφια, τα κατσαρόλια και τα βιβλία μου που τα τρώει η σκόνη και η υγρασία, όπως τις αναμνήσεις μου. Έξι μήνες τώρα τα ίδια και τα ίδια. Απεριποίητος, με γένια από τη Δευτέρα ως την Παρασκευή, δουλεύω αδιαμαρτύρητα σ' αυτά τα ξύλινα δωματιάκια για τους παραθεριστές, με αντάλλαγμα λίγα λεφτουδάκια κι ένα μέρος για να κοιμάμαι. Η θάλασσα συνεχίζει το γνωστό της παιχνίδι, μαύρη κι άραχλη από τις βρομιές που έχει πετάξει ο κόσμος στην ακτή. Ο άνθρωπος πρέπει ν' αφήσει παντού τα χνάρια του, γι' αυτό καταστρέφει τα δάση, μετατρέπει τα ψάρια σε άλευρα και πετάει τα σκουπίδια του όπου του καπνίσει. Οι άνθρωποι λιγόστεψαν και το νερό και τον αέρα. Η θάλασσα αυτή μου φέρνει στο νου την πόλη και μέσα στην πόλη βλέπω την Γκρισέτα. Είπε πως μ' αγάπησε μα έφυγε. Δεν ήταν αρκετή η απογοήτευση της από τη ζωή ώστε να μείνει στο πλάι μου. Χρειαζόταν μεγαλύτερη δόση. Έπρεπε να ονειρευτεί και ν' απογοητευτεί αρκετά ώσπου να παραδεχτεί ότι η ζωή, τουλάχιστον η δική μου ζωή, γυρίζει σαν ρουλέτα που γέρνει μονόπαντα. Βρισκόμουν στο θέρετρο Λας Κρούσες κι έμεναν ακόμα δύο μήνες ώσπου να φτάσουν τα πρώτα κύματα των παραθεριστών. Η ακρογιαλιά, όπως κάθε καλοκαίρι, θα γινόταν κόλαση με τα ιδρωμένα κορμιά, με τα αντηλιακά λάδια, τις ομπρέλες και τους παγωτατζήδες. Τα δωματιάκια βρίσκονταν πεντακόσια μέτρα από το σπίτι του ποιητή Πάρα, ο οποίος, ένα απόγευμα, μου χάρισε μια χαρτοπετσέτα οπού είχε γράψει ένα απόφθεγμα του Μεγάλου Αρχηγού Σιάτλ. «Δεν ύφανε ο άνθρωπος το δίχτυ της ζωής. Είναι απλώς μια κλωστούλα του. Ό,τι κι αν κάνει στο δίχτυ θα το κάνει στον εαυτό του. Ό,τι συμβαίνει τώρα στη γη θα συμβεί και στα παιδιά της.» Ξυπνούσα στις οχτώ το πρωί. Ετοίμαζα τον καφέ μου και τον έπινα κοιτάζοντας τα βράχια που πάνω τους κάθονταν γλάροι και κορμοράνοι. Ύστερα έβγαινα για έναν περίπατο στην ακροθαλασσιά. Μάζευα βότσαλα, μικρά ξερά κλαδάκια, καρβουνάκια, κι όταν ο ήλιος έπιανε να καίει το δέρμα μου κολυμπούσα είκοσι ή τριάντα λεπτά νιώθοντας το χάδι του νερού να γλιστρά απαλά στο κορμί μου, τραβώντας το προς έναν υπόγειο ορίζοντα. Μου άρεσε να κουράζομαι με μεγάλες και γρήγορες απλωτές, κι ύστερα να επιπλέω ανάσκελα, με το πρόσωπο στον ουρανό, νιώθοντας μια άπειρη ελευθερία, με το νερό να με κυκλώνει σαν χάδι ανικανοποίητης ερωμένης. Ύστερα, γυρνούσα πάλι στην αμμουδιά κι όλα ξαναγίνονταν κόκκινα. Το χρώμα της δουλειάς και της οργής στο μονότονο πήγαιν'-έλα του πινέλου, ώσπου πλάκωναν οι σκιές της νύχτας για να κάνουν την επιθεώρηση τους. Ένας πόνος στους ώμους με ειδοποιούσε πως ήταν ώρα να σταματήσω τη δουλειά και να πάω σ' ένα ταβερνάκι, στην ακτή Λας Καδένας. Έπινα το κρασάκι μου χωρίς βιάση, τραγουδώντας από μέσα μου ένα τραγούδι του Λέο Νταν που το 'λεγα στο ορφανοτροφείο, όπου έζησα ως τα δεκατέσσερα μου. Η Γκρισέτα, το κορίτσι που πριν από καιρό είχε έρθει στο γραφείο μου, ήταν κάτι περισσότερο από απλή ανάμνηση. Τα βράδια τη φανταζόμουν στην αγκαλιά μου, ώσπου η νύστα με κατέβαλλε και μπορούσα να νιώσω την ικανοποίηση πως επέζησα μία μέρα ακόμα. Η αισιοδοξία της, το χαμόγελο της, η φρεσκάδα των ονείρων της με είχαν λυγίσει. Είναι ωραίο να παραδίνεσαι και να πιστεύεις. Όμως, ήταν πολύ πρόωρη κι άξαφνη η φυγή της. Ένα άνοστο ξημέρωμα, αφού κάναμε έρωτα, ανάψαμε τσιγάρα και τη συνόδεψα ως το σταθμό των λεωφορείων. Η συνέχεια είναι η γνώριμη θλίψη, οι επαναλαμβανόμενοι μονόλογοι μου, η απόφαση να σταματήσω τη δουλειά και να επιστρέψω στη γειτονιά μου με τα παλιά, πιστά σπίτια, σαν το γάτο μου, το Σιμενόν που μ' έβλεπε να δουλεύω εκείνο το απόγευμα, πλαγιασμένος δίπλα στα κουτιά με την μπογιά. «Έναν τενεκέ ακόμα και τέρμα» τον άκουσα να λέει. Παρατήρησα το λευκό του τρίχωμα και τα πράσινα μάτια του, απ' όπου μου φάνηκε πως γλιστρούσε ένα δάκρυ. «Ίσα ίσα για να είμαι συνεπής στις υποχρεώσεις μου, να πληρωθώ και θα γυρίσουμε στο Σαντιάγο. Εσύ στις στέγες σου κι εγώ στις δικές μου.» Δεν είχα και πολλά να πω στον Γαρίδο, τον ιδιοκτήτη της πανσιόν. Του είχα ήδη δώσει τις εξηγήσεις μου. Περίμενα να ελέγξει τη δουλειά μου και να με πληρώσει τα δέοντα. Ενώ τον κοίταζα, έβγαλα από την τσέπη μου το τέταρτο τσιγάρο της τελευταίας μισής ώρας. Ο Γαρίδο δεν ήταν πάνω από ένα πενήντα ύψος. Φαλακρός, με μάτια σχιστά σαν κινέζου, περπατούσε στητός με το χαρακτηριστικό βάδισμα που κάνουν οι κοντοί, ή όσοι έφαγαν κάμποσα χρονάκια σε στρατώνες, στην τρεχάλα σαν τα μουλάρια από ήλιο σε ήλιο, ζώντας με την ανυπόφορη αγωνία αν γυαλίζουν αρκετά οι μπότες τους. Πήγε σ' όλα τα δωμάτια, άγγιξε τους τοίχους να δει αν στέγνωσε η μπογιά, και τελικά στάθηκε πλάι μου. Χαμογέλασε ανόρεχτα κι έβγαλε ένα φάκελο από το βαλιτσάκι του. «Καλό φαίνεται» είπε. «Και τα δωμάτια και τα παράθυρα. Το πιο ζόρικο είναι τα παράθυρα. Έχουν πολλές λεπτομέρειες και χρειάζεται να έχεις χέρι και υπομονή.» «Δε νομίζεις πως είναι ώρα να με πληρώσεις, επιτέλους;» τον έκοψα. Δεν είχα καμία όρεξη να βυθιστώ σε στοχασμούς σχετικά με την τέχνη του μπογιατζή. Τα νύχια μου, που ήταν βαμμένα κόκκινα, έφταναν και περίσσευαν για να μου θυμίζουν για πολλές μέρες ακόμη το μέρος όπου είχα περάσει τους τελευταίους έξι μήνες. «Με στεναχωρεί η παραίτησή σου. Είχα βασιστεί σ' εσένα για όλη τη σεζόν. Τώρα θα πρέπει να ψάξω να βρω άλλον υπάλληλο.» «Το πόστο είναι λίαν ελκυστικό: διευθυντής σε θερινή πανσιόν. Εύκολα θα βρεις κάποιο κορόιδο.» Ο Γαρίδο χαμογέλασε άκεφα, κοίταξε τον φάκελο που βαστούσε στο αριστερό του χέρι και μου τον έδωσε. «Διακόσιες χιλιάδες» είπε. «Είχαμε συμφωνήσει τα διπλά.» «Παραιτήθηκες πρόωρα, κι έτσι χάνεις ένα μέρος απ' όσα δικαιούσαι. Είναι μέσα στους όρους του συμφωνητικού.» «Και δεν έχω σε ποιον να διαμαρτυρηθώ. Σωστά;» «Μάζεψε τα πράγματα σου. Εγώ σε χαιρετώ» είπε γρήγορα για να μην αφήσει περιθώρια γι' άλλη συζήτηση. Σ' άλλη εποχή θα του τσαλάκωνα τη μούρη, μα είχα καταφύγει στην παραλία για να ξεφύγω από τη βία. Είχα σιχαθεί τον πόνο κι είχα βαρεθεί να προσπαθώ ν' αλλάξω την πορεία των πραγμάτων. Ήμουν απαυδισμένος από την πάλη με τη βρομιά, γιατί αυτοί που κερδίζουν στο τέλος, παίρνουν πάντα και το μαχαίρι και το πεπόνι. Είχα κουραστεί, μα ταυτόχρονα δεν μπορούσα ν' αντέξω άλλη κοροϊδία. Ακόμα και στα προσωπικά μου, στον τρυφερό και γλυκό έρωτα, είχα παίξει άσχημα κι έχασα. Γι' αυτό, ενόσω άκουγα τον Γαρίδο, σκεφτόμουν κάτι που είχα διαβάσει πριν από μερικούς μήνες: «Δε θέλω ν' αλλάξω τον κόσμο. Πασχίζω απλώς να μη με αλλάξει ο κόσμος.» Δε θυμόμουν την προέλευση της φράσης και καταράστηκα την κακή μου μνήμη. Είμαι ανίκανος να συγκρατήσω τρεις αριθμούς ή ένα σπάνιο όνομα, είναι γεγονός. Μα είναι επίσης αλήθεια, πως η ασίγαστη πάλη ενάντια στις αλλαγές που σου επιβάλλουν σε αναγκάζει να μη συμβιβάζεσαι μ' αυτό που ονομάζω: «ο κόσμος». Δεν μπορώ να μη διαμαρτύρομαι και εξεγείρομαι αναζητώντας εκείνη την παλιά επανάσταση, που στο κάτω κάτω σου επιτρέπει να σμίξεις τη μια μέρα με την άλλη. «Και μην ξεχάσεις το γάτο» είπε ο Γαρίδο, δείχνοντας τον Σιμενόν που μας παρατηρούσε από την πόρτα του δωματίου που μας φιλοξένησε ως εκείνο το απόγευμα. Ο θαλασσινός αέρας του είχε κάνει καλό. Το ολόλευκο τρίχωμα του έλαμπε και είχε παχύνει τόσο που, από το βάρος, περπατούσε πιο αργά. Έβαλα στην τσέπη μου τα χρήματα. Ο Σιμενόν βολεύτηκε στο αριστερό μου μπράτσο, και με το δεξί χέρι σήκωσα την τσάντα που περιείχε τα λιγοστά μου υπάρχοντα. Τρία ξεβαμμένα πουκάμισα, τα ανάλογα σώβρακα και κάλτσες, δύο χοντρά γιλέκα, ένα ταλαιπωρημένο αντίτυπο του Πιάνο Μπαρ για μοναχικούς, ένα σημειωματάριο, οδοντόβουρτσα και δύο γράμματα της Γκρισέτα. Αποχαιρέτησα τον Γαρίδο που χτύπησε τα τακούνια του σε στάση προσοχής και χαμογέλασε, χαρούμενος που μ' έβλεπε να φεύγω από το φέουδό του. Ανάσανα τον αλμυρό αέρα και πήρα το αμμουδερό μονοπάτι που οδηγούσε στο Σαντιάγο. Έφτασα στον αυτοκινητόδρομο, όμως, αντί να περπατήσω προς τη στάση των λεωφορείων σήκωσα το δεξί μου χέρι για να κάνω οτοστόπ. Το φορτηγό πέρασε δίπλα μου με ταχύτητα και δεν σταμάτησε. Μισή ώρα αργότερα, ύστερα από μια ντουζίνα αποτυχημένες απόπειρες, ένα πράσινο φορτηγάκι σταμάτησε. Οδηγούσε μια γυναίκα, μελαχρινή με μεγάλα μάτια. Μελέτησε εξονυχιστικά το παρουσιαστικό μου προτού κατεβάσει το τζάμι της πόρτας του συνοδηγού. «Πηγαίνω στο Σαντιάγο» είπα. «Ανέβα. Μα σε προειδοποιώ πως θέλω να περάσω πρώτα από το Βαλπαραΐσο. Έχω μια δουλειά.» «Δε βιάζομαι. Άλλωστε, θα μου κάνει καλό στην ψυχή να δω τα βουνά του Βαλπαραΐσο.» Η γυναίκα τακτοποίησε πίσω την τσάντα που βρίσκονταν στη θέση του συνοδηγού και μου έκανε νόημα να μπω. «Φαινόσουν συμπαθητικούλης με το γάτο στην αγκαλιά» είπε μόλις έβαλε μπρος το αμάξι. «Συμπαθής και ακίνδυνος.» «Έτσι είμαι» είπα και χαμογέλασα. «Όλο και περισσότερο συμπαθητικός και ακίνδυνος. Μάλλον φταίει η ηλικία.» «Εγώ δεν είπα πως φαίνεσαι γέρος. Απλώς δε δείχνεις τουρίστας του δρόμου. Ξέρεις, μαύρα ρούχα, ξυρισμένο κεφάλι, παγούρι και φανερή έλλειψη καθαριότητας. Έχει γεμίσει ο τόπος από δαύτους και δεν είναι να τους έχεις εμπιστοσύνη» είπε η γυναίκα. Άνοιξε ταχύτητα και συνέχισε: «Με λένε Βερόνικα Χέλδρες και δουλεύω σ' ένα γραφείο περιβαλλοντικών μελετών. Ρύπανση, τοξικά απόβλητα, προστασία της πανίδας. Όπως καταλαβαίνεις, από δουλειά έχω μπόλικη.» «Ερέδια.» Είπα σκέτο τ' όνομα μου, γιατί δεν ήξερα τι άλλο να προσθέσω. Δεν είχα διεύθυνση κατοικίας, ούτε όρεξη ν' αποκαλύψω το παρελθόν μου σε μια άγνωστη. «Ο γάτος έχει όνομα;» «Σιμενόν.» «Όπως ο ποδοσφαιριστής;» «Ναι, έπαιζε στην επίθεση, σ' ένα αχτύπητο τρίο μαζί με τον Σοριάνο και τον Ονέτι.» «Μάλλον είπα κοτσάνα, ε;» ρώτησε προτού πάρει μια στροφή με μεγαλύτερη ταχύτητα απ' την επιτρεπόμενη. Η γυναίκα ήταν ευγενική και φλύαρη. Ήταν παντρεμένη μ' έναν αμερικανό δασολόγο που τον είχε γνωρίσει όταν σπούδαζε στο πανεπιστήμιο του Γουάκο, στο Τέξας. Είχε δύο παιδιά, έφηβους, κι έδειχνε να απολαμβάνει τη δουλειά της. Ερχόταν από την Καρθαγένη και τη Λας Κρούσες, θέρετρα όπου έκανε αναλύσεις για τη μόλυνση του νερού και των αποβλήτων. «Το πρόβλημα είναι οικονομικό. Κανένας δε θέλει να χάσει χρήματα. Όλοι θέλουν την ευκολία τους σε βάρος των φυσικών αποθεμάτων που δεν ανανεώνονται ή που θέλουν χρόνια ώσπου ν' ανανεωθούν. Τα ίδια γίνονται παντού. Σαλμονέλες στα νερά του νότου, δάση που καταστρέφονται, βιομηχανίες που δηλητηριάζουν τον αέρα του Σαντιάγο» είπε η Βερόνικα. «Στην Καρθαγένη θα μπορούσαν να βελτιώσουν τις περιβαλλοντικές συνθήκες, μα αυτό θα σήμαινε περιορισμό των παραθεριστών, πράγμα διόλου ευχάριστο για τους ιδιοκτήτες πανσιόν και εστιατορίων.» «Εγκατέλειψα τον οικολογικό αγώνα τη μέρα που πέθανε το μοναδικό φυτό που είχα στο διαμέρισμα μου. Το φρόντιζα μήνες, μα το νέφος της πόλης κέρδισε την παρτίδα.» «Κανένας δεν έχει οικολογική συνείδηση» σχολίασε η Βερόνικα κι άρχισε μια διεξοδική πραγματεία επί του θέματος. Διόλου δεν αντέχω την πολυλογία και τους φορτικούς τύπους, μα δεν αντέδρασα. Και δεν τόλμησα να της αντιμιλήσω όταν μου απαγόρεψε ν' ανάψω τσιγάρο με τρία απανωτά όχι. «Σ' αυτό το φορτηγάκι απαγορεύεται αυστηρά το κάπνισμα» συμπλήρωσε. «Αν δεν αντέχεις, μπορείς να κατέβεις.» «Μπορώ να ελέγχω τα πάθη μου» υπέκυψα συμβιβασμένος. θυμήθηκα ένα φίλο που τον επισκεπτόμουν συνήθως στα γενέθλια του. Διοργάνωνε απίθανα γλέντια, ώσπου παντρεύτηκε με μία βιολόγο που του απαγόρεψε το κάπνισμα και να προσφέρει αλκοόλ στους καλεσμένους του. Από τότε κερνούσε καροτόζουμο, κι έπρεπε να καπνίζεις έξω, στον κήπο. Ύστερα από δύο γιορτές γενεθλίων αυτού του είδους έπαψα να βλέπω τον φίλο μου. Δεν τον ξαναείδα και ποτέ δεν έμαθα αν εξακολουθεί να ζει ευτυχισμένος ή έχει χωρίσει. «Με τι ασχολείσαι;» με ρώτησε η Βερόνικα και μου έριξε μια γρήγορη ματιά. «Είσαι ντυμένος σαν οικοδόμος, μα κάτι μου λέει πως δεν είναι αυτό το επάγγελμα σου.» «Το τελευταίο διάστημα, ήμουν μπογιατζής.» «Αν δε θέλεις, δεν χρειάζεται να μου απαντήσεις» με διέκοψε. «Έκανα την ερώτηση απλώς για να περάσει η ώρα. Με την κουβέντα, η διαδρομή θα μας φανεί συντομότερη.» «Πριν από αυτό, έκανα τον ιδιωτικό ντετέκτιβ» είπα και παρατήρησα για μερικά δευτερόλεπτα το πρόσωπο της γυναίκας. Τα μεγάλα μάτια της άνοιξαν λίγο περισσότερο, μα διαισθάνθηκα πως η περιέργεια της ήταν μεγαλύτερη από το φόβο. «Και πώς κατέληξες σ' αυτό το επάγγελμα;» «Από σύμπτωση. Μπορείς να το πεις και μοίρα. Δεν είμαι σίγουρος. Πάνε πολλά χρόνια, σπούδαζα στη Νομική. Δυο εξάμηνα μόνο και τα παράτησα. Εκείνη την εποχή γνώρισα το θείο μιας φίλης μου που έψαχνε να βρει τη μεγάλη του κόρη. Η κοπέλα το είχε σκάσει από το σπίτι με τον γκόμενο. Ο τύπος μου πρόσφερε μερικά χρήματα για να την βρω. Η αποστολή μου πέτυχε. Η κοπέλα επέστρεψε στο σπίτι της κι εμένα μου άρεσε η δουλειά. Νοίκιασα ένα γραφείο κι έβαλα μια αγγελία στις εφημερίδες. Επί πολύ καιρό, πίστευα πως ήταν το ιδανικό επάγγελμα. Χωρίς αφεντικά, και με άφθονο ελεύθερο χρόνο για διάβασμα και μουσική.» «Σίγουρα θα σου έτυχαν ενδιαφέρουσες περιπτώσεις.» «Κορίτσια που έφευγαν από το σπίτι, άτομα που ήθελαν να βρουν το ένα ή το άλλο, εγκλήματα που η αστυνομία δε ήθελε να διαλευκάνει. Καθώς δεν είμαι φιλόδοξο άτομο, δεν ήταν κι άσχημα. Πλήρωνα το νοίκι μου, έτρωγα στην ώρα μου και πάντα περίσσευε κάτι για πιοτά και βιβλία. Μα βαρέθηκα, μ' έπιασε φόβος, ή ίσως έφταιγε η επιρροή μιας γυναίκας. Μια μέρα, πριν από έξι μήνες τα παράτησα όλα κι έφυγα.» «Και η γυναίκα παράτησε εσένα» διαπίστωσε, διακόπτοντας με άλλη μια φορά. «Κάνω λάθος;» «Κυρία μου, στο θέμα "γυναίκα", η ζωή μου θυμίζει κομμωτήριο. Οι γυναίκες μπαίνουν, λιμάρουν τα νύχια τους και φεύγουν. Έχω πάψει, σχεδόν, να σκοτίζομαι πια.» «Σχεδόν! Δεν ακούγεται και πολύ πειστικό αυτό.» «Μια φορά διάβασα πως ένας καλός ντετέκτιβ δεν παντρεύεται ποτέ.» «Συμπαθητικό. Και τώρα τι θα κάνεις;» «Θα δούμε!» Κοίταξα τον ορίζοντα με τα δέντρα και τους λόφους που άρχιζε να σκοτεινιάζει. «Το Σαντιάγο έχει πάντα κάτι καινούργιο να σου προσφέρει. Ίσως, με λίγη τύχη, να ξανανοίξω το γραφείο. Δε χρειάζομαι σπουδαία πράγματα. Ένα γραφείο, τηλέφωνο και μια άνετη πολυθρόνα για να κάθομαι να περιμένω τους πελάτες.» «Σου εύχομαι καλή τύχη. Αν νομίζεις πως μπορώ να σε βοηθήσω σε κάτι, ψάξε το τηλέφωνο μου στον κατάλογο» είπε η γυναίκα, και μου φάνηκε πως η προσφορά της ήταν ειλικρινής. Φτάσαμε στο Σαντιάγο όταν νύχτωνε πια. Γρήγορα, το φορτηγάκι άφησε πίσω τα περίχωρα της μεγαλούπολης και σταμάτησε σ' ένα μποτιλιάρισμα μπροστά στο εστιατόριο «Το χάνι της χήνας». Στα πεζοδρόμια έβλεπες κόσμο που πήγαινε στο σπίτι του, και κάτι στην κουρασμένη τους έκφραση μ' έκανε να νοσταλγήσω την ηρεμία της παραλίας. Εκείνη την ώρα καθόμουν μπροστά στη θάλασσα να χαζέψω το πέταγμα των γλάρων, ενώ στον ορίζοντα ο ήλιος χάνονταν αργά, κόκκινος και χοντρός, σαν μεθυσμένος επιστάτης. Αποχαιρετιστήκαμε μπροστά στον Κεντρικό Σταθμό. Την είδα να περνά ανάμεσα σε δύο λεωφορεία και μετά να χάνεται μέσα στην ψεύτικη και μεθυστική πολυχρωμία εκείνου του δρόμου που παλιά, κάποιος πλακατζής με καλή αίσθηση χιούμορ, τον είχε βαφτίσει: «Αλέα των Απολαύσεων». Βάδισα αποχαυνωμένος από τα φώτα των διαφημίσεων και τη μισή ντουζίνα εστιατόρια που ήταν ανοιχτά. Η νύχτα ήταν δροσερή, και από τα ταβερνάκια γύρω στο σταθμό έβγαινε ένα ύπουλο άρωμα ψητού κρέατος, καφέ και τηγανιτής πατάτας. Χωρίς να ξέρω τι να κάνω στάθηκα μπροστά σε μερικά περίπτερα που πουλούν πρόστυχες βιντεοκασέτες, κινέζικες κάλτσες, μπλουζάκια με τη μορφή του Τσε, νυχοκόπτες κι άπειρα άλλα μπιχλιμπίδια σε πολύ χαμηλές τιμές. Κοίταξα μέσα σε μια καφετερία κι είδα καμιά τριανταριά πελάτες που έπιναν μπίρα κι έτρωγαν από πολύχρωμα πιάτα, φίσκα στη μαγιονέζα και στο κέτσαπ. Αποφάσισα να γυρίσω στην παλιά μου γειτονιά. Σταμάτησα ένα ταξί και είπα στον οδηγό να με αφήσει στη γωνία της Μπαντέρα με την Αϊγιαβιγιού. Ο τύπος, λιγνός και με μαλλί ισιωμένο πίσω με μπριγιαντίνη, με κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα από τον καθρέφτη και πήρε μια στροφή που θα μας ανάγκαζε να κάνουμε έναν τεράστιο ανώφελο κύκλο. «Μόλις ήρθα από τη θάλασσα· κουβαλάω βαλίτσα μα δεν είμαι επαρχιώτης. Ξέρω πού πηγαίνω και ποιος είναι ο πιο σύντομος δρόμος. Αλαμέδα ως την Αμουνάτεγκι. Από εκεί, την Μπαντέρα προς το Σαν Πάμπλο. Η Αίγιαβιγιού είναι ένα τετράγωνο πριν από το σταθμό Μαπότσο.» Μίλησα με ύφος αποφασιστικό και με δυνατή φωνή. Ο οδηγός μου χάρισε ένα χαμόγελο ντόπερμαν και πάτησε γκάζι, προσπερνώντας ένα γαλάζιο Νταεβού. «Έχω κάνει και τον ταξιτζή, και πολύ γουστάριζα να κάνω βόλτες τους πελάτες μου, διαλέγοντας τον μακρύτερο δρόμο» πρόσθεσα με σιγανότερη φωνή. Ο Σιμενόν βολεύτηκε καλύτερα στην αγκαλιά μου και μου έριξε ένα βλέμμα όλο κατανόηση. Ήταν κουρασμένος. Σίγουρα λαχταρούσε μια γωνιά για να κουλουριαστεί, να γίνει ένας κύκλος, το σύμβολο του καλού και του κακού, της αρχής και του τέλους της ζωής, όπως πίστευαν οι Αιγύπτιοι τη μακρινή εκείνη εποχή που λάτρευαν το γάτο σαν θεό. Κι εκείνη τη νύχτα, εγώ δεν μπορούσα να του υποσχεθώ γαλήνη.

ΕΤΕΡΟΒΙΚ ΡΑΜΟΝ-ΝΤΙΑΣ