ΒΑΡΒΑΡΙΣΜΟΙ

ΒΑΡΒΑΡΙΣΜΟΙ

Συγγραφέας: ΝΕΟΥΜΑΝ ΑΝΤΡΕΣ
Μετάφραση: Αναστασία Γιαλαντζή, Αλεξάνδρα Γκολφινοπούλου, Αρμόδιος Διαμαντής, Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη, Αναστασία Θεοδωρακοπούλου, Θεώνη Κάμπρα, Ασπασία Καμπύλη, Μαρία Μελαδάκη, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
Εκδόθηκε: 02/12/2015
ISBN: 978-960-8397-75-0
Σελίδες: 144

€6.68 €7.42

  Στο καλαθι βιβλια

Τι σημαίνει ονοματίζω; Τι υποδηλώνει η χρήση μιας λέξης; Αν αυτά τα δύο ερωτήματα είναι θεμελιώδη για τη λογοτεχνία, τότε το παρόν βιβλίο αποτελεί αυτόδηλη λογοτεχνική πράξη.
      Οι Βαρβαρισµοί αποτελούν µια ηλεκτρισµένη συλλογή παρατηρήσεων και σατιρικών σχολιασµών για επιτακτικά ζητήµατα του καιρού µας, µε ιδιαίτερη έµφαση στη λογοτεχνία, την πολιτική ή τις σχέσεις. Συνδυάζοντας τον αφορισµό µε τη φαντασία της ποίησης, ορισµένοι αναδιατυπώνουν κλασικές έννοιες υπό µια χαλαρή σύγχρονη µατιά, ενώ άλλοι διερευνούν νεολογισµούς, όπως εκείνους που αφορούν τον ψηφιακό κόσµο.
 
                        Α
αγάπη. Παράξενη στοργή που τρέφουµε για κάποιον που δεν είναι ο εαυτός µας.
αγαπηµένο. Στην αργκό του τουίτερ, το να συµφωνείς ενώ σκέπτεσαι
                                                                           κάτι άλλο.
αγαπώ. Ανώµαλο ρήµα.
αγγλικά. Γλώσσα απανταχού γηγενής.
                                                     Δ
δοκίµιο. Σύνολο ιδεών που στερούνταν ένας συγγραφέας πριν καθίσει να τις γράψει.
δολάριο. Συλλογικό ασυνείδητο.
δολοφονία. Δηµογραφική συνήθεια ευρείας αποδοχής.
                                                                  Κ
καµικάζι.Άτοµο που τρέφει την ανοµολόγητη ελπίδα ότι θα επιβιώσει.
καµπάνα. Αντίκτυπος της σιωπής.
καµπύλη. Μέλλον της ευθείας γραµµής.
καπιταλισµός. Τυχερό παιχνίδι στο οποίο είναι γνωστό εκ των προτέρων ποιος χάνει. || 2. Ο µοναδικός
                           δυνατός δρόµος προς το πουθενά.
                                                      Π
παιδί. Ιδιότητα που διαρκεί όσο έχεις γονείς.
παίζω. Πράξη και αποτέλεσµα του να παίρνεις στα σοβαρά ένα σύνολο κανόνων. ||  ~ βρόµικα: παύω να
            παίρνω στα σοβαρά ένα σύνολο κανόνων.
 
«Με τη φιλοδοξία να καλύψει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, αυτό το λεξικό που αυτοπροσδιορίζεται ως βαρβαρικό περικλείει έναν ολόκληρο κόσμο, ο οποίος περιλαμβάνει ιδιότητες και στάσεις ζωής, διάφορα αντικείμενα, δόγματα, ιδιοσυγκρασίες… Ας καλωσορίσουμε, λοιπόν, στην αχανή έκταση των σημασιολογικών πεδίων και των λεξικογραφικών οπωρώνων αυτήν την καταπληκτική συνεισφορά.»
ΧΟΣΕ ΜΑΡΙΑ ΜΕΡΙΝΟ,

Συγγραφέας και Ακαδημαϊκός 

Α
άβυσσος. Τόπος όπου ο ίλιγγος είναι μεγαλύτερος από την πτώση.
αγαλλίαση. Ευτυχία έτοιμη να παραιτηθεί από τα καθήκοντά της.
αγάπη. Παράξενη στοργή που τρέφουμε για κάποιον που δεν είναι ο εαυτός μας.
αγαπημένο. Στην αργκό του τουίτερ, το να συμφωνείς ενώ σκέπτεσαι κάτι άλλο.
αγαπώ. Ανώμαλο ρήμα.
αγγλικά. Γλώσσα απανταχού γηγενής.
αγένεια. Κατασπατάληση ειλικρίνειας.
άγιος. Άτομο ευλογημένο με το θείο χάρισμα να επιλέγει τους βιογράφους του.
αγκαλιά. Ακαριαία διασταύρωση.
αγορά. Θεσμός που επιχορηγεί τους συκοφάντες του.
άγχος. Χρονική ταύτιση με ό,τι έρχεται.
αδελφοσύνη. Δεσμός που συνάπτεται ανάμεσα σε λιγότερα από δύο άτομα. 
αδιαφορία. Οκνηρία του μίσους.
αδυναμία. Απροσδόκητη ανακούφιση.
αεροδρόμιο. Καθαρτήριοψυχών σε τράνζιτ. || 2. Τόπος όπου ο επιβάτης αποχαιρετά τον εαυτό του.
αεροπλάνο. Ταχύτητα σε αργή κίνηση.
αθίγγανος. Ευρωπαίος που ξέρει τι εστί Ευρώπη.
αιδοιολειξία. Κλασικότροπο στοματικό.
αισθησιασμός. Ευφυΐα του κορμιού. || 2. Το χάρισμα να προκαλείς τα χειρότερα ένστικτα επιδεικνύοντας την καλύτερη ανατροφή.
αισχρολογία. Παρατήρηση που προσβάλλει αποκλειστικά όποιον νιώθει ήδη προσβεβλημένος.
ακαταστασία. Δημιουργικότητα σε ζύμωση.
ακούω. Εξάγω μουσική από το θόρυβο. || 2. Πράξη και αποτέλεσμα του να προετοιμάζεσαι να διακόψεις κάποιον.
ακριβολογία. Σαφήνεια με περίσσεια δεδομένων.
άκρο. Το ήμισυ της ισορροπίας.
ακροδάχτυλο. Ραντάρ χειρός.
αλεξιπτωτιστής. Αυτόχειρας που έχει λάβει προφυλάξεις.
αληθοφανής. Ιστορία που επιβεβαιώνει τις προκαταλήψεις μας.
αλκοόλ. Υγρό στοιχείο εντός θολωμένου υποκειμένου.
αλφάβητος. Σκέψη με το σταγονόμετρο.
άλως. Εκκλησιαστικό καπέλο.
αμαρτία. Κασέ της διαστροφής. || 2. Συνηθισμένη συμπεριφορά που ξαφνικά αποκτά σημασία.
αμφιβολία. Αδιάψευστη πεποίθηση.
ανάγνωση. Σιωπηλή δεύτερη γραφή.
αναγνώστης. Μυθικό πλάσμα το οποίο επικαλούνται οι εκδότες.
αναζήτηση. Τυχαία εύρεση άλλου πράγματος.
αναμονή. Σημαντικό κομμάτι του χρόνου που παραλείπεται όσο αναμένουμε. || 2. Κατασκευή του αναμενόμενου. ||Αίθουσα ~ς: χώρος γεμάτος ανυπόμονους.
αναψυχή. Ανικανότητα του ελεύθερου χρόνου. || 2. Ψυχαγωγία που λησμονεί το θάνατό της.
ανδρεία. Έλλειψη άλλων διαθέσιμων μέσων. || 2. Γοητευτική συνέπεια της απελπισίας.
ανδρισμός. Ελεγχόμενος πανικός.
ανέκδοτο. Ψεύτικη αληθινή ιστορία.
ανεξάρτητος. Άτομο που έχει το προνόμιο να επιλέγει από ποιον θα εξαρτάται.
άνεργος. Πολίτης που στερείται την ευκαιρία να τον εκμεταλλευτούν.
ανθολογία. Δεσμός ανάμεσα σε έναν συγκεκριμένο αριθμό συγγραφέων και έναν ανθολόγο, ο οποίος έχει ανθολογηθεί πριν ή μετά από εκείνους.
ανθρωπίδης. Πλάσμα που, για καλή του τύχη, δεν είναι ακόμα άνθρωπος.
άνθρωπος. Θεοβόρο θηλαστικό. §. ΦΡΑΣΗ: Ανθρώπινο Δυναμικό: στη γλώσσα των επιχειρήσεων, το αντίθετο του Ανθρώπινα Δικαιώματα.
ανοστιά.  Γεύση κατάλληλη για όλους.
αντάρτης. Προνύμφη δικτάτορα.
ανταρτοπόλεμος. Εξέγερση άξια θαυμασμού από τον διανοούμενο αστό, με την προϋπόθεση ότι λαμβάνει χώρα στη ζούγκλα ή στο βουνό.
αντίγραφο. Πρωτότυπο με παρελθόν.
αντιπαράθεση. Ερωτική στάση κατά την οποία δύο υποκείμενα αγορεύουν ταυτόχρονα.   
αντίποδας. Τόπος κατοικίας του άλλου μισού εαυτού μας.
ανωνυμία. Τύχη που περνάει απαρατήρητη.
αόρατο. Αντικείμενο λίγο πριν γίνει αντιληπτό.
αουτσάιντερ. Άτομο το οποίο, έμπλεο οργής, κατασκηνώνει μπροστά στην εξουσία, περιμένοντας να του ανοίξουν την πόρτα.
άπαπα. Πεισματική αντίρρηση.
απασχολημένος. Άτομο το οποίο, ανεξάρτητα με το τι κάνει, πάντα θα έχει κάτι άλλο πιο σημαντικό να κάνει.
απεργία. Αναφαίρετο δικαίωμα του εργαζόμενου, η άσκηση του οποίου συνεπάγεται τη μη ανανέωση της σύμβασης εργασίας.
απλότητα. Σημείο τερματισμού της πολυπλοκότητας.
αποκάλυψη.  Λίμπιντο του  προφήτη.
απόλαυση. Θνητή συνείδηση. || 2. Mεσοδιάστημα ανάμεσα σε δύο καημούς. || 3. Ό,τι προσμένεις και θυμάσαι με απόλαυση.
απόσκιο. Δοκισήσοφη σκιά.
αποσπασματικότητα.  Στην ορολογία των κριτικών, τεκμηριωμένη οκνηρία.  
αποταμίευση. Χρέος σε χειμερία νάρκη.
απουσία. Άσπλαχνος εξευγενισμός της παρουσίας.
αποχαιρετισμός. Ψυχική διάθεση. || 2. Τόπος διαμονής.
απώλεια. Ανθρώπινο κτήμα.
αργεντινός. Ειδική περίπτωση αλλοδαπού. || 2. Άτομο πεπεισμένο ότι οι γνώσεις του είναι μοιραία ανώτερες από του πλησίον του.
αριστερά. Πολιτική ιδεολογία που μοιάζει αγνώριστη, μέχρι να κυβερνήσει η δεξιά. || 2. Κριτική σκέψη που επιτίθεται στον εαυτό της.
αρραβώνας. Χρονική περίοδος κατά την οποία δύο ερωτευμένοι κάνουν τα πάντα για να μη γνωρίσουν ο ένας τον άλλον.
αρχηγός. Εκκολαπτόμενος προδότης.
αρχιτεκτονική. Κατοικήσιμη μεταφορική έννοια.
ασθένεια. Επιτάχυνση του κόσμου.
αστυνομία. Εκπληκτικά απαραίτητος εχθρός.
ασφάλεια. Θρησκεία που απειλεί τους ίδιους πιστούς τους οποίους πρόκειται να προασπίσει.
ασχήμια. Ομορφιά χωρίς μάρκετινγκ. 
ατέλεια. Ομορφιά που επιδέχεται παρεμβάσεις. || 2. Τελειότητα βελτιωμένη λόγω σκεπτικισμού.
ατζέντα. Ασυνέπεια επιμελώς οργανωμένη.
άτομο. Ενδιάμεσο σκαλί ανάμεσα στο ανθρώπινο ον και τον πολίτη. ||Καλό ∼: πρόσωπο που εξιλεώνεται για κάποιο σφάλμα. ||Κακό ∼: ο πλησίον.
ατύχημα. Εξαίρεση που, αργά ή γρήγορα, επιβεβαιώνεται.
αυνανισμός. Φορητός έρωτας. || 2. Όργιο μεταξύ κάποιου παρόντα και όλων των απόντων του.
αυτοβιογραφία. Υπόγειο λογοτεχνικό είδος.|| 2. Αυτοπροσωπογραφία άλλου.
αυτοβοήθεια. Γενική λειτουργία της τέχνης.|| Βιβλία: λογοτεχνικό υποείδος, με αποστολή την οικονομική ενίσχυση του συγγραφέα.
αυτόγραφο. Βιομηχανική χειροτεχνία.
αυτοεκτίμηση. Τρενάκι του ιλίγγου με έναν μόνο επιβάτη.
αυτοκτονία. Στο καλλιτεχνικό σινάφι, η αρχή ενός μετά θάνατον αριστουργήματος.
αυτοσυγκέντρωση. Αυτοαπαγωγή.
αυτόχειρας. Άτομο που θα έδινε τη ζωή του για τον εαυτό του.
αφεντικό. Υφιστάμενος του εαυτού του.
αφήγηση. Ύπνωση που οδηγεί στις αναμνήσεις άλλων.
αφηγούμαι. Ρήμα που κλίνεται όπως το Αναπνέω. || 2. Πράξη και αποτέλεσμα μιας δημιουργίας. || 3. Πλοήγηση εξ ακοής.
αφορισμός. Αβεβαιότητα διατυπωμένη με απόλυτη βεβαιότητα.
αφοσίωση. Αρμονία ανάμεσα σε αντικρουόμενες αγάπες.
αφτί. Ερωτογενές όργανο που υποκύπτει στη γλώσσα. || 2. Διαπασών του λόγου.
 

ΝΕΟΥΜΑΝ ΑΝΤΡΕΣ