Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΚΟΠΩΣΗΣ

Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΚΟΠΩΣΗΣ

Συγγραφέας: ΧΑΝ ΜΠΙΟΥΝΓΚ-ΤΣΟΥΛ
Μετάφραση: ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΡΑΟΥΖΕ
Εκδόθηκε: 21/12/2015
ISBN: 978-960-8397-77-4
Σελίδες: 112

€12.40 €13.78

  Στο καλαθι βιβλια

ΤΥΡΑΝΝΟΙ ΜΑΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΙΔΙΟΙ
 
«Η υπερβολική εργασία και επίδοση οξύνονται
και καταλήγουν να γίνουν αυτοεκµετάλλευση,
η οποία είναι αποτελεσµατικότερη
της εκµετάλλευσης από τρίτους,
γιατί συνοδεύεται από ένα αίσθηµα ελευθερίας.
Εκµεταλλευτής και εκµεταλλευόµενος
είναι ένα και το αυτό πρόσωπο.
Θύτης και θύµα, το ίδιο.»
 
 
Στη σύγχρονη εποχή, παρά το γεγονός ότι οι αληθινές αλυσίδες έχουν εκλείψει, παρατηρούμε να δημιουργείται ένας νέος τύπος σκλάβου: είναι ο άνθρωπος που υποβάλλει τον εαυτό του σε εθελοντική εξάντληση. Στην Κοινωνία της κόπωσης (απρόσμενο best seller σε πολλές χώρες), ο διάσημος κορεάτης φιλόσοφος εκθέτει τους λόγους αυτής της αφύσικης συμπεριφοράς και εξηγεί με ποιον τρόπο οι κοινωνίες μας έχουν πέσει θύματα της κατάχρησης μιας και μόνο έννοιας: της «θετικότητας».
Η έννοια αυτή, υποβοηθούμενη από την ψευδαίσθηση της «ελευθερίας επιλογής», παράγει κουρα-σμένους, αποτυχημένους και καταθλιπτικούς ανθρώπους. Ο Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν τεκμηριώνει το πώς «ο σύγχρονος σκλάβος έχει σε μεγάλο βαθμό επιλέξει ο ίδιος την υποδούλωσή του», προκει-μένου να εξασφαλίσει την ελάχιστα ενδιαφέρουσα και απολύτως κενή επιβίωσή του. Ακριβώς όπως η «κοινωνία της πειθαρχίας» του Φουκώ παράγει τρελούς και εγκληματίες, έτσι και η «κοινωνία της θετικότητας», υιοθετώντας το σλόγκαν Yes we can, ανάγει την αυτοεκμετάλλευση σε κυρίαρχη συμπεριφορά.
 

 Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟΥ BURN-OUT

 
 
Σʼ ένα πολύ μυστηριώδες αφήγημά του, o Kafka επιχειρεί να επανερμηνεύσει το μύθο του Προμηθέα. Η πρώτη του απόπειρα καταγράφεται στο εξής απόσπασμα: «Οι θεοί κουράστηκαν, οι αετοί κουράστηκαν, η πληγή κουρασμένη επουλώθηκε». Θα επανερμήνευα διαφορετικά αυτόν το μύθο και θα τον διασκεύαζα σε μια σκηνή που παίζεται μέσα στο ίδιο το σημερινό επιδοσιακό υποκείμενο, βίαιο απέναντι στον εαυτό του και σε πόλεμο με τον εαυτό του. Ως γνωστόν, ο Προμηθέας, δίνοντας στους ανθρώπους τη φωτιά, τους έδωσε και την εργασία. Σήμερα, το επιδοσιακό υποκείμενο νομίζει ότι είναι ελεύθερο, αλλά, στην πραγματικότητα, είναι αλυσοδεμένο σαν τον Προμηθέα. Ένας αετός κατασπαράζει το συκώτι του που μετά αναπλάθεται. Αν θεωρήσουμε ότι αυτός ο αετός είναι το alter ego του, τότε η σχέση μεταξύ Προμηθέα και αετού δεν μπορεί παρά να είναι σχέση αυτοεκμετάλλευσης. Λέγεται ότι ο πόνος στο συκώτι, το οποίο από μόνο του δεν αισθάνεται πόνο, είναι κόπωση. Ο Προμηθέας, υποκείμενο που εκμεταλλεύεται τον εαυτό του, έχει καταληφθεί από μια μεγάλη κόπωση.
Ο Kafka, βέβαια, την κόπωση αυτή τη φαντάζεται ιαματική, αφού η πληγή, κουρασμένη, επουλώνεται. Αυτή η κόπωση είναι αντίθετη της κόπωσης του Εγώ, όπου το Εγώ αισθάνεται κούραση και εξάντληση αφʼ εαυτού. μιας κόπωσης που οφείλεται στην πλεονασματικότητα και την επαναληπτικότητα του Εγώ. Υπάρχει, όμως, και μια άλλη κόπωση, μια κόπωση όπου το Εγώ αφήνεται στον κόσμο, μια κόπωση σαν κάτι «περισσότερο από το λιγότερο Εγώ», μια υγιής «κόπωση που εναποθέτει την εμπιστοσύνη της στον κόσμο» (Peter Handke). Η κόπωση του Εγώ, κόπωση κατά μόνας, είναι μια κόπωση χωρίς κόσμο. πτωχύνει και καταστρέφει τον κόσμο, απομονώνει, καταστρέφει κάθε σχέση με τον Άλλο υπέρ μιας ναρκισσιστικής σχέσης με τον Εαυτό.
Η ψυχή του σύγχρονου επιδοσιακού υποκειμένου διαφέρει από αυτήν του πειθαρχικού υποκειμένου. Το Εγώ του Freud, π.χ., είναι ένα πασίγνωστο πειθαρχικό υποκείμενο. Το ψυχικό όργανο του Freud είναι ένα όργανο δεσμευτικό και καταπιεστικό, με κανόνες και απαγορεύσεις που υποδουλώνει και καταπιέζει. Κατʼ εικόνα της κοινωνίας της πειθαρχίας, αυτό το ψυχικό όργανο είναι γεμάτο τείχη, κατώφλια, σύνορα και συνοριακά φυλάκια. Η ψυχανάλυση του Freud δεν είναι δυνατή παρά σε μια καταπιεστική κοινωνία, οργανωμένη με βάση την αρνητικότητα των απαγορεύσεων και των εντολών. Όμως η σημερινή κοινωνία είναι μια κοινωνία της επίδοσης που αποφορτώνεται όλο και περισσότερο την αρνητικότητα των απαγορεύσεων και των εντολών, και θέλει να θεωρείται κοινωνία της ελευθερίας. Το ρήμα που χαρακτηρίζει την κοινωνία της επίδοσης δεν είναι το φροϋδικό «πρέπει», αλλά το «μπορώ». Αυτή η κοινωνική μεταβολή επιφέρει και μια αναδόμηση της ψυχής. Το επιδοσιακό υποκείμενο της ύστερης νεωτερικότητας διαθέτει εντελώς διαφορετική ψυχή απʼ ό,τι το υπάκουο υποκείμενο στο οποίο απευθύνεται η ψυχανάλυση του Freud. Tο ψυχικό όργανο του Freud διέπεται απʼ την άρνηση, την απώθηση και το φόβο της παράβασης. Το Εγώ είναι «η θέση του άγχους». Το επιδοσιακό υποκείμενο της ύστερης νεωτερικότητας δεν διαθέτει άρνηση. είναι υποκείμενο της κατάφασης. Ωστόσο, αν το Ασυνείδητο ήταν κατʼ ανάγκην συναρτημένο με την αρνητικότητα της άρνησης και της απώθησης, τότε το μετανεωτερικό επιδοσιακό υποκείμενο δεν θα είχε πια Ασυνείδητο. Θα ήταν ένα Εγώ μεταφροϋδικό. Το φροϋδικό Ασυνείδητο δεν είναι άχρονο. είναι παράγωγο της κοινωνίας τής πειθαρχίας, μιας κοινωνίας που κυριαρχείται απʼ την αρνητικότητα των απαγορεύσεων και της απώθησης, αλλά έχει πάψει εδώ και καιρό να είναι η δική μας κοινωνία.
Το έργο που επιτελεί το φροϋδικό Εγώ συνίσταται, κυρίως, στην εκπλήρωση ενός καθήκοντος. Αυτό είναι και το κοινό του σημείο με το καντιανό υπάκουο υποκείμενο. Στον Kant, η συνείδηση παίρνει τη θέση του Υπερεγώ, ενώ στο ηθικό της υποκείμενο ασκείται και μια «βία»: «Kάθε άνθρωπος έχει συνείδηση και διαπιστώνει ότι ένας εσωτερικός δικαστής τον παρατηρεί, τον απειλεί και τον κρατεί γενικά σε σέβας (σεβασμό συνδεδεμένο με φόβο), η δε εξουσία αυτή που διαφυλάσσει μέσα του τους νόμους δεν είναι κάτι που δημιουργεί ο ίδιος (αυθαίρετα), αλλά είναι ενσωματωμένη στην ουσία του». Και το καντιανό υποκείμενο είναι διττό όπως το φροϋδικό. Δρα υπό τις διαταγές ενός Άλλου, ο οποίος δεν είναι παρά μέρος του εαυτού του: «Αλλά η πρωταρχική τούτη πνευματική και (επειδή είναι παράσταση του καθήκοντος) ηθική καταβολή που ονομάζεται ηθική συνείδηση, έχει την ακόλουθη ιδιαιτερότητα: μολονότι αποτελεί υπόθεση του ανθρώπου με τον εαυτό του, εντούτοις αυτός θεωρεί τον εαυτό του υποχρεωμένο βάσει του Λόγου του να τη χειρίζεται σαν να ήταν κατά διαταγή ενός άλλου προσώπου». Ακριβώς εξαιτίας αυτής της διττότητας του ατόμου, ο Κant μιλά για «διπλό εαυτό» και «διττή προσωπικότητα». Το ηθικό υποκείμενο είναι ταυτόχρονα κατηγορούμενος και δικαστής.
Το υπάκουο υποκείμενο δεν είναι υποκείμενο της ηδονής, αλλά του καθήκοντος. Το καντιανό υποκείμενο ασκεί μια υποχρεωτική εργασία και καταπνίγει τις «κλίσεις» του. Όμως ο Θεός του Kant, αυτό το «ηθικό ον που έχει εξουσία επί παντός», εμφανίζεται ως αρχή όχι μόνον κολασμού και καταδίκης, αλλά και ανταμοιβής, κι αυτή είναι μια πολύ σημαντική πλευρά που σπάνια εξετάζεται. Το ηθικό υποκείμενο, ως υποκείμενο του καθήκοντος, καταπνίγει μεν όλες του τις κλίσεις που προκαλούν ηδονή υπέρ της αρετής, αλλά ο ηθικός Θεός ανταμείβει τον επίπονο μόχθο χαρίζοντας ευδαιμονία. Η ευδαιμονία είναι «μοιρασμένη σε επακριβή αναλογία με την ηθικότητα». Το ηθικό υποκείμενο που διασφαλίζει την ηθικότητά του, υπομένοντας ακόμα και τον πόνο, είναι απολύτως βέβαιο ότι θα ανταμειφθεί. Δεν κινδυνεύουμε να υπάρξει κρίση ανταμοιβής, γιατί ο Θεός δεν μας εξαπατά και μπορούμε να του έχουμε εμπιστοσύνη.
Tο επιδοσιακό υποκείμενο της ύστερης νεω­τερικότητας δεν εκτελεί κάποιο καθήκον. Οι αρχές του δεν είναι η υπακοή, ο νόμος και το καθήκον, αλλά η ελευθερία, η επιθυμία και οι κλίσεις του. Προπάντων, αυτό που προσδοκά από την εργασία του είναι να αποκομίσει ηδονή. Η εργασία του είναι ευχαρίστηση. Δεν δρα πλέον υπό τις διαταγές του Άλλου. Δεν ακούει παρά τον εαυτό του αφού καλείται να γίνει επιχειρηματίας του εαυτού του. Έτσι, απαλλάσσεται από την αρνητικότητα του δεσποτικού Άλλου. Πάντως, αυτή η ελευθερία από τον Άλλο δεν είναι μόνο χειραφετική και απελευθερωτική. H διαλεκτική της ελευθερίας συνίσταται στην ανάπτυξη νέων εξαναγκασμών. H ελευθερία από τον Άλλο μετατρέπεται σε μια ναρκισσιστική σχέση με τον εαυτό, που ευθύνεται για πολλές ψυχικές διαταραχές του σημερινού επιδοσιακού υποκειμένου.
Η έλλειψη σχέσης με τον Άλλο προκαλεί μια κρίση ανταμοιβής. Η ανταμοιβή-αναγνώριση προϋποθέτει την εξουσία του Άλλου ή κάποιου τρίτου. Δεν νοείται ανταμοιβή του εαυτού σου ή αναγνώριση του εαυτού σου. Για τον Kant, ο Θεός αντιπροσωπεύει την αρχή της ανταμοιβής: αναγνωρίζει και επιβραβεύει την ηθική αρετή. Καθώς η δομή της ανταμοιβής έχει κλονισθεί, το επιδοσιακό υποκείμενο αισθάνεται υποχρεωμένο να αποδίδει όλο και πιο πολύ. Η έλλειψη σχέσης με τον Άλλο είναι κατά συνέπεια η θεμελιώδης συνθήκη για την πιθανή ύπαρξη μιας κρίσης ανταμοιβής. Οι σημερινές σχέσεις παραγωγής είναι επίσης συνυπεύθυνες γιʼ αυτή την κρίση ανταμοιβής. Δεν υπάρχει πια οριστικό έργο, αποτέλεσμα περατωμένης εργασίας, ακριβώς επειδή, σήμερα, οι σχέσεις παραγωγής εμποδίζουν την περάτωση του έργου. Σήμερα, πολύ περισσότερο απʼ όσο παλιά, εργαζόμαστε μάλλον αφήνοντας τα πάντα ανοικτά. Μας λείπουν οριστικές μορφές με αρχή και τέλος.
Kαι ο Sennett αποδίδει αυτή την κρίση της ανταμοιβής σε ναρκισσιστική διαταραχή και στην έλλειψη σχέσης με τον Άλλο: «Ως διαταραχή της προσωπικότητας, ο ναρκισσισμός είναι ακριβώς το αντίθετο από την έντονη φιλαυτία. Η εγωπάθεια δεν επιφέρει ικανοποίηση. επιφέρει βλάβη στο Εγώ. Η εξάλειψη της διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στο Εγώ και στον Άλλο σημαίνει ότι τίποτε νέο, τίποτε “άλλο” δεν εισέρχεται ποτέ στο Εγώ. […] Ο ναρκισσιστής δεν διψά για εμπειρίες, διψά για Εμπειρία. Αναζητώντας αέναα μια έκφραση ή αντανάκλαση του Εγώ του στην Εμπειρία, απαξιώνει κάθε επιμέρους αλληλενέργεια ή σκηνή, γιατί ποτέ δεν του αρκεί για να συμπεριλάβει ό,τι είναι. […] πνίγεται κανείς στο Εγώ του». Βιώνοντας εμπειρίες συναντάμε τον Άλλο. Οι εμπειρίες εξ-αλλοιώνουν. Αντίθετα, το απλό βίωμα προεκτείνει το Εγώ στους άλλους, στον κόσμο. εξ-ομοιώνει. Η φιλαυτία εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από την αρνητικότητα, στο μέτρο που απαξιώνει και απορρίπτει τους άλλους υπέρ αυτού που μας είναι ίδιον. Αντιτίθεται στους άλλους. Οι διαχωριστικές γραμμές με τον Άλλο διατηρούνται. Όποιος αγαπά τον εαυτό του, τοποθετείται απερίφραστα κατά του Άλλου. Στην περίπτωση του ναρκισσισμού, όμως, τα όρια με τον Άλλο θολώνουν. Όποιος πάσχει από ναρ­κισσιστική διαταραχή βυθίζεται στον εαυτό του. Αν διαρραγεί τελείως κάθε σχέση σου με τον Άλλο, τότε καμία σταθερή εικόνα του εαυτού σου δεν μπορεί να σχηματιστεί.
Ο Sennett ορθώς συνδέει τις σημερινές ψυχικές διαταραχές του ατόμου με το ναρκισσισμό, αλλά τα συμπεράσματά του είναι εσφαλμένα: «Η διηνεκής κλιμάκωση προσδοκιών, έτσι ώστε να μην είναι ποτέ ικανοποιητική η παρούσα συμπεριφορά, σημαίνει την έλλειψη “πλήρωσης”. Η αίσθηση της πραγμάτωσης ενός στόχου αποφεύγεται, επειδή οι εμπειρίες τότε θα εξαντικειμενικεύονταν. θα είχαν σχήμα, μορφή και, άρα, θα υπήρχαν ανεξάρτητα από τον εαυτό. […] Το Εγώ είναι γνήσιο, μονάχα εάν είναι συνεχές. είναι συνεχές, μονάχα εφόσον κανείς τηρεί στάση συνεχούς αυταπάρνησης. Όταν η πλήρωση επέρχεται, η εμπειρία μοιάζει αποσυνδεδεμένη από το Εγώ, κι έτσι το πρόσωπο μοιάζει νʼ απειλείται με απώλεια. Επομένως, το χαρακτηριστικό της ναρκισσιστικής παρόρμησης είναι ότι πρέπει να υφίσταται διηνεκής υποκειμενική κατάσταση». 
Κατά τον Sennett, το ναρκισσιστικό άτομο αποφεύγει συνειδητά να εκπληρώσει ένα στόχο ή να περατώσει κάτι, γιατί η περάτωση γεννά μια μορφή που μπορεί να εξαντικειμενευτεί και, δη­μιουργώντας ένα δεσμό έξω από τον εαυτό,  να τον αποδυναμώσει. Στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο. Ακριβώς επειδή η κοινωνία καθιστά αδύνατη την ύπαρξη αντικειμενικά ισχυρών και μάλιστα οριστικών μορφών, το υποκείμενο ωθείται σε μια ναρκισσιστική επανάληψη του εαυτού του, με αποτέλεσμα να μην καταλήγει σε καμία μορφή, καμία σταθερή εικόνα του εαυτού, κανένα χαρακτήρα. Έτσι, το συναίσθημα επίτευξης ενός στόχου δεν «αποφεύγεται» συνειδητά για να ενισχυθεί το αυτοσυναίσθημα, αλλά, απλώς, το συναίσθημα επίτευξης ενός στόχου δεν εκδηλώνεται ποτέ. Δεν είναι ότι το ναρκισσιστικό υποκείμενο δεν θέλει να καταλήξει σʼ ένα πέρας, αλλά ότι μάλλον δεν είναι ικανό να περατώσει. Χάνεται, διαχέεται στις εκκρεμότητές του. Άλλωστε, η οικονομία δε θέλει οριστικές μορφές. και δεν τις θέλει, γιατί το ατελές και το ημιτελές ευνοούν την ανάπτυξη.
Η υστερία είναι μια ψυχική ασθένεια χαρακτηριστική της κοινωνίας τής πειθαρχίας που γέννησε την ψυχανάλυση. Προϋποθέτει την αρνητικότητα της απώθησης, των απαγορεύσεων και της άρνησης, που οδηγεί στο σχηματισμό του Ασυνειδήτου. Oι παραστάσεις της παρόρμησης, απωθημένες στο Ασυνείδητο, εκδηλώνονται μέσω της μετατροπής τους σε σωματικά συμπτώματα που χαρακτηρίζουν έντονα ένα άτομο. Οι υστερικοί έχουν χαρακτηριστική μορφή. Κατά συνέπεια, η υστερία διαθέτει μια μορφολογία που την διακρίνει απʼ την κατάθλιψη.
Κατά τον Freud, ο «χαρακτήρας» είναι φαινόμενο της αρνητικότητας καθώς δε θα έπαιρνε μορφή αν δεν υπήρχε η λογοκρισία στο ψυχικό όργανο. Ο Freud τον ορίζει ως «ό,τι έχει απομείνει από τις επενδύσεις αντικειμένου». Όταν το Εγώ μαθαίνει για τις επενδύσεις αντικειμένου που πραγματώθηκαν στο Αυτό, είτε τις αποδέχεται είτε τις απωθεί. Ο χαρακτήρας έχει μέσα του την ιστορία της απώθησης. Απεικονίζει μια συγκεκριμένη σχέση ανάμεσα στο Εγώ και το Αυτό, ανάμεσα στο Εγώ και το Υπερεγώ. Ενώ ο υστερικός διαθέτει χαρακτηριστική μορφή, ο καταθλιπτικός είναι άμορφος. είναι ένας άνθρωπος χωρίς χαρακτήρα. Μπορούμε και να το γενικεύσουμε και να πούμε ότι το Εγώ στην ύστερη νεωτερικότητα είναι χωρίς χαρακτήρα. Ο Carl Schmitt λέει πως το «να έχεις πάνω από έναν πραγματικούς εχθρούς» είναι «ένδειξη εσωτερικού διχασμού». Το ίδιο, τότε, ισχύει και ως προς τους φίλους. Κατά τον Schmitt, το να έχεις πάνω από έναν πραγματικούς φίλους μπορεί να είναι ένδειξη απουσίας χαρακτήρα και μορφής. Οι πολλαπλοί φίλοι στο Facebook θα του χρησί­μευαν ως μια ακόμα ένδειξη για την απουσία ­χαρακτήρα και μορφής του Εγώ στην ύστερη νεωτερικότητα. Για να το πούμε θετικά, αυτό το άτομο χωρίς χαρακτήρα αποκαλείται ευέλικτο, αφού είναι σε θέση νʼ αποδεχθεί κάθε μορφή, κάθε ρόλο, κάθε καθήκον. Αυτή η απουσία μορφής, ή αυτή η ευελιξία, αυξάνει κατά πολύ την οικονομική αποδοτικότητα.
Η φροϋδική ψυχανάλυση προϋποθέτει την αρνητικότητα της απώθησης και της άρνησης. Όπως τονίζει ο Freud, το Ασυνείδητο και η απώθηση «συσχετίζονται σε μεγάλο ποσοστό». Καμία διεργασία απώθησης και άρνησης δεν συνδέεται με τις σημερινές ψυχικές ασθένειες όπως η κατάθλιψη, το Σύνδρομο Burn-out ή η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής-υπερκινητικότητας. Αυτές παραπέμπουν μάλλον σʼ ένα πλεόνασμα θετικότητας. όχι στην άρνηση, αλλά μάλλον στην αδυναμία να πεις όχι. όχι στο δεν-μου-επιτρέπεται-να, αλλά στο μπορώ-τα-πάντα. Η ψυχανάλυση, λοιπόν, δεν μας παρέχει πρόσβαση σʼ αυτές τις ασθένειες. Η κατάθλιψη δεν είναι συνέπεια καταπίεσης από εξουσίες όπως το Υπερ­εγώ. Ούτε πραγματοποιείται στους καταθλιπτικούς αυτή η «μεταφορά» που θα έδινε έμμεσες ενδείξεις για τα απωθημένα ψυχικά περιεχόμενα.
Η σύγχρονη κοινωνία της επίδοσης, με τα ιδεώδη της της ελευθερίας και της απορρύθμισης, καταργεί μαζικά τους φραγμούς και τις απαγορεύσεις που συνιστούσαν την κοινωνία της πειθαρχίας. Η σταδιακή κατάργησή της στοχεύει στην απόδοση. Φτάνουμε έτσι σε μια γενική κατάλυση των ορίων και σʼ έναν κόσμο χωρίς φραγμούς, αν όχι και σε μια γενική αποχαλίνωση απʼ όπου δεν εκπηγάζει καμία ενέργεια απώθησης. Όταν καμία περιοριστική σεξουαλική ηθική δεν εμποδίζει κατʼ αρχάς την παρορμητική εκδήλωση, τότε δεν εμφανίζονται ούτε παρανοειδή φαντάσματα όπως αυτά του Daniel Paul Schreber που ο Freud τα αποδίδει στην απωθημένη ομοφυλοφιλία του. Η «περίπτωση Schreber» είναι χαρακτηριστική εκείνης της κοινωνίας τής πειθαρχίας του 19ου αιώνα όπου επίσης κυριαρχούσε η αυστηρή απαγόρευση της ομοφυλοφιλίας, αν όχι και της σεξουαλικής επιθυμίας γενικώς.
Το Ασυνείδητο δεν εμπλέκεται στην κατάθλιψη. Ούτε εξουσιάζει πλέον το ψυχικό όργανο ενός καταθλιπτικού επιδοσιακού υποκειμένου. Παρʼ όλα αυτά, ο Ehrenberg παραμένει προσδεδεμένος σʼ αυτό, κάτι που δημιουργεί ένα ρήγμα στην επιχειρηματολογία του: «Η ιστορία της κατάθλιψης μας βοήθησε, νομίζω, να παρακολουθήσουμε αυτή την κοινωνική και πνευματική μεταστροφή. Η ανεξέλεγκτη αύξηση αυτής της ­διαταραχής διαποτίζει τα δύο ζεύγη αλλαγών που επηρέασαν το υποκείμενο κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα: 1. την ψυχική απελευθέρωση και την ανασφάλεια για την ταυτότητα, και 2. την ατομική πρωτοβουλία και την ανικανότητα για δράση. Τα δύο αυτά ζεύγη αποκαλύπτουν τα ανθρωπολογικά διακυβεύματα που εμπλέκονται στο πέρασμα από τη νευρωτική σύγκρουση στην καταθλιπτική ανεπάρκεια στον τομέα της ψυχιατρικής. Σήμερα ο άνθρωπος δέχεται ­διαφορετικά μηνύματα από το άγνωστο που δεν ελέγχει, απʼ αυτό το ανυπέρβλητο και σκοτεινό μέσα του που οι δυτικοί ονόμασαν Ασυνείδητο […]». Κατά τον Ehrenberg, η κατάθλιψη συμβολίζει το «ανεξέλεγκτο», το «απαραμείωτο». Πηγάζει στην «αντιπαράθεση ανάμεσα στην έννοια της απεριόριστης δυνατότητας και σʼ αυτήν του ανεξέλεγκτου». Άρα, η κατάθλιψη είναι η αποτυχία του υποκειμένου που θέλει να αναλάβει πρωτοβουλίες προ του ανεξέλεγκτου. Όμως το ανεξέλεγκτο, το απαραμείωτο ή το άγνωστο είναι κι αυτά, όπως το Ασυνείδητο, μορφές της αρνητικότητας. δεν είναι πια συνιστώσες της κοινωνίας της επίδοσης, η οποία κυριαρχείται από πλεόνασμα θετικότητας.
Ο Freud αντιλαμβάνεται τη μελαγχολία ως μια ολέθρια σχέση μʼ ένα άλλο άτομο που έχει ενσωματωθεί στον Εαυτό μέσω μιας ναρκισσιστικής ταυτοποίησης. Κατʼ αυτόν, οι αρχικές συγκρούσεις με αυτόν τον Άλλο εσωτερικεύονται και μετατρέπονται σε μια συγκρουσιακή σχέση με τον Εαυτό που οδηγεί σε πτώχυνση του Εγώ και στην αυτοεπιθετικότητα. Αντίθετα, της καταθλιπτικής ασθένειας απʼ την οποία πάσχει σήμερα το επιδοσιακό υποκείμενο δεν προηγείται καμία αμφιλεγόμενη ή και συγκρουσιακή σχέση με κάποιον άλλο που οδήγησε σε χωρισμό. Καμία διάσταση του Άλλου δεν εμπλέκεται. Συνυπεύθυνη της κατάθλιψης στην οποία συχνά καταλήγει το burn-out είναι μάλλον η υπερβολική και υπερελεγκτική σχέση που αναπτύσσεις με τον Εαυτό, μια σχέση που προσλαμβάνει ολέθρια χαρακτηριστικά. Το εξαντλημένο, καταθλιπτικό επιδοσιακό υποκείμενο φθείρεται κατά κάποιο τρόπο από τον εαυτό του. Είναι κουρασμένο, εξουθενωμένο από τον εαυτό του, από τον πόλεμο που διεξάγει κατά του εαυτού του. Ανήμπορο να βγει από τον εαυτό του, να είναι εκτός, να εγκαταλείψει τον εαυτό του προς τον Άλλο, προς τον κόσμο, γαντζώνεται στον εαυτό του, κι αυτό, όλως παραδόξως, καταλήγει στη σκαφή και την κένωση του Εαυτού. Το υποκείμενο φθείρεται σαν να ʼταν μέσα σʼ έναν τροχό του χάμστερ που γυρίζει όλο και πιο γρήγορα γύρω από τον εαυτό του.
Aκόμα και τα νέα μέσα και τεχνικές της επικοινωνίας φθείρουν το Είναι για τον Άλλο. Ο εικονικός κόσμος στερείται ετερότητας και ικανότητας αντίστασης. Στους εικονικούς χώρους το Εγώ μπορεί να κινείται χωρίς να τηρείται η «αρχή της πραγματικότητας», ως αρχή της ετερότητας και της αντίστασης. Στους φαντασιακούς χώρους της εικονικότητας, το ναρκισσιστικό Εγώ συναντά κυρίως τον εαυτό του. Η εικονικοποίηση και η ψηφιοποίηση απαλείφουν όλο και πιο πολύ το πραγματικό, το οποίο διακρίνεται κυρίως για την ικανότητά του να αντιστέκεται. Το πραγματικό δεν μας κρατάει μόνο με την έννοια της στάσης ή της αντίστασης, αλλά είναι και ένα στήριγμα.
Το μετανεωτερικό επιδοσιακό υποκείμενο που διαθέτει πλήθος εναλλακτικές λύσεις αδυνατεί να δεθεί έντονα. Στη διάρκεια της κατάθλιψης, όλοι οι δεσμοί διαρρηγνύονται. Η θλίψη διακρίνεται από την κατάθλιψη, κυρίως επειδή διαθέτει ισχυρή λιβιδινική πρόσδεση σʼ ένα αντικείμενο, ενώ η κατάθλιψη είναι χωρίς αντικείμενο και, άρα, ακατεύθυντη. Έχει επίσης νόημα να διακρίνουμε την κατάθλιψη από τη μελαγχολία. Της μελαγχολίας προηγείται μια εμπειρία απώλειας. Έτσι εξακολουθεί να υπάρχει μια σχέση, μια αρνητική σχέση με τον απόντα, ενώ η κατάθλιψη είναι αποκομμένη από κάθε σχέση και δεσμό. της λείπει κάποια βαρύτητα.
Η θλίψη εμφανίζεται όταν χάνεται ένα αντικείμενο με βαρύ λιβιδινικό φορτίο. Το θλιμμένο άτομο είναι ολότελα δοσμένο σʼ έναν αγαπημένο Άλλο. Το Εγώ της ύστερης νεωτερικότητας χρησιμοποιεί το μεγαλύτερο μέρος της λιβιδινικής του ενέργειας για τον εαυτό του. Η εναπομένουσα λίμπιντο κατανέμεται και διασκορπίζεται στις όλο και πιο πολυάριθμες επαφές του και τις εφήμερες σχέσεις του. Άλλωστε, είναι εξαιρετικά εύκολο να εκτρέψεις αυτή την πολύ ισχνή λίμπιντο για τον Άλλο και να την κατευθύνεις προς νέα αντικείμενα. Η επίμοχθη και επίπονη «εργασία του πένθους» δεν είναι αναγκαία. Οι «φίλοι» των κοινωνικών δικτύων δεν κάνουν τίποτʼ άλλο από το να επαυξάνουν το ναρκισσισμό μας, χαρίζοντας, σαν καταναλωτές, προσοχή σʼ αυτό το Εγώ που εκτίθεται σαν εμπόρευμα.
Ο Ehrenberg εκκινεί από μια καθαρά ποσοτική διαφορά μεταξύ μελαγχολίας και κατάθλιψης. Η μελαγχολία, σύμφυτη με κάτι ελιτίστικο, σήμερα εκδημοκρατίζεται και γίνεται κατάθλιψη: «Αν η μελαγχολία ήταν το χαρακτηριστικό του εξαιρετικού ατόμου, η κατάθλιψη είναι η εκδήλωση του εκδημοκρατισμού της εξαίρεσης. […] είναι μελαγχολία συν ισότητα, η κατεξοχήν ασθένεια του δημοκρατικού ανθρώπου». Πάντως, ο Ehrenberg χρονολογεί την κατάθλιψη ακριβώς τη στιγμή όπου το κυρίαρχο άτομο, ο ερχομός του οποίου είχε προαναγγελθεί από τον Nietzsche, έγινε μαζική πραγματικότητα. Σύμφωνα μʼ αυτά, καταθλιπτικός είναι αυτός που έχει «κουραστεί από την κυριαρχία» του, δεν έχει πια τη δύναμη να είναι κύριος του εαυτού του και έχει κουραστεί από το επίμονο «αίτημα για πρωτοβουλίες». Mʼ αυτή την ιδιαίτερη αιτιοπαθογένεια της κατάθλιψης ο Ehrenberg πέφτει σε αντίφαση, γιατί τη μελαγχολία, που υπήρχε και στην αρχαιότητα, δεν μπορείς να τη θεωρήσεις υπό το πρίσμα αυτής της κυριαρχίας που διακρίνει το νεωτερικό ή μετανεωτερικό άτομο. Ένας αρχαίος μελαγχολικός είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από καταθλιπτικός που δεν έχει τη δύναμη «να κυριαρχήσει στον εαυτό του» ή που του λείπει «το πάθος να είναι ο εαυτός του». Η μελαγχολία, όπως και η υστερία ή η θλίψη, είναι φαινόμενο της αρνητικότητας, ενώ η κατάθλιψη συνδέεται μʼ ένα πλεόνασμα θετικότητας. Μήπως όμως μπορούμε να διακριβώσουμε δεσμούς μεταξύ κατάθλιψης και δημοκρατίας; Κατά τον Carl Schmitt, η κατάθλιψη είναι χαρακτηριστικό της δημοκρατίας, στο μέτρο που της λείπει η οριστική δύναμη νʼ αποφασίζει. H βίαιη δριμύτητα της απόφασης δεν επιτρέπει μακροχρόνιες συγκρούσεις. Υπʼ αυτήν την οπτική γωνία, η κατάθλιψη δεν χαρακτηρίζει το «δεσμό που χάθηκε σε μια σύγκρουση», αλλά το δεσμό που απειθεί σε μιαν αντικειμενική αρχή η οποία αποφασίζει, και από την οποία θα μπορούσαν να εκπηγάσουν οι οριστικές μορφές και η αρχή της ανταμοιβής.
Ο Ehrenberg εξετάζει την κατάθλιψη αποκλειστικά υπό το πρίσμα της ψυχολογίας και της παθολογίας του Εαυτού, χωρίς να υπολογίζει καθόλου τον οικονομικό παράγοντα. Το burn-out που συχνά προηγείται της κατάθλιψης δεν παραπέμπει τόσο σʼ αυτό το κυρίαρχο άτομο που δεν έχει πια τη δύναμη «να είναι κυρίαρχος του εαυτού του». Το burn-out είναι μάλλον η παθολογική συνέπεια μιας εκούσιας αυτοεκμετάλλευσης. H επιταγή της διαφοροποίησης, της μεταμόρφωσης και της αναδημιουργίας του ατόμου, η άλλη όψη της οποίας είναι η κατάθλιψη, προϋποθέτει μια προσφορά προϊόντων συνδεδεμένων με την έννοια της ταυτότητας. Όσο πιο συχνά αλλάζεις ταυτότητα, τόσο πιο δυναμική γίνεται η παραγωγή. Η βιομηχανική κοινωνία της πειθαρχίας απαιτεί μιαν αναλλοίωτη ταυτότητα, ενώ η μεταβιομηχανική κοινωνία της επίδοσης έχει ανάγκη από ευέλικτα άτομα για νʼ αυξήσει την παραγωγή της.
Η βασική θέση του Ehrenberg είναι η εξής: «…η διάδοση της κατάθλιψης οφείλεται ακριβώς στην παρακμή της σύγκρουσης ως σημείου αναφοράς, πάνω στο οποίο δομήθηκε η έννοια του υποκειμένου που μας κληροδότησε το τέλος του 19ου αιώνα». Κατά τον Ehrenberg δηλαδή, η σύγκρουση επιτελεί δομική λειτουργία. Τόσο η προσωπική όσο και η κοινωνική ταυτότητα συναρθρώνονται με στοιχεία που «δομεί η σύγκρουση». Τόσο στην πολιτική όσο και στην ιδιωτική ζωή, η σύγκρουση είναι ο κανονιστικός πυρήνας της δημοκρατικής κουλτούρας. Η κατάθλιψη όμως αποκρύπτει τη δυσκολία με την οποία από τη σύγκρουση γεννιέται ο δεσμός. Έτσι, η σύγκρουση δεν μπορεί πια να διασφαλίσει την ενότητα του ατόμου.
Το μοντέλο της σύγκρουσης κυριαρχεί στην κλασική ψυχανάλυση. Η θεραπεία συνίσταται στη αναγνώριση, δηλαδή την ανάδυση στο Συνειδητό της ύπαρξης μιας εσωτερικής σύγκρουσης. Το μοντέλο της σύγκρουσης, ωστόσο, προϋποθέτει την ύπαρξη της αρνητικότητας της απώθησης και της άρνησης. Γιʼ αυτό και δεν μπορεί πια να χρησιμοποιηθεί η κατάθλιψη με τη μηδενική της αρνητικότητα. Ο Ehrenberg, όμως, ενώ παραδέχεται ότι η κατάθλιψη χαρακτηρίζεται από την απουσία σχέσης με τη σύγκρουση, εξακολουθεί να μένει προσκολλημένος στο μοντέλο της σύγκρουσης. Κατʼ αυτόν, στη βάση της κατάθλιψης υπάρχει μια κρυμμένη σύγκρουση, που πέφτει σε ακόμα πιο δεύτερη μοίρα όταν γίνεται χρήση αντικαταθλιπτικών. Η σύγκρουση δεν είναι πια «σίγουρος οδηγός»: «Η πλήρωση του ελλείμματος, η διέγερση της απάθειας, η ρύθμιση της παρόρμησης, η υπέρβαση του ψυχαναγκασμού — όλα αυτά δείχνουν ότι ο εθισμός είναι η άλλη όψη της κατάθλιψης. Με το ευαγγέλιο της προσωπικής άνθισης στο ένα χέρι και τη λατρεία της αποδοτικότητας στο άλλο, η σύγκρουση δεν εξαφανίζεται, αλλά χάνει την προφάνειά της, δεν είναι πια σίγουρος οδηγός». Στην πραγματικότητα, η κατάθλιψη δεν υπακούει στο μοντέλο της σύγκρουσης, δηλαδή στην ψυχανάλυση. Ο Ehrenberg επιχειρεί να σώσει την ψυχανάλυση, παρά το γεγονός ότι έχουν εκλείψει οι συνθήκες ύπαρξής της.
Η «αποσυγκρουσιοποίηση» που ο Ehrenberg συνδέει με την κατάθλιψη πρέπει να ειδωθεί σε συνάρτηση με τη γενική θετικοποίηση της κοινωνίας που φέρνει μαζί της την αποϊδεολογικοποίησή της. Τα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα δεν καθορίζονται πλέον από τον (απαρχαιωμένο για μας) ανταγωνισμό μεταξύ ιδεολογιών και τάξεων. Όμως η θετικοποίηση της κοινωνίας δεν καταργεί τη βία. Η βία δεν εκπηγάζει μόνο από την αρνητικότητα του ανταγωνισμού ή της σύγκρουσης, αλλά και από τη θετικότητα της συναίνεσης. Αυτή τη στιγμή, ο ολοκληρωτισμός του κεφαλαίου, που δείχνει να απορροφά τα πάντα, αντιπροσωπεύει μια συναινετική βία. Το γεγονός ότι, σήμερα, δεν είναι οι ομάδες, οι ιδεολογίες ή οι τάξεις που παλεύουν μεταξύ τους, αλλά τα άτομα, δεν είναι τόσο καθοριστικό όσο το πιστεύει ο Ehrenberg ως προς την κρίση του επιδοσιακού υποκειμένου. Καθαυτό προβληματικός δεν είναι ο ατομικός ανταγωνισμός, αλλά η αυτοαναφορικότητά του που τον οξύνει σε σημείο που γίνεται απόλυτος. Το επιδοσιακό υποκείμενο βρίσκεται σε ανταγωνισμό με τον εαυτό του και υποκύπτει στον ολέθριο εξαναγκασμό να πρέπει συνεχώς να τον υπερβαίνει. να προσπερνάει και την ίδια του τη σκιά. Αυτός ο αυτοεξαναγκασμός που παρουσιάζεται ως ελευθερία, καταλήγει μοιραίος.
Όταν η κοινωνία της πειθαρχίας έγινε κοινωνία της επίδοσης, το Υπερεγώ άρχισε να θετικοποιείται, για να γίνει ένα ιδεώδες Εγώ. Το Υπερεγώ είναι καταπιεστικό. επιβάλλει κυρίως απαγορεύσεις. Με τον «σκληρό και αυστηρό του χαρακτήρα» που είναι η «δικτατορική του επιταγή», με τους «σκληρούς περιορισμούς και τις αυστηρές του απαγορεύσεις» εξουσιάζει το Εγώ. Αντίθετα από το καταπιεστικό Υπερεγώ, το ιδεώδες Εγώ είναι δελεαστικό. Το επιδοσιακό υποκείμενο είναι μια προβολή πάνω στο ιδεώδες Εγώ, ενώ το υπάκουο τάσσεται στο Υπερεγώ. Η υποταγή και η προβολή είναι δύο διαφορετικοί τρόποι της ύπαρξης. Από το Υπερεγώ εκπηγάζει ένας αρνητικός εξαναγκασμός. Αντίθετα, το ιδεώδες Εγώ επιβάλλει στο Εγώ έναν θετικό εξαναγκασμό. Η αρνητικότητα του Υπερεγώ περιορίζει την ελευθερία του Εγώ, ενώ η προβολή πάνω στο ιδεώδες Εγώ εκλαμβάνεται σαν ελεύθερη πράξη. Όταν όμως, το Εγώ εμπλακεί σʼ ένα άπιαστο ιδεώδες Εγώ, εκείνο θα το φθείρει κανονικά. Οπότε, το χάσμα ανάμεσα στο πραγματικό Εγώ και στο ιδεώδες Εγώ προκαλεί την ανάπτυξη μιας αυτοεπιθετικότητας. 
Το επιδοσιακό υποκείμενο της ύστερης νεω­τερικότητας δεν υποτάσσεται σε κανέναν. Δεν είναι πια καθόλου ένα υποκείμενο που διαθέτει (κι ας είναι ακόμα εγγενής του) χαρακτήρα του υποκείσθαι (sujet à, subject to). Θετικοποιείται ή και απελευθερώνεται για να γίνει προβολή. Ωστόσο, η μετάλλαξη του υποκειμένου σε προβολή δεν εξαφανίζει τη βία. Ο εξωτερικός εξαναγκασμός αντικαθίσταται από έναν εσωτερικό, που παρουσιάζεται ως ελευθερία. Αυτή η εξέλιξη είναι στενά συνδεδεμένη με την καπιταλιστική συνθήκη παραγωγής. Μετά από ένα ορισμένο επίπεδο παραγωγής, η αυτοεκμετάλλευση είναι κατʼ ουσίαν πιο αποτελεσματική, πολύ πιο αποδοτική απʼ ό,τι θα ήταν η εκμετάλλευση από έναν τρίτο, γιατί συνοδεύεται από το συναίσθημα της ελευθερίας. Η κοινωνία της επίδοσης είναι μια κοινωνία της αυτοεκμετάλλευσης. Το επιδοσιακό υποκείμενο εκμεταλλεύεται τον εαυτό του ώσπου να αναλωθεί εντελώς (burn-out). Αναπτύσσεται μια αυτοεπιθετικότητα που αρκετές φορές οξύνεται ώς τη βία της αυτοκτονίας. Η προβολή αποκαλύπτεται βολή που το επιδοσιακό υποκείμενο στρέφει κατά του εαυτού του. 
Το ιδανικό Εγώ μπροστά στο πραγματικό Εγώ δείχνει αποτυχημένο, τσακισμένο και αναλώνεται στις αυτομομφές. Το Εγώ διεξάγει πόλεμο κατά του εαυτού του. Η κοινωνία της θετικότητας, που νομίζει ότι έχει απαλλαγεί από όλους τους εξωτερικούς εξαναγκασμούς, εμπλέκεται με ολέθριους εσωτερικούς. Οι ψυχικές ασθένειες όπως το burn-out ή η κατάθλιψη, πρωτεύουσες ασθένειες του 21ου αιώνα, εμφανίζουν όλες τους χαρακτηριστικά αυτοεπιθετικότητας. Ασκούμε βία στον εαυτό μας και εκμεταλλευόμαστε τον εαυτό μας. Η βία που ασκείται από έναν τρίτο έχει αντικατασταθεί από μια βία που ασκείται από τον εαυτό μας και που είναι πιο μοιραία, γιατί το θύμα αυτής της βίας νομίζει ότι είναι ελεύθερο.
Στην αρχή, ο homo sacer είναι ένας απόκληρος της κοινωνίας που έχει διαπράξει ένα αδίκημα. Μπορείς να τον σκοτώσεις ατιμωρητί. Ο κυρίαρχος έχει την απόλυτη εξουσία να αναιρέσει την κρατούσα έννομη τάξη. Αντιπροσω­πεύει τη νομοθετική εξουσία, η οποία διατηρεί μια σχέση με την έννομη τάξη ενώ βρίσκεται έξω από αυτήν. Ο ηγεμόνας δεν χρειάζεται να έχει λόγους για να επιβάλει το δίκαιο. Η κατάσταση ανάγκης, με την αναστολή της κρατούσας έννομης τάξης, δημιουργεί ένα χώρο εκτός δικαίου όπου το κάθε άτομο είναι απόλυτα έκθετο στην εξουσία. Πρωταρχικό κατόρθωμα της κυριαρχίας είναι η δημιουργία της γυμνής ζωής του homo sacer. Η ζωή του είναι γυμνή γιατί είναι εκτός έννομης τάξης και, εξαιτίας αυτού, μπορεί να αφαιρεθεί ανά πάσα στιγμή.
Κατά τον Agamben, η ανθρώπινη ζωή πολιτικοποιείται με την υπαγωγή της στην εξουσία της κυριαρχίας, δηλαδή «με μια άνευ όρων υποταγή σε μια εξουσία θανάτου». H γυμνή, θύσιμη ζωή και η κυρίαρχη εξουσία αλληλο­δημιουργούνται: «Αντίθετα απʼ ό,τι εμείς οι νεωτερικοί έχουμε συνηθίσει να αντιλαμβανόμαστε και να αναπαριστούμε ως σφαίρα της πολιτικής με όρους των δικαιωμάτων του πολίτη, ελεύθερης βούλησης και κοινωνικού συμβολαίου, από την οπτική γωνία της κυριαρχίας, αυθεντικά πολιτική είναι μόνο η γυμνή ζωή». Η «ζωή που εκτίθεται στο φόνο» είναι το «αρχέγονο πολιτικό στοιχείο. Το «πρωταρχικό φαινόμενο της πολιτικής» είναι το ανάθεμα. γεννά τη «γυμνή ζωή του homo sacer». Η κυριαρχία και η γυμνή ζωή του homo sacer βρίσκονται στους δύο πόλους μιας τάξης. Απέναντι στον κυρίαρχο, όλα τα άτομα είναι δυνάμει homines sacri.
Η θεωρία του Agamben για τον homo sacer μένει προσδεδεμένη στο σχήμα της αρνητικότητας. Κατʼ αυτήν, τα θύματα και οι ένοχοι, ο κυρίαρχος και ο homo sacer, είναι σαφώς διακριτοί μεταξύ τους, ακόμα και από τοπολογική άποψη. Η εξουσία και η γυμνή ζωή του homo sacer βρίσκονται, κατά τον Agamben, «στους δύο πόλους μιας τάξης». Αντίθετα, οι homines sacri της κοινωνίας τής επίδοσης ενοικούν την απόλυτη ομαλότητα, που είναι κατάσταση θετικότητας. Ο Agamben δεν παίρνει καθόλου υπόψη του την τοπολογική μετατροπή της βίας, στο πέρασμα από την κοινωνία της κυριαρχίας στην κοινωνία της επίδοσης. Ο Agamben περιγράφει την κοινωνία της κυριαρχίας στην καρδιά της κοινωνίας τής επίδοσης. Εκεί, η σκέψη του παρουσιάζει έναν αναχρονισμό. Εξαιτίας του αναχρονισμού του, η βία που εντοπίζει είναι εξ ολοκλήρου βία της αρνητικότητας που εκπηγάζει από τον αποκλεισμό και την αναστολή. Λόγω αυτού ακριβώς, παραλείπει τη βία της θετικότητας, η οποία εκδηλώνεται τόσο ως εξάντληση όσο και ως αποδοχή, και είναι χαρακτηριστική της κοινωνίας τής επίδοσης. Εστιάζοντας την προσοχή του αποκλειστικά στις μορφές εκκοσμίκευσης μορφών της αρνητικότητας, που τώρα μας φαίνονται αρχαϊκές, προσπερνά ακραία φαινόμενα θετικότητας. Η σημερινή βία δεν εκπηγάζει τόσο από τον ανταγωνισμό της διαφωνίας όσο από τον κομφορμισμό της συναίνεσης. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να μιλήσουμε, αντίθετα προς τον Habermas, για βία της συναίνεσης.
Καμία εξωτερική εξουσία δεν επιβάλλει στο επιδοσιακό υποκείμενο να εργάζεται. Το επιδοσιακό υποκείμενο υπάγεται μόνο στον εαυτό του. Πάντως, η κατάλυση αυτής της εξωτερικής εξουσίας δεν καταλύει και την εξαναγκαστική δομή. Οδηγεί σε σύμπτωση της ελευθερίας και του εξαναγκασμού. Το επιδοσιακό υποκείμενο παραδίδεται στον εξαναγκασμό για να μεγιστοποιήσει την απόδοσή του. Έτσι εκμεταλλεύεται τον εαυτό του. Η αυτοεκμετάλλευση είναι πιο αποτελεσματική από την εκμετάλλευση από τρίτους, εφόσον συνοδεύεται από ένα απατηλό αίσθημα ελευθερίας. Αυτός που εκμεταλλεύεται είναι ίδιος με αυτόν που τον εκμεταλλεύονται. Εδώ, η εκμετάλλευση υπάρχει χωρίς να επιβάλλεται έξωθεν. Αυτός είναι και ο λόγος της αποτελεσματικότητας της αυτοεκμετάλλευσης. Το καπιταλιστικό σύστημα περνάει από την εκμετάλλευση από τρίτους στην αυτοεκμετάλλευση, προκειμένου να επιταχύνει. Εξαιτίας της παράδοξης ελευθερίας του, το επιδοσιακό υποκείμενο είναι ταυτόχρονα θύμα και θύτης, κύριος και δούλος. Εδώ, συμπίπτουν η ελευθερία και η βία. Το επιδοσιακό υποκείμενο, που νομίζει ότι είναι κυρίαρχο του εαυτού του, αναδεικνύεται σε homo sacer. Ο κυρίαρχος της κοινωνίας τής επίδοσης είναι ταυτόχρονα o homo sacer του εαυτού του. Κατά μία παράδοξη λογική, ο κυρίαρχος και ο homo sacer αλληλοδημιουργούνται μέσα στην κοινωνία της επίδοσης.
Όταν ο Agamben σημειώνει ότι μπορεί να είμαστε όλοι δυνητικά homines sacri, τότε εννοεί ότι είμαστε όλοι αποδέκτες του ίδιου κυρίαρχου αναθέματος και, άρα, είμαστε όλοι απολύτως θύσιμοι. Αυτή η κοινωνική διάγνωση του Agamben αντιφάσκει προς όλα τα στοιχεία της σημερινής κοινωνίας που δεν είναι πια κοινωνία της κυριαρχίας. Το ανάθεμα που μας καθιστά όλους homines sacri, δεν είναι πλέον ανάθεμα της κυριαρχίας, αλλά της επίδοσης. Το επιδοσιακό υποκείμενο που νομίζει ότι είναι ελεύθερο και παίζει το ρόλο του homo liber, του κυρίαρχου του εαυτού του, του επιχειρηματία του εαυτού του, δέχεται αυτό το ανάθεμα της επίδοσης και καθιστά τον εαυτό του homo sacer. Επομένως, ο κυρίαρχος της κοινωνίας τής επίδοσης είναι ο homo sacer του εαυτού του.
Αλλά και η θεωρία του Ehrenberg για την κατάθλιψη παραβλέπει τη συστημική βία που είναι εγγενής στην κοινωνία της επίδοσης. Οι αναλύσεις του ως επί το πλείστον γίνονται υπό ψυχολογικό και όχι οικονομικό ή πολιτικό πρίσμα. Έτσι, δεν διακρίνει τη συμβολή της καπιταλιστικής αυτοεκμετάλλευσης στις ψυχικές ασθένειες του επιδοσιακού υποκειμένου. Κατά τον Ehrenberg, μόνο η επιταγή να μην ανήκεις παρά στον εαυτό σου είναι αυτή που σε κάνει καταθλιπτικό και, άρα, η κατάθλιψη είναι η παθολογική εκδήλωση της αποτυχίας του μετανεωτερικού ατόμου να γίνει ο εαυτός του.  
Ο Ehrenberg το ταυτίζει με τον κυρίαρχο άνθρωπο του Nietzsche χωρίς να αντιληφθεί ότι είναι ταυτόχρονα κυρίαρχος και homo sacer, κύριος και δούλος. Για τον Nietzsche, δεν θα ήταν ο κυρίαρχος άνθρωπος αλλά ο έσχατος άνθρωπος, που εκμεταλλεύεται τον εαυτό του όντας δούλος του εαυτού του. Αντίθετα από την υπόθεση του Ehrenberg, ο κυρίαρχος άνθρωπος του Nietzsche είναι στην πραγματικότητα ένα επικριτικό αντι-πρότυπο του εξαντλημένου επιδοσιακού υποκειμένου. Παρουσιάζεται ως άνθρωπος της σχόλης. Για τον Nietzsche, ο υπερδραστήριος άνθρωπος είναι αποτρόπαιος. H «δυνατή ψυχή» διατηρεί την «ηρεμία» της, «κινείται αργά» και «απεχθάνεται ό,τι παραείναι ζωντανό». Στο Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα γράφει ο Nietzsche: «Κι εσείς επίσης, για τους οποίους η ζωή είναι άγρια δουλειά και ανησυχία: δεν έχετε κουραστεί πολύ από τη ζωή; Δεν είστε πολύ ώριμοι για το κήρυγμα του θανάτου; Όλοι εσείς, που αγαπάτε την άγρια δουλειά και το γρήγορο, το καινούριο, το άγνωστο — δύσκολα αντέχετε τον εαυτό σας, η φιλοπονία σας είναι κατάρα και θέληση να ξεχάσετε τον ίδιο τον εαυτό σας.»
Η καπιταλιστική οικονομία απολυτοποιεί την επιβίωση. Δεν την απασχολεί το ευ ζην. Tρέφεται από την ψευδαίσθηση ότι περισσότερο κεφάλαιο σημαίνει περισσότερο ζην, περισσότερα αγαθά προς το ζην. Ο σκληρός και άκαμπτος χωρισμός της ζωής από το θάνατο περιβάλλει και την ίδια τη ζωή με ανησυχητική ακαμψία. Η έγνοια για την ευζωία δίνει τη θέση της στην υστερία για την επιβίωση. Η υποβάθμιση της ζωής σε μια σειρά βιολογικές διεργασίες την απογυμνώνει, τη γδύνει από την αφηγηματικότητά της. Της αφαιρεί τη ζωντάνια, που είναι πολύ πιο σύνθετη από την απλή ζωτικότητα και την υγεία. Η μανία με την υγεία δημιουργείται όταν η ζωή γίνεται γυμνή, σαν ένα κέρμα που έχει αδειάσει από κάθε αφηγηματικό περιεχόμενο, κάθε αξία. Εν όψει της εξατομίκευσης της κοινωνίας και της διάβρωσης του κοινωνικού δεσμού, δεν μένει παρά το σώμα του Εγώ που πρέπει πάση θυσία να διατηρηθεί υγιές. Η απώλεια των ιδεωδών αξιών δεν αφήνει να υπάρξει παρά μόνο, μαζί με την αξία έκθεσης του Εγώ, η αξία της υγείας. Η γυμνή ζωή εξαφανίζει κάθε τελεολογία, κάθε πρόθεση δράσης για την οποία θα άξιζε να είμαστε υγιείς. Η υγεία γίνεται αυτοαναφορική και κενούται για να γίνει σκοπιμότητα χωρίς σκοπό.
Η ζωή του homo sacer της κοινωνίας τής επίδοσης είναι ιερή και γυμνή για έναν τελείως διαφορετικό λόγο. Είναι γυμνή, γιατί δεν φο­ράει πια κανένα ένδυμα υπέρβασης της αξίας και γιατί έχει περιοριστεί στην εμμονή της ζωτικής λειτουργίας και της ζωτικής επίδοσης, που πρέπει να μεγιστοποιηθεί πάση θυσία. Από την εσωτερική λογική της, η κοινωνία της επίδοσης εξελίσσεται σε μια κοινωνία του ντόπινγκ. Η ζωή που έχει περιοριστεί στη ζωτική της λειτουργία είναι μια ζωή που πρέπει οπωσδήποτε να διατηρηθεί υγιής. Η υγεία είναι η νέα θεά. Γιʼ αυτό και η γυμνή ζωή είναι ιερή. Οι homines sacri της κοινωνίας τής επίδοσης διαφοροποιούνται από αυτούς της κοινωνίας τής κυριαρχίας, και λόγω μιας άλλης ιδιαιτερότητας: δεν είναι σε καμιά περίπτωση θύσιμοι. Η ζωή τους μοιάζει με τη ζωή ενός απέθαντου. Είναι πολύ ζωντανοί για να μπορούν να πεθάνουν, και πολύ νεκροί για να μπορούν να ζουν.
 

ΧΑΝ ΜΠΙΟΥΝΓΚ-ΤΣΟΥΛ