«Μετά από άλλον έναν περίπατο πάνω στον παγετό, ο Χανς είχε την παράλογη εντύπωση ότι το σχεδιάγραμμα της πόλης άλλαζε όταν όλοι κοιμόνταν. Πώς ήταν δυνατόν να χάνεται τόσο εύκολα; Δεν μπορούσε να το εξηγήσει: η ταβέρνα στην οποία είχε γευματίσει την προηγουμένη, βρισκόταν στην απέναντι γωνία. Το σιδηρουργείο που έπρεπε να το βρει στρίβοντας στη γωνία δεξιά, τον ξάφνιασε με τους κρότους του που του ’ρχονταν απ’ τ’ αριστερά. Μια κατηφόρα που είχε πάρει, τώρα ανηφόριζε απότομα. Μια στοά που θυμόταν ότι την είχε περάσει κι ότι έβγαζε σε μια λεωφόρο, τώρα ήταν αδιέξοδο. Νιώθοντας το ταξιδιωτικό του κύρος να κλονίζεται, ο Χανς έκλεισε μια θέση στην επόμενη άμαξα για το Ντεσάου, κι έπειτα αποφάσισε ν’ ασχοληθεί με την ταυτοποίηση των δρόμων στους οποίους περιδιάβαζε.» (σελ. 25)
«Κάποιες νύχτες, εδώ και λίγο καιρό, χωμένος στα δρομάκια γύρω απ’ την πλατεία, μακριά απ’ τα βλέμματα, ένα με το σκοτάδι και τους τοίχους, κάποιος καραδοκεί. Πότε στη μικρή οδό Ερίου, πότε στη στενή οδό Προσευχής ή στο βάθος της οδού Κυρίου, βαριανασαίνοντας, φορώντας μακρύ πανωφόρι και μαύρο πλατύ-γυρο καπέλο, με τα γαντοφορεμένα χέρια χωμένα στις τσέπες ώς τους αγκώνες, μ’ ένα μαχαίρι, μια μάσκα κι ένα σκοινί ανάμεσα στα δάχτυλα, κάποιος παραφυλάει κάθε βήμα, τον παραμικρό θόρυβο…» (σελ. 104)
«Ο Αντρές Νέουμαν αντικρίζει τη σημερινή ζωή με την κοινωνική και την ηθική διεισδυτικότητα που αποτέλεσε το κύριο χαρακτηριστικό των μεγάλων μυθιστορημάτων του 19ου αιώνα. Και είναι αξιέπαινος, γιατί Ο ταξιδιώτης του αιώνα συγκεντρώνει όλη τη γνώση και τη σοφία ενός συγγραφέα που φροντίζει τις φράσεις του μέχρι την τελευταία συλλαβή και κατέχει την παράδοση της αφήγησης μέχρι τις πιο κρυφές γωνιές της. Μια ιστορία ερωτικού πάθους που βιώνεται σε μια φανταστική πόλη μεταξύ Σαξονίας και Πρωσίας —το Βανδερβούργο— γίνεται το καλύτερο πρόσχημα για να ανοίξει η μεγάλη διαμάχη γύρω από την ιστορία της δημιουργίας της Ευρώπης. Ο Αντρές Νέουμαν χρησιμοποιεί την ήττα του Ναπολέοντα και την αποσύνθεση των επαναστατικών οραμάτων του 19ου προκειμένου να ανακινήσει ζητήματα και διαμάχες του 21ου αιώνα, όπως ο μερκαντιλισμός, ο ρόλος του κράτους, ο πρωταγωνιστικός ρόλος της γυναίκας ή ο ορισμός μιας νέας κοινωνικής αντίληψης σχετικά με την ελευθερία. Οι μεγάλες ηρωίδες της λογοτεχνίας του 19ου αιώνα δεν έχουν φυσικές ανάγκες, ούτε είχαν την πρωτοβουλία στις ερωτικές συνευρέσεις. Όμως, η ηρωίδα του Νέουμαν, —όπως η Ευρώπη—, είναι μια γυναίκα του 19ου που είδε να περνούν από πάνω της ο 20ός και τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα.»
LuisGarcíaMontero, ElPais
«Η λογοτεχνία του 21ου αιώνα θα ανήκει στον Νέουμαν και σε μερικούς ομόαιμους αδελφούς του.»
Roberto Bolaño
«Ένα συναρπαστικό, φιλόδοξο και γενναιόδωρο μυθιστόρημα.»
JuanGabrielVásquez, TheGuardian
«Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι αυτό το μυθιστόρημα κατέχει δικαιωματικά μια θέση στον ήλιο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ως ένα έργο αληθινής ομορφιάς και σπινθηροβόλου ευφυΐας από έναν πληθωρικά ταλαντούχο συγγραφέα.»
Richard Gwyn, The Independent
«Μείζονμυθιστόρημαιδεών. Μιαεκπληκτικάεμπνευσμένησύνθεση.»
J. Ernesto Ayala-Dip, El País
«Ο ταξιδιώτης του αιώνα είναι ένας στοχασμός για τις ουτοπίες και τις απομαγεύσεις της Ευρώπης, για τους απάτριδες, τους αιώνιους πρόσφυγες.»
Ricardo Baixeras, El Periódico
«Μυθιστόρημα ιδεών, ανάμεσα στον Πύργο του Φραντς Κάφκα και το Μαγικό βουνό του Τόμας Μαν.»
Publishers Weekly
1. Εδώ το φως είναι γέρικο
Μήπππως κκκρυώνετε;, φώναξε ο αμαξάς, με την φωνή του να κόβεται από τα τραντάγματα της άμαξας. Όόόχι, εντττάξει, ευχχχαριστώ, απάντησε ο Χανς, τουρτουρίζοντας.
Τα φώτα της άμαξας αναβόσβηναν με το ρυθμό του καλπασμού. Οι τροχοί πετούσαν λάσπη. Σε κάθε λακκούβα, οι άξονες λύγιζαν, κινδυνεύοντας να σπάσουν. Τ’ άλογα ξεφυσούσαν κι έβγαζαν αχνούς από το στόμα τους. Ένα θαμπό φεγγάρι αρμένιζε στον ορίζοντα.
Εδώ και λίγη ώρα το Βανδερβούργο είχε αρχίσει ν’ αχνοφαίνεται στο βάθος, προς τα νότια. Ωστόσο, σκέφτηκε ο Χανς, όπως συμβαίνει συχνά στο τέρμα μιας εξαντλητικής μέρας, αυτή η πολίχνη δείχνει να μετατοπίζεται μαζί μας. Ο ουρανός έπεφτε βαριά πάνω στην άμαξα. Με κάθε καμτσικιά του αμαξά το κρύο έπαιρνε θάρρος και συμπίεζε το περίγραμμα των πραγμάτων. Φτττάνουμε;, ρώτησε ο Χανς, βγάζοντας το κεφάλι έξω απ’ το παράθυρο. Χρειάστηκε να ρωτήσει δύο φορές ώσπου να τον ακούσει ο αμαξάς μέσα στη φασαρία και να του φωνάξει, δείχνοντας με το καμτσίκι: Όπππως βλλλέπετε! Ο Χανς δεν κατάλαβε αν αυτό σήμαινε ότι έφταναν σε λίγα λεπτά ή ότι ο αμαξάς δεν είχε ιδέα. Κι όπως ήταν ο τελευταίος επιβάτης και δεν είχε με ποιον να μιλήσει, έκλεισε τα μάτια του.
Όταν τα ξανάνοιξε, είδε ένα πέτρινο τείχος και μια τοξωτή πύλη. Καθώς πλησίαζαν, ο Χανς διαπίστωσε κάτι περίεργο που είχε να κάνει με το πάχος του τείχους, κάτι σαν προειδοποίηση για το πόσο πιο δύσκολη θα ήταν η έξοδος απ’ ό,τι η είσοδος. Παρά το ισχνό φως που έστελναν τα φανάρια της άμαξας, μπόρεσε να διακρίνει τις σιλουέτες των πρώτων κτιρίων, τις φολίδες σε κάποιες στέγες, αιχμηρούς πύργους, διακοσμητικά σε σχήμα σπονδύλου. Είχε την εντύπωση ότι έφτανε σ’ ένα μέρος που ’χε μόλις εκκενωθεί, κι ότι το ποδοβολητό των οπλών και τα τραντάγματα των τροχών αντιλαλούσαν δυνατά. Όλα ήταν τόσο ήσυχα, σαν κάποιος να τους κατασκόπευε κρατώντας την αναπνοή του. Η άμαξα έστριψε σε μια γωνία, και ξαφνικά ο ήχος απ’ τον καλπασμό κατασίγασε: είχαν μπει σε χωματόδρομο. Κατέβηκαν την οδό Παλαιού Λέβητος. Ο Χανς είδε μια σιδερένια πινακίδα που την πηγαινόφερνε ο αέρας, κι είπε στον αμαξά να σταματήσει.
Ο αμαξάς κατέβηκε απ’ το κάθισμά του, κι όταν πάτησε στο έδαφος έδειχνε ανήσυχος. Έκανε δυο-τρία βήματα, κοίταξε τα πόδια του, χαμογέλασε αμήχανα. Χάιδεψε το λαιμό του πρώτου αλόγου, κι όταν του ψιθύρισε λίγα λόγια ευχαριστίας, το ζώο απάντησε μ’ ένα ρουθούνισμα. Ο Χανς τον βοήθησε να λύσει τα σκοινιά της σχάρας, να σηκώσει το μουσκεμένο καραβόπανο και να κατεβάσει την βαλίτσα του και μια μεγάλη κασέλα με χερούλια. Πτώμα έχετε εδώ μέσα;, γκρίνιαξε ο αμαξάς, αφήνοντας χάμω την κασέλα και τρίβοντας τα χέρια του. Όχι ένα πτώμα, χαμογέλασε ο Χανς, κάμποσα. Ο αμαξάς έβγαλε ένα ξερό γελάκι, αλλά το πρόσωπό του έδειχνε ελαφρά συννεφιασμένο. Θα μείνετε κι εσείς εδώ απόψε;, ρώτησε ο Χανς. Όχι, αποκρίθηκε ο αμαξάς, εγώ θα συνεχίσω για τη Βιτεμβέργη, ξέρω εκεί ένα καλό μέρος για ύπνο, κι έχω και μια φαμίλια που πρέπει να πάει στη Λιψία. Και πρόσθεσε, λοξοκοιτάζοντας την πινακίδα που έτριζε: Είστε σίγουρος ότι δε θέλετε να συνεχίσετε λίγο ακόμα; Ευχαριστώ, είπε ο Χανς, μια χαρά είμαι εδώ, έχω ανάγκη να ξεκουραστώ. Όπως επιθυμείτε, κύριε, όπως επιθυμείτε, είπε ο αμαξάς, κι ύστερα ξερόβηξε αρκετές φορές. Ο Χανς τον πλήρωσε, αρνήθηκε να πάρει ρέστα και τον αποχαιρέτησε. Άκουσε πίσω του μια καμτσικιά, το τρίξιμο του ξύλου, το γδούπο απ’ τις οπλές που ξεμάκραιναν.
Μόνο όταν βρέθηκε μόνος με τις αποσκευές του έξω απ’ το πανδοχείο αισθάνθηκε τσιμπήματα στην πλάτη του, ένα τρέμουλο στους μυς του κι ένα βουητό στ’ αφτιά του. Ένιωθε ακόμα τους κραδασμούς της άμαξας, είχε ακόμα την εντύπωση ότι τα φώτα τρεμόπαιζαν και οι τοίχοι σάλευαν. Ο Χανς έτριψε τα μάτια του. Τα θαμπωμένα παράθυρα δεν του επέτρεπαν να δει το εσωτερικό του πανδοχείου. Χτύπησε την πόρτα, πάνω στην οποία ήταν ακόμα κρεμασμένο ένα χριστουγεννιάτικο στεφάνι. Δεν άνοιξε κανείς. Δοκίμασε το παγωμένο πόμολο. Η πόρτα άνοιξε με σπρώξιμο. Είδε ένα διάδρομο. Ο διάδρομος φωτιζόταν από κάτι λάμπες λαδιού που κρέμονταν από ένα γάντζο. Ένιωσε την ευεργετική θαλπωρή του εσωτερικού χώρου. Απ’ το βάθος του διαδρόμου ακουγόταν το τσιτσίρισμα μιας φωτιάς. Ο Χανς πάσχισε να φέρει μέσα τη βαλίτσα και την κασέλα. Στάθηκε κάτω από μια λάμπα, προσπαθώντας να ζεσταθεί. Τινάχτηκε όταν είδε τον κύριο Τσάιτ που τον κοίταζε πίσω απ’ τον πάγκο της ρεσεψιόν. Ερχόμουν να σας ανοίξω, είπε ο πανδοχέας. Κινούνταν πολύ αργά, σαν να ’ταν παγιδευμένος ανάμεσα στον πάγκο και τον τοίχο. Είχε μια τεράστια κοιλιά σαν ταμπούρλο. Μύριζε μουχλιασμένο ύφασμα. Από πού έρχεστε;, ρώτησε. Τώρα από το Βερολίνο, είπε ο Χανς, όχι ότι έχει καμιά σημασία. Έχει σημασία για μένα, νεαρέ, τον έκοψε ο κύριος Τσάιτ, χωρίς να υποπτεύεται ότι ο Χανς κάτι άλλο εννοούσε. Πόσες μέρες σκοπεύετε να μείνετε; Μόνο μία, νομίζω, είπε ο Χανς, δεν είμαι σίγουρος ακόμα. Όταν θα ’στε σίγουρος, είπε ο πανδοχέας, ενημερώστε με, σας παρακαλώ, θέλουμε να ξέρουμε ποια δωμάτια θα είναι ελεύθερα.
Ο κύριος Τσάιτ πήρε ένα κηροπήγιο κι οδήγησε τον Χανς. Διέσχισαν το διάδρομο κι ανέβηκαν μια σκάλα. Ο Χανς κοίταζε τον στρογγυλό όγκο που ανέβαινε μπροστά του, και φοβήθηκε ότι θα ’πεφτε πάνω του. Όλο το πανδοχείο μύριζε καμένο λάδι, θειάφι απ’ τα φιτίλια, σαπούνι και ιδρώτα ανάκατα. Έφτασαν στον πρώτο όροφο και συνέχισαν ν’ ανεβαίνουν. Ο Χανς παραξενεύτηκε βλέποντας ότι όλα τα δωμάτια έδειχναν άδεια. Φτάνοντας στον δεύτερο όροφο, ο πανδοχέας σταμάτησε μπροστά σε μια πόρτα πάνω στην οποία ήταν γραμμένος με κιμωλία ο αριθμός επτά. Μόλις ξαναβρήκε την ανάσα του, δήλωσε με καμάρι: Το επτά είναι το καλύτερό μας. Έβγαλε απ’ την τσέπη του μιαν αρμαθιά, μια ταλαιπωρημένη αρμαθιά κλειδιά, και μετά από αρκετές προσπάθειες και χαμηλόφωνες βρισιές, μπήκαν στο δωμάτιο.
Με το κηροπήγιο στο χέρι, ο πανδοχέας όργωσε το σκοτεινό δωμάτιο ώσπου να φτάσει στο παράθυρο. Ανοίγοντας τα παντζούρια, το παράθυρο έβγαλε ένα ακόρντο από ξύλο και σκόνη. Το φως απ’ έξω ήταν τόσο χλομό, ώστε, αντί να φωτίσει το δωμάτιο, απορροφήθηκε απ’ το μισοσκόταδο σαν αέριο. Το δωμάτιο έχει αρκετό ήλιο τα πρωινά, εξήγησε ο κύριος Τσάιτ, γιατί είναι ανατολικό. Ο Χανς γούρλωσε τα μάτια μήπως δει καλύτερα. Διέκρινε ένα τραπέζι, δύο καρέκλες· ένα κρεβάτι και, πάνω του, μια στοίβα διπλωμένες μάλλινες κουβέρτες· μια καλάινη μπανιέρα, ένα σκουριασμένο ουροδοχείο, ένα λαβομάνο πάνω σε τρίποδο, μια κανάτα· ένα τζάκι από τούβλα και πέτρα μ’ ένα περβάζι τόσο στενό ώστε να μην μπορείς ν’ ακουμπήσεις τίποτα (μόνο το τρία και το επτά έχουν τζάκι, ενημέρωσε ο κύριος Τσάιτ) και, δίπλα του, κάποια σκουριασμένα εργαλεία: ένα μικρό φτυάρι, μια μασιά, μια καπνισμένη λαβίδα και μια βούρτσα σχεδόν φαλακρή. Μέσα στο τζάκι βρίσκονταν δύο απανθρακωμένα κούτσουρα. Στον τοίχο απέναντι απ’ την πόρτα, ανάμεσα στο τραπέζι και την μπανιέρα, ένας μικρός ζωγραφικός πίνακας τράβηξε την προσοχή του Χανς· του φάνηκε ότι ήταν ακουαρέλα, αν και δεν τον έβλεπε καθαρά. Α, και κάτι ακόμα, ολοκλήρωσε ο κύριος Τσάιτ πανηγυρικά, αφήνοντας το κηροπήγιο πάνω στο τραπέζι και περνώντας με το χέρι του την επιφάνεια: δρυς. Ο Χανς χάιδεψε το τραπέζι με ευχαρίστηση. Κοίταξε τα κηροπήγια με τα σπαρματσέτα και τη σκουριασμένη λάμπα. Θα το πάρω, είπε. Στη στιγμή, ο κύριος Τσάιτ του έβγαλε τη ρεντινγκότα και την κρέμασε σ’ ένα απ’ τα πολλά καρφιά του τοίχου δίπλα στην πόρτα: ο καλόγερος.
Γυναίκα! φώναξε ο πανδοχέας σαν να ’χε ξυπνήσει απότομα. Γυναίκα, ανέβα πάνω! Έχουμε πελάτη! Αμέσως ακούστηκαν βήματα στις σκάλες. Μια φαρδιά γυναίκα εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας, φορώντας ένα βαμβακερό φουστάνι και μια ποδιά με μια τεράστια τσέπη ανάμεσα στα στήθη της. Αντίθετα απ’ τον άντρα της, η κυρία Τσάιτ κινούνταν σβέλτα κι αποτελεσματικά. Εν ριπή οφθαλμού άλλαξε τα σεντόνια με άλλα, λιγότερο κιτρινισμένα, έριξε ένα γρήγορο σκούπισμα, κατέβηκε να γεμίσει την κανάτα. Όταν ξαναγύρισε, ο Χανς ήπιε το νερό μονορούφι σχεδόν. Θα φέρεις πάνω τις βαλίτσες του;, ρώτησε ο κύριος Τσάιτ. Η γυναίκα του αναστέναξε. Ο άντρας της ερμήνευσε τον αναστεναγμό της ως κατάφαση, κι έτσι, χαιρέτησε τον Χανς με το κεφάλι κι εξαφανίστηκε στις σκάλες.
Ξαπλωμένος ανάσκελα στο κρεβάτι, ο Χανς διαπίστωσε τη σκληρότητα των σεντονιών με τα δάχτυλα των ποδιών του. Όταν έκλεινε τα μάτια του, νόμιζε ότι άκουγε ξυσίματα κάτω απ’ τις σανίδες του πατώματος. Κι ενώ τον τύλιγε ο ύπνος κι άρχιζε ν’ αδιαφορεί για τα πάντα, σκέφτηκε: Αύριο τα μαζεύω και πάω κάπου αλλού. Αν είχε εξετάσει το ταβάνι από κοντά μ’ ένα κερί, θα ’βλεπε τους τεράστιους ιστούς της αράχνης ανάμεσα στα δοκάρια. Ανάμεσά τους, ένα έντομο επόπτευε τον ύπνο του Χανς, νήμα το νήμα.