Λος Αρίμπος, Απρίλιος 1945
Απόψε δεν έκλεισα μάτι, η πόρτα της κουζίνας έτριζε και χρειάστηκε να σηκωθώ πολλές φορές και να τη δέσω μ’ ένα σύρμα για να ησυχάσει. Σκέπασα με μια κουβέρτα το παράθυρο της κουζίνας για να μη βλέπω – μου φαινόταν πως κάποιος γυρόφερνε εκεί έξω.
Κάνει ζέστη, έπεσαν λίγες σταγόνες, και πρέπει να σπάσω τη μισή παγοκολόνα, να ρίξω τα κομμάτια στην παγωνιέρα και να κρυώσω το γάλα για να μην το κόψει η ζέστη. Ρίχνω λίγο γάλα στο φλιτζάνι, βλέπω μια ψόφια μύγα που στριφογυρίζει όταν ανακατεύω με το κουτάλι, γυρίζει και γυρίζει όλο και πιο αργά ώσπου μένει ακίνητη, τυλιγμένη στην πέτσα. Τηγανίζω δυο αυγά, βγάζω την ψόφια μύγα από το γάλα και το πίνω. Τα αυγά μού προκαλούν αηδία γιατί η κότα που τα γέννησε είναι άρρωστη. Την είδα πεσμένη στ’ άχυρα – Θεέ μου πώς γέρασε. Βουτάω μια φέτα ψωμί στο ζεστό γάλα και στο ένα από τα δύο αυγά, και μετά την τρώω. Στο λαιμό μού κάθονται αυτά τ’ αυγά, έτσι μου ’ρχεται να πάω να βρω την κότα και να την πετάξω ζωντανή σε μια χύτρα με βραστό νερό. Το τικ τακ του ρολογιού με τυραννάει. Το χειρότερο δεν είν’ αυτό, το χειρότερο είναι ότι δε σκέφτομαι τίποτ’ άλλο· πιάνω την καρδιά μου και λέω: βάλ’ το εδώ μέσα κι Σσ’ το να χτυπάει.
Δεν αντέχω άλλο, πρέπει να βγω έξω και να γράψω στον τοίχο το τηλέφωνο της αστυνομίας, 341, για την περίπτωση που, όταν θα λείπω, μπει κανείς στο σπίτι μου.
Tο χώμα κοχλάζει και θα χρειαστεί να πετάξω τα μαρούλια, γιατί στους ανθρώπους εδώ δεν τους αρέσει να τρώνε ωμά. Πατάτες, καρότα και κρεμμύδια με κρέας στη σχάρα ή στιφάδο, καμιά φορά στην κατσαρόλα – όλα μαγειρευτά.
Τα λεφτά που βγάζω, μου φτάνουν για δυο μέρες. Σήμερα έχουμε Παρασκευή, το Σαββατοκύριακο κρατάει πολύ, και δεν το πάει για βροχή. Λέω ν’ αφήσω κάπου το κάρο, να περπατήσω λίγο και να πάω στο μπαρ, όλο και κάποιον θα συναντήσω εκεί.
Στο μπαρ τού είπαν πως ο αδελφός του είχε βγει απ’ τη φυλακή κι ερχόταν στο χωριό.
Ακούγοντας αυτό, ο Όσκαρ Κέλερ έκανε ένα μορφασμό, κοκκίνισε, ενώ η θλιμμένη σχισμή των χειλιών του και τα ψυχρά του μάτια άφησαν να φανεί ότι μια αγριάδα ανέβαινε απ’ τα σωθικά του και δε σκόπευε να μείνει εκεί. Μια κοφτερή σιωπή απλώθηκε στην ατμόσφαιρα, κι ο Όσκαρ είπε ότι ήταν ώρα να πηγαίνει.
Οι μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια του έδειχναν πιο μαύροι πάνω στη λευκή του επιδερμίδα με τις πολλές φακίδες· θολές εικόνες του Ούνγκαρ μπερδεύονταν στο νου του με τη λευκότητα των σοβατισμένων τοίχων του μπαρ.
Ο Όσκαρ Κέλερ φόρεσε την τραγιάσκα του, πλήρωσε την μπίρα που είχει πιει και κίνησε για την πόρτα. Σκόνταψε σ’ ένα τραπεζάκι, και το κρασί απ’ το ποτήρι ενός θαμώνα χύθηκε πάνω στο μοναδικό του σακάκι. Ύστερα έφυγε χωρίς να κοιτάζει αυτούς που τον κοίταζαν.
Κοντοστάθηκε στο κατώφλι, βλαστήμησε τον αδελφό του κι έμεινε εκεί, με την οργή του ξέχειλη, τα μάτια του θλιμμένα, ευάλωτος στα βλέμματα των άλλων.
Ο Όσκαρ Κέλερ έσπρωξε την πόρτα του μπαρ, βγήκε έξω, έβγαλε την τραγιάσκα του και τη στριφογύρισε αργά ανάμεσα στα δάχτυλά του, με το βλέμμα κολλημένο στο γκρίζο βάθος του χωματόδρομου, χωρίς να ξέρει τι έπρεπε να κάνει, τι θα ’κανε ένας σαν κι αυτόν αν κάποιος σ’ ένα μπαρ, χωρίς να τον έχει ρωτήσει κανείς, του ’λεγε κάτι που θα τον πλήγωνε θανάσιμα. Ξαναφόρεσε την τραγιάσκα του κι έπιασε να βαδίζει τοίχο τοίχο στον μοναδικό ασφαλτοστρωμένο δρόμο του χωριού. Ήταν Παρασκευή κι έκανε αποπνικτική ζέστη. Ψυχή στο δρόμο. Η υδροφόρα είχε ήδη περάσει, και τα δύο όλα κι όλα μαγαζιά του χωριού είχαν τα στόρια τους κατεβασμένα.
Οι κάτοικοι του Λος Αρίμπος ζούσαν σε αραιοχτισμένα σπιτάκια με άσπρους τοίχους και παράθυρα με λουλουδάτες κουρτίνες.
Αυτή την ώρα, οι γυναίκες μοχθούσαν στην κουζίνα, κάνοντας βαριές δουλειές που δεν τις άφηναν να πάρουν ανάσα. Κατά κανόνα είχαν πολλά παιδιά, εύρωστα και ξανθά τα περισσότερα, με μάγουλα ροδοκόκκινα και ήρεμη έκφραση στο πρόσωπό τους, παιδιά που δεν τα τρόμαζε η αγροτική δουλειά, αφού ήταν και η μοναδική που γνώριζαν.
Το καλοκαιρινό απόγευμα έπεφτε πάνω στις τσίγκινες στέγες του χωριού.
Ο Όσκαρ Κέλερ άκουσε κάτι μακρινές φωνές παιδιών που έπαιζαν ποδόσφαιρο, και τους γδούπους από τις κλοτσιές. Φτάνοντας στη γωνία, έπεσε πάνω σε κάτι συγχωριανούς που κουβέντιαζαν για τη σοδειά και τον κακό καιρό. Δεν του ’μενε πολύ περπάτημα για να φτάσει εκεί όπου είχε αφήσει το κάρο.
Κόντευε να βραδιάσει, αλλά τα φώτα του δρόμου δεν είχαν ανάψει ακόμα. Ο Όσκαρ Κέλερ ήθελε να προλάβει να γυρίσει στο σπίτι του. Αισθάνθηκε ότι κάποιος τον ακολουθούσε, αλλά δε θέλησε να στραφεί και τάχυνε το βήμα του· ο διώκτης του ζύγωνε, μύριζε καμένο ξύλο, μια μυρωδιά δυνατή και γλυκερή. Ο Όσκαρ Κέλερ δεν μπορούσε να βγάλει απ’ το μυαλό του ότι αυτός ο άνθρωπος που ερχόταν πίσω του και τώρα τον έφτανε, ήταν ο αδελφός του.
Κι όσο τον έφτανε εκείνο το κάθαρμα, τόσο του φαινόταν πως οι δρόμοι γίνονταν όλο και πιο στενοί.
Μούσκεμα στον ιδρώτα, ο Όσκαρ Κέλερ κοίταξε δύσπιστα δεξιά κι αριστερά του, και διέσχισε στα γρήγορα το δρόμο, παίρνοντας βαθιές αναπνοές για να μη σκάσει. Συνέχισε το περπάτημα με δυσκολία, γιατί έτρεμαν τα πόδια του.
Είχαν περάσει μόλις λίγες εβδομάδες από εκείνο το απόγευμα που ο Τόμας τού είχε καταστρέψει τη ζωή, και τώρα άκουγε τον ήχο των βημάτων του που ήταν σαν να τ’ αναζωπύρωνε η μανία.
«Αυτό το σκουπίδι» σκέφτηκε, «βγήκε απ’ τη φυλακή, και σίγουρα θ’ αρχίσει τώρα να βολτάρει στο Λος Αρίμπος σαν να μη συνέβη τίποτα.»
Ένιωσε τεράστια περιφρόνηση γι’ αυτόν τον άνθρωπο που είχε το ίδιο αίμα μ’ αυτόν, που είχε μεγαλώσει μαζί του και που τώρα πάσχιζε να τον φτάσει.
Για μια στιγμή, του ξανάρθαν στο μυαλό τα λόγια της μητέρας του:
«Ο Τόμας είναι ο μοναδικός αδελφός σου...».
Έψαξε να βρει τρόπο να προστατευτεί απ’ τις αναμνήσεις του, αλλά δεν τον βρήκε.
Σαν να ’ταν τώρα έβλεπε τον αδελφό του, εννιά χρονών κοντά, με το καφέ σακάκι του, το καρό πουκάμισο κι ένα κοντό παντελονάκι· η αιώρα κρεμασμένη στο δέντρο κι εκείνος, ο αδελφός του, κρατώντας το σκοινί σφιχτά, να πηγαίνει μια μπρος, μια πίσω, στο κενό, αψηφώντας τον κίνδυνο, κι ο Όσκαρ να μην μπορεί να κάνει τίποτ’ άλλο απ’ το να τον θαυμάζει.
Δεν είχε φτάσει ακόμα στο κάρο, όταν άκουσε:
«Όσκαρ, εγώ είμαι».
«Σταμάτα που να πάρει ο διάολος» φώναξε, «άσε με ήσυχο.»
Δεν τον ένοιαζε πια τι μπορεί να του συνέβαινε αν ο αδελφός του τον προλάβαινε. Ό,τι μπορούσε να κάνει το ’χε κάνει – ούτε είχε τίποτα να χάσει.
Τότε στράφηκε για να τον κοιτάξει, ο άλλος ήταν πίσω του στα λίγα μέτρα, τον είδε ολόσωμο, μ’ εκείνη τη χαρακτηριστική του υπεροψία που γι’ άλλη μια φορά τη μίσησε πικρά.
Χρόνια και χρόνια είχε ονειρευτεί να τον δει διαλυμένο, χιλιάδες ώρες είχε αφιερώσει σ’ αυτό το όνειρο, και τώρα ο Τόμας ήταν εκεί, κι αυτή η πραγματικότητα ήταν βάναυση.
Του ’ρθε να του ριχτεί. Δεν ήταν δύσκολο να τον μαχαίρώσει, ήταν το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Είχε την κάμα στη ζώνη, αλλά κάτι τον συγκράτησε. Θυμήθηκε ένα πρωί που αυτός κι ο αδελφός του είχαν ταΐσει, για πρώτη φορά, μαζί, ένα καμίνι· καλύτερα να μη σκεφτόταν, να γύριζε στο σπίτι του το γρηγορότερο, ν’ άρμεγε την αγελάδα και να μάντρωνε τ’ άλογα.
Ταραγμένος, ο Όσκαρ Κέλερ συνέχισε να βαδίζει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, προσπαθώντας να του ξεφύγει, κοιτάζοντας μπροστά σαν να μην έτρεχε τίποτα – τίποτα, εκτός απ’ τον στεγνό λαιμό και την καρδιά που πήγαινε να σπάσει. Έβηξε, ένιωσε να πνίγεται, να μην μπορεί ν’ ανασάνει.
Η σύντομη διαδρομή είχε κρατήσει μια αιωνιότητα.
Έπρεπε ν’ ανέβει στο κάρο πριν τον φτάσει ο αδελφός του, λίγα μέτρα τού ’χαν μείνει, όλη αυτή η υπόθεση θα τελείωνε όπου να ’ταν.
«Όσκαρ!» άκουσε.
Η ανάμνηση του Ούνγκαρ ξαναχτύπησε.
Κατάλαβε πως, όπου κι αν βρισκόταν, η θλίψη και ο πόνος θα τον οδηγούσαν σ’ ένα αδιέξοδο.
Στράφηκε και τον κοίταξε στα μάτια, αψήφιστα, κι ο Τόμας του ανταπέδωσε το βλέμμα κάνοντας ένα βήμα πίσω.
«Όσκαρ, άκουσέ με, δεν τον σκότωσα εγώ.