€17.17 €19.08
Στο καλαθι βιβλιαΜια ευφάνταστη πόρνη που προσφέρεται στους πελάτες της χωρίς περιορισμούς, ένας τρυφερός πατέρας και σύζυγος που πανικοβάλλεται στη θέα ενός χαμένου παιδικού φίλου, ένας έφηβος που παραδίδεται ολοκληρωτικά στη σαγήνη ενός χαρισματικού συμμαθητή, μια σιωπηλή και μυστηριώδης φοιτήτρια που θυμίζει έντονα κοκκινολαίμη, ένας αστυ-νομικός-ναυάγιο της ζωής που παραλαμβάνει ένα ανώνυμο χειρόγραφο με τίτλο: Ο κήπος της αγάπης, είναι μερικά από τα πρόσωπα που συνθέτουν την πλοκή αυτού του παζλ. Ο Μάρκους Μαλτ δημιουργεί ένα δαιμονικής έμπνευσης σενάριο που σχοινοβατεί ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, την απώλεια και τη σωτηρία, τη βία και τη λύτρωση. Σύντομα κεφάλαια όπου οι αφηγητές, οι χρόνοι, οι τόποι και τα φύλα εναλλάσσονται συνεχώς, συνθέτοντας έναν μαίανδρο πλοκής που κρατά τον μετέωρο αναγνώστη σε αγωνία μέχρι την τελευταία σελίδα. Ο ορισμός του ψυχολογικού νουάρ.
«ΤΈΣΣΕΡΙΣ ΆΝΔΡΕΣ. Όταν έφτασαν στην είσοδο του κτιρίου, ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Καλοκαίρι. Ζέστη βαριά και υγρή. Ο νεότερος ήταν τριάντα έξι ετών, το όνομά του ήταν Τιερί Καρμονά αλλά όλοι τον φώναζαν Τιτί. Εκείνος οδηγούσε την παρέα. Σήκωσε τα μάτια σ’ ένα παράθυρο του τρίτου και τελευταίου ορόφου. Χρυσό, διάχυτο φως αυλάκωνε τις περσίδες. Χτύπησε το κουδούνι.
Εκείνη άνοιξε από πάνω την πόρτα χωρίς να ρωτήσει ποιος ήταν. Τον περίμενε. Δεν της είχε πει ώρα. μόνο ότι θα περνούσε το βράδυ με έναν ή δύο φίλους του. Τρεις, στην πραγματικότητα. Δεν είχε τόση σημασία. Όχι, η ίδια δεν τους γνώριζε. Όχι. Έρχονταν από την Κορσική, ήταν εδώ για λίγες μέρες, σε διακοπές, φιλοξενούμενοί του. Πολύ καλοί φίλοι. Κανένα πρόβλημα.
Άφησε ορθάνοιχτη την εξώπορτα του διαμερίσματος και επέστρεψε πίσω από τον πάγκο του μίνι μπαρ. Άδειαζε παγάκια σ’ ένα μπολ. Τους άκουσε να ανεβαίνουν. Ο θόρυβος των βημάτων τους στη σκάλα, οι φωνές τους που αντηχούσαν, η δική του αναγνωρίσιμη ανάμεσα σε όλες, μια ψιλή φωνή που ξεχώριζε αμέσως. Ο Τιτί το καναρίνι. Αλλά τη συνήθιζες πολύ γρήγορα. Όλα τα συνηθίζουμε.
Ήταν ένα από αυτά τα παλιά, στενά κτίρια στο κέντρο της πόλης, προσφάτως ανακαινισμένα. Δεν υπήρχε ασανσέρ. Δεν την ένοιαζε τι θα σκέφτονταν οι γείτονες. Είχε βάλει χαμηλά ένα παλιό CD της Σαντέ. Τα ακροδάχτυλά της είχαν ξυλιάσει από τον πάγο που πασπάτευε.
Σταμάτησαν στο κατώφλι. Ο Τιτί Καρμονά χτύπησε την ανοιχτή πόρτα. ‘‘Εμείς είμαστε’’ είπε.
Έστρεψε το κεφάλι και του χαμογέλασε. ‘‘Περάστε μέσα’’.
Μπήκαν ο ένας μετά τον άλλον. Χασκογελούσαν. στο γέλιο τους αναγνώρισε τη διέγερση και κάποια αμηχανία. Θα τους περνούσε. Είχαν ήδη πιει, φυσικά. Ίσα ίσα για να έρθουν στο κέφι. Σκούπισε τα χέρια της με μια πετσέτα και πήγε να τους υποδεχτεί.
Ο Τιτί ακούμπησε ένα χέρι στο γοφό της και τη φίλησε σταυρωτά. Μύριζε αρμύρα. Έκανε τις συστάσεις. Αντουάν, Ζαν-Πολ, Ντομινίκ. Μόνο μικρά ονόματα. Ο μεγαλύτερος ήταν πάνω-κάτω σαράντα οκτώ ετών, μια μάζα γκρίζα μαλλιά, στο μπόι της. Όλοι φορούσαν βερμούδες και σανδάλια, κι εκείνη ένα ελαφρύ φόρεμα με λεπτές τιράντες. Φοβόταν τον ήλιο και τον απέφευγε. Χειμώνα-καλοκαίρι το δέρμα της ήταν κατάλευκο. Τα πόδια της, γυμνά, βούλιαζαν στη μοκέτα. Το κόκκινο βερνίκι στα νύχια των ποδιών της ήταν ασορτί με το φόρεμά της. Έκλεισε την πόρτα και τους είπε να καθίσουν.
Το διαμέρισμα ήταν μικρό και βολικό. Καθαρό. Όλα στη θέση τους. Ένα σαλόνι με μικρή κουζίνα, μια κρεβατοκάμαρα κι ένα μπάνιο. Μια λάμπα αλογόνου ήταν τοποθετημένη σε μια γωνιά του καθιστικού, με το ψυχρό φως της ν’ αντανακλάται απαλά στο ταβάνι. Ήταν η μοναδική πηγή φωτός.
Οι τέσσερις άνδρες κάθισαν γύρω από το χαμηλό τραπέζι — δύο στον καναπέ, δύο σε πουφ. Ο χώρος είχε γεμίσει με την παρουσία τους. Εκείνη έμεινε όρθια. Το βλέμμα της μόλις που άγγιζε τα καινούργια πρόσωπα. Ήταν ακόμα πολύ νωρίς.
Πλησίασε το θησαυροφυλάκιό της, ένα παλιό ξύλινο σεντούκι βαμμένο κροκί. Σήκωσε το καπάκι και είπε με μια ανάσα: ‘‘Τζιν, ουίσκι, βότκα, κονιάκ, αρμανιάκ, ρούμι, κουαντρό, τεκίλα, κουρασάο, μαλιμπού, μαρτίνι, Μαρί-Μπριζάρ, δαμάσκηνο ή αχλάδι’’.
Της άρεσε πολύ να το κάνει αυτό. Η σύντομη σιωπή που ακολουθούσε, η έκπληξη, ύστερα τα επιφωνήματα των ανδρών, τα γέλια. Κάποιες φορές την είχαν χειροκροτήσει. Ο Τιτί ήξερε το κόλπο αλλά δεν της χάλασε την παράσταση. Κοίταζε μια τους φίλους του, μια εκείνη. Φαινόταν πολύ περήφανος. Το σεντούκι ήταν γεμάτο μπουκάλια.
‘‘Έχει και χυμό πορτοκάλι’’ είπε η οικοδέσποινα, ‘‘για όσους δεν πίνουν αλκοόλ.’’
Κάτι τέτοια μικροπράγματα έκαναν τη διαφορά.
Αυτό το κορίτσι ήταν πραγματικά αξιολάτρευτο. Όμορφη. Συμπαθητική και ευχάριστη. Καμία σχέση με χυδαία πόρνη. Οι άνδρες ήταν γοητευμένοι.
Τους σέρβιρε. Ακούμπησε το μπολ με τα παγάκια στο χαμηλό τραπέζι. Πήρε το ποτήρι της στο νεροχύτη κι έφτιαξε ένα τζιν τόνικ, το τρίτο της βραδιάς. Ήρθε κοντά τους και γονάτισε στη μοκέτα, μπροστά στο τραπέζι. εντελώς φυσικά. Θα ’λεγες, μια ξανθή γάτα.
‘‘Τσιν!’’ είπε ο Τιτί Καρμονά.
Επανέλαβαν εν χορώ. Ήπιαν.
‘‘Λοιπόν, πώς είναι η Κορσική;’’ ρώτησε ακουμπώντας το ποτήρι της.
Τους πήρε μισή ώρα γεμάτη και δύο γύρους ώσπου να χαλαρώσουν. Τους έκανε μια ερώτηση και τους άκουγε. Το βλέμμα της κάρφωνε βαθιά στα μάτια εκείνον που μιλούσε. Του αφιέρωνε όλη της την προσοχή. Άναβε φωτιές, κι αυτό άρχιζε να γίνεται αισθητό μέσα στα κορμιά τους. Εξάψεις, σταγόνες ιδρώτα στους κροτάφους. Αισθάνονταν όλο και καλύτερα. Τέντωσαν τα μέλη τους. Γελούσαν όλο και πιο συχνά, όλο και πιο δυνατά, και γελούσε μαζί τους. Κάπου κάπου ο Τιτί Καρμονά έριχνε μια ματιά στους συντρόφους του που ήθελε να πει: Λοιπόν; Ψέματα σας έλεγα;
Αυτό το κορίτσι ήταν δικό του εύρημα.
Ο πάγος είχε λιώσει. Πήρε το μπολ, σηκώθηκε κι έτριψε με το άλλο χέρι τα κόκκινα σημάδια στα γόνατά της. Πέρασε πίσω από τον πάγκο και άδειασε τα υπολείμματα στο νεροχύτη. Άλλες δύο γεμάτες παγοθήκες περίμεναν στην κατάψυξη. Ζήτημα οργάνωσης. Έκανε άλλη μία διαδρομή για ν’ αδειάσει το τασάκι, κι αυτή τη φορά δεν ξανακάθισε. Άλλαξε το δίσκο και δυνάμωσε την ένταση του ήχου. Κουβανέζικη μουσική, χάλκινα, κρουστά. άρχισε να κινείται στη μέση του δωματίου, σαν φίδι που ορθώνεται.
‘‘Χορεύουμε’’; πρότεινε.
‘‘Χορεύουμε’’ είπε ο Τιτί Καρμονά.
Για αρκετά λεπτά ήταν οι μόνοι που κινούνταν, πρόσωπο με πρόσωπο ή εκείνος γύρω της, πιάνοντας τη μέση της από μπρος, από πίσω, κι εκείνη παραδομένη να συνοδεύει την κίνηση, ευέλικτη και εύπλαστη χωρίς ποτέ να χάνει τίποτα από τη χάρη της. Με τα κορμιά να αγγίζονται, με τα κορμιά να εφαρμόζουν —κι ακόμα και τις στιγμές που της έσφιγγε τους γοφούς και την πίεζε πάνω του—, έδινε την αίσθηση ότι ήταν ελεύθερη να κάνει ό,τι της άρεσε. Αυτή ήταν που έσερνε τον χορό. Δεν υπήρχε κανένας τρόπος να την πιέσεις.
Οι άλλοι λικνίζονταν επιτόπου. Εντός ή εκτός ρυθμού. Έμοιαζαν ξαφνικά τόσο αδύναμοι, ευάλωτοι σαν μωρά παρά τα χοντρά μπράτσα, τους χοντρούς λαιμούς και τις δασύτριχες γάμπες τους. Είχαν πάψει να χαχανίζουν. Δεν μιλούσαν. Το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να μη χάσουν ούτε ψίχουλο. Στα πρόσωπά τους είχε απλωθεί μια έκφραση θαυμασμού ή ευδαιμονίας. Κι όμως, εκείνη ήξερε ότι την κρίσιμη στιγμή θα έδειχναν τα δόντια τους. Θα ήταν ανελέητοι. Δόξα τω Θεώ, ήξερε πώς να το χειριστεί.
Σερβιρίστηκαν πάλι, μόνοι τους. Κατάπιναν με μεγάλες γουλιές.
Στη μέση μιας σάλσας, ο Τιτί Καρμονά έβγαλε το πουκάμισό του. Ξεκουμπώθηκε αργά, σαν στριπτιζέζ δεύτερης διαλογής, στριφογύρισε το ρούχο πάνω απ’ το κεφάλι του και στο τέλος το εκσφενδόνισε. Ένας απ’ τα φιλαράκια το άρπαξε στον αέρα, και το νούμερο χειροκροτήθηκε δεόντως.
Κι εκείνη είχε ζεσταθεί. Είχε ιδρώσει, και το φόρεμα κολλούσε στο δέρμα της, ιδίως εκεί, στο κοίλωμα της μέσης, στο μέρος όπου τόσο άρεσε στους άνδρες ν’ ακουμπάνε τα χέρια ή τα μάγουλά τους. Διατηρούσε τον έλεγχο. Αφηνόταν στη ζάλη της μουσικής και του ρυθμού, της ζέστης και του αλκοόλ, αλλά είχε πλήρη επίγνωση της κατάστασης.
Κάποια στιγμή, ο Τιτί Καρμονά στράφηκε στους άλλους. Χτύπησε παλαμάκια.
‘‘Ε, παιδιά, τέρμα ο ύπνος! Άντε, σηκωθείτε!’’
Επέμεινε. Η ψιλή φωνούλα του διαπερνούσε τη μουσική. Τέλειωσαν τα ποτά τους, έσβησαν τα τσιγάρα τους και σηκώθηκαν. Τους είδε να έρχονται κοντά της, ζορίζοντας τα κορμιά τους στην αρχή, για να μπουν το γρηγορότερο σε κάποια υποτυπώδη έκσταση. Τίποτα πρωτόγνωρο. Από ένστικτο σχημάτισαν έναν κύκλο γύρω της —τοτέμ από σάρκα—, και σιγά σιγά απόθεσαν στα πόδια της τις πρωτόγονες προσφορές που δήλωναν την αφοσίωσή τους. Εκείνη είχε τα μάτια μισόκλειστα με μια υποψία χαμόγελου στα χείλη. Αισθάνθηκε τις τιράντες του φορέματός της να γλιστράνε στους ώμους της και δεν τις ξανασήκωσε.
Χόρεψαν πολλή ώρα. Ο κύκλος άρχιζε να σφίγγει. Πού και πού οι άντρες τέντωναν το λαιμό και άφηναν βραχνούς ήχους, λέξεις, ονοματοποιίες που δεν την ενδιέφερε να καταλάβει. Όλα πάνω τους γυάλιζαν, πρόσωπα και μάτια. Προσπάθησε να δώσει στον καθένα με δίκαιη μοιρασιά. Υποσχέσεις, ελπίδα. Πετάχτηκε μια στιγμή να ξαναβάλει το δίσκο — τον ίδιο δίσκο, αφού δεν είχε πια καμιά σημασία. Της κράτησαν τη θέση ζεστή.
Γι’ άλλη μία φορά, ο Τιτί Καρμονά τούς άνοιξε το δρόμο. Στο κρεσέντο ενός σόλο κόνγκα, ενώ η γυναίκα τού είχε γυρισμένη την πλάτη, έκανε δύο βήματα μπροστά, την έπιασε απ’ τους ώμους και κόλλησε τα χείλη του στον λευκό της αυχένα. Εκείνη ένιωσε τα δόντια έτοιμα να δαγκώσουν. Τη δίψα για αίμα. Αναρίγησε ελαφρά κι ύστερα αφέθηκε, έγειρε πίσω το λαιμό με το βλέμμα στον ουρανό, ίσως μετρώντας αστραπιαία την απόσταση που τη χώριζε από εκεί. Το χαμόγελό της πλάτυνε.
Ο Τιτί Καρμονά ήταν ένας άνδρας κοντόχοντρος, με φαρδύ στέρνο, που εκείνη τη στιγμή είχε μουσκέψει σαν στήθος φώκιας που βγαίνει απ’ το νερό. Ανέδιδε σχεδόν την ίδια μυρωδιά ιωδίου. Τη στριφογύρισε μπροστά του και τη φίλησε λαίμαργα στο στόμα. Όταν την άφησε, είχε ύφος πολεμιστή εν ώρα θριάμβου. Λες και της είχε ξεριζώσει τη γλώσσα και την κρατούσε σαν τρόπαιο ανάμεσα στα δόντια του. Έμπηξε ένα σύντομο γέλιο και οι άλλοι τον μιμήθηκαν. Σύντροφοί μου, αδέρφια μου. La noche es para todos!1
Φιλιά, φιλιά, δαγκωματιές, χάδια. Χέρια υγρά. Όπως ήταν γραφτό, το κόκκινο φορεματάκι έπεσε σε λίγο στο πάτωμα, στα πόδια της. Πάνω στη λευκή σάρκα της ξεχώριζε πια μόνο ένα μικροσκοπικό, κόκκινο, δαντελένιο κιλοτάκι, οι κόκκινες πινελιές στα χείλη και στα δάχτυλα των ποδιών της, το απαλό ροζ των θηλών της. Λεπτομέρειες. Γύριζε και ξαναγύριζε γύρω από τον εαυτό της για να τη χορτάσουν όλοι.
Ο Τιτί Καρμονά στεκόταν στο κέντρο του κύκλου μαζί της και εκείνη συνέχιζε να τον ταΐζει με μικρές μπουκιές. Οι άλλοι δεν τολμούσαν ακόμα. Μήπως τους είχαν προσφέρει και άλλοτε τόσο πολλά μονομιάς; Έκαναν δειλές επιδρομές στην αρένα και οι χειρονομίες τους έμεναν συχνά μετέωρες. Απλά αγγίγματα, με το δάχτυλο, ίσα ίσα για να το πιστέψουν, για να δουν αν θα ’σκαγε μπροστά τους σαν σαπουνόφουσκα. Σαν να τσιμπιόνταν για να δουν αν κοιμόνταν. Οι φάτσες τους φωτίζονταν κάθε φορά από ένα πλατύ, ηλίθιο χαμόγελο. Κατά βάθος, ήταν τόσο εύκολο να τους κάνεις ό,τι θες — και στην ψυχή και στο σώμα.
Γονατίζοντας μπροστά στον Τιτί Καρμονά, κατεβάζοντας το φερμουάρ του και παίρνοντάς τον, τους σκότωσε. Όλοι τους πέρασαν απότομα στην ανυπαρξία. Εκμηδενίστηκαν. Δεν θα το ξεπερνούσαν. Δεν θα ξεχνούσαν ποτέ, όσο μακριά και γεμάτη κι αν ήταν η ζωή τους (που καταραμένη να ’ταν!). Η ίδια το γνώριζε με βεβαιότητα, ενώ οι ίδιοι είχαν μια πολύ αόριστη και εφήμερη διαίσθηση.
Ωστόσο, ήταν ακόμα όρθιοι. Επίμονοι. Βρίσκοντας καταφύγιο στο χορό — αν μπορείς να τον πεις χορό. Τα πόδια τους μπερδεύονταν, φαιδρά και εντελώς έξω από το ρυθμό. Και να είχε σταματήσει ξαφνικά η μουσική, σίγουρα δεν θα το έπαιρναν είδηση. Δεν άφηναν από τα μάτια τους τη γονατιστή θεά. Στην καρδιά τους πάλευαν ο πόθος με τη λύσσα, τα δάκρυα με τη χαρά.
Ο Τιτί Καρμονά είχε κλείσει τα μάτια. Στήριζε το σώμα του, καυλωμένος, με σφιγμένα σαγόνια, παρατείνοντας και επωάζοντας τον οργασμό του. Όταν ξανάνοιξε τα μάτια, είχε εντελώς άλλο βλέμμα. Άρπαξε μια γεμάτη χούφτα απ’ τα ξανθά μαλλιά που του ’φταναν στη ζώνη, τα έσφιξε κι έπειτα τ’ άφησε να γλιστρήσουν ανάμεσα στα δάχτυλά του. Εκείνη σηκώθηκε. Υπάκουη. Πάλι αυτά τα φευγαλέα ροζ σημάδια στα γόνατά της. Χωρίς να μπει στον κόπο ν’ ανεβάσει το φερμουάρ του, τη σήκωσε στα χέρια όπως σηκώνουμε τη νύφη στο κατώφλι του καινούργιου της σπιτιού. Έκανε μεταβολή μπροστά σε όλους και την πήγε στο διπλανό δωμάτιο, αφήνοντας την πόρτα ορθάνοιχτη.
Ιδού.
Ύστερα έρχεται μια πολύ συγκεκριμένη εικόνα από την ίδια μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο. Κάτι σαν ενσταντανέ. Είναι το πρώτο πράγμα που θυμάται όταν αναπολεί τη σκηνή. Γιατί κάποιες εικόνες παραμένουν και υπερισχύουν; Γιατί αυτή κι όχι μια άλλη; Μυστήριο.
Αυτό γίνεται λίγο αργότερα. Είναι τρεις γύρω της. Θα μπορούσε να είναι δέκα, εκατό, χίλιοι, πάλι δεν θα ήταν αρκετοί και πάλι θα ήταν σαν ένας, έτσι κι αλλιώς. Τα πρόσωπά τους σβήστηκαν. Χαρακτηριστικά, χρώματα, περιγράμματα: φλου, φλου, φλου τα πάντα. Διαλυμένα. Δεν ξεχωρίζουν σε τίποτα. Το σύνολο είναι απολύτως ευκρινές, εκείνοι όμως συνθέτουν ένα και μοναδικό ον, ένα μοναδικό πλάσμα υποδιαιρεμένο, με κάθε μέρος του να άγεται από τις ίδιες ροές, να τείνει προς έναν κοινό, μοναδικό σκοπό.
Είναι εντελώς γυμνοί. Ο ένας είναι ξαπλωμένος από κάτω της και τον καβαλάει ανάποδα. Άλλοι δύο όρθιοι στα πλάγια. Από τη μια κι απ’ την άλλη πλευρά. Κρατάει τον καθένα σ’ ένα χέρι, καθέναν στο κοίλωμα της παλάμης της. Είναι τόσο εύκολο. Αν τους παρατηρούσες από κοντά, θα ’λεγες ότι υπέφεραν. Ή ίσως είναι η ηδονή που τρομάζει όποιον τη βλέπει.
Εκείνη δεν έπαψε ποτέ να χαμογελάει. Ξέρεις πόσο όμορφη μπορεί να είναι κατι στιγμές σαν κι αυτήν. Όχι, δεν
ξέρεις. Είναι υπέροχη. Η κοιλιά της ανεβοκατεβαίνει. Δίνει τον τόνο και το μέτρο. Αυτή τη στιγμή είναι εδώ κι είναι ζωντανή.
Αυτή είναι η εικόνα που θυμάται. Αλλά αυτό συνέβη λίγο αργότερα, όπως είπαμε.
Στην αρχή, την πήραν ένας ένας με τη σειρά. Πρώτος είχε την τιμή ο Τιτί Καρμονά. Το δωμάτιο ήταν ένα τεράστιο στρώμα απλωμένο στο πάτωμα, στρωμένο με λευκά σεντόνια. Οι τοίχοι και το ταβάνι επίσης άσπρα, άσπιλα κάτω από το άπλετο φως μιας πλαφονιέρας που είχε φροντίσει να ανάψει περνώντας. Έτσι το ήθελε. Να είναι όλα στο φως και να μην υπάρχει παρανόηση. Καμιά σκιά στο κάδρο. Κι ας έλειπε ο ρομαντισμός. Το μόνο ρομαντικό στοιχείο ήταν ένα μικρό, ντελικάτο πανέρι από λυγαριά πάνω στη μοκέτα, στο κεφαλάρι του στρώματος. Γεμάτο καπότες με γυαλιστερό περιτύλιγμα. Σαν ζαχαρωτά. Σαν πέταλα που ραίνουν μια πετυχημένη γαμήλια τελετή.
Ήξερε τα γούστα του Τιτί Καρμονά κι έκανε το παν για να τον ευχαριστήσει. Οι άλλοι τρεις, με μικρά βήματα είχαν πλησιάσει στην ανοιχτή πόρτα. Τώρα στέκονταν στο άνοιγμα, σαν λακέδες που κατασκοπεύουν τις ερωτικές περιπτύξεις του αφέντη τους. Κινούνταν ακόμα ρυθμικά για να μη χάσουν μεμιάς κάθε φυσικότητα, αλλά το σημειωτόν τους και τα κουνηματάκια τους δεν σήμαιναν απολύτως τίποτα, εκτός από ανυπομονησία.
Εκείνη πήγαινε με το πάσο της.
Επίδειξη. Χρησιμοποίησε τη μεγάλη της γκάμα και τους κατασκόπευσε με την άκρη του ματιού. Τους είδε να κοκκινίζουν και να χλομιάζουν, είδε να τους πετιούνται τα οστά στα σαγόνια και τον ιδρώτα να στάζει στο μέτωπό τους. Περίμεναν στο κατώφλι, φρόνιμοι, ξαναμμένοι. Ανήσυχοι επίσης. Όταν αυτή η ανησυχία ήταν έτοιμη να ξεσπάσει, τότε τους καθησύχαζε μ’ ένα μοναδικό και ντόμπρο βλέμμα που έλεγε: υπομονή. Που έλεγε: δεν θα πάρετε αποφάγια. Θα έχετε κι εσείς την ίδια περιποίηση και το χρόνο. Εξίσου. Υπομονή.
Την πίστευαν.
Κάποια στιγμή ο μεγαλύτερος απ’ όλους, ο επονομαζόμενος Αντουάν, σωριάστηκε στον καναπέ. Δεν θα το κουνούσε από κει ώς το τέλος. Είτε επειδή δεν το μπορούσε, είτε επειδή δεν το ήθελε. Κατά τα λεγόμενα, ο άνθρωπος είχε εκεί κάτω στο νησί του μια κόρη ακριβώς στην ίδια ηλικία. Ένα παιδί αγαπημένο. Τόσο μελαχρινή όσο τούτη εδώ ήταν ξανθιά. Το ίδιο λευκή στο δέρμα.
Οι άλλοι είχαν μόνο νόμιμες συζύγους. έμειναν να ξύνουν τις σόλες τους μπροστά στην πόρτα και να περιμένουν τη σειρά τους.
Και η σειρά τους ήρθε. Ο ένας, ύστερα ο άλλος, ύστερα πάλι ο ένας. Άλλαζαν βάρδια. Έμπαιναν στο δωμάτιο κορδωμένοι, φουσκωμένοι από χυμούς και περηφάνια. Πέταγαν τα ρούχα τους. Το ’παιζαν σκληροί. Σφιγμένα χείλη για να συγκρατούν τα σάλια τους. Έψαχναν με τις χοντρές χερούκλες τους στο λεπτεπίλεπτο πανέρι από λυγαριά, έσκιζαν τα περιτυλίγματα με τα δόντια κι έφτυναν το κομμάτι όπου να ’ναι. Θα δεις, φαίνονταν να λένε, θα δεις… Έπεφταν πάνω της. Μικροί φτωχοδιάβολοι, διχαλωτές ουρές, πόσες λέξεις για να χαρακτηρίσεις την κόλαση;
Έπαιξε με όλες τις λεπτές αποχρώσεις του χαμόγελου και του βλέμματός της, που φαίνονταν να είναι εδώ τα μόνα όπλα που διέθετε, εκείνη που ήταν ξαπλωμένη στο άπλετο φως, τόσο γυμνή και λευκή στα λευκά σεντόνια. Η αγνότητα αυτοπροσώπως, έτσι δεν είναι; Η ενσάρκωση της αγνότητας. Έβαλε όλη της την τέχνη στη σύνθεση. Έγινε το έκθαμβο, το υποταγμένο και εξημερωμένο θηλυκό, το προκλητικό θηλυκό, το πειθήνιο. Αλλά όχι υπερβολικά. Τόσο όσο. Ποτέ καμιά άμεση πρόκληση στα μάτια της, ή κάτι που θα μπορούσε εξαρχής να τους αποθαρρύνει. Έτσι, κάθε φορά θεωρούσαν ότι είχαν πιθανότητες.
Τόνισε ελάχιστα τα αγκομαχητά και τα βογκητά της. Πότε πότε τα συγκρατούσε. Έσπρωχναν δυνατά οι μπάσταρδοι. Είχε το ταλέντο να τους κάνει να μεγαλώνουν, κι αυτός ήταν λόγος για να μην τα παρατάνε εύκολα.
Είχαν το αριθμητικό πλεονέκτημα. Έδιναν ο ένας τη θέση του στον άλλον. Διασταυρώνονταν στο κατώφλι τού δωματίου. Αυτός που έμπαινε είχε ήδη ξεχάσει τα λίγα που είχε μάθει. Εξού κάποια αθωότητα, μια σχεδόν παρθενιά, ευγενές κομμάτι που απολάμβανε να λιώνει κάτω από τη γλώσσα της. Αντιθέτως, αυτός που έβγαινε καταλάβαινε εκείνη τη στιγμή ότι δεν θα κέρδιζαν ποτέ τη μάχη. Προσπαθούσε ν’ απωθήσει τη σκέψη σ’ ένα βαθύ και σκοτεινό αμπάρι του μυαλού του. Τουλάχιστον μέχρι την επόμενη ανάπαυλα. Το μόνο που χρειαζόταν, έλεγε στον εαυτό του, ήταν λίγα λεπτά ξεκούραση και λίγο καύσιμο για τη μηχανή. Στο τέλος, σχεδόν το πίστευε. Δεν ντυνόταν. Καθόταν γυμνός σ’ ένα πουφ ή στον καναπέ, με το πίσω μέρος των μηρών κολλημένο στο ύφασμα, κι αυτό το μικρό κομμάτι γυμνής σάρκας να κρέμεται γυαλίζοντας στη μέση ενός σκούρου τριχώματος, απ’ όπου έσταζε ενίοτε το τελευταίο δάκρυ ενός δήθεν θαυματουργού ελιξίριου. Αλλά ποιον να πιστέψεις; Τι να εμπιστευτείς; Ο άνδρας έπαιρνε ανάσα κι έπνιγε τον πόνο του στο αλκοόλ. Τόσοι βαθμοί ταπείνωσης.
Η μουσική είχε σταματήσει και κανείς δεν σκέφτηκε να ξαναβάλει έναν δίσκο. Κυριαρχούσαν οι ήχοι των σωμάτων κι αυτοί που τους συνοδεύουν. Κάποια τσουγκρίσματα ποτηριών. Κανείς δεν μιλούσε. Κάποια στιγμή, ο Τιτί Καρμονά πλησίασε τον οικογενειάρχη που είχε λουφάξει στον καναπέ. Κούνησε το κεφάλι ερωτηματικά. Αντί για απάντηση, ο άλλος έκανε μια αόριστη και αβέβαιη χειρονομία. Μια γκριμάτσα εξίσου αόριστη και αβέβαιη. Ο Τιτί Καρμονά κούνησε ξανά το κεφάλι, αυτή τη φορά για τον εαυτό του.
Την πήραν δυο δυο, ύστερα τρεις μαζί. Τους ήρθε η επιθυμία να τη χτυπήσουν. Θα ήθελαν να τη σφυροκοπήσουν με τις γροθιές τους, αλλά πάντα εκείνη έπιανε εγκαίρως αυτή τη συγκεκριμένη λάμψη στο βλέμμα τους και την κατέπνιγε με τον τρόπο της. Η τέχνη τού να αφήνεσαι να βυθιστείς, ν’ αγγίξεις τον πάτο και να ξανανέβεις απότομα, με μία και μοναδική ώθηση της μέσης. Τους ήρθε η επιθυμία να χωθούν και να κλάψουν στην αγκαλιά της. Δεν έκαναν τίποτα.
Πρέπει να ομολογήσουμε ότι κράτησαν γενναία το ρόλο τους. Μαχόμενοι ώς την αυγή κι ακόμα περισσότερο. Τι πλούσιο συμπόσιο, τι θαυμαστός πόλεμος ήταν αυτός. Λεπτή σκόνη κυμάτιζε στην πρώτη λοξή, χρυσή αχτίδα που διέτρεξε το σαλόνι, όταν συνειδητοποίησαν πια την ήττα τους και πόσο λίγοι ήταν. Και το δέχτηκαν. Ντύθηκαν σιωπηλά, χωρίς βιασύνη, όλοι στο ίδιο δωμάτιο, ενώ εκείνη έμεινε ξαπλωμένη στο στρώμα με μισόκλειστα βλέφαρα, με τις κόρες να χτυπάνε στο βάθος της ίριδας σαν μικροσκοπικές καρδιές νεοσσών. Δεν θα ’θελε για τίποτα στον κόσμο να χάσει την αποχώρηση.
Ο λεγόμενος Ντομινίκ, στενόμακρο κρανίο, μοναστηριακή καραφλίτσα, έτριψε τον αντίχειρα στο δείκτη. Να πληρώσουμε; Βουβή ερώτηση προς τον Τιτί Καρμονά. Εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Άσ’ το, είναι εντάξει, τακτοποιημένο. Ο άλλος δεν επέμεινε.
Χρειάστηκαν δύο για να σηκώσουν τον πατρικό Αντουάν και να τον βοηθήσουν να σύρει τα πόδια του. Αποσύρθηκαν άδοξα και χωρίς να γυρίσουν να κοιτάξουν πίσω, ψελλίζοντας μασημένα ένα αδύναμο «στο επανιδείν», ξέροντας ότι δεν θα την ξανάβλεπαν. Μόνο ο Τιτί Καρμονά κατέβαλε την προσπάθεια να μετακινηθεί ώς το κατώφλι τού δωματίου. Στηρίχτηκε στην κάσα της πόρτας. Έριξε μια ματιά στις ζαρωμένες καπότες που ήταν σκορπισμένες στη μοκέτα. Της έστειλε ένα φιλί με τα ακροδάχτυλα. Έπειτα ξανάσμιξε με τους ομοίους του στο κεφαλόσκαλο, κλείνοντας απαλά πίσω του την πόρτα.
Μετά την αναχώρησή τους, εκείνη κράτησε αρκετή ώρα τα μάτια ανοιχτά. Έπειτα τα έκλεισε άλλο τόσο.
Εσύ που λες πως μ’ αγαπάς, σκέφτηκε, εκπλήρωσε τις επιθυμίες μου…»