ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟ
βιβλιαΌταν ο Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική, άφησε πίσω του 39 άνδρες για να χτίσουν έναν καταυλισμό. Ο Ντομίνγκο Πέρεθ γράφει ένα γράμμα στον αδελφό του περιγράφοντας το χειρότερο πάθος των εποίκων: τον «πυρετό του χρυσού» που σπέρνει τη διχόνοια και το θάνατο.
Χωριό των Χριστουγέννων, Παρασκευή, τετάρτη ημέρα του μηνός Ιανουαρίου του έτους χίλια τετρακόσια ενενήντα τρία από τη γέννηση του Κυρίου Ημών, Ιησού Χριστού. Χθες σάλπαραν τα καράβια. Η βάρκα του Ναυάρχου ήταν από τις τελευταίες που εγκατέλειψαν την ακρογιαλιά την ώρα που ξεμύτιζε η αυγή. Δεν πρόλαβε να σωθεί για τρίτη φορά η άμμος στις αμπογιέτες κι οι δυο καραβέλες είχαν κιόλας ετοιμάσει την αρματωσιά τους κι είχαν αρχίσει να αλαργεύουν. Ακόμα και τώρα θαρρώ πως τις βλέπω αγκυροβολημένες στον κόλπο, σε απόσταση μικρότερη από μια οργιά από το σωρό με τα ξύλα που γλιτώσαμε από το ναυάγιο της Σάντα Μαρία και για μέρες ολάκερες μεταφέραμε ως το ύψωμα, εκεί όπου κατασκευάζουμε την περίφραξη ενός οχυρού. Μου φαίνεται πως τις βλέπω ακόμα, αλλά ξέρω ότι είναι μια ψευδαίσθηση, κάτι σαν μια παράταση του ονείρου που είδα όταν κοιμήθηκα χθες μέσα στους νυχτερινούς θορύβους αυτού του χαμένου τόπου στην άκρη του κόσμου. Ονειρεύτηκα τότε ότι ο ράφτης, ο χοντρό-Χουάν ντε Μεδίνα, σκαρφάλωνε με σβελτάδα στο κεντρικό άλμπουρο κι έκοβε ένα μεγάλο κομμάτι από τα πανιά. Έσκαγα στα γέλια βλέποντας τον να ανεμίζει το καναβάτσο εκεί ψηλά. Το πανί ήταν στην πραγματικότητα ένα φαρδύ και τραχύ πανωφόρι κι ο ράφτης πλησίαζε στο άθλιο στρώμα μου, εκεί όπου εγώ ριγούσα από τον πυρετό, και μου σκέπαζε το κεφάλι με δαύτο. Τότε μπόρεσα να ακούσω τον παφλασμό του νερού κόντρα στο σκαρί της Νίνια, σαν να ήξερα ότι τα καράβια εξακολουθούσαν να βρίσκονται ακόμα αγκυροβολημένα απέναντι από το Χωριό. Μα, σαν ξύπνησα σήμερα το πρωί, δεν υπήρχε ίχνος από πανί στον ορίζοντα. Είμαστε τριάντα εννιά άντρες που η μοίρα, η φιλοδοξία και το θέλημα του θεού μας έχουνε φέρει σε αυτήν εδώ την ακτή να χτίζουμε ένα μπόσικο μετερίζι με τα απομεινάρια ενός μπαταρισμένου καραβιού. Έχουμε κουμάντα σε αφθονία, γαλέτα για ένα χρόνο και κρασί μέχρι να το σιχαθούμε. Έχουμε μπόλικο πολεμικό υλικό, ακόμα και τη λέμβο του βυθισμένου πλοίου που τα καταφέραμε και τη γλιτώσαμε από το ναυάγιο και η οποία έχει ακόμα να μας προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες. Όμως, αγαπημένε μου αδερφέ, όλα ετούτα δεν αρκούν για να ξορκίσουνε τη μοναξιά που μας ζώνει και μοιάζει να απομακρύνει τον καθένα μας από όλους τους υπόλοιπους. Μιλάμε ελάχιστα και βλέπουμε πολύ. Κακό πράγμα. Επειδή, αν η κατάχρηση των λέξεων συνήθως φταίει για τις ριψοκίνδυνες ιδέες ή και για τις παρανοήσεις, η βουβαμάρα είναι ο εγγυητής για τη μνησικακία και για όλες τις σκοτεινές σκέψεις. Πράγματα ακόμα χειρότερα. Μπροστά στα μάτια μας απλώνεται το πιο παραμυθένιο θέαμα που θα μπορούσες να βάλεις με το νου σου. Όλα είναι πρωτοφανέρωτα σε σχέση με όσα ξέραμε ως τα τώρα κι είναι τέτοια η ομορφάδα τους που μοιάζουν με θαύμα τα χρώματα των πουλιών και των λουλουδιών καθώς τα αντικρίζει κανείς. Το ίδιο και τα αρώματα που αναδύονται από την πυκνή βλάστηση ή τα πλάσματα που ακόμα δεν έχουν όνομα. Έχουν όμως τόσο παράξενα σχήματα που θα τα έπαιρνε κανείς για τέρατα, αν δεν ήταν τόσο μικρά και, τις περισσότερες φορές, φοβισμένα. Όλα είναι συναρπαστικά και περίεργα, συνάμα όμως και ξένα, επειδή δεν κατέχουμε τίποτα για πάρα πολλά πράγματα γύρω μας και δεν τολμάμε ούτε καν να τα αγγίξουμε. Έτσι ώστε τόσες ανικανοποίητες υποσχέσεις στο τέλος να κατορθώνουν να εξαντλούν το κουράγιο μας. Ευτυχώς όμως, δουλεύουμε πολύ και ο τίμιος ιδρώτας εξαντλεί τόσο τις δυνάμεις όσο και τις επιθυμίες μας, ώσπου στο τέλος η νύχτα μας αγκαλιάζει εξαντλημένους και αποδιοργανωμένους, σιωπηλούς και σκυθρωπούς, αλλά ως τα τώρα γερούς στο κορμί και στο νου. Τέτοια είναι κι η στιγμή αυτή, στη ζέστη της φωτιάς, την οποία και εκμεταλλεύομαι τώρα δα για να σου γράψω αυτές τις λέξεις ως πρώτος αποικιστής των Ινδιών. Τρανός τίτλος για έναν ταπεινό άνθρωπο από τη Βισκάγια, θα μου πεις, αλλά αυτή είναι η αλήθεια, ακριβέ μου αδερφέ, παρόλο που κι εμένα εξακολουθεί να μου φαίνεται σαν να βγήκε από κανένα παραμύθι. Ολόκληρη την ημέρα σήμερα οι ίντιος τριγύριζαν στον όρμο, κρατώντας για ώρες κάποια απόσταση από εμάς, σαν να μην είχαν τίποτα καλύτερο να κάνουνε σ' αυτόν τον κόσμο του θεού από το να τεμπελιάζουνε κάτω από τη σκιά των πανύψηλων φοινικόδεντρων και μερικών άλλων δέντρων που οι ρίζες τους φτάνουν και γλείφουν ακόμα και το νερό της θάλασσας. Είναι τόσο πυκνά τα δέντρα, σαν τους παχύτερους βάτους, και τα αγκαλιάζουνε κάθε λογής αναρριχητικά φυτά με πελώρια λουλούδια κι ολοζώντανα χρώματα. Έχουμε κιόλας δουλέψει πολύ ακολουθώντας τις οδηγίες των μαραγκών και λίγο λίγο η περίφραξη έχει αρχίσει να πιάνει τόπο. Ο καπετάνιος μας, Ντον Ντιέγκο ντε Αράνα, ντόμπρος και εμπειροπόλεμος άντρας από την Κόρδοβα, θέλει να γίνει τουλάχιστον δώδεκα πόδια ψηλή, παρόλο που οι ίντιος, αυτοί που εμείς έχουμε δει ως τώρα, δεν φαίνονται ιδιαίτερα αρματωμένοι. Κι αυτό, επειδή δεν ξέρουμε τι άλλα βασίλεια μπορεί να γειτονεύουν με τούτο, ούτε πώς θα είναι οι άνθρωποι σ' εκείνα τα βασίλεια. Απόψε το βράδυ ήρθε για να μου μιλήσει ο Τσάντσου, εκείνος ο Χουάν από το Λεκεΐτιο. θα ξέρεις ήδη ότι μπάρκαρε μαζί με το φίλο του το Ντομίνγκο σ' ετούτην εδώ την περιπέτεια και ήταν ναύκληρος του πλοίου, μέχρις ότου η απερισκεψία του ναύτη Γκονθάλο Φράνκο τον παρέσυρε και παραχώρησε το τιμόνι την περασμένη νύχτα, είκοσι τέσσερις Δεκεμβρίου, στον Μαρτίν ντε Ουρτούμπια, έναν νεαρό καμαρότο, επίσης από τη Βισκάγια, καλό παλικάρι, γεροδεμένο και καπάτσο, αλλά ατζαμή στη ναυτική τέχνη και τόσο γρουσούζη που ήρθε και προσάραξε τη Σάντα Μαρία σ' έναν αμμουδερό βυθό, που ήταν γαρνιρισμένος όμως από κάτι βράχια κοφτερά σαν μαχαίρια. Κι εκεί έχει παραμείνει το σκαρί, ώσπου να το διαλύσουμε εντελώς. Κι εκείνο ακριβώς που θέλει ο Τσάντσου είναι να εκμεταλλευτώ τις μικρές τάβλες και τις προεξοχές στο κτίσιμο του οχυρού και των σπιτιών που θα φτιάξουμε για να μείνουμε και να βάλω μπρος την τέχνη μου του βαρελά για να μαστορέψω μερικές κασέλες για τη φύλαξη των τροφίμων. Γι όλα αυτά θα πρέπει να προνοήσουμε, αν δεν θέλουμε να κάνουμε τα στομάχια μας να μπεζερί-σουνε από τη γαλέτα. Μου ζήτησε ακόμα να σκαρώσω μερικά κασελάκια καλοκαρφωμενα, για τα οποία θα με πληρώσει ξέχωρα κι από την τσέπη του. Εκείνα θα τα έχει για να φυλάει το χρυσάφι, επειδή είναι βέβαιος ότι κάπου εδώ γύρω θα πρέπει να βρίσκεται και ο χρυσός και μάλιστα σε άφθονη ποσότητα. Η λάμψη του χρυσού είναι το βαρβάτο κίνητρο που μας έχει ψυχώσει να μείνουμε σ' αυτήν την άγνωστη χώρα, την ώρα που ο Ναύαρχος επιστρέφει στην Καστίλη για να αναφέρει ό,τι έχουμε δει και ανακαλύψει. Και δεν μας λείπουν οι λόγοι για να ποθούμε τόσο πολύ το πολύτιμο μέταλλο, εσύ το ξέρεις καλά, αφού τα τελευταία χρόνια δεν είναι και για να τα νοσταλγούμε, χρόνια γεμάτα από μιζέριες και ζόρια. Δεν μου φεύγει από το μυαλό η τελευταία φορά που είδα τον πατέρα, χτικιάρη από τον βήχα και την κακομοιριά, δίχως ούτε ένα από τα παιδιά του, κι όλοι εμείς μαζί να μην μπορούμε να μαζέψουμε τους λίγους μαραβεδίες που θα ήταν αρκετοί για να τον βγάλουν από μια δουλειά που τον ξεκάνει. Ελπίζω να με έχει συγχωρήσει πια που ήμουν από τους πρώτους που μπάρκαραν και δεν είχα καιρό ούτε καν για να τους αποχαιρετήσω. Ούτε εκείνον, μα ούτε και τη μητέρα. Όμως, εσύ πια με ξέρεις. Πάντοτε καθυστερώ να πάρω τις αποφάσεις μου, αλλά όταν τις παίρνω, είναι σαν να μου σώνεται ο χρόνος μου σ' αυτόν τον κόσμο. Κι είναι τέτοια η φούρια μου που με σπρώχνει να θέλω να τις βάλω σε κίνηση επί τόπου. Κι εσύ, ακριβέ μου αδερφέ, κι εσύ; Με έχεις συγχωρήσει; Δεν μπορώ να μη σκέφτομαι πως, αφότου λάκισα εγώ, ο μεγαλύτερος αδερφός, σε ανάγκασα να σηκώσεις τα βάρη και τις ευθύνες της φαμίλιας. Μονάχα η ελπίδα της επιστροφής μου στο σπίτι μας, μαζί με ένα φόρτωμα από πλούτη και μέσα σε ένα χρόνο κατά πώς μας το έχει υποσχεθεί ο Ναύαρχος, ξαλαφρώνει το βάρος της συνείδησης μου. Πώς πάνε τα πράγματα εκεί πέρα, στο Μπερμέο; Μου αρέσει να γράφω αυτό το όνομα. Μπερμέο. Είναι κάπως σαν ξόρκι, κι ας μου συγχωρήσει ο θεός αυτή την αντιστοιχία, θυμάμαι πολύ καλά τον ήχο από τις καμπάνες της Αγίας Ευφημίας, τον ατελείωτο αναβρασμό από τη ζωή στο μόλο, τα κύματα να σκάνε στον κυματοθραύστη του λιμανιού σαν να χαιρετάνε τα πληρώματα των πλοίων. Λες και είναι μια κουστωδία από τους δικούς τους ανθρώπους στο γυρισμό από το ψάρεμα. Και όλο αυτό το πράσινο στον τόπο μας... Κι αυτά εδώ τα μέρη είναι πράσινα, περίσσεια και απέραντα σε θάμνους, φρούτα και δέντρα σαν και τα δικά μας. Όμως, σ' ετούτον εδώ τον τόπο βασιλεύει πάντα ένας ζεστός και πνιγηρός αέρας, ακόμα κι όταν βρέχει. Είναι μια πρωτόγνωρη εμπειρία να ιδρώνεις κάτω από τη βροχή μέσα στην καρδιά του χειμώνα, όπως συμβαίνει εδώ πέρα σε ορισμένες περιστάσεις. Αναρωτιέμαι πώς θα είναι άραγε, μόλις θα φτάσουν οι κάψες του καλοκαιριού. Αλλά τώρα είναι άλλου είδους οι κάψες που με αναγκάζουν πια να αφήσω το κοντύλι μου για την αποψινή νύχτα, θέλω να κάνω στα όνειρα μου τον απολογισμό του μόχθου ολάκερης της ημέρας, αν θέλω να έχω αύριο τις αναγκαίες δυνάμεις για να συνεχίσω τη δουλειά.