€11.45 €12.72
Στο καλαθι βιβλια«Κύριε, λυπόμαστε αλλά έχουμε κλείσει.»
«Πώς; Τέτοια ώρα;»
«Ναι, ανοίγουμε μόνο το πρωί, κύριε.»
«Τι παράξενο. Εγώ είδα κόσμο να μπαίνει εδώ» λες, ακουμπώντας το χέρι σου στην πόρτα.
«Αυτό είναι αδύνατον, κύριε. Είστε ο τελευταίος πελάτης. Κανείς άλλος δεν είναι εδώ.»
«Τους είδα» διαβεβαιώνεις. Οι άντρες κοιτάζονται και μετά στρέφονται συγχρονισμένα προς το μέρος σου και σου χαμογελούν με συγκατάβαση.
«Όχι, κύριε, θα ήταν κάποια υπηρέτρια ή καμιά σκιά. δεν είναι κανείς εδώ.»
«Θέλετε να με κάνετε να αμφισβητήσω τις αισθήσεις μου;»
«Ποτέ δεν θα τολμούσαμε, κύριε…» σου λένε σοβαροί και καρφώνουν κάτι μοχθηρά μάτια μες στα δικά σου. Τα πρόσωπά τους δείχνουν να αλλοιώνονται, για μια στιγμή παύουν να είναι ανθρώπινα, διογκώνονται και παραμορφώνονται, μια κατσίκα, ένα κόκκινο γυαλί, μια αστραπή, η τραχιά φωνή της μητέρας σου, εκείνο το μέρος που έμεινες παγιδευμένος όταν ήσουν παιδί, μικραίνεις, αμφιβάλλεις για όλα, νιώθεις να λιποθυμάς και παύεις να επιμένεις.
Λονδίνο, 19ος, 20ός και 21ος αιώνας. αυτό είναι το γεωγραφικό πλάτος και οι χρονικές συντεταγμένες των ανησυχητικών ιστοριών του χ.χ.μ. ρένχελ. σε πραγματικούς δρόμους, στάσεις του μετρό, καφετέριες, βαγόνια και βιβλιοπωλεία του άλλοτε ΄ή του σήμερα, οι ήρωες οδηγούν τον ανυποψίαστο αναγνώστη σ’ ένα περιβάλλον που μοιάζει οικείο, καθημερινό, ακίνδυνο και προβλέψιμο. ενα ιδανικό σκηνικό για να χαλαρώσουν οι άμυνες και να ανοίξει η χαραμάδα από την οποία τρυπώνει πάντα το αναπάντεχο.
Ανάμεσα στα ασυνήθιστα πράγματα που προσφέρει στους αναγνώστες του —ξυπνώντας τους μια παιδική έξαψη—, βρίσκονται: μια μυστική εταιρεία ονειροπόλων, ένα τμήμα του Ζωολογικού Κήπου του Λονδίνου απαγορευμένο για τα παιδιά, ένα τεϊοποτείο όπου πρέπει κανείς να προσέχει τι φαντάζεται, ένα βιβλίο χωρίς τέλος που προβλέπει το μέλλον, ένα μαργαριτάρι που περικλείει το σύμπαν… Τολμηρός στη φαντασία, ο Χ.Χ.Μ. Ρένχελ είναι συνετός στη γραφή του, γιατί ξέρει ότι η τέχνη του φανταστικού βασίζεται στη σχεδόν αθέλητη έκπληξη. στην έκπληξη χωρίς φασαρία. στη μελαγχολική έκπληξη.
Πάμπλο δε Σάντις
Οι θαμώνες του LA BRIOCHE
Ο Τζον Ε. Όουκφιλντ ήταν ένας ξερακιανός, γκρίζος άντρας, που πρέπει να γυρόφερνε τα εξήντα πέντε. Φόραγε στρογγυλά γυαλάκια και μια μασέλα που συνήθιζε να μετακινεί απ’ τη θέση της και να την παίζει με τη γλώσσα του μετά το τσάι με το γάλα και τα γλυκά, όταν θαρρούσε πως δεν τον έβλεπε κανείς. Δεν έβγαζε σε καμία απολύτως περίσταση το καπέλο του, τρανή απόδειξη ότι ντρεπόταν για το ολοένα και πιο άτριχο κεφάλι του. Ήταν χήρος εδώ και χρόνια, και ο μοναδικός του γιος, ο Τζέραλντ, ζούσε με την οικογένειά του στα βόρεια προάστια του Λονδίνου και δεν τον επισκεπτόταν ποτέ. Η μοναδική ενασχόληση αυτού του ξινισμένου χήρου ήταν η συλλογή σκαραβαίων — αν εξαιρέσει κανείς την ανάγνωση πυκνογραμμένων τόμων θρησκευτικού περιεχομένου, στη ζεστασιά του τζακιού τα κυριακάτικα βράδια πριν τον ύπνο. Όποτε πήγαινε στο La Brioche διάλεγε ένα γωνιακό τραπέζι κι έπινε το τσάι του με το βλέμμα καρφωμένο στο πουθενά, σ’ ένα πουθενά που στεκόταν ακριβώς ένα μέτρο μπρος και μια παλάμη πάνω απ’ τα μάτια του, εκεί, μετέωρο στον αρωματισμένο αέρα του μαγαζιού. Εκτός από τις Παρασκευές, μέρα που το βλέμμα του γλιστρούσε ξανά και ξανά προς τον Μπασκίμ και την Αγνή, που χάιδευαν τα χέρια τους κάτω απ’ το τραπέζι.
Ο Μπασκίμ Μπογιατζίου και η Αγνή Ντίνι ήταν ένα νεαρό ζευγάρι Αλβανών που σύχναζαν στο La Brioche κάθε Παρασκευή απόγευμα. Αυτός δούλευε τις καθημερινές στην υπηρεσία δωματίων του Ξενοδοχείου Μάριοτ στο Σουίς Κότατζ, κι αυτή είχε μια σύμβαση εργασίας για τα Σαββατοκύριακα στο βιντεοκλάμπ του Μπρόντχερστ Γκάρντενς. Η μόνη μέρα για να πάρουν μιαν ανάσα και να πιουν κάτι έξω από τη μικρή τους γκαρσονιέρα (ένα δωμάτιο-κουζίνα) ήταν η Παρασκευή, αμέσως μετά το τέλος της τελευταίας του εργάσιμης μέρας και δύο ώρες πριν την αρχή της πρώτης δικής της. Είχαν έρθει στο Λονδίνο για να ξεφύγουν από τη μιζέρια και τον πόνο των διαλυμένων οικογενειών τους, κι οι δουλειές που είχαν βρει τους έφταναν ίσα ίσα για να βγάζουν το ψωμί τους, να επιβιώνουν, κι έτσι να συνεχίζουν να δουλεύουν. Η Αγνή ονειρευόταν να μαζέψει λίγα λεφτά για να τα επενδύσει σε μια μικρή επιχείρηση και σε πέντε-δέκα χρόνια να μπορέσει να επιστρέψει στη χώρα της. Κάθε βράδυ, μέσα στα ιδρωμένα του σεντόνια, ο Μπασκίμ στριφογυρνούσε με τον εφιάλτη ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να της πραγματοποιήσει το όνειρο.
Ανάμεσα σε δυο γουλιές απ’ το φλιτζάνι με τη ζεστή μόκα, η Αγνή σήκωνε το βλέμμα από τα μάτια του Μπασκίμ για να περιεργαστεί την κομψή γυναίκα στο βάθος της αίθουσας, που ερχόταν κάθε μέρα με καινούργιο ταγέρ και πριν καθίσει έκανε μια βόλτα κοιτάζοντας με προσοχή τους πίνακες της τελευταίας έκθεσης. Η Ελίζαμπεθ Σάντγουελ ήταν καλλιτεχνική αντιπρόσωπος και επιπλέον, ομολογώ, η αιτία του χαμού μου. Η Ελίζαμπεθ ήταν τριάντα ενός χρόνων, πολύ λυγερόκορμη, με μακριά μαύρα μαλλιά συνήθως πιασμένα σε γαλλικό κότσο. Δε θυμάμαι να με είχε ποτέ κοιτάξει κατάματα, κι αν καμιά φορά έτυχε, το βλέμμα της συνέχισε αμέσως γι’ αλλού χωρίς να σταθεί δευτερόλεπτο, λες κι ήταν περαστικό. Ούτε κι εγώ φυσικά της έχω δείξει το ενδιαφέρον μου, και την παρακολουθώ όπως κάνω με όλους τους άλλους. παίρνοντας εξαιρετικές προφυλάξεις.
Έτσι παρακολουθούσα και τη Μάριον Ο’Κόνορ που ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, ένα απ’ τα πρόσωπα που μ’ ενδιέφεραν περισσότερο ανάμεσα στους θαμώνες του La Brioche. Η κυρία Ο’Κόνορ ήταν εβδομήντα οχτώ χρόνων, το δέρμα της εξίσου λευκό με τα μαλλιά της και το πρόσωπό της, παρά τις πολλές λεπτές ρυτίδες που το κάλυπταν, συνέχιζε ν’ αντανακλά μια ομορφιά που κάποτε είχε υπάρξει ανεπανάληπτη. Η κυρία Ο’Κόνορ είχε τεράστια μάτια με ξεθωριασμένο θαλασσί χρώμα, που βασάνιζε για να συγγράφει τα ποιήματά της. Το πάρκινσον, ωστόσο, της τάραζε τη γαλήνη, κι έτυχε να τη δω παραπάνω από μια φορά, ανήμπορη να ελέγξει την αυτονόμηση των χεριών της, να χύνει το φλιτζάνι με τον καφέ πάνω στα χαρτιά της. Εγώ δεν είχα βρει μέχρι στιγμής την ευκαιρία να διαβάσω κάποια από τις συλλογές ποιημάτων της, αλλά ήξερα πως οι δημοσιεύσεις της απολάμβαναν την εύνοια των κριτικών.
Δεν μίλησα σε καμία περίπτωση σε κάποιο απ’ αυτά τα άτομα. Κανείς τους δεν με πλησίασε ποτέ και κανέναν δεν πλησίασα. το μόνο που μοιραζόμασταν ήταν ο χρόνος κι ο χώρος. Ούτε κάποιος τρίτος μου μίλησε ποτέ γι’ αυτούς. Κανείς δεν μου έδωσε πληροφορίες για τη ζωή τους και κανείς δεν μου είπε ποτέ ούτε πώς τους λένε.
Οι φίλοι μου έπαψαν να έρχονται μαζί μου στο La Brioche εδώ και καιρό. Παραπονούνταν ότι δεν τους άκουγα, μου έλεγαν πως ήμουν συνέχεια αφηρημένος, αποβλακωμένος, πως κοίταζα όπου να ’ναι. Δεν ήξεραν ακόμα για το χόμπι μου· μετά έμαθαν. Τους αποκάλυψα πως η συνήθειά μου αρχικά προέκυψε αυθόρμητα στα λεωφορεία και στο μετρό, στον αναβρασμό των ωρών αιχμής, ως η μόνη δυνατότητα να απασχολήσω τη φαντασία μου κατά τη διάρκεια εκείνων των ανιαρών νεκρών περιόδων, αλλά σύντομα, απαυδισμένος από την υπνηλία και την πολυκοσμία, μετέφερα την όλο και διογκούμενη εμμονή μου σ’ ένα μέρος πιο ήσυχο, όπου θα μπορούσα να την τελειοποιήσω. Εκεί, στο απολαυστικό καφέ La Brioche, στο Ουέστ Εντ Λέιν, αφοσιώθηκα σιγά σιγά στη σχολαστική επινόηση μιας ζωής —με παρελθόν, οικογένεια, φίλους, επάγγελμα, όνειρα— για κάθε έναν από τους θαμώνες του.
Με ρώτησαν αν αυτό το έκανα για τα διηγήματά μου ή για το επόμενο μυθιστόρημά μου. Τους απάντησα πως όχι, το έκανα από χόμπι, από χούι ίσως. Μου είπαν ότι γινόμουν μανιακός, ότι δεν μπορούσα άλλο πια να επινοώ ιστορίες για τον κόσμο και να σημειώνω τα πάντα λες κι ήταν αλήθεια. Πως αυτό άρχιζε να επηρεάζει τη ζωή μου και πως μου είχε γίνει εμμονή, σε σημείο να φοβάμαι μήπως χάσω το ραντεβού μου με την καφετέρια. Αλλά εγώ εξακολουθούσα να αφαιρούμαι όταν μου μιλούσαν, να ρωτάω «τι;» όταν απευθύνονταν σ’ εμένα, να κρατάω σημειώσεις τη μια πάνω στην άλλη, στις χαρτοπετσέτες. Μάλιστα έφτασα να επινοήσω λιγάκι —λιγάκι μόνο— τις ζωές των ίδιων μου των φίλων, χωρίς να το συνειδητοποιώ. Κι όταν το κατάλαβαν, σκέφτηκαν πως ήμουν τρελός και σταμάτησαν να έρχονται μαζί μου στο La Brioche, κι εγώ κλείστηκα περισσότερο από πριν στην εμμονή μου, και τότε όλο αυτό άρχισε να επηρεάζει πραγματικά τη ζωή μου.
Ο κύριος Όουκφιλντ άργησε να έρθει εκείνη τη μέρα γιατί είχε μείνει ώρες στο Ρίτζεντς Παρκ, στο βόρειο τμήμα που συνορεύει με τα κάγκελα του Ζωολογικού Κήπου, κυνηγώντας σκαραβαίους οπλισμένος με τις εκατοντάδες μικροσκοπικές λόγχες του. Έδειχνε κουρασμένος, αλλά έλαμπε από ικανοποίηση. Το κυνήγι είχε πάει καλά και είχε αιχμαλωτίσει, εκτός από πολλά άλλα κοινά είδη, ένα ζευγάρι Oryctes nasicornis ή σκαραβαίους ρινόκερους, κι ένα μακρουλό Platypus cylindricus, πολύ σπάνιο εύρημα σε αυτά τα γεωγραφικά πλάτη της ηπείρου. Όταν η σερβιτόρα τον πλησίασε για να του πάρει παραγγελία, την αιφνιδίασε με την εξιστόρηση των κατορθωμάτων του εκείνη τη μέρα. Αυτό με ανησύχησε, γιατί ο Τζον Όουκφιλντ δεν συνήθιζε να λέει πάνω από δυο φράσεις συνεχόμενες, κι εγώ τον προτιμούσα έτσι, γιατί δεν μου άρεσε οι χαρακτήρες μου να σχετίζονται μεταξύ τους και να μιλάνε μπερδεύοντας τα πάντα και ξεφεύγοντας από τον έλεγχό μου.
Από κει που βρισκόμουν δεν μπορούσα ν’ ακούσω λέξη από τη συζήτηση, αλλά ήξερα πως εκείνη τη στιγμή ο κύριος Όουκφιλντ θα έπρεπε να επαναλαμβάνει τη χιλιομασημένη θεωρία του, ότι τουλάχιστον το ένα τέταρτο όλων των ζωικών ειδών του πλανήτη μας είναι σκαραβαίοι. Η Τάνια, η κοπέλα, παρέμενε χαμογελαστή γιατί αυτό απαιτούσε το αφεντικό της κι εκείνη η δουλειά ήταν κάτι που είχε πραγματικά ανάγκη. Σε μια έκρηξη ενθουσιασμού, ο Τζον Όουκφιλντ της είπε ότι είχε στο σπίτι του έναν σκαραβαίο πάνω από δέκα εκατοστά μακρύ, κι άλλον έναν μ’ ένα χρυσαφί χρώμα που έλαμπε σαν αναμμένη φλόγα ακόμα και στο πιο βαθύ σκοτάδι. Αυτό που δεν της αποκάλυψε καθόλου ήταν την άλλη αιτία της χαράς του για εκείνη τη μέρα: ο γιος του, ο Τζέραλντ, του είχε τηλεφωνήσει για να τον καλέσει σε δείπνο γύρω στις έξι, κι εκείνος είχε βρει την ευκαιρία να μπορέσει να του πει ότι όχι, ότι ήταν πολύ απασχολημένος, κι ότι θα ήταν μέχρι αργά.
Ξαφνικά άρχισαν ν’ ανεβάζουν τον τόνο της φωνής τους, αλλά ακόμα κι έτσι εγώ εξακολουθούσα να μην μπορώ ν’ ακούσω τίποτα, και γι’ αυτό δεν κατάλαβα γιατί η Τάνια άστραψε ξαφνικά ένα χαστούκι στο πρόσωπο του ευσεβούς και αξιότιμου κυρίου Όουκφιλντ. Μετά όμως, όταν το σκέφτηκα, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η κοπέλα είχε πάρει ως πρόταση όχι και τόσο ηθική την αναφορά του Όουκφιλντ στους σκαραβαίους που είχε στο σπίτι του. Γέλασα βάζοντας το χέρι μπρος στο στόμα, καθώς βρήκα διασκεδαστική την αθωότητα μιας κοπέλας εκείνης της ηλικίας, που στο άκουσμα λέξεων όπως: σπίτι, σκαραβαίος, μακρύ, φλόγα, σκοτάδι, φέρνει αμέσως στο νου της σεξουαλικά υπονοούμενα.
Λίγα λεπτά αργότερα η Τάνια πλησίασε το τραπέζι μου για να δει αν χρειαζόμουν τίποτα κι αν ήμουν απολύτως ικανοποιημένος. Θυμάμαι τη στιγμή σαν κάτι αγχωτικό. Θυμάμαι πως σκέφτηκα: τώρα είναι θυμωμένη, ταραγμένη, ξέρει πως τα είδα όλα και θα θελήσει να μου μιλήσει για να ξεθυμάνει, ενώ εγώ δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να μου μιλήσει παραπάνω από το αναγκαίο ή να μου πει κάτι περισσότερο από τα τετριμμένα. Δεν είναι πως φοβόμουν μη μάθω το όνομα ή την εθνικότητά της (ρουμανική), αφού μού τα είχε ήδη πει πριν προλάβω να τα μαντέψω, από την πρώτη στιγμή που έπιασε δουλειά ως σερβιτόρα στο μαγαζί. Αυτό που φοβόμουν ήταν μην αρχίσει να μου λέει για τον κύριο Όουκφιλντ και μου αποκαλύψει όψεις της ζωής του, ή μήπως μου μιλήσει για οποιονδήποτε από τους υπόλοιπους. Αλλά η Τάνια με ήξερε, και ήξερε πως δεν μου άρεσαν τα λόγια. Μου έκανε τις ερωτήσεις ρουτίνας κι έφυγε.
Όταν οι φίλοι μου με ρώτησαν αν οι σημειώσεις ήταν για τα διηγήματά μου, αν όλ’ αυτά ήταν μια προέκταση της λογοτεχνίας μου, τους είπα όχι, και δεν ήταν ψέμα. Αλλά μετά, όλα άρχισαν να μπερδεύονται. Δεν μπορώ να αυταπατώμαι. όχι σε τέτοιο σημείο. Ξέρω πως οι θαμώνες του La Brioche —κι αυτό μπορεί να επαληθευτεί— έχουν εμποτίσει σιγά σιγά τα διηγήματά μου. Ο Μπασκίμ και η Αγνή ίσως να διαγράφονται αχνοί στο τελευταίο μου μυθιστόρημα, αλλά η Μάριον Ο’Κόνορ εμφανίζεται ολόιδια, αν και με τη διαφορά ότι είναι πενήντα χρόνια νεότερη, στο αφήγημα Ο χαμός του Δαίδαλου. Όσο για την Ελίζαμπεθ, κατάφερε να τρυπώσει αυτούσια στο Σπίτι των Στρόουμπρουκ.
Ωστόσο, ποτέ (ή σχεδόν ποτέ) δεν μου μπήκαν αμφιβολίες για το κατά πόσο η Ελίζαμπεθ υπάρχει στ’ αλήθεια. Όταν την κοιτάζω μαγεμένος να σταυρώνει τα πόδια κάτω απ’ το τραπεζάκι του La Brioche συνειδητοποιώ πως είναι αληθινή, πως δεν γίνεται να πάψει να είναι αληθινή, γιατί τότε ολόκληρος ο κόσμος θα χάσει το νόημά του και θα γκρεμιστεί σαν πύργος από τραπουλόχαρτα.
Μερικές φορές πιάνω τον εαυτό μου να κοιτάζει με κάποια ζήλια τον Μπασκίμ και την Αγνή, τους ακούραστα ερωτευμένους, και τότε ρίχνω μια ξαφνική ματιά στην Ελίζαμπεθ και την πιάνω να τους παρατηρεί κι εκείνη με ονειροπόλο βλέμμα, αν και στημένη με το κεφάλι και την πλάτη προς τα μπρος, τάχα μονίμως απασχολημένη με άλλα πράγματα, τάχα μονίμως ασυγκίνητη. Εμένα ωστόσο δεν με κοιτάει, αλλά κατά κάποιον τρόπο ξέρουμε και οι δύο μας πως επικοινωνούμε και πως μέσω του Μπασκίμ και της Αγνής μοιραζόμαστε κάτι παραπάνω από το χώρο και το χρόνο.
Απεχθάνομαι οι χαρακτήρες μου να σχετίζονται μεταξύ τους, απεχθάνομαι να συνομιλούν, αλλά αυτό που απεχθάνομαι πάνω απ’ όλα είναι να μου μιλάνε. Κι εκείνη την Παρασκευή, εκείνο εκεί το Σαββατοκύριακο, ξεκίνησε αναμφίβολα το χάος.
Ο Μπασκίμ είχε γυρίσει απ’ τη δουλειά πολύ εκνευρισμένος, γιατί δύο χρόνια τώρα που δούλευε στο ίδιο πόστο στο ξενοδοχείο τού έταζαν προαγωγή τη μια σεζόν μετά την άλλη, κι όταν έφτανε η ώρα τού έφερναν διαρκώς προσκόμματα. Αφού είχε ολοκληρώσει το δίμηνο training για να γίνει επόπτης ορόφου, το αφεντικό του του είπε, έτσι χαλαρά, πως είχαν ήδη επιλέξει άλλο άτομο απ’ έξω για τη θέση, γιατί τα δικά του Αγγλικά δεν επαρκούσαν για την εκτέλεση των συγκεκριμένων καθηκόντων.
«Ας μη μου ζήταγαν να κάνω το training!» έλεγε αγανακτισμένος στην Αγνή στα Αλβανικά. «Γιατί δε μου έλεγαν από πριν ότι δεν είχαν σκοπό να μου δώσουν τη θέση;»
Η Αγνή έδειχνε κατανόηση και κουνούσε αρνητικά το κεφάλι. Αναπάντεχα ο Μπασκίμ σηκώθηκε, και παρότι η Αγνή τον άρπαξε απ’ το χέρι, αυτός κατάφερε να της ξεφύγει και να κατευθυνθεί φουριόζος στο τραπέζι του κυρίου Όουκφιλντ, που εκείνη τη στιγμή είχε το βλέμμα του συγκεντρωμένο περισσότερο από ποτέ στο ιδιαίτερο πουθενά του. Ο Μπασκίμ άρχισε να του φωνάζει ενώ η Αγνή πίσω του τον τραβούσε πασχίζοντας να τον οδηγήσει πάλι στο τραπέζι τους, κι εγώ, όλο και πιο νευρικός, έπαψα να καταλαβαίνω τι συνέβαινε. Βάλθηκα ν’ αναζητώ μια ερμηνεία για όλα εκείνα (καταβάλλοντας ταυτόχρονα προσπάθεια να μην ακούω τη φωνή κανενός από τους δύο άντρες που καβγάδιζαν), όταν ο Μπασκίμ έριξε μια μπουνιά στον κύριο Όουκφιλντ, κι η μασέλα του κατρακύλησε δυο μέτρα πάνω στο πάτωμα αφήνοντας πίσω της ένα ρυάκι σάλιο πιτσιλισμένο με αίμα.
Η Αγνή και η Τάνια μαζί δεν είχαν αρκετές δυνάμεις για να τους χωρίσουν. Νευρικός, ταραγμένος και ενάντια στη θέλησή μου, αναγκάστηκα να σηκωθώ για να βοηθήσω να ηρεμήσουν οι δύο άντρες.
Κατάφερα να βγάλω τον κύριο Όουκφιλντ έξω απ’ το μαγαζί, ενώ παιδευόταν να φορέσει τη μασέλα του που είχε μόλις μαζέψει από το πάτωμα. Στην πόρτα του καφέ, τείνοντάς μου ένα χέρι γεμάτο σάλια, έσπευσε να μου πει:
«Τ’ όνομά μου είναι Έντουαρντ, σας ευχαριστώ πολύ για τη βοήθεια, είμαι στη διάθεσή σας για οτιδήποτε χρειαστείτε.»
Μετά έγινε καπνός από τη σκοτεινή μεριά του δρόμου, αφήνοντάς μου τον απόηχο του ονόματός του στα χείλη: Έντουαρντ…; Μα φυσικά, είπα στον εαυτό μου, αυτό ήταν το «Ε.» στ’ όνομά του: Τζον Έντουαρντ Όουκφιλντ. Μ’ ένα βαθύ αναστεναγμό ξαναμπήκα στο μαγαζί. Μέσα, ο Μπασκίμ συνέχιζε να φωνάζει και να ωρύεται, πορνόγερε — ή κάτι παρόμοιο.
Δε λέω ότι δε θα μου άρεσε να μου μιλούσαν και να με υπολόγιζαν οι χαρακτήρες μου —ούτε αντικοινωνικός είμαι ούτε φοβικός ούτε μονόχνοτος— και μάλιστα πολύ θα ήθελα να μπορούσα να τους μιλάω κι εγώ, εντούτοις, ακριβώς επειδή τους είχα αγαπήσει και φοβόμουν μην τους χάσω, προτιμούσα να μένουν μακριά μου.
Όμως, παρά τους κόπους και τις προφυλάξεις μου, ό,τι ήταν γραφτό να γίνει έγινε. Την επόμενη ακριβώς μέρα, το μεσημέρι ενός φωτεινού και υγρού Σαββάτου, η Μάριον Ο’Κόνορ πλησίασε στο τραπέζι μου και μου είπε:
«Φερθήκατε πολύ σωστά χτες βράδυ. Σας ευχαριστώ για την παρέμβασή σας. Από μια ηλικία κι έπειτα, δεν μπορεί κανείς να μπλέκει σε παρόμοιους καβγάδες.»
«Ευχαριστώ» απάντησα ξερά, από φόβο μήπως συνεχίσει την κουβέντα.
«Σας έχω δει πολλές φορές εδώ. Ίσως κάποια μέρα να πίναμε ένα τσάι μαζί. Βλέπω πως κρατάτε σημειώσεις — είμαστε οι μοναδικοί που γράφουμε εδώ μέσα. Θα μπορούσα να σας δώσω να διαβάσετε μερικά ποιήματά μου.»
Εδώ είναι που έκανα το λάθος:
«Δεν είχα ακόμα την ευκαιρία να διαβάσω κάτι δικό σας, αλλά μου έχει περάσει πολλές φορές από το μυαλό να πάω ώς το βιβλιοπωλείο και ν’ αγοράσω κάποιο από τα βιβλία σας.»
«Πώς;» με ρώτησε έκπληκτη. «Μα αφού ποτέ δεν δημοσίευσα…»
«Α, όχι;» μπόρεσα μόνο να πω.
Η κυρία Ο’Κόνορ απομακρύνθηκε σαστισμένη, κι εγώ έμεινα να τραυλίζω στο τραπέζι μου.
Ως εδώ τα πιστευτά. Το παράδοξο ήρθε το απόγευμα της Κυριακής, όταν η Μάριον όρμησε έξαλλη πάνω μου με το που με είδε να μπαίνω στο La Brioche. Άφησε το μπαστούνι της να πέσει κάτω και μου κόλλησε ένα γιαγιαδίστικο φιλί στα μούτρα.
«Έχετε μαγικές ικανότητες εσείς» μου είπε. «Μόλις γύρισα στο σπίτι μου, χθες, άκουσα στον τηλεφωνητή ένα μήνυμα που μου είχε αφήσει ο ατζέντης μου. Ο εκδοτικός οίκος Oxford Poets δημοσίευσε την πρώτη μου ποιητική συλλογή, και τα δύο επόμενα βιβλία μου ετοιμάζονται για τον Μάρτιο και τον Σεπτέμβρη.»
Οφείλω να πω πως τρόμαξα από την τόσο μεγάλη σύμπτωση, αν και αυτό δεν ήταν τίποτα σε σχέση μ’ εκείνο που ακολούθησε. Η κυρία Ο’Κόνορ συνέχισε:
«Έχω να σας εξομολογηθώ κάτι: κάποιο απ’ αυτά τα ράθυμα απογεύματα, εδώ στο La Brioche, από πλήξη και μην έχοντας τίποτ’ άλλο να κάνω, σας παρατήρησα και εμπνεύστηκα μια ιστορία. ένα ασήμαντο διηγηματάκι. Πάρτε το, σας το βάζω εδώ για να του ρίξετε μια ματιά, ανάμεσα στις σελίδες του πρώτου βιβλίου που δημοσιεύω και μόλις βγήκε από το τυπογραφείο.»
Το στομάχι μου αναπήδησε, η ματιά μου θόλωσε και αναγκάστηκα να καθίσω στην καρέκλα ενός τραπεζιού όπου καθόταν κάποιος άλλος, όταν διάβασα τυπωμένο με πεντακάθαρους χαρακτήρες στο εξώφυλλο του βιβλίου: These Strangers, by Marion O’Connor.
Κατά την επιστροφή μου στο σπίτι ένιωσα πιο μεθυσμένος από ποτέ άλλοτε στη ζωή μου. Μπέρδευα τα πόδια μου και κρατιόμουν από το βιβλίο της Μάριον λες κι ήταν το μπράτσο κάποιου. Η σύγχυσή μου έφτασε στο απροχώρητο όταν είδα τον κύριο Όουκφιλντ να μπαίνει σ’ ένα αυτοκίνητο με τη βοήθεια ενός νεαρού. Με είδε κι αυτός, και σαν σε όνειρο μονταρισμένο σε αργή κίνηση με πλησίασε καρέ καρέ κι έκανε νόημα στο νεαρό να τον περιμένει. Μου έσφιξε άλλη μια φορά το χέρι και σκέφτηκα πως ξαναζούσα σε όνειρο το προηγούμενο βράδυ όταν μου είπε:
«Ευχαριστώ και πάλι. Μπορεί να μη συναντηθούμε για ένα διάστημα. Μετά το χτεσινό συμβάν, ο γιος μου, ο Τζέραλντ, αποφάσισε να με πάρει με την οικογένειά του στο σπίτι τους στο Τότεριτζ, στο βορρά…»
Δεν υπάρχει τρόπος να υπολογίσω πόση ώρα έκανα να φτάσω σπίτι. Ήταν ώρες, κι ας επιμένουν τα ρολόγια να δείχνουν ό,τι τους καπνίσει. Ήταν ώρες στις οποίες ορκίστηκα στον εαυτό μου ότι ποτέ κανείς δεν μου είχε εκμυστηρευτεί το όνομα της Μάριον, ούτε κανείς μου είχε ποτέ μιλήσει για τον γιο του Όουκφιλντ. Ήταν ώρες που αναρωτιόμουν αν είχα μαντέψει τα γεγονότα ή αν τα είχα διαμορφώσει. Και μετά, όταν έφτασα, βρήκα ένα σημείωμα. ένα εκτενές και λεπτομερές χειρόγραφο σημείωμα με γυναικείο γραφικό χαρακτήρα στο οποίο μου εξηγούσαν —η γυναίκα μου μου εξηγούσε— ότι πια δεν μπορούσε άλλο. ότι με εγκατέλειπε.
Δεν θυμάμαι να έχω υπάρξει ποτέ παντρεμένος. Μπορεί η μνήμη μου να με απατά, μπορεί το λάθος να είναι στο κεφάλι μου, νομίζω όμως ότι αν είχα σύζυγο θα το θυμόμουν. Το σημείωμα συνέχιζε για να προσθέσει πως, εκτός από κάποια υπάρχοντά της, είχε πάρει μαζί της τη Σάρα και τον Αρθούρο, τα παιδιά μου.
Ανέβηκα τις σκάλες χωρίς να ξέρω ακόμα αν η νευρική μου κρίση θα μ’ έκανε να ξεσπάσω σε γέλια, ουρλιαχτά ή κλοτσιές, αλλά με τη σιγουριά πως παιδιά, όχι, αυτό σίγουρα όχι, εγώ ποτέ και για κανένα λόγο δεν είχα κάνει παιδιά, όταν ανέβηκα πάνω και είδα όλον τον όροφο γεμάτο παιχνίδια πεταμένα ολόγυρα, κι ένα γαλάζιο δωμάτιο με δύο μικρά κρεβάτια, και στο γραφείο μου μια οικογενειακή φωτογραφία με τη γυναίκα, την κόρη, το γιο μου κι εμένα.
Αλλά και το γραφείο μου ήταν κι αυτό γεμάτο με οφθαλμιατρικά μηχανήματα, έγγραφα και αναφορές παντελώς ξένα σ’ εμένα, των οποίων την παρουσία δεν μπορούσα να εξηγήσω. Τίποτ’ απ’ όλα αυτά δεν μπορούσα να εξηγήσω και σωριάστηκα στην πολυθρόνα αποκαρδιωμένος, ώσπου, μετά από πολλή ώρα, η γροθιά μου χαλάρωσε κι άφησε να πέσει το μπερδεμένο μάτσο με τα χαρτιά που κρατούσε σφιχτά, οπότε μπόρεσα να διαβάσω την ιστορία που είχε γράψει για μένα η Μάριον Ο’Κόνορ, για τον μοναχικό χαρακτήρα που είχε φανταστεί οφθαλμίατρο, βυθισμένο στις έρευνές του, οικογενειάρχη, παρατημένο.