€12.40 €13.78
Στο καλαθι βιβλια«Αποφάσισα να τον πιστέψω, ξέροντας πως η ζημιά θα ’ταν ανεπανόρθωτη. Ο Ντανιέλ, σκυμμένος πάνω από το τραπεζάκι του μπαρ, έδινε τις λεπτομέρειες μιας υπόθεσης που διαγραφόταν ανησυχητική. Θυμάμαι τα λόγια του να πέφτουν αργά από το στόμα του, την κατάπληξη που προκαλούσαν, όχι μόνο επειδή αυτά που έλεγε είχαν να κάνουν με τον Μπόρχες, αλλά και επειδή δε θύμιζαν σε τίποτα τη συνήθη του μετριοπάθεια: ‘‘Ο Μπόρχες είναι επινόημα, είναι ένα συλλογικό δημιούργημα… ακόμα και η Κοδάμα αγνοούσε όλα αυτά τα χρόνια πως ο συγγραφέας Μπόρχες δεν ήταν παρά μια κατασκευή, βάσει ενός συμφώνου που παρέμεινε σε ισχύ ώς το θάνατό του.’’»
Πατώντας γερά σε μερικά από τα αρχετυπικά διηγήματα του Μπόρχες, ο επίσης Αργεντινός Γκαστόν Φιόρδα αποτολμά ένα μυθιστόρημα που ακροβατεί χαριέντως ανάμεσα στο φιλολογικό ψευδοδοκίμιο και στο μεταφυσικό θρίλερ. Αφετηρία του, η σκανδαλώδης εικασία ότι αυτή η μείζων προσωπικότητα που όλοι αναγνωρίζουμε ως έναν από τους μεγαλύτερους στοχαστές και πεζογράφους του 20ού αιώνα δεν ήταν παρά ένα κατα-σκεύασμα της ομάδας του περίφημου περιοδικού “Sur”, ένας ατάλαντος συγγραφίσκος που απλώς υπέγραφε τα διηγήματα και τα ποιήματα της ομάδας, με το όνομα Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Λεπτό χιούμορ, «αστυνομικές» ανατροπές και απίστευτο αφηγηματικό… θράσος!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΑΠΟΦAΣΙΣΑ ΝΑ ΤΟΝ ΠΙΣΤEΨΩ, ξέροντας πως η ζημιά θα ’ταν ανεπανόρθωτη. Ο Ντανιέλ, σκυμμένος πάνω από το τραπεζάκι του μπαρ, έδινε τις λεπτομέρειες μιας υπόθεσης που διαγραφόταν ανησυχητική. Θυμάμαι τα λόγια του να πέφτουν αργά από το στόμα του, την κατάπληξη που προκαλούσαν. όχι μόνο επειδή αυτά που έλεγε είχαν να κάνουν με τον Μπόρχες, αλλά και επειδή δε θύμιζαν σε τίποτα τη συνήθη του μετριοπάθεια.
«Ο Μπόρχες είναι επινόημα, είναι ένα συλλογικό δημιούργημα…» —η παρεμβολή της σερβιτόρας που ήρθε να ρωτήσει αν θέλαμε τίποτ’ άλλο, του χάλασε τη διάθεση— «…ακόμα και η Κοδάμα αγνοούσε όλα αυτά τα χρόνια πως ο συγγραφέας Μπόρχες δεν ήταν παρά μια κατασκευή, βάσει ενός συμφώνου που παρέμεινε σε ισχύ ώς το θάνατό του.»
Ο Ντανιέλ μάζεψε επιδεικτικά τα πράγματά του που ήταν σκορπισμένα στο τραπέζι, κι έφυγε, αφήνοντας να πλανάται μια σκιά αοριστίας.
Ζήτησα άλλον έναν καφέ, σαν κάποιον που ζητάει το λογαριασμό περιμένοντας μιαν απάντηση, κι έμεινα να κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρο τις συμμετρικές στέγες των μονοκατοικιών της Μπαλβανέρας.
Θεώρησα ότι είχε έρθει η ώρα να φύγω από το μπαρ και να γυρίσω σπίτι. αυτό δεν ήταν παρά ο πρόλογος μιας νύχτας, κι αυτή η νύχτα φάνηκε να κλείνει έναν κύκλο που πιστοποιούσε την ύπαρξη αυτού του βιβλίου με τις υποψίες. Μετά από λίγα τετράγωνα ένιωσα την ανάγκη να πιω μια μπίρα, που κατέληξα να την παραγγείλω σ’ ένα καπηλειό στριμωγμένο ανάμεσα στις οδούς Πασέο και Μορένο. Κάποιος, στην άλλη άκρη της αίθουσας, έγραφε κάτι στον τοίχο. δεν έδειχνε να φοβάται τον σερβιτόρο. Όταν τελείωσε, ζήτησε το λογαριασμό και έφυγε.
Παρακινημένος απ’ την περιέργεια (κάποια στιγμή θ’ αναφερθώ σ’ αυτήν), αποφάσισα να μετακινηθώ σ’ εκείνο το τραπέζι. Πάνω στον άσπρο σοβά ήταν κακογραμμένη η φράση: Μία είναι η λογοτεχνία, και μέσα σ’ έναν συγγραφέα είναι όλοι οι συγγραφείς. Θεώρησα —εσφαλμένα, ίσως— ότι τα λόγια του Ντανιέλ κι εκείνα τα ορνιθοσκαλίσματα συνδέονταν μεταξύ τους κι αποτελούσαν μέρος του ίδιου γρίφου.
Zήτησα άλλη μία μπίρα, αυτή τη φορά με μια-δυο τηγανίτες. Η τηλεόραση πίσω μου διέλυε την ησυχία, ενώ από τις τουαλέτες ερχόταν η έντονη αποφορά του κατρουλιού. Έσυρα τον δεξιό μου δείκτη πάνω στη φράση, που ήταν γραμμένη με μολύβι, και μπήκα με όλο μου το θράσος σ’ ένα μονοπάτι: Τι θα ήταν η ανυπαρξία χωρίς την ύπαρξη του Μπόρχες; Μια επιβεβαίωση, απάντησε ο νους μου, διαποτισμένος από μια ράθυμη διαύγεια.
Βγαίνοντας απ’ το μπαρ, ο αέρας μ’ έκανε να στραβοπατήσω, αλλά δεν έπεσα. Έφτασα σπίτι. Κι αποκοιμήθηκα ντυμένος, ψάχνοντας για ενδείξεις.
* * *
Εκείνο το Σάββατο, ξύπνησα αποφασισμένος να μην ανοίξω στον ήλιο που γλιστρούσε μέσα απ’ τις περσίδες. Η ζέστη ήταν αφόρητη. Σήκωσα τα μαλλιά που μου ’χαν πέσει στο μέτωπο, και με κόπο ανακάθισα στο κρεβάτι. Όταν συνήλθα, άγγιξα τη φουσκωμένη κοιλιά μου και κατάλαβα ότι όλο μου το σώμα ήταν μούσκεμα.
Μια γυναίκα με επισκεπτόταν μία φορά την εβδομάδα. Μου καθάριζε, μου χαμογελούσε κι ήταν μαζί μου.
Λέω «με επισκεπτόταν», γιατί δεν την πλήρωνα. η Ντέμπορα δεν ήθελε να με χρεώσει. Εκείνη η μέρα ήταν η μέρα της. Το περίεργο είναι ότι την περίμενα, αναπλάθοντας ένα χαρακτήρα που σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα τον εγκατέλειπα. κάτι ανάμεσα στον έξω κόσμο και στον μέσα μου.
Δίπλα μου, μια μισοτελειωμένη παρτίδα σκάκι. πάνω στο κομοδίνο, μια φωτογραφία ενός αρχαίου ελβετικού νομίσματος και ο δεύτερος τόμος του Δον Κιχώτη.
Mη έχοντας τι άλλο να κάνω, σκέφτηκα τον Ντανιέλ και τον παράξενο τρόπο με τον οποίο είχε ειρωνευτεί τον Μπόρχες. Και χωρίς να το πάρω είδηση επιδόθηκα σε εικασίες φτάνοντας μέχρι τον Ουόλς, σαν κάποιον που αρχίζει να μελετάει τον Μαρξ, με πρακτικό σεβασμό και μια φράση που τα συνόψιζε όλα: Τον τουφεκίσανε αλλά ζει ακόμα. Ο τουφεκισμένος ήταν ο Χουάν Κάρλος Λιβράγα, αυτός με την τρύπα στο μάγουλο και στο λαρύγγι. αυτός με το κονιορτοποιημένο σαγόνι και τα θλιμμένα μάτια όπου ακόμα αιωρείται μια σκιά θανάτου.
Έλεγα να κάνω μια επίσκεψη στην αδελφή μου το απόγευμα, όταν θα ’φευγε η Ντέμπορα. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε. ήταν, αν θυμάμαι καλά, στο Μοντεβιδέο, στην Πλατεία Ιντεπεντένσια, υπό τη σκέπη του μνημείου τού Αρτίγας. Τότε ήταν που μου είπε: Γυρίζω στη Μαδρίτη, δεν μπορώ να μείνω άλλο εδώ. Αγκαλιαστήκαμε πιστεύοντας πως δεν έμελλε να ξαναϊδωθούμε. Όμως, μετά από πέντε χρόνια επέστρεψε στο Μπουένος Άιρες. κι εκείνο το απόγευμα θα μου εξηγούσε γιατί.
Πρώτα ένας καβγάς απ’ το δρόμο. μετά, το τηλέφωνο: η Ντέμπορα, για να μου πει πως δε θα ’ρχόταν. Έκλεισε χωρίς να περιμένει την απάντησή μου. Δεν έχω ιδέα γιατί ύψωσα τη φωνή μου, γιατί συνέχισα να μιλάω χωρίς να συνειδητοποιήσω τη γελοιότητά μου.
Tρόμαξα να ηρεμήσω. Βοήθησε η απόφασή μου να κάνω ντους. Και να λουστώ. Τέλος, άναψα τον υπολογιστή. μια φράση της Μαρίας Κοδάμα, στη νεκρώσιμη ακολουθία του Μπόρχες, μ’ έκανε να στηθώ στην καρέκλα, σαν να ’ταν έναυσμα να πιάσω δουλειά: Θυμάμαι, και εξακολουθώ να εκπλήσσομαι γι’ αυτό, πόσο ρόδινα ήταν ακόμα τα μάγουλά του. μα και τη γαλήνη που τον έκανε, έστω και νεκρό, να φαίνεται σαν να ’χε βυθιστεί σε ύπνο βαθύ.
Καμία νύξη για τα σημάδια του καρκίνου. Ούτε για εκείνη την αδυναμία που τον είχε καταλάβει ανάμεσα στα τέλη του 1985 και στον Ιούνιο του 1986. Είναι βέβαιο ότι η Κοδάμα ήθελε ν’ αποδώσει την αρχοντιά ενός ανθρώπου που μοναδικό του αίτημα ήταν η αξιοπρέπεια, ακόμα και στη μοναξιά της τελευταίας του νύχτας, στο διαμέρισμα της Γκραντ Ρυ 28, στη Γενεύη.
Ξανάπιασα την αναζήτηση στο διαδίκτυο, ώσπου έπεσα στη φωνή του συγγραφέα, να επισημαίνει το λάθος της εγγραφής του στο Ληξιαρχείο: Ο πατέρας μου με είχε δηλώσει ως Χόρχε Φρανσίσκο Ισιδόρο Μπόρχες. Μόλις το 1939, με αφορμή το θάνατο του πατέρα μου, διαπίστωσα το λάθος και έσπευσα να προβώ στις απαραίτητες ενέργειες για να διορθώσω αυτό το παρόραμα που με είχε εντυπωσιάσει με το πυκνό του μυστήριο.1
Δεν έχανα ποτέ ευκαιρία ν’ αναφερθώ στην ιεροτελεστικότητα της λογοτεχνίας του, τον τρόπο με τον οποίο επικαλούνταν τη λήθη ως ευφημισμό της πραγματικότητας. Και αν επρόκειτο για μυθοπλασία —ένας προσεκτικός τρόπος ν’ αποκαλέσεις την προδοσία—, δεν είχε και πολλή σημασία. Μπορεί κανείς ν’ αμφισβητήσει ότι η τέχνη της γραφής υποθάλπει μιαν απάτη; Υπ’ αυτήν την έννοια, αποδέχθηκα την αοριστία της θεωρίας του Ντανιέλ, καθώς και της φράσης του γέρου στο καπηλειό. Αργότερα μου φάνηκαν παράλογα, τόσο η ιστορία όσο και το ενδιαφέρον μου. μ’ άλλα λόγια, το οντολογικό παράδοξο και ενδεχομένως ανυπόστατο ότι κάτι, κάποιος, είναι δυνατόν να συνυπάρχει με το αδύνατόν του να υπάρχει.
Κάθισα πιο βαθιά στην καρέκλα και ξαναδιάβασα κάποιους στίχους από τον Πυρετό του Μπουένος Άιρες.
* * *
Στον καύσωνα της μέρας ήρθαν να προστεθούν κάποιες υποχρεώσεις. Εκκρεμούσε, πολλές μέρες, η αγορά μιας δερματικής κρέμας και ενός μπλίστερ ιτρακοναζόλης για τη μόλυνση στο κεφάλι μου. το θέμα είχε και μαθηματικές διαστάσεις, αφού κάθε τρεις μέρες μάτωνε και γέμιζε πύον.
Πήγα στο φαρμακείο γωνία Αλσίνα και Έντρε Ρίος όπου μου έκαναν πάντα έκπτωση, και μετά στο σούπερ μάρκετ για τρία πράγματα: ψωμί, μάτε και ζάχαρη. Και στο διάδρομο με τα γλυκίσματα, τύχη αγαθή, έπεσα πάνω στον γέρο του καπηλειού. Σφύριζε αδιάφορα κάτι που θύμιζε ένα δακρύβρεχτο τάνγκο, και απόλυτα προσηλωμένος δοκίμαζε κάποια χορευτικά βήματα κάτω απ’ τις κρυφές ματιές του προσωπικού.
Πήγα να τον πιάσω από τον ώμο, αλλά κάτι μπήκε ανάμεσά μας (μια φωνή, μια πτώση, ένας καβγάς), και με το που ξαναγύρισα να δω, ο γέρος είχε φύγει.
Μόλις μπήκα σπίτι, χτύπησε το κινητό μου. Ήταν η Σοφία, η αδελφή μου: καλύτερα να βρισκόμασταν το βραδάκι, γιατί το απόγευμα είχε μια δουλειά. Εγώ επέμεινα στο αρχικό πρόγραμμα. Εκείνη παρέμεινε αμετάπειστη, με μιαν αυταρχικότητα που δεν τόλμησα ν’ αψηφήσω.
Υπό τις αναγκαστικές περιστάσεις, αφοσιώθηκα στις διορθώσεις του μυθιστορήματος Εν ονόματι του Θεού, ένα κείμενο που δεν έλεγα να το τελειώσω, με ξεδιάντροπες προθέσεις λογοτεχνικών νεωτερισμών, ο κεντρικός χαρακτήρας του οποίου, Λούκα Μόρις, ένας νεαρός μόλις δεκαεπτά ετών, σκοτώνει τη μητέρα του κι ένα παιδί, δήθεν υπό το κράτος μιας μυστικιστικής υστερίας.
Μετά από λίγες ώρες, εγκατέλειψα. Μα κι αυτό αποτελούσε μέρος του μυθιστορήματός μου: η εγκατάλειψη. όχι πια του Εν ονόματι του Θεού, μα ενός άλλου, πιο παράτολμου, με θέμα τις διαστροφές ενός παρελθόντος που επιχειρούσε να το ανασυνθέσει με ρητορικά αξιώματα, σαν την αναδρομική ανάλυση μιας ζωής, και που θα μπορούσε να έχει μια κατάληξη ανάλογη με αυτήν του Μπόρχες: Τη μέρα που θα πάρουν είδηση ότι είμαι απατεώνας, όταν θα διαβάσουν τις λίγες πραγματικές σελίδες που έχω γράψει, θα καταλάβουν τι σφάλμα έκαναν και θα με διώξουν κακήν-κακώς από παντού.