€9.54 €10.60
Στο καλαθι βιβλια«Που λέτε, ονειρεύομαι τρένα. Τρένα που εκτροχιάζονται. Πριν πέσουν, τραμπαλίζονται. Σπάνε τις ράγες. Βγάζουν σπίθες. Και μετά έρχεται εκείνος ο ήχος πριν απ' το οριστικό σταμάτημα, ο στριγκός. Που σε πονάει στα δόντια. Που σ’ ανατριχιάζει. Όπως η φαλτσέτα όταν περνάει απ' τη ζώνη του λαιμού, και το κεφάλι αναριγεί, οι ώμοι αναριγούν, και δεν έχει σημασία αν είναι ο Μπίτσο Σόουσα ή ο γερο-Μπέρμαν, οι ώμοι τραντάζονται σαν τα βαγόνια ενός τρένου που εκτροχιάζεται. Μετά μένει στο σβέρκο μια κάψα. Και το γαργάλημα της βούρτσας με το ταλκ γύρω απ’ το λαιμό. Και μια αδιατάραχτη γαλήνη.»
Το εργοστάσιο της Glaxo στην επαρχία του Μπουένος Άιρες. Ο οικισμός που γίνεται χωριό και παίρνει τα’ όνομά του από την πολυεθνική. Τρεις φίλοι που ανδρώνονται μαζί του. Η ωραία γυναίκα που δεσπόζει στα όνειρά τους. Το πάθος που εκτροχιάζεται σε φόνο. Το τελευταίο τρένο που έρχεται διαρκώς απ’ το Γκαν Χιλ με την έγχρωμη εκδίκηση του Κερκ Ντάγκλας και τη σκοτεινή προδοσία μιας φιλίας.
Ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, που έρχεται να εμπλουτίσει την ήδη εντυπωσιακή νεότατη λογοτεχνική παραγωγή της Λατινικής Αμερικής.
ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΤΑ ΤΡΕΝΑ σταματάνε να περνούν. Μετά καταφθάνει ένα συνεργείο. Έξι-επτά άνδρες κατεβαίνουν από ένα καμιόνι. Φοράνε κίτρινα κράνη. Αρχίζουν να ξηλώνουν τις ράγες. Εγώ τους κοιτάζω από δω. Τους κοιτάζω να δουλεύουν. Δουλεύουν ώς τις έξι. Φεύγουν πριν σχολάσουν οι εργάτες της Glaxo. Φωτιές ανάβουν μέσα σε βαρέλια, σηματοδότες για να εκτρέψουν την κυκλοφορία. Όταν εκείνοι φεύγουν, εγώ κλείνω το κουρείο.
ΑΡΧΙΖΩ ΤΌΤΕ ΝΑ ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ τρένα. Τρένα που εκτροχιάζονται. Πριν πέσουν, τραμπαλίζονται. Σπάνε τις ράγες. Βγάζουν σπίθες. Και μετά έρχεται εκείνος ο ήχος πριν απ’ το οριστικό σταμάτημα, ο στριγκός. Που σε πονάει στα δόντια. Που σ’ ανατριχιάζει. Όπως η φαλτσέτα όταν περνάει απ’ τη ζώνη του λαιμού, και το κεφάλι αναριγεί, οι ώμοι αναριγούν, και δεν έχει σημασία αν είναι ο Μπίτσο Σόουσα ή ο γερο-Μπέρμαν, οι ώμοι τραντάζονται σαν τα βαγόνια ενός τρένου που εκτροχιάζεται. Μετά μένει στο σβέρκο κάτι σαν κάψα. Και το γαργάλημα της βούρτσας με το ταλκ γύρω απ’ το λαιμό. Και μια αδιατάραχτη γαλήνη.
ΣΉΜΕΡΑ ΕΊΝΑΙ ΕΝΑ ΖΕΣΤΌ σαββατόβραδο. Γι’ αυτό και οι εργάτες απέναντι δε δουλεύουν. Μα τα μεγάλα καπνισμένα βαρέλια καίνε μια φωτιά που τη μέρα λες πως δεν υπάρχει. Πίνουμε μάτε με τον πατέρα μου. Το δημοτικό ασθενοφόρο στρίβει με ταχύτητα στη γωνία του κρεοπωλείου των Σόουσα και σταματάει μπροστά στο σπίτι των Μπάριος. Κοιτάζω, με το μάτε στο χέρι, πίσω από την πόρτα. Κατεβαίνουν δύο τραυματιοφορείς. Ο ένας μπαίνει στο σπίτι και τον υποδέχεται η μητέρα του Μιγκελίτο. Ο άλλος κατεβάζει το φορείο και μπαίνει σπρώχνοντάς το. Ο πατέρας μου, χωμένος σε μια γωνιά, πετσί και κόκαλο, γερασμένος κι απόμακρος, μου πετάει: Τέλειωνε με το μάτε. Λίγα λεπτά αργότερα, οι τραυματιοφορείς βγαίνουν σηκώνοντας το φορείο. Η μητέρα του Μιγκελίτο ξεσπάει σε λυγμούς. Την κρατάει αγκαλιά ο Χουάν Μογιάνο. Και τώρα ο Μιγκελίτο Μπάριος ταξιδεύει γι’ άλλη μία φορά, με το ασθενοφόρο, για το νοσοκομείο.
ΑΥΤΉ ΕΙΝΑΙ Η ΔΕΎΤΕΡΗ ΦΟΡΑ που βρέχει από τότε που το συνεργείο δουλεύει ξηλώνοντας τις ράγες. Τώρα, λένε, το τρένο παίρνει άλλη διακλάδωση από τη Γοροστιάγα και περνάει απ’ το σταθμό του νότου, απ’ όπου κάποτε περνούσαν τα εμπορικά τρένα που έρχονταν από την πάμπα. Γεμάτα στάρι. Ατελείωτα. Είναι η δεύτερη φορά που βρέχει από τότε που το συνεργείο δουλεύει, ξηλώνοντας τις ράγες. Τα καμιόνια του δήμου χώνονται στη λάσπη για να τα φορτώσουν με τραβέρσες . και μετά βγαίνουν, αφήνουν τεράστια χνάρια που, όταν στεγνώνουν, τα παιδιά τα ποδοπατούν σαν να ’ταν τοίχοι από ερειπωμένα ράντσα. Όμως το πρόβλημα είναι ότι αυτή η λασπουριά απλώνεται παντού. Aυτός ο νερουλός πολτός κολλάει σ’ όλα τα πράγματα: στα παπούτσια των γυναικών, στα ποδήλατα των εργατών της Glaxo, στις μπότες των ανδρών που μπαίνουν στο κουρείο, που βρομίζουν το πάτωμα —όσες εφημερίδες και να βάλεις για να γλιτώσεις την καταστροφή—, που σέρνουν τις σόλες τους ώς το υποπόδιο της κεντρικής πολυθρόνας, της ανακλινόμενης.