€17.17 €19.08
Στο καλαθι βιβλια«Τον παρατηρώ τυλιγμένο στο σάβανο της νύχτας, μιας νύχτας τόσο μελανής που μοιάζει μ' εκείνη που μας καταπίνει όταν βγαίνουμε στον ωκεανό. Πρέπει να νιώθει το βλέμμα μου γιατί, χωρίς να ξυπνήσει, απλώνει το χέρι του, με τραβάει κοντά του και πλάθω το σώμα μου στο σχήμα του δικού του, τον φιλάω ώσπου να με φιλήσει κι εκείνος, και ξαναμαθαίνω το μάθημα που μ’ έχει διδάξει κάθε κοινή μας νύχτα: ότι θα βρω στο σώμα του —κι όχι στις λέξεις του— τις απαντήσεις σε όλα μου τα ερωτήματα.»
«Από τις πολυτάραχες ‘‘καραϊβικές’’ κοινότητες της Φλόριντα και του Μαϊάμι, ώς την Αβάνα της Κούβας και την Καρθαγένη της Κολομβίας, η Πατρίσια Ένχελ συνθέτει μια καθηλωτική παναμερικανική ιστορία των τσακισμένων ανθρώπων που έχουν έρθει αντιμέτωποι με τις πιο ανελέητες μορφές απώλειας και στέρησης, ανθρώπων που αναζητούν (και καμιά φορά βρίσκουν) τη λύτρωση μέσα στην αγνότητα του φυσικού κόσμου και την (δυσεύρετη) ανθρώπινη συντροφικότητα.
Στις Φλέβες του ωκεανού, η Πατρίσια Ένχελ δημιουργεί ένα υπόδειγμα μυθιστορήματος, με πλούσια αφήγηση, γεμάτη με την ηχώ και τους κυματισμούς των παρελθόντων γεγονότων —που καθορίζουν το παρόν— και την εξερεύνηση του μπερδεμένου ιστού της οικογενειακής ευθύνης για όλα τα ‘‘επακόλουθα’’ των ανθρωπίνων πράξεων.»
Lucy Sholes, The New York Times
ΟΤΑΝ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕ πως η γυναίκα του τον απατούσε, ο Έκτορ Καστίγιο μπήκε με το γιο του στο αυτοκίνητο, λέγοντάς του ότι θα πήγαιναν για ψάρεμα. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, μα κάτι τέτοιο δεν ήταν διόλου ασυνήθιστο. Η αιωρούμενη πάνω από τον Βισκαϊκό Κόλπο γέφυρα Ρίκενμπάκερ μυρμήγκιαζε από νυχτόβιους ψαράδες που έγερναν στα κάγκελα κι έπιαναν το κουτσομπολιό πάνω από μπίρες και καλάμια του ψαρέματος, καθυστερώντας όσο μπορούσαν τη στιγμή που θα γύριζαν στο σπίτι και στις γυναίκες τους. Μόνο που ο Έκτορ δεν είχε φέρει σύνεργα μαζί του. Πήρε από το χέρι τον γιο του, τον Καρλίτο, που μόλις είχε κλείσει τα τρία του χρόνια, τον οδήγησε στο τσιμεντένιο παραπέτο και τον σήκωσε ψηλά κρατώντας τον από τη μέση. Το αγοράκι χαμογέλασε κι άπλωσε τα χεράκια του σαν πουλί, φωνάζοντας στον μπαμπά του ότι πετούσε, πετούσε, κι ο Έκτορ είπε, «Sí, Carlito, tienes alas, έχεις φτερά.»
Ύστερα, ο Έκτορ σήκωσε τον μικρούλη Καρλίτο ακόμη πιο ψηλά, τον στριφογύρισε στο κενό και το αγόρι χαχάνισε, κλοτσώντας με τα ποδαράκια του τον αέρα, φωνάζοντας στον πατέρα του, «Πιο ψηλά, μπαμπά! Πιο ψηλά!» Και τότε, ο Έκτορ έκανε ένα βήμα πίσω, ύψωσε το παιδί με όλη του τη δύναμη προς τον ουρανό, του είπε ότι τον αγαπά, και πέταξε τον γιο του πάνω από το κιγκλίδωμα στη θάλασσα.
Κανείς δεν μπορούσε να το πιστέψει. Οι νυχτερινοί ψαράδες νόμισαν πως ήταν οφθαλμαπάτη, όμως ένας εξηντάχρονος μαριελίτο δεν δίστασε κι όρμησε στο κατόπι του παιδιού πηδώντας με τα πόδια στα κατάμαυρα νερά του κόλπου, ενώ οι άλλοι ψαράδες περικύκλωναν τον Έκτορ για να μην προλάβει να ξεφύγει. Ήρθε η αστυνομία, κι όταν πια όλα είχαν ειπωθεί κι όλα είχαν γίνει, διαπιστώθηκε πως ο μικρός Καρλίτο είχε σπάσει μονάχα την κλείδα του. Όσο για τον Σιέλος Σότο, τον ψαρά που τον έσωσε, αυτός εμφάνισε μια μόνιμη κύρτωση στην πλάτη, που ώς τον θάνατό του, δέκα χρόνια αργότερα, τον έκανε να μοιάζει με πελώριο αγκίστρι όταν περπατούσε.
Όλοι περίμεναν ότι ο Έκτορ Καστίγιο θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή του στη φυλακή —ξέρετε δα πώς πάνε αυτά τα πράγματα— όμως εκείνος αυτοκτόνησε αμέσως μετά την καταδίκη του. Δεν πραγματοποίησε τη μόνιμη απειλή του να κρεμαστεί από το κυπαρίσσι της μπροστινής αυλής, όπως δηλαδή είχε επιλέξει να αποχωρήσει από τούτη τη ζωή ο δικός του πατέρας. Όχι. Ο Έκτορ χρησιμοποίησε ένα ξυράφι αγορασμένο από έναν άλλο ισοβίτη σε μια γειτονική πτέρυγα, κι όταν τον βρήκαν, το πάτωμα του κελιού του είχε ήδη πλημμυρίσει στο αίμα. Όμως, ο Καρλίτο κι εγώ δεν το μάθαμε παρά πολύ αργότερα.
Μιας και ο Καρλίτο δεν θυμόταν καθόλου τη συμφορά, η Μάμι μάς μπούκωσε με το παραμύθι ότι ο πατέρας μας είχε σκοτωθεί στο Βιετνάμ — ιστορία απίθανη, αφού ο Καρλίτο κι εγώ είχαμε γεννηθεί πολλά χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου του Βιετνάμ, στην παλιά μας πατρίδα, την Κολομβία. Καθώς όμως δεν είχαμε ακόμη διδαχτεί αριθμητική και ιστορία, η Μάμι ήταν σίγουρη ότι θα χάβαμε το παραμύθι της, έστω κι αν ο Έκτορ ήταν εκ γενετής cojo κι έσερνε το πόδι του, άρα δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει δεκτός σε οποιονδήποτε στρατό.
Εδώ που τα λέμε, η μόνη επίπτωση εκείνου του συμβάντος ήταν ότι ο Καρλίτο, μεγαλώνοντας, φοβόταν τόσο πολύ το νερό, ώστε η Μάμι κατάφερνε, αν ήταν τυχερή, να τον βάζει στη μπανιέρα μονάχα μία φορά την εβδομάδα. Έτσι εξηγείται γιατί ο Καρλίτο είχε τη φήμη του πιο δύσοσμου παιδιού στη γειτονιά, και μερικοί μάλιστα λένε ότι αυτός ήταν ο λόγος που εξελίχθηκε σε τέτοιο ατίθασο πλάσμα.
Χρόνια αργότερα, όταν ο αδελφός μου έγινε δεκατεσσάρων ετών, ο Θείος Χάιμε αποφάσισε πως είχε έρθει η ώρα να μεθύσει για πρώτη φορά ο Καρλίτο, όμως αυτός που μέθυσε ήταν ο Χάιμε, κι εκεί που κάθονταν στο πτυσσόμενο τραπέζι για τα χαρτιά στην πίσω βεράντα μας, στράφηκε προς τον Καρλίτο και είπε: «Γιόκα μου, είναι καιρός να μάθεις την αλήθεια. Ο πατέρας σου σε πέταξε απ’ τη γέφυρα όταν ήσουν τριών.»
Και δεν σταμάτησε εκεί: είπε ότι ο Έκτορ δεν θα έχανε τα λογικά του αν η Μάμι δεν ήτανε τέτοια puta, αλλά πριν καλά καλά το καταλάβει, ο Καρλίτο είχε πατήσει τον θείο μας στο πάτωμα και του έσπαγε το μπουκάλι της μπίρας στο μέτωπο.
Πήγαινε γυρεύοντας, θαρρώ.
H Μάμι δεν είχε άλλη επιλογή παρά να πει στον Καρλίτο και σ’ εμένα, το ίδιο βράδυ, την πραγματική ιστορία.
Κατά έναν περίεργο τρόπο, ανέκαθεν ήξερα πως κάτι τέτοιο είχε συμβεί. Μονάχα έτσι μπορούσα να εξηγήσω γιατί ο μεγαλύτερος αδελφός μου απολάμβανε μια τόσο ειδική μεταχείριση όλη του η ζωή — οι πάντες φοβούνταν να τον υποχρεώσουν να πάει στο σχολείο, να απαιτήσουν να μελετάει, να συμπεριφέρεται καλύτερα, να σταματήσει να με βασανίζει.
El pobrecito τον φώναζαν όλοι, και πάντα αναρωτιόμουν γιατί.
Ήμουν δύο χρόνια μικρότερη και κανείς —και εννοώ nadie— δεν μου έδινε σημασία. Γι’ αυτό και όταν η μητέρα μας μας αφηγήθηκε ότι ο πατέρας μας είχε προσπαθήσει να σκοτώσει τον γιο του λες κι είχαμε βγει από τις σελίδες της Βίβλου, εν μέρει ευχήθηκα ο πάπι μας να είχε πετάξει εμένα πάνω απ’ τη γέφυρα.