€19.08 €21.20
Στο καλαθι βιβλια«Ο Ζισκάρ, επιτέλους, κάθεται και, απευθυνόμενος στον Μπαγιάρ, λέει: «Κύριε επιθεωρητά, τη μέρα που έγινε το δυστύχημα, ο κ. Μπαρτ είχε στην κατοχή του ένα έγγραφο, το οποίο εκλάπη. Θέλω να βρείτε το εν λόγω έγγραφο. Είναι θέμα εθνικής ασφάλειας».
Ο Μπαγιάρ τον ρωτάει: «Τι ακριβώς είναι αυτό το έγγραφο, κύριε Πρόεδρε;».
Ο Ζισκάρ σκύβει μπροστά και, με τα δυο του χέρια πάνω στο γραφείο, λέει με σοβαρό ύφος: «Πρόκειται για άκρως σημαντικό έγγραφο, που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια της χώρας. Αν χρησιμοποιηθεί άκριτα, μπορεί να προκαλέσει ανυπολόγιστες ζημιές και να υπονομεύσει τα θεμέλια της ίδιας της δημοκρατίας. Δυστυχώς, δεν μπορώ να σας πω τίποτα παραπάνω. Πρέπει να δράσετε πολύ διακριτικά. Θα έχετε όμως πλήρη ελευθερία κινήσεων».
* * *
Ο Ζακ Μπαγιάρ, ένας αστυνομικός επιθεωρητής που έχει πολεμήσει στην Αλγερία και απεχθάνεται τους μακρυμάλληδες των πανεπιστημίων, επιφορ-τίζεται με τη διαλεύκανση μιας υπόθεσης που αφορά τον ύποπτο θάνατο ενός κάποιου Ρολάν Μπαρτ, καθηγητή σημειολογίας στο ανώτατο πανεπιστημιακό ίδρυμα Collège de France. Ο Μπαγιάρ βουτά στη θάλασσα των κύκλων της διανόησης του '80, αλλά πολύ γρήγορα καταλαβαίνει ότι δεν κατέχει τον κώδικα επικοινωνίας. Έτσι, πειθαναγκάζει έναν νεαρό καθηγητή πανεπιστημίου με ειδίκευση στη σημειολογία να του χρησιμεύσει ως διερμηνέας της ακατάληπτης γλώσσας την οποία χρησι-μοποιεί αυτή η ιδιαίτερη πανίδα που συνθέτει την «French Theory».
Αυτή είναι η αρχή ενός αστυνομικού μυθιστορήματος όπου μπερδεύονται ο θάνατος του Ρολάν Μπαρτ, μια ομπρέλα από τη Βουλγαρία, η επίθεση στο σταθμό της Μπολόνιας, το ντιμπέιτ μεταξύ Βαλερί Ζισκάρ ντ' Εστέν και Φρανσουά Μιτερά της 5ης Μαΐου 1981, δύο μυστηριώδεις Γιαπωνέζοι, ένα συνέδριο με οπαδούς και αντιπάλους της «French Theory», ένα κλειστό κύκλωμα ρητορείας με το νεφελώδες όνομα Logos Club και μια βεντάλια αστυνομικών και μαφιόζων κάθε πηγής και προέλευσης.
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
Παρίσι
1
Η ΖΩΗ ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΜΥΘΙΣΤΌΡΗΜΑ ή, τουλάχιστον, έτσι θέλετε να πιστεύετε. Ο Ρολάν Μπαρτ περπατάει στην ανηφοριά της οδού Μπιέβρ. Ο μεγαλύτερος κριτικός του 20ού αιώνα έχει κάθε λόγο να είναι εξαιρετικά αγχωμένος. Η μητέρα του, με την οποία ο δεσμός του ήταν άκρως προυστικός, έχει πεθάνει. Και η σειρά μαθημάτων του στο Collège de France με τίτλο «Η προετοιμασία του μυθιστορήματος» έχει καταλήξει σε αποτυχία, πράγμα που δύσκολα μπορεί να αρνηθεί: μιλούσε όλη τη χρονιά στους φοιτητές του για τα γιαπωνέζικα χαϊκού, για τη φωτογραφία, για σημαίνοντα και σημαινόμενα, για τα πασκάλια ντιβερτιμέντι,1 για τα γκαρσόνια στα καφέ, για νυχτικά ή για τις θέσεις στο αμφιθέατρο του πανεπιστημίου — μίλησε για όλα, μα για το μυθιστόρημα δεν μίλησε. Κι αυτό κρατάει τρία χρόνια τώρα. Γνωρίζει βεβαίως πως τα μαθήματα είναι ένα πρόσχημα για να αναβάλει τη στιγμή που θ’ αρχίσει το κυρίως ειπείν λογοτεχνικό του έργο, δηλαδή ένα έργο που θα δικαιώσει τον υπερευαίσθητο συγγραφέα που κρύβει μέσα του και που, όπως όλοι συμφωνούν, άρχισε να κυοφορείται στα Αποσπάσματα ενός ερωτικού λόγου, το οποίο ήδη έχει γίνει η Βίβλος των εικοσιπεντάρηδων. Μετά τον Σεντ-Μπεβ και τον Προυστ ήρθε πια ο καιρός και γι’ αυτόν να ωριμάσει και να πάρει τη θέση που του αξίζει στο πάνθεον των μεγάλων συγγραφέων. Η μαμά δεν ζει πια, και ο κύκλος που άνοιξε με τον Βαθμό μηδέν της γραφής έχει κλείσει. Η ώρα έφτασε.
Πολιτική καριέρα,ε; Χμμμ… γιατί όχι, θα δούμε… Από τότε που έκανε εκείνο το ταξίδι στην Κίνα, δεν μπορείς να τον πεις και φανατικό μαοϊκό. Όμως, στο κάτω κάτω, δεν είναι αυτό που περιμένουν από κείνον.
Σατοβριάνδος, Λα Ροσφουκό, Μπρεχτ, Ρακίνας, Ρομπ-Γκριγιέ, Μισελέ, η Μαμά. Ο έρωτας για ένα αγόρι.
Αναρωτιέμαι αν η περιοχή ήταν ήδη γεμάτη καταστήματα της Vieux Campeur.1
Σ’ ένα τέταρτο θα ’ναι νεκρός.
Είμαι βέβαιος ότι το φαΐ στην οδό Μπλαν-Μαντό ήταν καλό. Σε σπίτια σαν αυτό τρώνε καλά, φαντάζομαι. Στις Μυθολογίες ο Ρολάν Μπαρτ αποκωδικοποιεί τους σύγχρονους μύθους που καλλιέργησε η αστική τάξη για να ευλογήσει τα γένια της, κι είναι το βιβλίο αυτό που τον έκανε διάσημο. Άρα, κατά μία έννοια, η αστική τάξη ήταν το τυχερό του άστρο. Μόνο που στο βιβλίο μιλάει για τους μικροαστούς. Οι μεγαλοαστοί που θέτουν τον εαυτό τους στην υπηρεσία του λαού είναι μια ειδική περίπτωση που χρήζει περαιτέρω αναλύσεως — μήπως να γράψει ένα σχετικό άρθρο; Απόψε ίσως;… Γιατί όχι τώρα αμέσως; Όχι, όχι, πρέπει πρώτα να κοιτάξει τις σημειώσεις του για ν’ αποφασίσει ποιες θα κρατήσει.
Ο Ρολάν Μπαρτ αρχίζει να περπατάει πιο γρήγορα χωρίς να παρατηρεί γύρω του, αυτός, ένας γεννημένος παρατηρητής, που η δουλειά του είναι να παρατηρεί και να αναλύει, που έχει περάσει όλη τη ζωή του κυνηγώντας τα σημεία. Δεν βλέπει ούτε τα δέντρα ούτε τα πεζοδρόμια ούτε τις βιτρίνες ούτε τα αυτοκίνητα στο μπουλβάρ Σεν-Ζερμέν, που το ξέρει απ’ έξω κι ανακατωτά. Δεν είναι πια στην Ιαπωνία. Δεν νιώθει το τσουχτερό κρύο. Ίσα που ακούει το βουητό του δρόμου. Είναι λίγο σαν την αλληγορία του Σπηλαίου από την ανάποδη: ο κόσμος των ιδεών στον οποίο είναι κλεισμένος συσκοτίζει την αντίληψή του για τον αισθητό κόσμο. Γύρω του βλέπει μόνο σκιές.
Οι λόγοι που μόλις ανέφερα για να εξηγήσω γιατί ο Ρολάν Μπαρτ ήταν σκεφτικός είναι αυτοί που μας παραδίδει η Ιστορία, μα εγώ θα σας περιγράψω τα πραγματικά γεγονότα. Εκείνη τη μέρα έχει το μυαλό του αλλού, όχι μόνο γιατί είχε πεθάνει η μάνα του ή γιατί δεν ήταν ικανός να γράψει ένα μυθιστόρημα, ούτε καν επειδή μεγάλωνε —κατά τη γνώμη του, κατά τρόπο μη αναστρέψιμο— η αδιαφορία των αγοριών. Δεν λέω πως δεν τα σκεφτόταν αυτά, δεν αμφιβάλλω διόλου ότι ήταν όλο εμμονές και νευρώσεις. Σήμερα όμως το θέμα είναι αλλού. Στο άδειο βλέμμα τού βυθισμένου στις σκέψεις του άντρα, ο προσεκτικός διαβάτης θα ανακάλυπτε κάτι που ο Μπαρτ πίστευε πως δεν θα το βίωνε ποτέ ξανά: την έξαψη. Δεν είναι μόνο η μητέρα του, τα αγόρια ή το ανύπαρκτο μυθιστόρημά του. Είναι και η libidosciendi, η δίψα της γνώσης, και μαζί με αυτήν, επανενεργοποιημένος, ο αλαζονικός στόχος να προκαλέσει επανάσταση στην ανθρώπινη γνώση και, ενδεχομένως, ν’ αλλάξει τον κόσμο. Ίσως ο Μπαρτ, τη στιγμή που διασχίζει την οδό ντε-ζ-Εκόλ, να νιώθει σαν τον Αϊνστάιν τη στιγμή που συλλάμβανε τη θεωρία του… Το βέβαιο πάντως είναι πως ο Μπαρτ εκείνη τη στιγμή δεν είναι καθόλου προσεκτικός. Μένουν λίγα μέτρα μέχρι να φτάσει στο γραφείο του, κι ένα φορτηγάκι που περνάει τον χτυπάει. Ακούγεται ο χαρακτηριστικός, φριχτός, ξερός ήχος της βίαιης επαφής της σάρκας με τη λαμαρίνα, και το κορμί του κυλάει στην άσφαλτο σαν άψυχη κούκλα. Οι περαστικοί κρατάνε την ανάσα τους. Το απόγευμα της 25ης Φεβρουαρίου 1980 δεν μπορούν να γνωρίζουν τη σημασία αυτού που συνέβη μπρος στα μάτια τους — και δικαίως, αφού ακόμη και σήμερα ο κόσμος την αγνοεί.
2
Η σημειολογία είναι μυστήριο πράγμα. Κι ο πρώτος που το ψυχανεμίστηκε είναι ο Φερντινάν ντε Σωσσύρ, ο ιδρυτής της γλωσσολογίας. Στα Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας μάς προτείνει «να τη συλλάβουμε ως την επιστήμη που μελετά τη ζωή των σημείων στο πλαίσιο της κοινωνικής ζωής.» Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Και θέλοντας να δείξει το δρόμο σε όποιον θα επιθυμούσε να αναλάβει το επαχθές αυτό καθήκον, συμπληρώνει: «Ως κλάδος της κοινωνικής ψυχολογίας, είναι τμήμα της γενικής ψυχολογίας. εμείς θα την ονομάσουμε σημειολογία (από την ελληνική λέξη σημείον, «σημάδι»). Διδάσκει την πραγματική φύση των σημείων, τους νόμους που τα διέπουν. Κι αφού δεν υφίσταται ακόμη, δεν μπορούμε να προβλέψουμε πώς θα εξελιχθεί. ωστόσο πρέπει να υπάρξει μια τέτοια επιστήμη, το μέλλον είναι προδιαγεγραμμένο. Η γλωσσολογία είναι απλώς ένα κομμάτι αυτής της παν-επιστήμης, οι νόμοι που θα ανακαλύψει η σημειολογία θα ισχύουν και στη γλωσσολογία, κι έτσι η τελευταία θα ασχοληθεί με μια σαφώς καθορισμένη περιοχή από το σύνολο του ανθρώπινου φαινομένου». Θα ’θελα να ξανάκουγα τον Φαμπρίς Λουκινί1 να μας διαβάζει το συγκεκριμένο απόσπασμα τονίζοντας τις λέξεις όπως μόνο αυτός ξέρει να κάνει, για να συλλάβουν όλοι, αν όχι το νόημα του κειμένου, τουλάχιστον την ομορφιά του. Αυτή η ευφυής σύλληψη, που οι σύγχρονοί του (το μάθημα δόθηκε το 1906) αδυνατούσαν να κατανοήσουν, έναν αιώνα αργότερα δεν έχει χάσει τίποτε από τη δύναμη ή τη σκοτεινότητά της. Έκτοτε, πολλοί σημειολόγοι προσπάθησαν να δώσουν πιο σαφείς και λεπτομερείς ορισμούς, μα έπεσαν σε αντιφάσεις (πολλές φορές μάλιστα χωρίς να το αντιλαμβάνονται οι ίδιοι), θόλωσαν τα νερά και, τελικά, το μόνο που κατάφεραν ήταν να εμπλουτίσουν (κι αυτό υπό συζήτηση) τον κατάλογο των σημειακών συστημάτων που δεν ανήκουν στην επικράτεια της γλώσσας: ο κώδικας οδικής κυκλοφορίας, ο διεθνής κώδικας ναυσιπλοΐας, οι αριθμοί των λεωφορειακών γραμμών, οι αριθμοί των δωματίων των ξενοδοχείων ήρθαν να προστεθούν στους βαθμούς των στρατιωτικών ή στο αλφάβητο των κωφαλάλων — κι εδώ τελειώνουμε.
Λίγο μίζερο σε σχέση με τις αρχικές φιλοδοξίες.
Υπό αυτή την οπτική γωνία, η σημειολογία όχι μόνο δεν επεκτείνει το πεδίο έρευνας της γλωσσολογίας, αλλά μοιάζει να αυτοπεριορίζεται στη μελέτη ακατέργαστων πρωτο-γλωσσών, πολύ απλούστερων και, κατά συνέπεια, πολύ πιο περιορισμένων δυνατοτήτων απ’ όποιαδήποτε εξελιγμένη γλώσσα.
Κι όμως όχι.
Δεν είναι τυχαίο που ο Ουμπέρτο Έκο, ο σοφός γέρων της Μπολόνια, ένας από τους τελευταίους εν ζωή σημειολόγους,1 κάνει τόσο συχνές αναφορές στις μεγάλες ανακαλύψεις στην ιστορία της ανθρωπότητας: στον τροχό, στο κουτάλι, στο βιβλίο — εργαλεία αξεπέραστης αποτελεσματικότητας, κατά τον ίδιο. Πράγματι όλα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η σημειολογία είναι στην πραγματικότητα μία από τις θεμελιώδεις ανακαλύψεις της ιστορίας της ανθρωπότητας κι ένα από τα πιο αποτελεσματικά εργαλεία που επινόησε ποτέ ο άνθρωπος, όμως συμβαίνει με αυτήν ό,τι και με τη φωτιά ή με την ανακάλυψη του ατόμου: στην αρχή δεν ξέρανε σε τι χρησιμεύει ούτε πώς να τη χρησιμοποιήσουν.
3
Στην πραγματικότητα δεν πέθανε μετά από ένα τέταρτο. Ο Ρολάν Μπαρτ κείτεται στο ρείθρο του πεζοδρομίου, ακίνητος, μα από το κορμί του βγαίνει ακόμη ένας βραχνός συριγμός και, ενώ το πνεύμα του βουλιάζει στην ανυπαρξία, πιθανότατα συνοδευμένο από στροβιλιζόμενα χαϊκού, ρακίνειους αλεξανδρινούς και πασκάλιους αφορισμούς, ακούει —κι ίσως είναι το τελευταίο πράγμα που ακούει, λέει από μέσα του (μα πολύ πολύ βαθιά μέσα του)— έναν άντρα που τα ’χει χαμένα: «Αυτός έπεσε στις ρρρόδες μου! Αυτός έπεσε στις ρρρόδες μου!». Τι ’ν’ αυτή η προφορά, ποιος προφέρει το ρω έτσι; Γύρω του έχουν μαζευτεί περαστικοί, οι οποίοι, έχοντας συνέλθει από την αρχική έκπληξη, σκυμμένοι πάνω από το μελλοντικό πτώμα, συζητάνε, αναλύουν, αποτιμούν:
«Πρέπει να φωνάξουμε το Πρώτων Βοηθειών!».
«Μην μπαίνεις στον κόπο, όπου να ’ναι τα τινάζει.»
«Αυτός έπεσε στις ρρρόδες μου, σας έχω μάρρρτυρρρες!»
«Η μούρη του είναι στραπατσαρισμένη.»
«Α τον καημένο…»
«Πρέπει να βρούμε έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Έχει κανείς κέρματα;»
«Δεν πρρρόλαβα καν να πατήσω φρρρένο!»
«Μην τον πειράξει κανείς, να ’ρθει πρώτα το Πρώτων Βοηθειών.»
«Κάντε άκρη! Είμαι γιατρός.»
«Μην τον γυρίζετε!»
«Είμαι γιατρός. Είναι ακόμα ζωντανός.»
«Πρέπει να ειδοποιήσουμε τους συγγενείς.»
«Α τον καημένο…»
«Είναι γνωστός μου!»
«Αυτοκτόνησε;»
«Πρέπει να μάθουμε τι ομάδα αίματος είναι.»
«Είναι πελάτης του μαγαζιού. Κάθε πρωί έρχεται και πίνει ένα ποτηράκι.»
«Δεν θα ξανάρθει…»
«Τα ’χε τσούξει;»
«Μυρίζει αλκοόλ.»
«Κάθε πρωί, εδώ και χρόνια, έρχεται και πίνει ένα ποτήρι κρασί στο μαγαζί μου.»
«Αυτό όμως δεν μας λέει τι ομάδα αίματος είναι…»
«Πέρρρασε τον δρρρόμο χωρρρίς να κοιτάξει!»
«Ο οδηγός είναι πάντα υποχρεωμένος να ελέγχει από πριν, αυτό λέει ο νόμος σ’ αυτή τη χώρα.»
«Φιλαράκι, αν έχεις καλή ασφάλεια, μη σε νοιάζει.»
«Θα χάσει όμως το μπόνους.»
«Μην τον πειράζετε!»
«Είμαι γιατρός!»
«Κι εγώ.»
«Τότε λοιπόν ανάλαβέ τον. Εγώ πάω να καλέσω το Πρώτων Βοηθειών.»
«Πρρρέπει να παρρραδώσω το εμπόρρρευμα…»
Οι περισσότερες γλώσσες του κόσμου χρησιμοποιούν το ακροφατνιακό ρω, το λεγόμενο ρουλαριστό, σε αντίθεση με τα γαλλικά, που, πριν από τριακόσια περίπου χρόνια, υιοθέτησαν το οπισθο-υπερωικό. Ούτε τα γερμανικά ούτε τα αγγλικά ρουλάρουν το ρω. Δεν προέρχεται επίσης ούτε από τα ιταλικά ή τα ισπανικά. Από τα πορτογαλικά ίσως; Τελικά είναι λίγο λαρυγγοφαρυγγικό, ωστόσο η ανθρώπινη άρθρωση δεν είναι τόσο έρρινη ούτε τόσο τραγουδιστή, το αντίθετο, είναι τόσο μονότονη και άχρωμη, που δύσκολα μπορείς να διακρίνεις σ’ αυτήν τις αποχρώσεις του πανικού.
Μάλλον ρώσικο είναι.