Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΩΝ ΖΩΩΝ

Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΩΝ ΖΩΩΝ

Συγγραφέας: ΠΟΪΣΑΝΤ ΤΖΕΪΜΣ ΝΤΕΪΒΙΝΤ
Μετάφραση: ΛΑΓΟΥΔΑΚΟΥ ΟΛΙΑ
Εκδόθηκε: 28/06/2018
ISBN: 978-960-8397-97-2
Σελίδες: 352

€17.17 €19.08

  Στο καλαθι βιβλια

Στο σημείο αυτό να προσθέσω πως ένα μεγάλο όπλο με σημαδεύει στα μούτρα. Κι επειδή έχω ένα μεγάλο όπλο που με σημαδεύει στα μούτρα, τα πράγματα τρέχουν με την ταχύτητα που βλέπουμε στα ντοκιμαντέρ για τη φύση, όπου ένας σπόρος ξεπετιέται, κάνει μίσχο και πετάει φύλλα, όλα μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα.

     «Αν δεν θες να σε βρουν νεκρό μέσα σ’ αυτό το πουκά-μισο» μου λέει, «καλύτερα να το βγάλεις.»

     Το όπλο με σημαδεύει επειδή ο τύπος μού ζήτησε το πορτοφόλι κι εγώ του είπα όχι. «Όχι» είπα, κι αυτός μου είπε: «Πώς θες να πεθάνεις;», κι εγώ του απάντησα: «Να, δεν θέλω να με δουν νεκρό μέσα σ' αυτό το πουκάμισο».

 

*    *    *

 

Δεξιοτέχνης… Το συγγραφικό ταλέντο του Ποϊσάντ είναι τόσο μεγάλο, που κάνει κάθε του διήγημα να ξεπερνά τα στενά όρια των σελίδων του. Είναι ικανός να μετατρέπει σε αρετές τα ελαττώματα της σύντομης εξιστόρησης. Πρέπει να ψάξει κανείς στον Φόκνερ και στην Φλάνερυ Ο' Κόνορ για να βρει κάτι εξίσου «μυώδες» με αυτό που υπάρχει στον «Άνθρωπο-σαύρα» ή στο «Πώς να βοηθήσετε τον άντρα σας να πεθάνει». Ένα άλλο πολύ δυνατό στοιχείο αυτής της συλλογής είναι οι ανθρώπινοι χαρακτήρες: ίσως δεν μοιάζουν πολύ σ’ εμάς, εμείς όμως μοιάζουμε πολύ  σ’ αυτούς.

 

G&G

 

 

Μεγάλη απόλαυση η ανάγνωση αυτού του βιβλίου. Κι αν ο αναγνώστης δε βρίσκει μια «ευτυχή κατάληξη» σε κάθε ιστορία, σίγουρα μένει με μια αίσθηση ικανοποίησης και ευτυχίας. Στο τέλος του βιβλίου ξέρει ότι αξιοποίησε το χρόνο του στα χέρια ενός επιδέξιου, νέου, αλλά ήδη πολύ έμπειρου συγγραφέα.

The Rumpus

 

 

Ο παράδεισος των ζώων κατέχει τη συνταγή αυτής της τρυφερής και σκληρής δυναμικής που χτίζει και γκρεμίζει τις οικογένειες.

Elle

 

 

Αγαπάμε να ταυτιζόμαστε με τους χαρακτήρες του Ποϊσάντ, ακόμα και  με τους πιο συγκρουσιακούς και δύσκολους. Είναι ένας εξαιρετικός συγγραφέας που έχει τον τρόπο να αναδεικνύει τις σύντομες και υπέροχες στιγμές των ανθρώπινων σχέσεων.

 Library Journal

 

 

Ένα σοφό ντεμπούτο… Οι χαρακτήρες του Ποϊσάντ μπορεί να είναι παρακμιακοί, εμμονικοί, ανεξέλεγκτα παρορμητικοί ή ευφυείς με λάθος τρόπο, εκείνος όμως ξέρει πώς να διαχειριστεί τις ζωές τους με χειρουργική ακρίβεια, διορατικότητα και διαύγεια…

Δεκάξι γοητευτικές ιστορίες, ζωγραφισμένες με τραχιές πινελιές.

New York Times

 

 

Τα έργα του Ποϊσάντ έχουν συγκριθεί με του Άντον Τσέχοφ, του Ρέιμοντ Κάρβερ και του Τζορτζ Σόντερς, οπότε δεν χρειάζεται να επισημάνουμε πως αυτό το πρώτο του βιβλίο είναι κάτι εντελώς ξεχωριστό.

New York Post

 

 

Πολλοί νέοι συγγραφείς επιλέγουν στο ξεκίνημά τους μεταξύ δύο δρόμων: ο ένας είναι ο δρόμος της περιγραφής των γνωστών πραγμάτων, ενώ ο άλλος, αντιθέτως, των αγνώστων. Υπάρχει όμως κι ένας δρόμος λιγότερο ταξιδεμένος, που σε καλεί να  γράψεις «για ό,τι φοβάσαι». Αυτόν το δρόμο επιλέγει ο Ντ.Τζ. Ποϊσάντ όταν αρχίζει να απλώνει στο χαρτί τις ιστορίες που συνθέτουν τον Παράδεισο των ζώων.

        Απρόβλεπτες, ευφυείς και εξαιρετικά δομημένες, οι ιστορίες του Ποϊσάντ συνθέτουν μια συλλογή που καταπιάνεται με τις παγίδες της ανθρώπινης ύπαρξης. Η απώλεια, η θλίψη και η οργή βασανίζουν μέχρι το μεδούλι τους ανθρώπινους χαρακτήρες του, αλλά ο συγγραφέας δε φοβάται να καταδυθεί στις σκληρές και απόκρυφες αλήθειές τους. Όσο κι αν προσπαθούν, οι ήρωες των ιστοριών μπορεί να μην πετύχουν ποτέ το στόχο τους, αλλά ο Ποϊσάντ κατανοεί και συμπονά τους ανυποχώρητους, τους εξοργισμένους, τους παραπλανημένους και όσους κάνουν λάθη.

        «Πραγματικά, στις περισσότερες ιστορίες προσπαθώ να φέρω στην επιφάνεια το στοιχείο της ελπίδας»  λέει ο Ποϊσάντ. «Δίνεις μια λαθεμένη εικόνα της πραγματικότητας θεωρώντας πως τα πάντα στον κόσμο αυτόν είναι απόγνωση και θάνατος, αλλά είναι επίσης παραπλανητικό να προσπαθείς να πετύχεις ένα ευτυχισμένο τέλος σε κάθε ιστορία. Η εύρεση της χρυσής τομής είναι το δυσκολότερο πράγμα στη λογοτεχνία.»

        Είναι μεγάλη απόλαυση η ανάγνωση αυτού του βιβλίου. Κι αν ο αναγνώστης δε βρίσκει μια «ευτυχή κατάληξη» σε κάθε ιστορία, σίγουρα μένει με μια αίσθηση ικανοποίησης και ευτυχίας. Στο τέλος του βιβλίου ξέρει ότι αξιοποίησε το χρόνο του στα χέρια ενός επιδέξιου, νέου, αλλά ήδη πολύ έμπειρου συγγραφέα.

The Rumpus

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ-ΣΑΥΡΑ

ΤΟ ΑΥΤΟΚΊΝΗΤΟ ΤΡΑΝΤΆΖΕΤΑΙ καθώς μπαίνω στην είσο­δο του γκαράζ κατά τα ξημερώματα, και ο Καμ είναι καθι­σμένος στα σκαλιά της εισόδου με το αγοράκι του, τον Μπό­μπι. Ο Καμ σηκώνεται. Είναι ένας θεόρατος άντρας, γερο­δεμένος και μυώδης από μια δεκαετία δουλειά στις οικοδο­μές. Πράσινοι δράκοι καλύπτουν τα χέρια του, απ’ τη μα­σχάλη ώς τον καρπό, σαν μανίκια. Επιμένει πως, αν κοιτά­ξεις προσεκτικά, υπάρχουν και δύο γυμνές γυναίκες μέσα σε όλες αυτές τις φολίδες του τατουάζ.

Όταν η Κρίσταλ τον άφησε, το παιδί το πήρε ο Καμ, οπότε καταλαβαίνεις τι σόι μάνα ήταν εκείνη. Ο Καμ είναι ο τελευταίος μου φίλος. Όταν είναι νηφάλιος, είναι ένας άγιος και δεν έχει αγγίξει το ποτό εδώ και δέκα χρόνια.

Βάζει το χέρι του στον ώμο του παιδιού, αλλά ο Μπόμπι τού ξεφεύγει και τρέχει. Έρχεται στο φορτηγάκι, αρπάζεται απ’ το πόδι μου και το αγκαλιάζει με όλο του το σώμα. Πη­γαίνω προς τον Καμ, με τον Μπόμπι να τραντάζεται με κάθε μου βήμα και να γελάει.

Δίνουμε τα χέρια, αλλά η έκφραση του Καμ είναι σο­βαρή.

«Πάλι γερμανικό νούμερο;» λέει. Η ποδιά μου, τυλιγμέ­νη ένα μπεζ ρολό, κρέμεται από την μπροστινή μου τσέπη και βρομάω κουζινίλα.

«Ναι» του λέω. Δεν έχω πει στον Καμ ότι τσαντίστηκα κι άρχισα να φωνάζω σ’ έναν πελάτη, ή ότι, προφανώς, μερικοί μερικοί δεν καταλαβαίνουν τι πά’ να πει: «τα αβγά ψημένα

λιγάκι κι από πάνω», ούτε ότι η συμφωνία μου να δουλεύω στη βάρδια δέκα-έξι είναι αυτή που μου παρέχει ακόμα ηλε­κτρικό και τρεχούμενο νερό.

«Μπόμπι» λέει ο Καμ, «δεν πας να παίξεις λίγο παραπέ­ρα; Τι λες;»

Ο Μπόμπι αφήνει το πόδι μου και κοιτάζει σκεπτικός τον πατέρα του.

«Να μην το ξαναπώ» λέει ο Καμ.

Το αγοράκι τρέχει ώς το γραμματοκιβώτιό μου και κά­θεται οκλαδόν στο χορτάρι, κατσουφιασμένο.

«Πιο πέρα» λέει ο Καμ, και ο Μπόμπι σηκώνεται επίτη­δες αργά και πηγαίνει προς το σπίτι τους μουτρωμένος.

«Τι τρέχει;» ρωτάω. «Τι έγινε;»

«Πέθανε ο Ρεντ» λέει ο Καμ κουνώντας το κεφάλι του.

Ο Ρεντ είναι ο μπαμπάς του Καμ. «Με σάπιζε στο ξύλο, ο πούστης» μου είχε πει ένα βράδυ, την εποχή που και οι δύο πίναμε πολύ και ανταλλάσσαμε θλιβερές ιστορίες. Όταν έγι­νε δεκαοκτώ, ο Καμ κατατάχτηκε στο στρατό και πήγε στον πρώτο Πόλεμο του Κόλπου. Την τελευταία φορά που είδε τον πατέρα του, εκείνος τρέκλιζε μεθυσμένος στο γρασίδι. «Άντε, λοιπόν, πήγαινε!» του φώναξε. «Πήγαινε να πεθάνεις για τη γαμημένη σου πατρίδα!» Ο Μπόμπι δεν έμαθε ποτέ πως είχε παππού.

Δεν μπορώ να καταλάβω αν ο Καμ είναι αναστατωμένος ή ανακουφισμένος, και δεν ξέρω τι να πω. Πρέπει να το κα­τάλαβε, γιατί μου λέει: «Εντάξει, καλά είμαι».

«Πως έγινε;» τον ρωτάω.

«Έπινε. Ο μπάρμαν είπε πως τη μια στιγμή ο Ρεντ γελού­σε και την άλλη έπεσε με τα μούτρα πάνω στην μπάρα. Όταν τον κουνήσανε για να συνέλθει, ήταν νεκρός.»

«Ωχ!» ήταν ό,τι πιο βλακώδες μπορούσα να πω, αλλά ήμουν ξάγρυπνος όλη νύχτα. Ακόμα κρατάω μια αόρατη σπάτουλα μαγειρικής στα χέρια μου κι αισθάνομαι το λίπος κάτω απ’ τα νύχια μου.

«Θέλω μια χάρη» μου λέει ο Καμ.

«Ό,τι θέλεις» του λέω. Όταν μπήκα φυλακή, ο Καμ ήταν που μ’ έβγαλε με εγγύηση.

Όταν η γυναίκα κι ο γιος μου μετακόμισαν στο Μπατόν Ρουζ, ο Καμ ήταν που έσπασε την εξώπορτά μου, με ξέχεσε, άδειασε στην μπροστινή αυλή ό,τι ποτό υπήρχε στο ντουλά­πι, τους έβαλε φωτιά και μου βρήκε τη δουλειά στο φαγάδι­κο του φίλου του.

«Θέλω να με πας στο σπίτι του Ρεντ» λέει.

«Εντάξει» του λέω. Ο Καμ δεν έχει αμάξι εδώ και χρό­νια. Οι μισοί κάτοικοι στη γειτονιά δεν έχουν λεφτά ούτε για να πάρουν παντζούρια για τις θύελλες — όχι γι’ αυτοκίνητο. Αλλά είμαστε στο Σεντ Πίτερσμπεργκ, μια πόλη πεζών, και το κέντρο είναι μόλις πέντε λεπτά με τα πόδια.

«Περίμενε, μη λες ακόμα εντάξει» λέει ο Καμ. «Είναι στο Λι.»

«Στο Λι της Φλόριντας;»

Μου γνέφει καταφατικά. Το Λι είναι τέσσερις ώρες βό­ρεια, μία απ’ τις τελευταίες πόλεις που περνάς πάνω στον Ι-75, προτού να μπεις στην Τζόρτζια.

«Δεν υπάρχει πρόβλημα, αρκεί να είμαι πίσω πριν τις δέκα το βράδυ.»

«Κι άλλο γερμανικό νούμερο;»

Γνέφω ναι.

«Εντάξει» μου λέει, «πάμε.»

* * *

Πέρσι πέταξα τον γιο μου έξω απ’ το παράθυρο του καθιστι­κού. Δε θυμάμαι πώς έγινε ακριβώς. Θυμάμαι να μπαίνω στο δωμάτιο. Θυμάμαι να βλέπω τον Τζακ με το στόμα κολλη­μένο στο στόμα του αγοριού, τα χέρια του να πηγαινοέρχο­νται βιαστικά στα μπούτια του άλλου. Μετά, στέκομαι από πάνω του στον κήπο. Η Λιν βγαίνει τρέχοντας από το σπίτι, ουρλιάζοντας. Έχει δει τον Τζακ κι έχει αρχίσει να με χτυπάει στο πρόσωπο. Με χτυπούσε με τις γροθιές της στους ώμους και στο στήθος. Από ψηλά, μέσα από την κάσα του παρα­θύρου, το άλλο αγόρι στεκόταν και κοίταζε τρέμοντας και σφίγγοντας τα λεπτά του μπράτσα. Ο Τζακ ήταν ξαπλωμέ­νος στο έδαφος. Δεν κουνιόταν. μόνο το στήθος του ανεβο­κατέβαινε. Το παράθυρο είχε σπάσει χωρίς να τον τραυματί­σει, και δεν υπήρχαν αίματα. μόνο κομματάκια γυαλί σκορ­πισμένα πάνω στα λουλούδια, αλλά το ένα χέρι του Τζακ είχε μείνει λυγισμένο πίσω απ’ το κεφάλι του, σαν να ’χε αποκοι­μηθεί έτσι, με τον αγκώνα για μαξιλάρι.

«Πάρε το Πρώτων Βοηθειών» φώναξε η Λιν στο αγόρι που ήταν επάνω.

«Όχι» είπα. Μπορεί να μην ήξερα τίποτ’ άλλο εκείνη την ώρα και σ’ εκείνο το μέρος, ήξερα όμως πως δεν είχαμε λε­φτά για να πληρώσουμε ασθενοφόρο. «Θα τον πάω εγώ.»

«Όχι!» φώναξε η Λιν. «Θα τον πεθάνεις!»

«Δεν πρόκειται να τον πεθάνω.» Έκανα νόημα στον νε­αρό. «Έλα δω.»

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και πισωπάτησε.

«Σε παρακαλώ» του είπα.

Διστακτικά, το αγόρι καβάλησε το σπασμένο παράθυ­ρο, στηρίχτηκε στην προεξοχή του τοίχου και πήδηξε στο έδαφος. Κομμάτια γυαλί θρυμματίζονται κάτω απ’ τ’ αθλη­τικά του παπούτσια.

«Πιάσ’ τον απ’ τους αστραγάλους» του λέω. Έβαλα τα χέρια μου κάτω απ’ τις μασχάλες του Τζακ και τον σηκώσα­με. Το ένα του χέρι σερνόταν στο χώμα καθώς τον πηγαίναμε στο αυτοκίνητο. Η Λιν άνοιξε την πίσω πόρτα. Βάλαμε τον Τζακ πίσω και τον σκεπάσαμε με μια κουβέρτα. Σκεφτήκαμε πως έτσι ήταν το σωστό, όπως το βλέπουμε και στην τηλε­όραση.

Μερικοί γείτονες είχαν βγει έξω να δουν τι γινόταν. Τους αγνοήσαμε.

«Σε χρειάζομαι μαζί μου» είπα στον νεαρό. «Όταν τε­λειώσουμε θα σε πάω σπίτι σου.» Ο νεαρός έστριβε την άκρη του πουκαμίσου του με τα δυο του χέρια. Τα μάτια του ήταν πλημμυρισμένα με δάκρυα. «Μη φοβάσαι. δε θα σε πειράξω.»

Ξεκινήσαμε για το νοσοκομείο, με τη Λιν ν’ ακολουθεί με το φορτηγάκι. Ο νεαρός καθόταν δίπλα μου στη θέση του συνοδηγού, κολλημένος στην πόρτα, με το χέρι του να σφίγ­γει την ζώνη ασφαλείας στη μέση του. Σε κάθε τράνταγμα γύριζε και κοίταζε τον Τζακ.

«Πώς σε λένε;» τον ρώτησα.

«Άλαν.»

«Πόσων χρονών είσαι, Άλαν;»

«Δεκαεπτά.»

«Δεκαεπτά. Μάλιστα. Κι έχεις πάει ποτέ με γυναίκα, Άλαν;»

Ο Άλαν με κοίταξε. Το πρόσωπό του χλόμιασε. Τα χέρια του έσφιξαν τη ζώνη του καθίσματος.

«Μια απλή ερώτηση είναι, Άλαν. Σε ρωτάω: Έχεις πάει ποτέ με γυναίκα;»

«Όχι» μου λέει. «Όχι, κύριε.»

«Και τότε πώς ξέρεις ότι είσαι γκέι;»

Πίσω, ο Τζακ κουνήθηκε. Βόγκηξε, και μετά ησύχασε. Ο Άλαν τον κοίταξε.

«Εμένα κοίτα, Άλαν» του είπα. «Σε ρώτησα κάτι. Αν δεν έχεις πάει ποτέ με γυναίκα, πώς ξέρεις ότι είσαι γκέι;» «Δεν ξέρω.»

«Εννοείς, δεν ξέρεις αν είσαι γκέι, ή δεν ξέρεις πώς το ξέρεις;»

«Δεν ξέρω πώς το ξέρω» είπε ο Άλαν, «αλλά το ξέρω.»

Περάσαμε το φούρνο, το πλυντήριο, το σούπερ μάρκετ, και μπήκαμε στα όρια της πόλης. Στο βάθος, φαινόταν η σι­λουέτα του ελικοπτέρου στην ταράτσα του νοσοκομείου.

Πίσω μας, σταθερά, μας κυνηγούσε το φορτηγάκι.

«Οι γονείς σου τα ξέρουν αυτά;» τον ρώτησα.

«Ναι» είπε ο Άλαν.

«Και τα εγκρίνουν;»

«Όχι ακριβώς.»

«Όχι. Είμαι σίγουρος πως δεν τα εγκρίνουν, Άλαν. Είμαι σίγουρος.»

Κοίταξα στον καθρέφτη. Ο Τζακ δεν είχε ανοίξει τα μά­τια του, αλλά είχε φέρει το χέρι στον κρόταφο. Το άλλο του χέρι, αυτό με τον σπασμένο βραχίονα, ήταν στο πλάι. Τα δά­χτυλα κουνιόνταν, αλλά χωρίς λόγο. ένα χέρι που ανοιγό­κλεινε σπασμωδικά.

«Έχω κι άλλη μία ερώτηση» του είπα.

Ο Άλαν φαινόταν έτοιμος να λιποθυμήσει. Έβλεπε το δρόμο να ξετυλίγεται μπροστά μας. Με φοβόταν, αλλά φο­βόταν και να κοιτάξει τον Τζακ.

«Ποιος σου ’δωσε το δικαίωμα να κάνεις τον γιο μου γκέι;»

«Δεν τον έκανα! Δεν είμαι!»

«Δεν είσαι; Και πώς το λες αυτό; Αυτό που γινόταν στον καναπέ;»

«Κύριε Λόσον» είπε ο Άλαν. Ο τόνος της φωνής του είχε αλλάξει: τώρα μιλούσε ένας άντρας.

«Με όλο το σεβασμό, κύριε, αλλά ο Τζακ ήταν που με πλησίασε.»

«Ο Τζακ δεν είναι γκέι.»

«Είναι. Το ξέρω. Κι ο Τζακ το ξέρει. Το ξέρει κι η γυναίκα σας. Δεν ξέρω πώς είναι δυνατόν να μην το ξέρετε κι εσείς. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς δεν είδατε τα σινιάλα.»

Προσπάθησα να φανταστώ ποια ήταν αυτά τα σινιάλα, αλλά δεν μπόρεσα. Δεν μπορούσα να σκεφτώ έστω κι ένα πράγμα που θα μου έδειχνε πως θα κατέληγα εδώ, να πη­γαίνω τον γιο μου στο νοσοκομείο με διάσειση και σπασμέ­νο χέρι. Ποια ήταν τα σημάδια που θα μου προμήνυαν πως, μετά απ’ αυτή τη μέρα —κι ύστερα από δύο μήνες σε μοτέλ κι άλλους δύο στη φυλακή— η γυναίκα μου, μετά από είκοσι χρόνια γάμου, θα ζητούσε διαζύγιο επειδή, όπως είπε, ήμουν γεμάτος μίσος;

Σταμάτησα μπροστά στα Επείγοντα, και ο Άλαν με βο­ήθησε να βγάλουμε τον Τζακ από τ’ αμάξι. Μια νοσοκόμα ήρθε τρέχοντας με μια πολυθρόνα.

Βάλαμε τον Τζακ στην πολυθρόνα και η νοσοκόμα τον πήρε μέσα.

Πήγα το αυτοκίνητο στο πάρκινγκ και γύρισα στη είσο­δο. Ο Άλαν στεκόταν εκεί όπου τον είχα αφήσει.

«Πού είναι η Λιν;» ρώτησα.

«Μέσα. Ο Τζακ συνήλθε.»

«Εντάξει. Πάω μέσα. Εσύ, δίνε του.»

«Μα, είπατε πως θα με πηγαίνατε σπίτι.»

«Λυπάμαι, άλλαξα γνώμη.»

Ο Άλαν με κοιτάζει άφωνος. Τα χέρια του ψαχουλεύουν τις άδειες του τσέπες.

«Ε!» του λέω «σου έχω κι εγώ ένα σινιάλο» και του κάνω το σήμα του ωτοστόπ με τον αντίχειρα καθώς του γυρίζω την πλάτη και μπαίνω στο νοσοκομείο.

* *

Ξυπνάω, και ο Καμ οδηγεί μέσα από δρομάκια με άσφαλτο γεμάτη τρύπες, τεράστιες, σαν κρατήρες.

«Καλημερούδια» μου λέει, «καλωσόρισες στο Λι.»

Είναι σχεδόν μεσημέρι. Ο ήλιος λάμπει, και στην καμπί­να του φορτηγού κάνει ζέστη.

Σκουπίζω τις τσίμπλες απ’ τα μάτια μου και τα σάλια από την άκρη του στόματός μου. Ο Καμ, μια κοιτάει το δρόμο και μια τις οδηγίες που έχει σημειώσει μ’ ένα μαύρο στιλό πάνω σ’ ένα κουτί δημητριακά. Δεν έχει δει ποτέ το σπίτι όπου ο πατέρας του πέρασε τα τελευταία του χρόνια.

Στρίβουμε σ’ ένα χωματόδρομο. Το φορτηγάκι πέφτει σε μια τεράστια λακκούβα με νερό και ξαναβγαίνει.

Ο δρόμος έχει πεύκα κι απ’ τις δύο πλευρές. Καθώς περ­νάμε, οι πευκοβελόνες κουνιούνται.

Περνάμε συνέχεια δρόμους, αλλά οι μισοί δεν έχουν πι­νακίδες. Κάθε τόσο συναντάμε ιδιωτικές οδούς με τα σπίτια χωμένα μες στα δέντρα, κάπου στο βάθος, αθέατα. Είναι ένα στοιχειωμένο μέρος, και είμαι ήδη έτοιμος να γυρίσω πίσω.

«Δεν έχω ιδέα πού στ’ ανάθεμα είμαστε» λέει ο Καμ.

Οδηγούμε λίγο ακόμα. Σκέφτομαι τον Μπόμπι μόνο του στο σπίτι, και τις έξι βιντεοταινίες που του έδωσε ο Καμ. «Μέχρι να τις δεις όλες» του είπε, «θα ’χω γυρίσει.» Μετά του έβαλε την πρώτη ταινία να παίζει —κάτι του Ντίσνεϊ ήταν— και φύγαμε.

«Μια χαρά θα είναι» μου λέει . «Ούτε που θα το καταλά­βει ότι λείψαμε.»

«Μπορούσαμε να τον πάρουμε μαζί μας» του λέω, αλλά ο Καμ διαφωνεί.

«Δεν ξέρουμε τι θα βρούμε εκεί.»

Μπροστά μας, ένα κοριτσάκι στέκεται στην άκρη του δρόμου. Ο Καμ σταματάει το φορτηγάκι και κατεβάζει το παράθυρο. Η μικρή πλησιάζει. Κοιτάζει πίσω της και μετά εμάς. Είναι ξυπόλυτη και το πρόσωπό της έχει χώματα. Φο­ράει ένα καφέ φουστάνι κι έναν πράσινο φιόγκο στα μαλλιά. Στον καρπό της είναι τυλιγμένος ένας σπάγκος, κι από την άκρη του αιωρείται ένα μπλε μπαλόνι.

«Γεια σου» λέει ο Καμ. Σκύβει έξω απ’ το παράθυρο, της δίνει το χέρι, αλλά εκείνη κοιτάζει τους κουλουριασμένους δράκους στα μπράτσα του και κάνει ένα βήμα πίσω.

«Την τρομάζεις» του λέω.

Ο Καμ με κοιτάζει συνοφρυωμένος, αλλά βάζει το κε­φάλι του μέσα στ’ αμάξι και το χέρι του στο τιμόνι. Χαμογε­λάει όλο γλύκα στο παιδί.

«Μήπως ξέρεις πού θα βρούμε την οδό Τσέρι;» ρωτάει.

«Αμέ» απαντάει το κορίτσι. Κουνάει το χέρι, και το μπα­λόνι χοροπηδάει.

«Είναι από δω» μας λέει, δείχνοντας προς την κατεύ­θυνση απ’ όπου είχαμε έρθει.

«Πόσο μακριά περίπου;» ρωτάει ο Καμ.

«Όχι ο επόμενος δρόμος, αλλά ο παραπάνω. Είναι αδι­έξοδο. Έχει μόνο ένα σπίτι.» Ανεβοκατεβάζει το χέρι, και το μπαλόνι χτυπάει στη γροθιά της.

Ο Καμ κοιτάζει το κουτί των δημητριακών. «Αυτό είναι» λέει.

«Α!» λέει το κορίτσι και μένει σιωπηλό για μια στιγμή. «Πάτε επίσκεψη στον Άνθρωπο-Σαύρα. Τον έχω δει. Τον είδα κάποτε.»

Ο Καμ με κοιτάζει. Σηκώνω τους ώμους. Την κοιτάζουμε και οι δύο.

«Καλά, σ’ ευχαριστώ» λέει ο Καμ. Το κορίτσι κουνάει δυνατά το μπαλόνι. Ο Καμ κάνει αναστροφή κι εκείνη μας κουνάει το χέρι.

«Χαριτωμένο παιδί» λέω. Στρίβουμε στην Τσέρι.

«Τρομαχτικό ήταν το κωλόπαιδο» λέει ο Καμ.

* * *

Το σπίτι είναι κρυμμένο μέσα στα πεύκα, και η αυλή έχει αγριόχορτα μέχρι το γόνατο. Εκεί όπου ήταν η είσοδος του γκαράζ υπάρχουν σημάδια από ρόδες φορτηγού. Πλαστι­κά φλαμίνγκο είναι σπαρμένα στην αυλή, με τα γαμψά τους ράμφη να εξέχουν απ’ τα χόρτα. Τα συρμάτινα πόδια τους είναι σκουριασμένα, και το σώμα τους έχει ένα ξεθωριασμέ­νο ροζ.

Η στέγη είναι γεμάτη πευκοβελόνες και στοίβες από ξύλα για την επισκευή, εκεί όπου κάποιος παράτησε τη δου­λειά στη μέση.

Η σκεπαστή βεράντα έχει βουλιάξει, οι σιδεριές έχουν σαπίσει, οι σανίδες χάσκουν. Πιέζω το μαλακό ξύλο, και το νύχι μου μπαίνει μέσα.

Η αποστολή μας δεν είναι ξεκάθαρη. Δεν υπάρχει σώμα για αναγνώριση, ούτε χαρτιά για υπογραφή. Δεν υπάρχει τίποτε να κληρονομηθεί και δεν θα γίνει κηδεία. Αλλά εγώ ξέρω γιατί είμαστε εδώ. Έτσι θα πει αντίο ο Καμ.

Η εξώπορτα είναι κλειδωμένη, αλλά θα υποχωρήσει με δυο κλοτσιές. «Ακριβώς εδώ» λέει ο Καμ. Χτυπάει ελαφρά το ξύλο της πόρτας λίγο πάνω απ’ την κλειδαριά, πριν τη σπάσει κλοτσώντας την με το τακούνι της μπότας του.

Μέσα, το σπίτι περιμένει την επιστροφή του ιδιοκτήτη του. Το φως στο διάδρομο είναι αναμμένο. Το ερκοντίσιον δουλεύει στο παράθυρο πάνω απ’ το νεροχύτη. Η μπεζ ταπε­τσαρία κρέμεται καρουλιασμένη δίπλα στα ντουλάπια, σαν φλούδα από σημύδα, αφήνοντας λεπτές γραμμές κίτρινης κόλλας, σαν κορδέλες, στους τοίχους.

Ακούμε φωνές. Ο Καμ βάζει το χέρι του στο στήθος μου και το δάχτυλο στα χείλη του. Φέρνει το χέρι στη ζώνη του ψάχνοντας για ένα όπλο που δεν υπάρχει. Μένουμε ακίνητοι για ένα ολόκληρο λεπτό, και μετά ο Καμ βάζει τα γέλια.

«Η τηλεόραση είναι, γαμώτο!» λέει. Ξεφυσάει. Περνάει το χέρι στα μαλλιά του. «Παραλίγο να τα κάνω πάνω μου.»

Πάμε στο καθιστικό. Είναι κι αυτό ακατάστατο, τα αμπαζούρ γεμάτα σκόνη, ένα τραπεζάκι φορτωμένο εφημε­ρίδες και αλληλογραφία που δεν ανοίχτηκε. Υπάρχει ένας παλιός καναπές και δείχνει κάπως τρομαχτικός έτσι όπως εί­ναι με τα μπράτσα του στερεωμένα με μονωτική ταινία κι ένα ελατήριο να πετάγεται μέσα απ’ το μαξιλάρι, έτοιμο να σου κολλήσει τέτανο.

Η εξαίρεση είναι η τηλεόραση. Είναι υπέροχη. Ένα θαύ­μα εβδομήντα δύο ιντσών. «Κοίτα την εικόνα» λέω στον Καμ, και πηγαίνουμε πιο πίσω για να δούμε καλύτερα. Η τη­λεόραση παίζει στο Στρατιωτικό Κανάλι κάποιο καλωδιακό υπερθέαμα.

Βομβαρδιστικά Β-24 γεμίζουν τον ουρανό με ασπρόμαυ­ρες γραμμές και με κάτι έλικες μεγάλους σαν το κεφάλι μου. Πάνω στη συσκευή έχει ένα μπουκάλι με υγρό για τα τζάμια κι ένα πανβρόμικο πανί, μαζί με διάφορα τηλεχειριστήρια με πολλά κουμπιά.

Ο Καμ αρπάζει ένα, το χαϊδεύει, πατάει ένα κουμπί, και ο ήχος δυναμώνει. Ο βόμβος απ’ τις μηχανές των αεροπλά­νων και τις ριπές των πολυβόλων διαπερνά το δωμάτιο απ’ το ένα μεγάφωνο ώς το άλλο.

Αναπηδάω. Ο Καμ χαμογελάει.

«Θα την πάρουμε» λέει. «Μωρέ, θα την πάρουμε την άτιμη.»

Πατάει άλλο κουμπί και η εικόνα γίνεται μια άσπρη τε­λίτσα στο κέντρο της οθόνης. Η τελίτσα σβήνει και χάνεται.

«Όχι!» φωνάζει. «Όχι!»

«Τι έκανες;» τον ρωτάω.

«Δεν ξέρω. Δεν ξέρω!»

Κουνάει το χειριστήριο, παίρνει ένα άλλο, πατάει κου­μπιά, πιάνει ένα τρίτο, πατάει τα κουμπιά του. Η τηλεόραση κάνει ένα βουητό και η εικόνα ξαναζωντανεύει.

«Αχχχχ» κάνει ο Καμ. Καθόμαστε στον καναπέ προσέ­χοντας ν’ αποφύγουμε το ελατήριο. Όσο παρακολουθούμε, γίνεται απόβαση στις ακτές της Νορμανδίας, πέφτουν δυο βόμβες και ο πόλεμος έχει κερδηθεί. Έχουμε φτάσει στα μισά του πολέμου στο Βιετνάμ, όταν ο Καμ μου λέει: «Πάω να δω το δωμάτιό του». Και δεν είναι πρόσκληση.

Λείπει για κανένα μισάωρο. Όταν επιστρέφει, είναι χά­λια. Όλο το χρώμα έχει φύγει από το πρόσωπό του, και τα μάτια του είναι κατακόκκινα. Κρατάει ένα κουτί παπούτσια κάτω απ’ τη μασχάλη. Δεν τον ρωτάω και δεν μου λέει.

«Να φορτώσουμε την τηλεόραση και να του δίνουμε» λέει. «Θα φέρω το φορτηγάκι.»

Ακούω μια συρόμενη μπαλκονόπορτα ν’ ανοιγοκλείνει πίσω μου. Ακούω κάτι σαν κραυγή. Μετά, η μπαλκονόπορτα ανοίγει ξανά. Γυρίζω και βλέπω τον Καμ. Αν πριν ήταν χάλια, τώρα είναι εντελώς για κλάματα.

«Τι είναι;» τον ρωτάω.

«Είναι μεγάλος» λέει ο Καμ. «Στην πίσω αυλή.»

«Δηλαδή; Τι είναι στην πίσω αυλή;»

«Μεγάλος, σου λέω, κωλοαλιγάτορας.»

* * *

Είναι, όντως, ένας μεγάλος κωλοαλιγάτορας. Έχω δει κι άλ­λοτε αλιγάτορες —στο σινεμά, σε ζωολογικούς κήπους—, αλλά ποτέ τόσο μεγάλο και ποτέ από τόσο κοντά. Τον κοι­

τάζουμε. Δεν ξέρουμε αν είναι αυτός, αλλά αποφασίζουμε ότι είναι αυτός. Και είναι μεγάλος. Είναι τρελό.

Επίσης, είναι το πιο θλιβερό σκατόπραμα που έχω δει ποτέ. Στην πίσω αυλή υπάρχει ένα πρόχειρο οβάλ κλουβί από ατσάλινο πλέγμα, με οροφή από κοτετσόσυρμα. Μέσα, ο αλιγάτορας είναι καβάλα σε μια παλιά, φουσκωτή πισίνα. Τα φθαρμένα τοιχώματα στενάζουν κάτω από το βάρος του. Το σώμα του γεμίζει την πισίνα με την κοιλιά βουτηγμένη σε λίγους πόντους πηχτό καφέ νερό, και τα πόδια του κρέμο­νται απ’ έξω. Η ουρά του είναι όσο ένας άνθρωπος κι είναι κουλουριασμένη κοντά στο πλέγμα.

Όταν μας βλέπει, σφυρίζει, και τα μπροστινά του πόδια χτυπάνε τον αέρα.

Από τ’ ανοιχτά του σαγόνια φαίνονται τα κίτρινα δόντια κι ένας λαιμός στο χρώμα που έχει το πετσί της γαλοπού­λας όταν το γυρίσεις ανάποδα. Υπάρχουν παντού μύγες και σκνίπες. Πετάνε μέσα στο ανοιχτό του στόμα και προσγει­ώνονται στα δόντια του. Άλλες κάθονται σε σμήνη πάνω σε ανοιχτές πληγές στην πλάτη του.

«Τι δουλειά έχει αυτός εδώ;» ρωτάει ο Καμ.

«Προφανώς, ο Ρεντ ήταν ο Άνθρωπος-Σαύρα» του λέω.

Κοιτάζουμε τον αλιγάτορα. Μας κοιτάζει κι αυτός. Υπο­λογίζω αν φτάνει το κλουβί για να μπορεί να στριφογυρίζει.

«Φαίνεται βαριεστημένος» λέει ο Καμ, και είναι αλή­θεια. Ο αλιγάτορας φαίνεται βαριεστημένος και άρρωστος. Τα σαγόνια κλείνουν, και μόνο τ’ ανοιχτά του μάτια μού θυ­μίζουν ότι είναι ζωντανός.

«Δεν μπορούμε να τον αφήσουμε εδώ» λέει ο Καμ.

«Θα πρέπει να φωνάξουμε κάποιον» του λέω, «αλλά ποιον; Τις Αρχές; Την Εταιρεία Προστασίας Ζώων;»

«Δε γίνεται. θα τον σκοτώσουν.»

Κι έχει δίκιο. Το ’χω ξαναδεί στις ειδήσεις. Κάποιος εξυ­πνόπουλος μεγαλώνει έναν αλιγάτορα. Το ζώο ξεφεύγει. Έχει μάθει να τρώει από τα χέρια του και δεν φοβάται τους ανθρώπους. Τα ρεπορτάζ πάντοτε τελειώνουν με τον ίδιο τρόπο: Δυστυχώς, ο αλιγάτορας έπρεπε να θανατωθεί.

«Δεν βλέπω να έχουμε εναλλακτικές» λέω.

«Έχουμε το φορτηγάκι» λέει ο Καμ.

Το στόμα μου λέει όχι, αλλά τα μάτια μου πρέπει να λένε ναι, γιατί πριν καλά καλά το καταλάβω, είμαστε στην μπρο­στινή αυλή κι εξετάζουμε την καρότσα του φορτηγού, με τον Καμ να μετράει το μήκος της με τα χέρια.

«Δε γίνεται» λέω, αλλά ο Καμ με αγνοεί. Τραβάει έναν μπλε μουσαμά από το πίσω κάθισμα και τον ξετυλίγει στο έδαφος, πλάι στο φορτηγό.

«Δεν πρόκειται να χωρέσει» του λέω.

«Θα χωρέσει. Θα είναι τσίμα τσίμα, αλλά θα χωρέσει.»

«Καμ. Περίμενε. Σταμάτα.» Γέρνει στο φορτηγό. Με κοιτάζει κατάματα. «Ας πούμε ότι βγάζουμε τον αλιγάτορα απ’ το κλουβί και τον βάζουμε στο φορτηγό. Ας πούμε ότι το καταφέρνουμε κι έχουμε ακόμα κι όλα μας τα δάχτυλα. Πού θα τον πάμε; Τι στο διάολο, ρε Καμ; Τι στο διάολο κάνεις έναν ζωντανό αλιγάτορα, τριάμισι μέτρα μήκος; Και η τηλε­όραση; Νόμιζα πως ήθελες να την πάρεις.»

«Σκατά» λέει. «Την είχα ξεχάσει την τηλεόραση.»

Κοιτάζουμε το φορτηγό. Βλέπω πως ο ουρανός έχει αλ­λάξει από ζωηρό μπλε σε αχνό γαλάζιο κι ο ήλιος έχει χαθεί πίσω από σκόρπια σύννεφα. Στο έδαφος, μια άκρη του μου­σαμά χτυπάει με το αεράκι, και η χρυσαφιά καβίλια του μου κλείνει το μάτι.

Ο Καμ σκύβει το κεφάλι, σαν να πενθούσε. «Ίσως αν τη βάζαμε απ’ τη στενή της πλευρά.»

«Καμ» του λέω, «μπορούμε να πάρουμε ή τον αλιγάτορα ή την τηλεόραση, αλλά όχι και τα δύο.»

* * *

Ο Καμ πιστεύει πως το πιο δύσκολο θα είναι να του κλείσου­με το ρύγχος με μονωτική ταινία.

«Όλο το πράγμα είναι δύσκολο» του λέω, αλλά δεν μ’ ακούει.

Βρίσκει μια μπριζόλα στο ψυγείο του Ρεντ. Έχει χαλάσει, αλλά ο αλιγάτορας δεν φαίνεται να σκάει. Βάζει το κρέας κοντά στο κλουβί, και ο αλιγάτορας σέρνεται έξω απ’ την πισίνα. Πιέζει τα ρουθούνια του στον φράχτη. Η βαριά μυ­ρωδιά του και η βρόμα του σάπιου κρέατος μου γυρίζουν το στομάχι.

«Έτσι και ξεράσεις, την έβαψες» μου λέει ο Καμ.

Ψάξαμε στο γκαράζ του Ρεντ για υλικά. Συγκεντρώσαμε ένα σιδεροκόφτη, ένα ρολό μονωτικής ταινίας, ένα κουβάρι σπάγκο, ελαστικούς ιμάντες, καμιά δωδεκαριά μαδέρια, το μουσαμά μου και, για κάποιο λόγο που δεν μπόρεσα να κα­ταλάβω αμέσως, ένα αλυσοπρίονο.

«Για προστασία» λέει ο Καμ, σπρώχνοντας το παλιό μο­ντέλο Sears με το πόδι.

Η αλυσίδα έχει σκουριάσει και κρέμεται χαλαρά από τη λεπίδα. Φαντάζομαι τον Καμ να ξεκινάει το πριόνι, την αλυ­σίδα να σπάει, να πετάγεται και να προσγειώνεται μακριά, μέσα στα ψηλά χορτάρια. Προσπαθώ να δω με το μυαλό μου την εικόνα της πάλης ανάμεσα στον άνθρωπο και το θηρίο, τον Καμ καρφωμένο κάτω από έναν αλιγάτορα διακοσίων πενήντα κιλών, το κεφάλι του στο στόμα του ζώου, να τον σέρνει σε κύκλους γύρω γύρω στην αυλή, μια μπερδεμένη μάζα από ανθρώπινα μέλη και ουρλιαχτά. Σε όλα τα σενάρια, το αλυσοπρίονο βοηθάει ελάχιστα.

Τα χέρια του Καμ είναι κλεισμένα σε γάντια φούρνου.

 

αναγκάστηκε να συμβιβαστεί, όταν τα γάντια του μποξ που βρήκε, αν και του προσέφεραν εξαιρετική προστασία ανωτέ­ρου επιπέδου, του στερούσαν τη δυνατότητα να σφίγγει, να σηκώνει ή να κρατάει.

«Είναι χαζό» του λέω. «Στ’ αλήθεια θα το κάνουμε;»

«Θα το κάνουμε» λέει. Με το γάντι στο χέρι, διώχνει μια μύγα απ’ το πρόσωπό του.

Ακούγεται ήχος αλυσίδας. Γυρίζουμε και βλέπουμε τον αλιγάτορα να σπρώχνει το φράχτη με το ρύγχος του. Ρου­θουνίζει, κοιτάει την μπριζόλα, ανοιγοκλείνει το στόμα του. Πραγματικά, είναι εκπληκτικά μεγάλος.

Ο Καμ έχει παρκάρει το φορτηγάκι στην πίσω αυλή. Βγάζει τα γάντια, κατεβάζει την πόρτα αποκαλύπτοντας την πλατιά, άδεια καρότσα, και πιάνουμε δουλειά γωνιάζοντας τα μαδέρια από την πόρτα ώς το γρασίδι. Βάζουμε τις σανί­δες κολλητά, και ο Καμ τις στερεώνει δένοντάς τες σφιχτά με τους ιμάντες. Τα σανίδια είναι μακριά, τρία ή τριάμισι μέ­τρα, επομένως οι νόμοι της φυσικής είναι με το μέρος μας. Λογικά, θα μπορέσουμε να τον σύρουμε πάνω στη ράμπα.

Στρέφουμε τη προσοχή μας στον αλιγάτορα, ο οποίος προσπαθεί να ρίξει το φράχτη, αλλά δεν έχει από πού να πάρει φόρα. Πάνω απ’ το κεφάλι του, στο ύψος του γόνα­του, βρίσκεται μια συρμάτινη πόρτα σε μέγεθος παλάμης, κλεισμένη μ’ ένα λουκέτο με συνδυασμό. Σε κάθε απότομο χτύπημα, το λουκέτο τινάζεται και μετά χτυπάει πάνω στην πόρτα. Σε κάθε χτύπημα, τινάζομαι κι εγώ.

«Δεν μπορεί να βγει» λέει ο Καμ και παίρνει τον κόφτη.

«Δεν το ξέρεις.»

«Αν μπορούσε, δεν θα το ’χε κάνει ώς τώρα, λες;» Πιάνει με τον κόφτη το λουκέτο, λυγίζει τα πόδια του και κάθεται ανακούρκουδα. Τον σφίγγει, και το πρόσωπό του κοκκινίζει. Γρυλίζει. Ακούγεται ένας ξερός ήχος, το λουκέτο σπάει, ακο­

λουθούν μια σειρά αστραπιαίες κινήσεις. Ο Καμ ουρλιάζει και πέφτει. Τα ανοιχτά σαγόνια του αλιγάτορα είναι τα μισά έξω από την τρύπα. Το μόνο που βλέπω, είναι δόντια.

«Τον πούστη!» φωνάζει ο Καμ.

«Είσαι καλά;» τον ρωτάω.

Τεντώνει τα χέρια και κουνάει δέκα δάχτυλα.

«Καλά» μου λέει, «καλά.» Πιάνει την μπριζόλα και την πετάει στο ζώο. Το κρέας σκάει πάνω στο ρύγχος του, μένει για λίγο εκεί και μετά γλιστράει και πέφτει.

«Δεν είναι σκυλί» του λέω. «Μη περιμένεις να το αρπά­ξει στον αέρα.»

Ο Καμ βάζει τα γάντια και αργά αργά απλώνει το χέρι στο κρέας που είναι στο γρασίδι, σε ελάχιστη απόσταση από τα δόντια. Ξαφνικά, το κλουβί δεν φαίνεται πια τόσο γερό. δεν μοιάζει με κάτι που θα εμπόδιζε τον αλιγάτορα να ξεφύγει.

Το κλουβί τρέμει, αλλά αυτή τη φορά είναι από τον αέρα που έχει σηκωθεί. Σκέφτομαι μήπως έχει καταιγίδα στο Σεντ Πίτερσμπεργκ. Ο Καμ θα έπρεπε να είναι ήδη πίσω στο σπίτι του μαζί με τον Μπόμπι, και παραλίγο να του το πω, αλλά το μάτι του έχει αγριέψει. Το ’χει βάλει σκοπό να τα καταφέρει.

Μου λέει: «Θα βάλω το κρέας στο στόμα του, κι όταν το κάνω θέλω να του κλείσεις τα σαγόνια με την ταινία».

«Ξέχασέ το. Δεν υπάρχει περίπτωση να πλησιάσω το χέρι μου σ’ αυτό το πράγμα.»

Και να τι μου συμβαίνει τότε: έρχεται στο μυαλό μου η εικόνα του γιου μου με το χέρι του να κρέμεται απ’ τον αγκώνα. Η νοσοκόμα ρωτούσε πώς έγινε, κι αυτός με κοίτα­ζε, έτοιμος να πει ψέματα για χάρη μου. Υπάρχει κάτι όμορφο στην παύση ανάμεσα στην ερώτηση αυτή και στην άλλη που ακολουθεί. Μετά, είναι το χέρι του αστυφύλακα που με πιά­νει απ’ τον ώμο. Το «Ελάτε μαζί μου, κύριε, σας παρακαλώ».

 

Α! Το ’χω ακούσει εκατό φορές. Δεν μ’ αφήνει ποτέ. Είναι ένας ψίθυρος. Είναι μια καταδίκη.

Θέλω να ξαναβάλω τον αγκώνα στη θέση του μόνος μου. Θέλω να γυρίσω πίσω το χρόνο. Θέλω ο Τζακ να είναι πέντε ή δέκα χρονών. Τον θέλω κουρνιασμένο στην αγκαλιά μου, σαν σκυλάκι. Θέλω να γράφει στους τοίχους με πορτοκαλή μαρκαδόρο και μετά να ρίχνει το φταίξιμο στους αγγέλους που ζούνε στη σοφίτα. Τον θέλω, πριν η φωνή του βαρύνει δύο οκτάβες, πριν μάθει να στέκεται με το ’να χέρι στη μέση, πριν αρχίσει να μπερδεύεται. Θέλω το αγοράκι μου πίσω.

«Έλα!» μου φωνάζει ο Καμ. «Μη μου την κάνεις τώρα. Μόλις δαγκώσει, τύλιξέ τον με την ταινία.»

«Φέρε εδώ τα γάντια» του λέω.

«Όχι!»

«Δώσ’ τα γάντια και θα το κάνω εγώ.»

«Μα δεν θα μπορείς να κρατάς και την ταινία.»

«Θα βρω τρόπο. Έχε μου εμπιστοσύνη.»

Και το κάνουμε. Ο Καμ κουνάει το κομμάτι το κρέας μπροστά στη μουσούδα μέχρι να χτυπήσει στα δόντια. Τα σαγόνια το αρπάζουν. Ακούγεται ένα αφύσικο τραγάνισμα, καθώς το κόκαλο από την μπριζόλα σπάει στη μέση, και μετά γίνεται κομμάτια σαν τελίτσες.

Τυλίγω το ρύγχος μ’ ένα γύρο ταινίας, κολλάω τις άκρες κάτω απ’ τα σαγόνια και μετά πιέζω την ταινία με τα γαντο­φορεμένα χέρια μου για να κολλήσει καλά. Ύστερα αρχίζω να τυλίγω σαν τρελός. Τυλίγω το ρολό ξανά και ξανά γύρω απ’ τα σαγόνια. Η ταινία ξετυλίγεται και τα κυκλώνει σαν μαύρο σκουλήκι. Όταν τελειώνω, τα σαγόνια του αλιγάτορα είναι σφραγισμένα και τα χέρια μου τρέμουν.

«Δεν το πιστεύω» λέει ο Καμ. «Δεν το πιστεύω ότι το ’κανες αυτό.»

* * *

Ο αλιγάτορας είναι ασήκωτος. Τον κρατάμε με κεφαλοκλεί­δωμα, τα μπράτσα μας τυλιγμένα γύρω απ’ το λαιμό και τα μπροστινά του πόδια. Τα δάχτυλά μας σφίγγουν το φολι­δωτό του δέρμα και κινούμαστε με πλάγια βήματα προς το φορτηγάκι, με την ουρά του αλιγάτορα ν’ ανοίγει ένα αυλάκι στο γρασίδι. Τα πίσω πόδια του μπερδεύονται και σκαλώ­νουν στο χώμα, αλλά δεν στριφογυρίζει, ούτε χτυπιέται. Το ζώο δεν είναι υγιές. Σταματάω.

«Έλα» μου λέει ο Καμ. «Τελειώνουμε.»

«Τι κάνουμε;» ρωτάω.

«Βάζουμε έναν αλιγάτορα στο φορτηγό σου. Άντε.»

«Γιά κοίτα τον.» Ο Καμ κοιτάζει το πλατύ πράσινο κε­φάλι του ζώου, τα όρθια ρουθούνια του, τα μάτια του που είναι σαν μπαλάκια του πινγκ-πονγκ. Με κοιτάζει.

«Όχι» του λέω. «Δες τον καλά.»

«Τι;» ο Καμ αρχίζει ν’ ανυπομονεί. Αλλάζει θέση και πιά­νει καλύτερα τον αλιγάτορα. «Δεν ξέρω τι θες να δω.»

«Ούτε καν αντιστέκεται. Είναι πολύ άρρωστος. Ακόμα κι αν τον αμολήσουμε, πώς ξέρουμε ότι θα επιζήσει;»

«Δεν το ξέρουμε.»

«Ασφαλώς και δεν το ξέρουμε. Δεν ξέρουμε από πού τον έφεραν. Δεν ξέρουμε πού να τον πάμε. Κι αν τον έχει μεγα­λώσει ο Ρεντ; Πώς θα επιζήσει σε φυσικό περιβάλλον; Πώς θα μάθει να κυνηγάει και να πιάνει ψάρια και τα ρέστα;»

Ο Καμ σηκώνει τους ώμους και κουνάει το κεφάλι.

«Τότε γιατί;» τον ρωτάω. «Γιατί το κάνουμε όλο αυτό;»

Με κοιτάζει κατάματα. Μετά από ένα λεπτό, χαμηλώ­νω το βλέμμα. Τα χέρια μου έχουν μουδιάσει απ’ το βάρος του ζώου. Τα πόδια μου τρέμουν. Αρχίζουμε να περπατάμε αργά.

* * *

Δεν άφησα τον Τζακ να πει ψέματα. Δήλωσα ένοχος για βιαιοπραγία δεύτερου βαθμού, και το πράγμα δεν έφτα­σε ποτέ στα δικαστήρια. Έφαγα τέσσερις μήνες, έκανα τους δύο, συν πρόστιμα, συν κοινωνική εργασία. Αν είχε τελειώ­σει εκεί η ιστορία, θα την είχα γλιτώσει φτηνά. Όμως, αντί γι’ αυτό, έχασα την οικογένειά μου.

Την τελευταία φορά που είδα τον Τζακ, στεκόταν δίπλα στο αυτοκίνητο της μάνας του κι έδειχνε στον Άλαν το και­νούργιο δίπλωμα οδήγησης. Ήταν ακουμπισμένοι σαν κο­πελίτσες στο καπό, αλλά γελούσαν σαν άντρες με κάτι στο δίπλωμα: ένα τυπογραφικό λάθος. Βάρος: 750. Τους κοίταζα απ’ την πόρτα. Ο Τζακ κρατούσε αποστάσεις και οπισθοχω­ρούσε αν έκανα ότι πλησίαζα.

Ο Άλαν με βοήθησε να φορτώσω τα έπιπλα. Με κάθε κομμάτι, σκεφτόμουν το σώμα του Τζακ: πώς κρεμόταν ανάμεσά μας εκείνο το απόγευμα, πώς ταλαντευόταν, πόσο έμοιαζε με το παιχνίδι που πιάνετε μ’ έναν φίλο σου ένα άλλο παιδί από τα χέρια και τα πόδια, και το πετάτε απ’ το μόλο στη λίμνη.

Ό,τι ανήκε στον Τζακ και στη Λιν, το ’χαμε πακετάρει σ’ ένα φορτηγό. Κανονικά, δεν θα έπρεπε να ξέρω πού πή­γαιναν. Δεν θα έπρεπε να τους ξαναδώ, αλλά βρήκα χάρτες και οδηγίες μέσα στα πράγματα της Λιν, κι έτσι σημείωσα την καινούργια τους διεύθυνση στο Μπατόν Ρουζ. Θα μπο­ρούσα να τη συγχωρήσω που δεν ήθελε να με ξαναδεί, αλλά το να μου πάρει τον γιο ήταν κάτι που δεν μπορούσα να το ανεχτώ.

Αποφάσισα ότι θα πήγαινα εκεί μια μέρα, μια μέρα που όμως γινόταν όλο και πιο μακρινή με κάθε απόγευμα που περνούσε. Και τι θα έκανε ο Τζακ όταν θ’ άνοιγε την πόρτα; Στα όνειρά μου, πάντα ο Τζακ ανοίγει την πόρτα. Θ’ άνοιγα την αγκαλιά μου σαν πρόσκληση. θα έλεγα όσα δεν είχα πει.

Όμως, εκείνο το απόγευμα, ο Άλαν ήταν που μου’χε στείλει τον Τζακ. Η Λιν περίμενε στο φορτηγό, έτοιμη να φύγουν. Ο Άλαν έδειχνε προς το μέρος μου. Είχαν κάποια διαφωνία με τον Τζακ σε ψιθυριστούς τόνους. Τελικά, σαν από θαύμα, ο Τζακ ήρθε προς το μέρος μου. Δεν κουνήθηκα απ’ την πόρτα, κι ο Τζακ δεν πέρασε το κατώφλι.

Τι μπορώ να πω για το παιδί μου; Ήταν ένα όμορφο αγόρι, κι όπως στεκόταν μπροστά μου, είδα πως είχε μετα­μορφωθεί σε κάτι διαφορετικό: έναν άντρα που δεν κατα­λάβαινα. Το μπλουζάκι του παραήταν εφαρμοστό κι έφτανε μόλις πάνω από τον αφαλό του. Μια γραμμή καστανές τρίχες άρχιζε από κει και χανόταν πίσω από την ασημένια αγκράφα της ζώνης του. Τα νύχια του ήταν βαμμένα μαύρα. Είχε βγά­λει το γύψο, και το δεξί του χέρι ήταν μια φωλιά σκούρες, κατσαρές τρίχες.

Ήθελα να του πω: Θέλω να σε καταλάβω.

Ήθελα να του πω: Θα κάνω ό,τι χρειάζεται για να κερδί­σω την εμπιστοσύνη σου.

Ήθελα να του πω: Σ’ αγαπάω, αλλά ποτέ δεν το είπα, όχι στον Τζακ —ναι, είμαι από κείνους τους άντρες— και δεν άντεχα στη σκέψη ότι θα έλεγα τέτοια λόγια στον γιο μου για πρώτη φορά και δεν θα τον άκουγα να μου τα ανταπο­δίδει.

Αντί γι’ αυτό, δεν είπα τίποτα.

Ο Τζακ μου έδωσε το χέρι του και χαιρετηθήκαμε σαν ξένοι.

Ακόμα αισθάνομαι αυτό το διάστημα που κράτησε η χειραψία του Τζακ: το νεύμα από δύο ενωμένες παλάμες — σαρξ εκ της σαρκός μου.

* * *

Η βροχή πέφτει κατά ριπάς, και οι καθαριστήρες με το ζόρι προλαβαίνουν. Οδηγώ εγώ. Ο Καμ κάθεται δίπλα μου. Έχει βάλει το κουτί των παπουτσιών πάνω στο κάθισμα, ανά­μεσά μας. Το χέρι του ακουμπάει προστατευτικά πάνω στο καπάκι. Ο αλιγάτορας, πίσω, γλιστράει μαζί με τις σανίδες. Έχουμε δέσει το μουσαμά πάνω από την καρότσα για να κρύ­ψουμε το φορτίο μας, αλλά χωρίς να τον σφίξουμε, και τώρα ο μουσαμάς κάνει κοιλιά απ’ το νερό κι απειλεί να πλακώσει το ζώο.

Ο Καμ ανοίγει το ράδιο και πιάνουμε το δελτίο καιρού πριν το μεγάφωνο γεμίσει παράσιτα.

«…αναβαθμίστηκε σε τροπική καταιγίδασυνήθως ση­ματοδοτεί τη δημιουργία τυφώνακαταιγίδα δυναμώνει κα­θώς κινείται προς τον κόλποαναμένεται να φτάσει βόρεια μέχρι την άκρη της Πολιτείαςνότια μέχρι το Σεντ Πίτερ­σμπεργκ…»

Ο Καμ κλείνει το ραδιόφωνο. Κοιτάμε τη βροχή να χτυ­πάει το παρμπρίζ, και τις μαύρες φλασιές των καθαριστήρων να διώχνουν το νερό.

Δε ρωτάω αν ο Μπόμπι φοβάται τις καταιγίδες. Όταν ήμουν παιδί φοβόμουν, ενώ ο Τζακ, όχι. Όταν είχε καταιγίδα, ο Τζακ στεκόταν στο παράθυρο και κοίταζε τα κλαριά να πέφτουν στο δρόμο, και τα καλώδια του ηλεκτρικού να σω­ριάζονται στα πεζοδρόμια. Χαμογελούσε και κοιτούσε μέχρι να τον τραβήξει η Λιν από το τζάμι, για να πάμε στο μπάνιο με τις κουβέρτες και τους φακούς μας. Τότε μόνο, στριμωγ­μένος στο σκοτάδι, έβαζε μερικές φορές τα κλάματα.

«Θα πρέπει να γυρίσουμε» είπα. «Ίσως να έχει διακοπή ρεύματος.»

«Ο Μπόμπι είναι γενναίο παιδί» λέει ο Καμ. «Μια χαρά θα είναι.»

«Καμ» του λέω.

«Σε περίπτωση που το ξέχασες» μου λέει, «έχουμε κι εκείνον το γαμημένο τον αλιγάτορα πίσω.»

Δε λέω τίποτα. Ό,τι γίνει θα είναι ευθύνη του. Γι’ αυτό, σκέφτομαι, δε φταις εσύ.

Βροντές τραντάζουν το φορτηγό. Λίγο πιο μακριά, ένας πύργος κινητής τηλεφωνίας πιάνει φωτιά από έναν κεραυνό. Μια βροχή σπίθες πέφτουν στο δρόμο. Φλόγες πέφτουν στα αυτοκίνητα. Όλοι συνεχίζουν να οδηγούν.

Δεν ξέρω πού πηγαίνουμε, αλλά ο Καμ λέει πως πλησι­άζουμε.

Καμ, λέω από μέσα μου, μετά απ’ αυτό δεν σου χρωστάω τίποτα πια. Μόλις ξεμπερδέψουμε, έχουμε πατσίσει.

«Αν φοβάσαι για τη δουλειά» μου λέει, «θα μιλήσω στον Μίκι. Θα του πω για τον Ρεντ. Θα δείξει κατανόηση αν πας λίγο αργοπορημένος.»

«Δεν ανησυχώ για τον Μίκι» λέω. Δεν λέω: Χεσμένο τον έχω τον Μίκι. Δεν λέω: Άντε στο διάολο κι εσύ κι ο Μίκι.

«Κοίτα, ξέρω γιατί κάνεις γερμανικά νούμερα. Ο Μίκι μού είπε για τον καβγά με τον πελάτη. Αλλά αυτό είναι άλλο. Αυτό, θα το καταλάβει.»

Αναγνωρίζω αμέσως τον κόμπο στο λαιμό μου. Θα είναι θαύμα αν δεν αρχίσω να πίνω απ’ το πρώτο λεπτό που θα μείνω μόνος.

«Μπες σ’ αυτή την έξοδο» λέει ο Καμ. «Στο τέλος, στρί­ψε δεξιά.»

Οδηγώ το φορτηγάκι στην κατηφόρα προς την οδό Γκρόουβ. Το νερό πίσω χύνεται, και ο μουσαμάς αδειάζει. Πόδια αλιγάτορα ξύνουν για να κρατηθούν στο αυλακωτό πλαστικό πάτωμα της καρότσας.

«Πού πάμε;» ρωτάω.

«Στο Χέιβενμπρουκ» μου λέει. Περιμένω να μου πει ότι κάνει πλάκα, αλλά ο Καμ δεν κάνει πλάκα.

* * *

Η πιο μεγάλη από τις λίμνες περιλαμβάνει την 17η τρύπα. Ο Καμ είχε δει αλιγάτορες εκεί παλιότερα, θηρία που βγαίνουν να λιαστούν τρομάζοντας τους παίκτες του γκολφ. Δεν έχω παίξει ποτέ μου γκολφ, ούτε ο Καμ, αλλά ήταν επικεφαλής μιας ομάδας που είχε επισκευάσει τη στέγη της λέσχης μετά τον περσινό τυφώνα. Θυμάται τον πενταψήφιο κωδικό, που ισχύει ακόμα. Η πόρτα ασφαλείας ανοίγει και μπαίνουμε στο πλακόστρωτο δρομάκι που χρησιμοποιούν οι συντηρητές.

Δεν υπάρχει ψυχή στο γήπεδο. Πεσμένα κλαδιά είναι σκόρ­πια στο γρασίδι. Ένα παρατημένο άσπρο αυτοκινητάκι είναι πεσμένο στο πλάι, στο σημείο όπου ο δρόμος πάει γύρω από την 15η τρύπα.

Αστραπές σκίζουν τον ουρανό. Το παρμπρίζ έχει γίνει ένα με το νερό της βροχής, και ξαφνικές ριπές ανέμου σπρώ­χνουν το φορτηγάκι δεξιά-αριστερά. Αγωνίζομαι να κρατή­σω το τιμόνι και να μείνουμε στη άσφαλτο. Ακόμα κι ο Καμ έχει γουρλώσει τα μάτια κι έχει μπήξει τα δάχτυλα στο μαξι­λάρι του καθίσματος. Το κουτί των παπουτσιών αναπηδάει ανάμεσά μας.

Φτάνουμε στη λίμνη, αλλά το χείλος της είναι μισό γή­πεδο ποδοσφαίρου μακριά. Το χορτάρι είναι μουλιασμένο, και η λίμνη έχει ήδη πλημμυρίσει τις όχθες της. Ξέρω πως αν έστω και μία ρόδα φύγει από την άσφαλτο, θα βουλιάξουμε στη λάσπη και δε θα μπορέσουμε να βγάλουμε το φορτηγάκι από κει μέσα.

«Δεν μπορώ να οδηγήσω ώς εκεί» λέω του Καμ. Χρει­άζεται να φωνάζω μέσα στον αέρα, τη βροχή και τις εκκω­φαντικές βροντές. Είναι σαν να διαλύεται ο κόσμος. «Μόνο μέχρι εδώ μπορώ να πάω.»

Ο Καμ λέει κάτι που δεν μπορώ ν’ ακούσω, και μετά βγαίνει απ’ το φορτηγάκι και η πόρτα κλείνει με ορμή πίσω του. Πηδάω έξω, και η υγρή παγωνιά με χτυπάει κατάμουτρα. Σε δευτερόλεπτα, έχω βραχεί ώς το κόκαλο και τα ρούχα μου έχουν βαρύνει. Το μόνο που ακούω είν’ ο αέρας. Κινούμαι λες κι είμαι κάτω από νερό.

Μόλις ο Καμ βγάζει το μουσαμά, η καταιγίδα τον αρπά­ζει, κι αυτός πετάει κυματίζοντας στον ουρανό σαν φλεγόμε­νο μπλε αλεξίπτωτο πάνω από τα δέντρα. Μπερδεύεται στα κλαδιά, και μετά ακούγεται μόνο ο ήχος απ’ τις άκρες του που τις σφυροκοπάνε οι ριπές του ανέμου.

Ο Καμ μου φωνάζει. Τα δόντια του γυαλίζουν όταν αστράφτει, αλλά τα λόγια του χάνονται στον αέρα. Του δεί­χνω τ’ αυτί μου και κουνάει το κεφάλι. Δείχνει τον αλιγάτο­ρα. Πλησιάζουμε αργά. Περιμένω πως το ζώο θα επιτεθεί, αλλά εκείνο μένει ακίνητο. Κοιτάζω τα σαγόνια του. Είναι ακόμα τυλιγμένα. Αυτή, σκέφτομαι, θα είναι το τελευταίο μας στοίχημα. Αν μας ξεφύγει πριν του βγάλουμε την ταινία, είναι καταδικασμένος.

Αναρωτιέμαι ποιος απ’ τους δυο θα σκαρφαλώσει στην καρότσα, όταν ο αλιγάτορας αρχίζει να κινείται προς τα έξω. Πηδάμε προς τα πίσω, καθώς εκατοντάδες κιλά ερπετού χύ­νονται από την καρότσα στο γρασίδι. Η πόρτα λυγίζει από το βάρος και κρέμεται στον αέρα σαν καταπακτή, με τους ρεζέδες ξεχαρβαλωμένους. Μετά, ο αλιγάτορας είναι ελεύ­θερος στο χορτάρι. Δεν κουνιόμαστε. ούτε εκείνος.

Ο Καμ με πλησιάζει. Βάζει τα χέρια του στο στόμα σαν μεγάφωνο και σκύβει στ’ αυτί μου. Η ζεστή του ανάσα με ξαφνιάζει μέσα σ’ όλο αυτό το δυνατό κρύο και τη βροχή.

«Νομίζω πως είναι ζαλισμένος» φωνάζει. «Πρέπει να βγάλουμε τη ταινία, τώρα.»

Κουνάω το κεφάλι. Είμαι εξουθενωμένος κι ανήσυχος και ξέρω πως δεν υπάρχει τρόπος να σύρουμε τον αλιγάτορα ώς το νερό. Αναρωτιέμαι αν θα τα καταφέρει, αν θα βρει το δρόμο για το νερό, ή αν η πτώση από το φορτηγό ήταν το τελευταίο χτύπημα, κι αν αύριο οι φύλακες θα βρουν έναν ψόφιο αλιγάτορα καμιά πενηνταριά μέτρα από τη λίμνη. Θα έμπαινε στο πρωτοσέλιδο της St. Petersburg Times. Γιγαντι­αίος αλιγάτορας νεκρός από τον τυφώνα. Οι αρχές θα προ­βληματίζονταν.

«Θέλω να τον καβαλήσεις στο λαιμό» φωνάζει ο Καμ. «Να κρατάς το κεφάλι του στο έδαφος. Θα προσπαθήσω να βγάλω την ταινία.»

«Όχι» του λέω. Δείχνω το στήθος μου. Κάνω έναν κύκλο στον αέρα με το χέρι, μια παντομίμα ξετυλίγματος. Ο Καμ ξαφνιάζεται, αλλά συμφωνεί.

Βάζει πάλι τα χέρια του κοντά στο πρόσωπό μου και μου φωνάζει τις ζεστές του λέξεις στ’ αυτί. «Με το σύνθημα» λέει, αλλά τον σπρώχνω.

Δεν περιμένω το σύνθημα. Πριν το καταλάβω, είμαι στο έδαφος, με τη μία μου πλευρά μέσα στη λάσπη, και σκίζω την ταινία με τα νύχια μου. Τα μάτια μου είναι πόντους μα­κριά απ’ του αλιγάτορα. Ανοιγοκλείνει τα μάτια του χωρίς να τ’ ανοιγοκλείνει — μια λεπτή, διάφανη μεμβράνη γλιστράει πάνω στο βολβό του ματιού από πίσω προς τα μπρος. Είναι κάτι που πρέπει να το δει κανείς. Είναι ένα κλείσιμο ματιού με νόημα. Το βλέπω κι αισθάνομαι ασφαλής.

Είναι πιο δύσκολο να ξετυλίξω την ταινία απ’ ό,τι ήταν να την τυλίξω. Η βροχή την έχει μαλακώσει και η κόλλα εί­ναι σαν γλίτσα. Κάθε λίγες βόλτες, μου γλιστράει απ’ το χέρι. Στο τέλος, την τυλίγω στο χέρι μου σαν φίδι. Ξετυλίγεται, κι η γροθιά μου δεν αργεί να γίνει σαν μπάλα από σκούρο, κολλώδες φρούτο. Το τελευταίο κομμάτι της ταινίας ξεκολ­λάει απ’ το ρύγχος, κι εγώ κυλάω μακριά απ’ τον αλιγάτορα. Σηκώνομαι, κι ο Καμ με τραβάει προς τα πίσω. Με κρατάει όρθιο. Ο αλιγάτορας δοκιμάζει τα σαγόνια του, ανοιγοκλεί­νει πλατιά το στόμα του, και μετά φεύγει με ζιγκ-ζαγκ προς το νερό.

Είναι γρήγορος και δυνατός, κι εγώ χαίρομαι που έχει κρύο και βρέχει, κι έτσι ο Καμ δεν μπορεί να δει τα δάκρυα που κυλάνε στα μάγουλά μου, και δεν θα καταλάβει πως τρέ­μω απ’ τους λυγμούς. Μ’ αφήνει και νομίζω πως θα πέσω, αλλά τρέχω. Τρέχω! Και γελάω και ουρλιάζω και πηδάω και υψώνω τη γροθιά μου στον αέρα. Φωνάζω: «Φύγε! Φύγε!». Και πριν ο αλιγάτορας φτάσει στο νερό, ορμάω, και με τις άκρες των δακτύλων μου αγγίζω τις τελευταίες φολίδες της ουράς που χτυπάει μπροστά μου. Ο ουρανός είναι φωτισμέ­νος απ’ τις αστραπές και βλέπω το τεράστιο σώμα, τόσο άχα­ρο κι αδέξιο στην ξηρά, να γλιστράει στο νερό, εκεί όπου πρέπει να είναι. Εκείνο το μεγαλειώδες σώμα σκίζει το νερό γρήγορα κι απαλά, ο αλιγάτορας βουτάει και χάνεται στον κόσμο όπου ανήκει, ασφαλής στη ζεστή ησυχία της λάσπης και των ψαριών κι όλων των αθέατων πραγμάτων που ευδο­κιμούν στη βαθιά, πράσινη σκοτεινιά.

* * *

Δεν μιλάμε πολύ στο δρόμο της επιστροφής. Η βροχή έχει γίνει μια κανονική, σταθερή νεροποντή. Η καμπίνα του φορτηγού έχει παγώσει. Ο Καμ κρατάει τα χέρια του κοντά στους αεραγωγούς για να εκμεταλλευτεί την όποια λιγοστή ζέστη ξεφεύγει από κει. «Κάναμε μια καλή πράξη» λέει ο Καμ, κι εγώ συμφωνώ, αλλά ανησυχώ. Με τι κόστος; Ακούμε

34

το ραδιόφωνο, αλλά η καταιγίδα πηγαίνει βόρεια. Οι ρεπόρ­τερ έχουν πάει σε άλλες πόλεις. Κλιαργουότερ, Χομοσάσα, Οκάλα.

«Υπήρξε αυτή η μία φορά» λέει στο τέλος ο Καμ. «Πριν από καμιά πενταετία. Μίλησα στον Ρεντ.»

Αυτό το ακούω τώρα. Και ξέρω πως δεν είναι μικρή απο­κάλυψη.

«Τον πήρα τηλέφωνο» μου λέει. «Του τηλεφώνησα και του είπα: “Μπαμπά, θέλω να ξέρεις πως έχεις έναν εγγονό και τ’ όνομά του είναι Ρόμπερτ, και νομίζω πως θα πρέπει να γνωρίσει τον παππού του”. Και ξέρεις τι έκανε το αρχίδι; Μου το ’κλεισε. Η μόνη λέξη που μου είπε ο Ρεντ στα είκοσι χρόνια ήταν: “Εμπρός” όταν σήκωσε το τηλέφωνο.»

«Λυπάμαι» του λέω.

«Αν μου είχε πει έστω και μία φορά συγγνώμη, θα του είχα συγχωρήσει τα πάντα. Θα τον συγχωρούσα ακόμα κι αν με σκότωνε. Ήταν ο πατέρας μου. Θα του τα συγχωρούσα όλα.»

Τρίβει τα χέρια του δυνατά, προσπαθώντας να ζεστα­θεί.

«Ξέρεις γιατί έχω όλα αυτά τα γαμημένα τατουάζ;» με ρωτάει. «Για να κρύψω τις γαμημένες ουλές από κείνη την νύχτα που ο Ρεντ με χάραξε με το μαχαίρι για το κρέας, και θα του το είχα συγχωρήσει κι αυτό αν είχε πει κάτι, οτιδήπο­τε, όταν απάντησε στο τηλέφωνο.»

Ο Καμ δεν τρέμει, ούτε κλαίει με λυγμούς, ούτε χτυπάει τη γροθιά του στο ταμπλό, αλλά όταν κοιτάζω αλλού, πιάνω την αντανάκλασή του στο παράθυρο να τρίβει τα μάτια του, και ξαφνικά λυπάμαι για την ανυπομονησία μου και για την κακία που του είχα κρατήσει όλο το απόγευμα.

«Τουλάχιστον προσπάθησες» του λέω, «και δεν θ’ ανα­ρωτιέσαι στην υπόλοιπη ζωή σου.»35

Μένουμε για λίγο σιωπηλοί. Η βροχή στην οροφή χτυ­πάει ρυθμικά και με ηρεμεί.

«Ξέρεις, υπηρέτησα με γκέι παιδιά στον Κόλπο» μου λέει και παραλίγο να βγω απ’ το δρόμο. Η μία ρόδα ξέφυγε από την άσφαλτο και ο πλαϊνός καθρέφτης σχεδόν χτύπησε μια προστατευτική μπάρα, προτού το φορτηγάκι ξαναμπεί στη λωρίδα.

«Χριστέ μου!» λέει ο Καμ. «Απλώς, θέλω να πω πως ήταν μια χαρά παιδιά, κι αν ο Τζακ είναι γκέι, δεν ήρθε το τέλος του κόσμου.»

«Ο Τζακ είναι μπερδεμένος» του λέω. «Δεν είναι γκέι.»

«Τέλος πάντων, είτε είναι είτε δεν είναι, ό,τι κι αν νομί­ζεις, ή θέλεις, ή λες, δεν θα το αλλάξεις.»

«Καμ, σε σέβομαι, αλλά αυτό δεν σε αφορά.»

«Το ξέρω» μου λέει. Κάθεται πιο ίσιος στην θέση του και πιάνει το χερούλι της πόρτας καθώς φτάνουμε στο τετράγω­νό μας. «Απλώς, λέω ότι δεν είναι πολύ αργά.»

Μπαίνουμε στην είσοδο. Ο Καμ πετιέται απ’ το φορ­τηγάκι πριν σταματήσω. Η αυλή έχει τα χάλια της, παντού πεσμένα κλαδιά και σκουπίδια. Δύο παντζούρια έχουν φύγει απ’ το μπροστινό μέρος του σπιτιού. Το γραμματοκιβώτιο έχει πέσει. Εκτός απ’ αυτά, όλα τ’ άλλα φαίνονται εντάξει. Κοιτάζω στο τέλος του δρόμου, και το σπίτι μου είναι ακόμα στη θέση του.

Όταν γυρίζω προς το σπίτι του Καμ, αυτό που βλέπω κάνει την καρδιά μου κομμάτια. Τον βλέπω να τρέχει στον κήπο. Βλέπω τον Μπόμπι με τα χέρια κολλημένα στο μεγάλο παράθυρο. Το πρόσωπό του είναι πρησμένο και κόκκινο. Ο Καμ εξαφανίζεται μέσα στο σπίτι και μετά είναι με το παιδί, έχει γονατίσει και τραβάει τον Μπόμπι κοντά του. Του ψι­θυρίζει: «Συγγνώμη, συγγνώμη» ξανά και ξανά, κι ο Μπόμπι καταρρέει στην αγκαλιά του, χώνει το κεφάλι του στο στή­

36

θος του Καμ, κι ο φίλος μου τυλίγει τον γιο του με δράκους.

Τους κοιτάζω. Μένουν έτσι για ώρα, καδραρισμένοι απ’ το παράθυρο, το σπίτι και τον ουρανό που σκοτεινιάζει. Τους παρακολουθώ, και μετά ανοίγω το κουτί των παπουτσιών και κοιτάζω μέσα.

Δεν ξέρω τι περίμενα να δω, πάντως όχι αυτό. Βρίσκω πάνω από καμιά εκατοστή γράμματα. Χοντρικά, ένα γράμμα το μήνα για περίπου δέκα χρόνια, όλα κλειστά. Όλα έχουν ημερομηνία και σφραγίδα «ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟ­ΛΕΑ», και το τελευταίο είναι σταλμένο μόλις πριν μία εβδο­μάδα. Όλα είναι γραμμένα με τον ίδιο τρεμάμενο χαρακτή­ρα, όλα απευθύνονται στον ίδιο παραλήπτη, τον κύριο Κά­μερον Σταρνς, από τον ίδιο αποστολέα: τον Ρεντ.

Και τότε καταλαβαίνω πως δεν υπήρξε τηλεφώνημα, ούτε συγχώρεση από την πλευρά του Καμ, ότι δεν πλησία­σε παρά μόνο όταν το τέρας είχε απομακρυνθεί οριστικά, με ασφάλεια.

Κοιτάζω τα γράμματα και καταλαβαίνω ποιος είν’ αυτός που ο Καμ θέλει να με αποτρέψει να γίνω.

Βγαίνω απ’ το δρομάκι. Σταματάω στο γραμματοκιβώ­τιο του Καμ και βάζω μέσα το κουτί.

Ακολουθώ το δρόμο μέχρι το τέλος του τετραγώνου. Στο stop, σταματάω. Δεν μπορώ ν’ αποφασίσω αν θα στρί­ψω δεξιά ή αριστερά. Τελικά, ακολουθώ την Εθνική. Έχω μια εφεδρική στολή στο φαγάδικο, καθαρή και στεγνή, κι αν βιαστώ, δε θ’ αργήσω στη δουλειά.

Αλλά δεν πηγαίνω εκεί.

Είναι δέκα ώρες δρόμος ώς το Μπατόν Ρουζ, αλλά θα τον κάνω σε οκτώ. Θα φτάσω πριν το πρωί. Θα οδηγήσω βό­ρεια, ακολουθώντας την καταιγίδα. Θα οδηγήσω μέσα στον αέρα και τη βροχή. Θα οδηγήσω όλο το βράδυ.

ΠΟΪΣΑΝΤ ΤΖΕΪΜΣ ΝΤΕΪΒΙΝΤ