ΚΑΠΟΙΟΣ ΛΟΎΚΑΣ

ΚΑΠΟΙΟΣ ΛΟΎΚΑΣ

Συγγραφέας: ΚΟΡΤΑΣΑΡ ΧΟΥΛΙΟ
Μετάφραση: ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ
Εκδόθηκε: 23/11/2018
ISBN: 978-618-5400-00-2
Σελίδες: 184

€14.31 €15.90

  Στο καλαθι βιβλια

                         Ο Λούκας και οι μονόλογοί του

 

 Ρε συ, άκου να σου πω, δε φτάνει που τ’ αδέλφια σου μου τα ’πρηξαν ώς το μη παρέκει ενόσω σε περίμενα με τόση όρεξη να πάμε μια βόλτα, έχω και σένα να καταφτάνεις μούσκεμα, μ’ αυτή τη φάτσα κάτι ανάμεσα σε βαρίδι κι αναποδογυρισμένη ομπρέλα που κι αν την έχω δει τόσες φορές. Έτσι δεν κά-νουμε προκοπή, να το ξέρεις. Τι σόι βόλτα θα ’ναι αυτή αν πρόκειται να σε κοιτάζω όλη την ώρα για να καταλάβω πως μαζί σου θα βραχώ ώς το κό-καλο, πως το νερό θα κατρακυλάει στο σβέρκο μου, πως τα cafés θα μυρίζουν υγρασία και θα ’χει σίγουρα μια μύγα στο κρασί μου;

      Μπορώ να πω ότι δεν έχει νόημα να σου δίνει κανείς ραντεβού […].

 

                                         Μοίρα των εξηγήσεων

 

Κάπου πρέπει να υπάρχει μια χωματερή όπου στοιβάζονται οι εξηγήσεις.

      Ένα μόνο πράγμα είναι ανησυχητικό σ’ αυτό το σωστό πανόραμα: ό,τι ενδέχεται να συμβεί τη μέρα που κάποιος θα κατορθώσει να εξηγήσει και τη χωματερή.

 

                                                 Έρωτας 77

 

Κι αφού κάνουν όλα όσα κάνουν, σηκώνονται, πλένονται, πουδράρονται, παρφουμάρονται, χτενίζονται, ντύνονται, κι έτσι, σιγά σιγά, ξαναγίνονται αυτό που δεν είναι.

 

Πίσω από το όνομα «Λούκας» κρύβεται κάποιος «Χούλιο» που αφηγείται ιστορίες για τους αγαπημένους του πιανίστες, τις ζωές εκκεντρικών καλλιτεχνών, τα έθιμα ορισμένων αργεντινών οικογενειών, την αγάπη και τη φιλία. Ακούραστος ανατροπέας κανόνων, προσφέρει μέχρι και συμβουλές για το πώς να γυαλίσετε τα παπούτσια σας, να γράψετε ποιήματα, να δώσετε διαλέξεις, να καταφέρετε να σας πετάξουν έξω με τις κλοτσιές από μια συναυλία ή να κολυμπήσετε σε μια πισίνα με αλεύρι. Σε τελική ανάλυση, αυτό εδώ είναι περισσότερο ένα εγχειρίδιο κόντρα στη σοβαρότητα, παρά ένα βιβλίο μυθοπλασίας.

Ο Λούκας και οι μάχες του με την ύδρα


Όσο γερνάει, τόσο συνειδητοποιεί ότι δεν είν’ εύκολο να τη σκοτώσει.
Εύκολο να ’σαι ύδρα, δύσκολο να τη σκοτώσεις, γιατί όσο και να τη σκοτώσεις κόβοντάς της τα πολλά κεφάλια (μεταξύ επτά και εννέα σύμφωνα με αξιόπιστους συγγραφείς και ζωολόγια), οφείλεις να της αφήσεις τουλάχιστον ένα, αφού η ύδρα είναι ο ίδιος ο Λούκας, κι αυτό που θέλει ο Λούκας είναι να βγει από την ύδρα αλλά να παραμείνει εντός του Λούκας, να περάσει από τον πολυ- στον μονο-κέφαλο. Εδώ να σ’ έβλεπα, λέει ο Λούκας ζηλεύοντας τον Ηρακλή που δεν αντιμετώπισε ποτέ ανάλογα προβλήματα με την ύδρα και μπόρεσε με μία και μόνο σπαθιά να τη μετατρέψει σ’ ένα ωραίο σιντριβανάκι απ’ όπου ξεπηδούσαν επτά ή εννέα πίδακες αίμα. Άλλο να σκοτώσεις την ύδρα κι άλλο να είσαι εσύ αυτή η ύδρα που κάποτε ήταν μόνο Λούκας και τώρα λαχταράς να ξαναγίνει. Για παράδειγμα, της δίνεις μία στο κεφάλι που συλλέγει δίσκους κι άλλη μία σ’ αυτό που τοποθετεί απαρεγκλίτως την πίπα αριστερά στο γραφείο και το ποτήρι με τους μαρκαδόρους δεξιά και προς τα πίσω. Ας δούμε τώρα τι πετύχαμε:
Χμμμ… κάτι καταφέραμε, δύο κομμένα κεφάλια προκαλούν κρίση στα εναπομείναντα, τα οποία πυρετωδώς στοχάζονται και ξαναστοχάζονται εν όψει του θλιβερού επικειμένου. Μ’ άλλα λόγια: για μια στιγμή τουλάχιστον παύει να είναι καταπιεστική αυτή η επείγουσα ανάγκη να συμπληρώσει τη σειρά με τα μαδριγάλια του Τζεζουάλντο, πρίγκιπα της Βενόζας (του λείπουν, του Λούκας, δύο δίσκοι της σειράς, απ’ ό,τι φαίνεται έχουν εξαντληθεί, δε θα τους ξανακυκλοφορήσουν, κι αυτό του χαλάει την ευχαρίστηση ότι διαθέτει τους άλλους. Να κοπεί απ’ τη ρίζα το κεφάλι που έτσι σκέφτεται, που έτσι επιθυμεί, που έτσι τυραννάει.) Aπό την άλλη, είναι ανησυχητικά καινοτόμο το ν’ απλώνεις το χέρι σου να πιάσεις την πίπα, κι αυτή να μην είναι στη θέση της. Ας αξιοποιήσουμε αυτή τη θέληση για αταξία κόβοντας απ’ τη ρίζα αυτό το κεφάλι φίλο του εγκλεισμού, της μπερζέρας δίπλα στο λαμπατέρ, του ουίσκι στις εξήμιση με δύο παγάκια και λίγη σόδα, των βιβλίων και των περιοδικών που σωρεύονται κατά σειράν προτεραιότητος.
Ωστόσο, είναι πολύ δύσκολο να σκοτώσει την ύδρα και να επιστρέψει στον Λούκας, κι αυτό το συνειδητοποιεί όταν έχει ήδη φτάσει στη μέση της αιματηρής μάχης. Για αρχή, την περιγράφει σ’ ένα χαρτί που έβγαλε απ’ το δεύτερο δεξιό συρτάρι του γραφείου, όταν, εδώ που τα λέμε, χαρτιά υπάρχουν παντού ολόγυρά του, αλλά όχι, κύριε, αυτή είναι η τελετουργία, για να μη μιλήσουμε και για το ιταλικό λαμπατέρ εκτατού βραχίονα τεσσάρων θέσεων εκατό βατ τοποθετημένο σαν γερανός πάνω από εργοτάξιο και λεπτοτεχνικότατα σχεδιασμένο έτσι ώστε η ακτίνα φωτός και τα λοιπά. Κεραυνοβόλο χτύπημα σ’ αυτό το κεφάλι καθισμένου αιγύπτιου γραφιά. Πάει άλλο ένα, ουφ. Ο Λούκας πλησιάζει τον εαυτό του, το πράγμα αρχίζει να πηγαίνει καλά.
Δε θα καταφέρει ποτέ να μάθει πόσα κεφάλια τού μένουν να κόψει, γιατί χτυπάει το τηλέφωνο κι είναι η Κλοντίν που του λέει πως πρέπει να πάνε τρέ-χον-τας στο σινεμά όπου παίζεται μια ταινία του Γούντι Άλεν. Προφανώς ο Λούκας δεν έχει κόψει τα κεφάλια με τη δέουσα οντολογική σειρά, γιατί η πρώτη του αντίδραση είναι όχι, με τίποτα, η Κλοντίν βράζει στην άλλη άκρη της γραμμής, Γούντι Άλεν Γούντι Άλεν, και ο Λούκας μωρό μου μη με πιέζεις αν θες να βγάλεις κάτι από μένα, πιστεύεις πως μπορώ να εγκαταλείψω έτσι αυτή τη μάχη που αναβλύζει πλάσμα και παράγοντα Ρέζους μόνο και μόνο επειδή εσένα σου ’χει κολλήσει αυτός ο Γούντι Γούντι, πρέπει να καταλάβεις ότι υπάρχουν αξίες και αξίες. Όταν στην άλλη άκρη της γραμμής το Αναπούρνα αφήνεται να γκρεμιστεί σαν ακουστικό στη βάση του, ο Λούκας καταλαβαίνει πως έπρεπε να σκοτώσει πρώτα το κεφάλι που οργανώνει, σέβεται και ιεραρχεί το χρόνο, ίσως έτσι θα χαλάρωναν όλα ξαφνικά, οπότε πίπα Κλοντίν μαρκαδόροι Τζεζουάλντο ανάκατα και, φυσικά, Γούντι Άλεν. Τώρα πια είν’ αργά, τώρα πια ούτε Κλοντίν ούτε λόγια για να συνεχίσει ν’ αφηγείται τη μάχη αφού δεν υπάρχει μάχη, ποιο κεφάλι να κόψει αφού πάντα θα μένει ένα άλλο πιο αυταρχικό, είναι ώρα ν’ απαντήσει στην αλληλογραφία που ’χει μαζευτεί, σε δέκα λεπτά το ουίσκι με τα παγάκια του και τη σοδίτσα του, είναι τόσο ξεκάθαρο ότι έχουν αρχίσει να ξαναφυτρώνουν, ότι το κόψιμό τους δε χρησίμεψε σε τίποτα. Στον καθρέφτη του μπάνιου ο Λούκας βλέπει ολόκληρη την ύδρα, τα στόματά της με τα λαμπερά χαμόγελα, όλα τα δόντια έξω. Επτά κεφάλια, ένα για κάθε δεκαετία και, σαν να μην έφτανε αυτό, η υποψία πως μπορεί να του φυτρώσουν άλλα δύο, υπακούοντας σε κάποιες αυθεντίες ως προς υδρικά θέματα, αρκεί, φυσικά, να ’χει την υγειά του.
 

ΚΟΡΤΑΣΑΡ ΧΟΥΛΙΟ