€15.26 €16.96
Στο καλαθι βιβλια«Ο μπαμπάς μ’ έπιασε από τους ώμους κι έγινε κατακόκκινος. ‘‘Μη φορέσεις ποτέ ξανά γυναικεία ρούχα, ακούς τι σου λέω; Ακούς τι σου λέω, Γκίγε;’’ Και είπε: ‘‘Την επόμενη φορά που θα σ’ ακούσω να λες μπροστά στους θείους ότι όταν μεγαλώσεις θέλεις να γίνεις Μαίρη Πόππινς, σου τ’ ορκίζομαι ότι… σου τ’ ορκίζομαι ότι…’’».
Ο Γκίγε δίνει την εικόνα ενός παιδιού χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Δείχνει ευτυχισμένος, είναι επιμελής και φρόνιμος μαθητής της Δ΄ δημοτικού και κάνει πολύ στενή παρέα με μια συμμαθήτριά του από το Πακιστάν, τη Ναζία. Η μαμά του Γκίγε εργάζεται στο Ντουμπάι και είναι εντελώς απούσα, ο μπαμπάς του έχει προσφάτως βγει στην ανεργία, και ο μικρός —που δεν μιλάει για τη μητέρα του— έχει ως μοναδικό πρότυπο τη Μαίρη Πόππινς. Η δασκάλα του αρχίζει να διαισθάνεται πως κάτι δεν πάει και τόσο καλά. Πιστεύει πως η εξάρτησή του από την —εξιδανικευμένη στη φαντασία του μικρού— Μαίρη Πόππινς είναι μόνον η ορατή κορυφή ενός παγόβουνου, και ζητά τη βοήθεια της ψυχολόγου του σχολείου. Με τη σειρά της, η ψυχολόγος ζητά από τον Γκίγε να της ζωγραφίσει κάποιες εικόνες από την καθημερινότητά του, κι έτσι απλώνονται μπροστά της τα κομμάτια ενός πολύ σύνθετου παζλ…
Γκίγε
Όλα άρχισαν τη μέρα που η κυρία Σόνια μάς έκανε μια ερώτηση. Στα παράθυρα έλαμπε ένας τεράστιος κίτρινος ήλιος και τα φύλλα από τα φοινικόδεντρα κουνιούνταν όπως κουνάει το χέρι του ο μπαμπάς όταν έχει ξυπνήσει νωρίς και με αποχαιρετάει στην πόρτα του σχολείου φορώντας τα πράσινα γάντια του επειδή είναι χειμώνας.
Η κυρία Σόνια σηκώθηκε από την έδρα, που ξεχωρίζει από τα θρανία μας γιατί είναι πιο μεγάλη, και χτύπησε καναδυό φορές τα χέρια της μεταξύ τους, γεμίζοντας τον αέρα με κιμωλία. Επίσης, έβηξε λιγάκι. Η Ναζία λέει ότι φταίει η κιμωλία, που σου ξεραίνει το λαιμό σαν να έχεις φάει κουραμπιέ, και μερικές φορές, αν δεν πιεις νερό, κάνεις κι εμετό από πάνω.
«Και τώρα παιδιά, πριν βγείτε για διάλειμμα, θέλω να μου απαντήσετε σε μία ερώτηση» είπε. Έπειτα στράφηκε προς τον πίνακα, πήρε μια κόκκινη κιμωλία κι έγραψε με μεγάλα γράμματα:
ΤΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΓΙΝΩ ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΣΩ
Αμέσως σηκώσαμε χέρι. Όλοι, μέχρι και ο Χαβιέρ Αγκιλάρ που έχει μόνο ένα, επειδή το άλλο δεν του φύτρωσε όταν γεννήθηκε, και το κουνάει στον αέρα έτσι, πέρα-δώθε, πολύ γρήγορα. Η κυρία είπε όχι κάμποσες φορές με το κεφάλι, παραπάνω από πέντε.
«Με τη σειρά, παιδιά.»
Αρχίσαμε από την πρώτη σειρά και συνεχίσαμε μέχρι την τελευταία, εκεί που κάθομαι εγώ. Η κυρία σημείωσε συνολικά:
Τρεις ποδοσφαιριστές της Μπάρτσα, δύο της Ρεάλ, έναν της Μάντσεστερ κι έναν Ινιέστα.
Έξι Ράφα Ναδάλ
Δύο πανύψηλα μοντέλα
Μία πριγκίπισσα (η Ναζία)
Έναν πάμπλουτο γιατρό
Τρεις Μπιγιονσέ
Έναν Μπάτμαν
Έναν πιλότο διαστημόπλοιου από βιντεοπαιχνίδι
Δύο πλανητάρχες (οι δίδυμοι Ροσόν)
Μία διάσημη από εκείνες που βγαίνουν το βράδυ στην τηλεόραση
Μία κτηνίατρο για μεγάλα σκυλιά
Μία νικήτρια του παιδικού The Voice
Έναν ολυμπιονίκη
Όταν ήρθε η σειρά μου, ο Ματέο Ναρβάεθ ρεύτηκε και όλοι γέλασαν, αλλά αμέσως μετά σώπασαν επειδή η κυρία, που δεν της αρέσουν καθόλου τα ρεψίματα κι οι πορδές, πήρε το σοβαρό της και είπε: «Σσσστ, Ματέο» και το ξαναείπε και δεύτερη φορά.
Κι έπειτα με κοίταξε.
«Εσύ, Γκιγέρμο;»
Η Ναζία μού έριξε μια αγκωνιά και γέλασε, καλύπτοντας το πρόσωπό της με τα χέρια. Πάντοτε καλύπτει το πρόσωπό της, επειδή λέει ότι στο Πακιστάν δε θεωρείται σωστό να γελάνε τα κορίτσια δυνατά και με ανοιχτό το στόμα, και οι γονείς θυμώνουν.
«Εμένα… εμένα θα μου άρεσε να γίνω Μαίρη Πόππινς» είπα.
Η κυρία έβαλε το χέρι στο το λαιμό της, και μου φάνηκε σαν να είχε κρυώσει και να την πονούσε, αν και δεν πρόλαβα να τη ρωτήσω, επειδή αμέσως χτύπησε το κουδούνι και ανοίξαμε τις τσάντες μας για να πάρουμε τα σάντουιτς και να βγούμε στην αυλή.
«Εσύ, Γκιγέρμο, κάνε μου τη χάρη να μείνεις για ένα λεπτό» είπε. Και πρόσθεσε: «Οι υπόλοιποι μπορείτε να βγείτε έξω».
Όταν έφυγαν όλοι, η κυρία ήρθε κοντά μου και κάθισε πάνω στο θρανίο τού Αρτούρο Σαλαθάρ, ο οποίος έχει να φανεί στην τάξη από πριν απ’ τα Χριστούγεννα, επειδή μια μέρα που πήγαμε εκδρομή σ’ ένα μουσείο που έχει πολλούς πλανήτες έπεσε από μια σκάλα κι έσπασε το πόδι του, πέντε δόντια και δύο δάχτυλα.
«Για να δούμε λοιπόν, Γκιγέρμο, πώς και σου ήρθε να γίνεις Μαίρη Πόππινς όταν μεγαλώσεις…» είπε.
Δεν απάντησα, επειδή η Ναζία, που πολλά απογεύματα κάθεται στο ταμείο του σουπερμάρκετ μαζί με τη μαμά της και γνωρίζει πολλά πράγματα για τους μεγάλους, λέει πως όταν οι πελάτες τελειώνουν μια φράση με τέτοιο τρόπο, σαν να την τραβάνε προς τα πάνω, είναι επειδή δεν έχουν ολοκληρώσει αυτό που θέλουν να πουν και πρέπει να τους περιμένεις επειδή σκέφτονται.
«Δε θα προτιμούσες να γίνεις… κάτι άλλο;» ρώτησε η κυρία, αγγίζοντας τη φακίδα που έχει στη μια πλευρά του στόματός της.
«Όχι, κυρία.»
Η κυρία Σόνια ξεφύσηξε από τη μύτη και χαμογέλασε. Τότε θυμήθηκα ότι η μαμά μού είχε πει πως μερικές φορές, όταν οι άνθρωποι που δεν είναι παιδιά σιωπούν, δεν είναι επειδή έχουν τελειώσει αυτό που θέλουν να πουν, αλλά σταματούν για να μην πνιγούν ή κάτι τέτοιο, δεν το θυμάμαι τώρα, κι έτσι δεν είπα τίποτα.
«Και για πες μου, Γκιγέρμο» είπε, βγάζοντας τον αέρα από τη μύτη όπως ο γάτος της κυρίας Κονσουέλο, της θυρωρού που είχαμε στην πολυκατοικία που μέναμε προτού μετακομίσουμε στο τωρινό διαμέρισμα, «γιατί θα σου άρεσε να γίνεις Μαίρη Πόππινς;»
«Επειδή πετάει, κυρία.»
Η κυρία έκανε «μμμμμμ» κι έπειτα έξυσε λίγο το μέτωπό της.
«Και τα πουλιά πετάνε όμως, σωστά;»
«Ναι.»
«Εσύ, όμως, δε θέλεις να γίνεις πουλί, έτσι δεν είναι;» είπε.
«Όχι.»
«Γιατί όχι;»
«Ε… επειδή αν ήμουν πουλί, δε θα μπορούσα να είμαι Μαίρη Πόππινς.»
Η κυρία ξεφύσηξε ξανά από τη μύτη και δεν είπε τίποτ’ άλλο, κι έτσι μείναμε και πάλι σιωπηλοί γι’ αρκετή ώρα. Έπειτα σούφρωσε τα χείλη της λοξά, όπως κάνει μερικές φορές ο μπαμπάς, και ξερόβηξε.
«Και για πες μου» είπε, «για ποιον άλλο λόγο θα σου άρεσε να γίνεις Μαίρη Πόππινς;»
«Ε, να… επειδή έχει μια ομπρέλα που μιλάει και μια παλιά βαλίτσα απ’ όπου βγαίνουν πολλά έπιπλα τζάμπα… και τη δύναμη να κάνει τα συρτάρια να τακτοποιούνται μόνα τους… κι επειδή, όταν δε δουλεύει, ζει στον ουρανό, παρόλο που κάνει και καταδύσεις στη θάλασσα μαζί με τα ψάρια και τα χταπόδια.»
«Στον ουρανό;»
«Ναι.»
Η κυρία ανοιγόκλεισε αργά τα μάτια της. Έπειτα έβαλε το χέρι της στα μαλλιά μου και μου τα ανακάτεψε αρκετά.
«Γκίγε» είπε, «το ξέρεις ότι η Μαίρη Πόππινς είναι… μαγική, έτσι δεν είναι;»
«Βέβαια.»
«Θέλω να πω, ότι δεν είναι σαν κι εμάς.»
«Ναι.»
«Αυτό που εννοώ είναι ότι η Μαίρη Πόππινς είναι μια ηρωίδα του παραμυθιού, όπως ο Σούπερμαν, ο Χάρι Πότερ ή η Ματίλντα… ή ο Μπομπ ο Σφουγγαράκης. Δηλαδή, υπάρχουν αλλά δεν υπάρχουν. Το καταλαβαίνεις;»
«Όχι.»
«Εννοώ ότι δεν είναι σαν κι εμάς, επειδή υπάρχουν μόνο στη φαντασία μας» είπε. Και πρόσθεσε: «Μ’ άλλα λόγια, δεν μπορούμε να τους αγγίξουμε επειδή είναι… πλάσματα της φαντασίας».
«Η Μαίρη Πόππινς, όμως, υπάρχει.»
«Α, ναι;»
«Ναι.»
Με κοίταξε και χαμογέλασε λιγάκι.
«Και πού βρίσκεται;»
«Τώρα δεν ξέρω, αλλά ζει στο Λονδίνο, επειδή εκεί μιλούν αγγλικά. Εγώ τη γνώρισα. Τον Δεκαπενταύγουστο, στο τριήμερο της Παναγίας, η μαμά κι ο μπαμπάς με πήγαν ταξίδι για να τη δω. Ζούσε σ’ ένα θέατρο μαζί με τα ζώα της και τραγουδούσε. Κι όταν τελείωσε η παράσταση κι όλοι έφυγαν, μας άφησε να μπούμε στο δωμάτιό της και μου είπε διάφορα πράγματα.»
Η κυρία άγγιξε τη φακίδα της.
«Αχά» είπε. Και πρόσθεσε: «Σαν τι πράγματα;»
«Αυτά είναι μυστικά, κυρία.»
Τότε χτύπησε μια φορά το κουδούνι, πράγμα που σήμαινε ότι είχε ήδη περάσει το μισό διάλειμμα, και η κυρία γύρισε και κοίταξε το μεγάλο ρολόι που βρίσκεται πάνω από τον πίνακα.
«Μάλιστα» είπε. Έμεινε σιωπηλή σαν να σκεφτόταν κάτι πολύ σοβαρό, κι έπειτα γύρισε προς το μέρος μου. «Έλα, βγες τώρα στην αυλή, γιατί δε θα προλάβεις να φας το σάντουιτς.» Την ώρα που εγώ τακτοποιούσα τα βιβλία μου στο συρτάρι κι έβγαζα το σάντουιτς από την τσάντα, εκείνη πήγε στην έδρα, κάθισε κι άρχισε να γράφει κάτι στο σημειωματάριό της. Εγώ βγήκα στο διάδρομο. Η Ναζία με περίμενε μπροστά από τις τουαλέτες. Όταν έφτασα, μου έδωσε το χέρι και μου είπε:
«Γιατί άργησες τόσο πολύ;»
«Για τίποτα.»
«Σ’ έβαλε τιμωρία η κυρία;»
«Όχι.»
«Α…»
Παραμέρισε λίγο τη ροζ μαντίλα που φορούσε στο κεφάλι και ήπιε λίγο χυμό. Έπειτα, πρόσθεσε:
«Έλα, τρέξε. Θέλω να σου δείξω κάτι».