€9.54 €10.60
Στο καλαθι βιβλια«Γέμισα τα πνευμόνια μου, καταδύθηκα ώς τα σκοτεινά βάθη, πήρα φόρα, αναδύθηκα σχεδόν δίπλα στο μικρό πλεούμενο, με όλο το σώμα στον αέρα, και πέφτοντας, προκάλεσα ένα θηριώδες κύμα, ένα χείμαρρο αφρού που το τουμπάρισε.
Τους είδα να κολυμπούν απεγνωσμένα και να γαντζώνονται στο αναποδογυρισμένο σκάφος. Και τότε, όπως ξεμάκραινα, άκουσα το όνομα που μου ’χαν δώσει οι φαλαινοθήρες.
‘‘Θα ξαναγυρίσουμε για σένα, Μότσα Ντικ!’’ φώναξε ο άνθρωπος με το καμάκι.
Και η φωνή του, η γεμάτη μίσος, ήταν το προμήνυμα γι’ αυτά που έμελλε να ’ρθούν.»
Λένε πως στα νερά του Ειρηνικού, στην ακτή της Χιλής απέναντι απ’ τη Νήσο Μότσα, στις 20 Νοεμβρίου 1820, ένας μεγάλος λευκός φυσητήρας επιτέθηκε και βύθισε το φαλαινοθηρικό Essex που είχε αποπλεύσει απ’ το λιμάνι του Ναντάκετ, στον βόρειο Ατλαντικό, δεκαπέντε μήνες πριν απ' το ναυάγιο. Λένε πως ο τεράστιος λευκός φυσητήρας επιτέθηκε στο Essex επειδή οι φαλαινοθήρες είχαν σκοτώσει μια θηλυκιά φάλαινα και το μικρό της.
Η —πραγματική— ιστορία του Μότσα Ντικ ενέπνευσε, εν μέρει, τον Χέρμαν Μέλβιλ για το αριστούργημά του:
Μόμπι Ντικ, ή Η φάλαινα (1851
Το αρχαίο ιδίωμα της θάλασσας
Ένα καλοκαιρινό πρωινό του 2014, στο Πουέρτο Μοντ της Χιλής, εμφανίστηκε μια φάλαινα φυσητήρας που είχε εξοκείλει στην ακτή με τα βότσαλα. Είχε μήκος δεκαπέντε μέτρα, και το σταχτί της σώμα ήταν ασάλευτο.
Κάποιοι ψαράδες είπαν πως το κήτος είχε μάλλον χάσει το δρόμο του, κάποιοι άλλοι ότι μπορεί και να ’χε δηλητηριαστεί απ’ όλα αυτά τα σκουπίδια που ρίχνονται στη θάλασσα, και όλοι όσοι ήμαστε γύρω απ’ το μεγάλο θαλάσσιο κήτος, κάτω απ’ τον γκρίζο ουρανό του Νότου, το τιμήσαμε με μια μακρά, βαριά σιωπή.
Η φάλαινα έμεινε γύρω στις δύο ώρες να λικνίζεται απ’ το ελαφρό κυματάκι της ακτής, ώσπου ήρθε ένα καΐκι, έριξε άγκυρα λίγο πιο πέρα, και κάποιοι πήδηξαν στο νερό κρατώντας χοντρά σχοινιά που τα έδεσαν στο ραχιαίο πτερύγιο, την ουρά του ζώου. Μετά, πολύ αργά, το καΐκι τράβηξε νότια, σέρνοντας το άψυχο σώμα του θαλάσσιου γίγαντα.
«Τι θα την κάνουν τη φάλαινα;» ρώτησα έναν ψαρά που με τον μάλλινο σκούφο του στο χέρι κοίταζε το καΐκι να ξεμακραίνει.
«Θα τη σεβαστούν» είπε χαμηλόφωνα ο ψαράς. «Όταν βγουν στ’ ανοιχτά, νότια του κόλπου, θα την ανοίξουν, θα την αδειάσουν για να μην επιπλέει, και θα την αφήσουν να βυθιστεί στο κρύο σκοτάδι τού ωκεανού.»
Σε πολύ λίγο, το καΐκι και η φάλαινα εξαφανίστηκαν ανάμεσα στα θολά περιγράμματα των νησιών, κι όλοι αποχώρησαν απ’ την ακτή — όλοι, εκτός από ένα αγόρι που ’χε μείνει με το βλέμμα προσηλωμένο στη θάλασσα.
Το πλησίασα. Τα σκούρα του μάτια εξερευνούσαν τον ορίζοντα, και δύο δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό του.
«Είμαι κι εγώ λυπημένος» του είπα. «Από δω είσαι;»
Ο μικρός κάθισε στα βότσαλα πριν απαντήσει. Το ίδιο έκανα κι εγώ.
«Ναι» είπε. «Είμαι λαφκέντσε. Ξέρεις τι σημαίνει;»
«“Άνθρωπος της θάλασσας”» απάντησα.
«Κι εσύ γιατί είσαι λυπημένος;» με ρώτησε.
«Για τη φάλαινα. Τι λες να ’παθε;»
«Για σένα είναι μια φάλαινα νεκρή· για μένα, πολύ περισσότερα πράγματα. Η δική σου λύπη και η δική μου δεν είναι ίδιες.»
Mείναμε σιωπηλοί για λίγο, αφήνοντας το κύμα που έφευγε και ξαναρχόταν να μετράει το χρόνο, ώσπου το αγόρι μού έδωσε στο χέρι κάτι που καλά καλά δε χωρούσε στο δικό του.
Ήταν ένα κοχύλι, απ’ τα πιο λαχταριστά όστρακα· το καβούκι του ήταν τραχύ και σκληρό, και το μέσα του κατάλευκο σαν μαργαριτάρι.
«Βάλ’ το στ’ αυτί σου, κι η φάλαινα θα σου μιλήσει» είπε ο μικρός λαφκέντσε κι έφυγε τρέχοντας.
Έκανα αυτό που μου ’χε πει. Και κάτω από τον γκρίζο ουρανό του Νότου, μια φωνή μού μίλησε με το αρχαίο ιδίωμα της θάλασσας.