€20.99 €23.32
Στο καλαθι βιβλιαΑκόμα δεν έχει ξημερώσει. Διακρίνουμε στο βάθος της έρημης γης μια παράξενη σιλουέτα με δύο κεφάλια και οκτώ μέλη. […] Είναι δύο διαφορετικά σώματα. Το ένα πάνω στ’ άλλο. […] Αυτός που χρησιμεύει εδώ ως υποζύγιο έχει την κοψιά αγοριού δεκατεσσάρων ετών. Στεγνού και σκληρού. […] Είναι το παιδί που κουβαλάει τη μητέρα..
«Η ιστορία του αγοριού ξεκινά με τον 20ό αιώνα. Βουβό εκ γενετής, το παρακολουθούμε χωρίς ποτέ να το ακούμε και χωρίς ποτέ να μαθαίνουμε τ’ όνομά του ή τ’ όνομα της μητέρας του — για πατέρα ούτε λόγος. Ένας μικρός που ζει σε πρωτόγονη κατάσταση και έρχεται για πρώτη φορά σ’ επαφή με τον έξω κόσμο στην ηλικία των δεκατεσσάρων. Παρθένος από κάθε είδους ‘‘εξανθρωπισμό’’, μοιάζει λευκό χαρτί που αρχίζει να γράφεται αργά, ακολουθώντας το ρυθμό των γνωριμιών του με τους άλλους ανθρώπους, μέσα σε μια κοινωνία για την οποία κανείς δεν τον προετοίμασε. Το αγόρι, μέσα στις 570 σελίδες του, περιγράφει έναν κόσμο σε πλήρη ανατροπή, όπως ήταν το πρώτο τρίτο του 20ού αιώνα, αφήνοντας τον αναγνώστη εμβρόντητο. Ιστορική νωπογραφία, θυελλώδες ερωτικό πάθος, πορεία μύησης, αλλά και ένα αμείλικτο κατηγορώ κατά του σφαγιαστικού πολέμου ο οποίος θανατώνει ανθρώπους που αγνοούν ώς και το λόγο για τον οποίο μάχονται. [...] Ο Μαλτ είναι ένας εκπληκτικός συγγραφέας που ξέρει να περνά με χαρακτηριστική ευκολία από την ποίηση στο νουάρ και από το μυθιστόρημα στο ιστορικό έπος, ξαφνιάζοντας και γοητεύοντας τον αναγνώστη του.
Libération
Ακόμα και το αόρατο και το άυλο έχουν όνομα˙ εκείνος, όχι. Τουλάχιστον δεν είναι γραμμένο πουθενά, σε κανένα αρχείο ή επίσημο έγγραφο. Ούτε καν στα βάθη της μνήμης του εφημέριου μιας ξεχασμένης ενορίας. Το πραγματικό του όνομα. Το αρχικό του επώνυμο. Όχι ότι δεν απέκτησε ποτέ όνομα. Αργότερα, στην πορεία της ιστορίας, μια γυναίκα που θα γίνει γι’ αυτόν αδελφή, ερωμένη και μάνα, θα του χαρίσει το δικό της, στο οποίο θα προσθέσει από σεβασμό το μικρό όνομα ενός διάσημου συνθέτη που αγαπούσε περισσότερο απ’ όλους. Θ’ αποκτήσει επίσης ένα πολεμικό όνομα που θα του απονείμουν επ’ ευκαιρία οι στρατιωτικές αρχές μαζί με την επίσημη στολή του δολοφόνου. Έτσι, θα τον βαφτίσουν η αγάπη και το αντίθετό της, καθένα με τον τρόπο του. Αλλά τίποτα από τούτα δεν απoμένει. Αυτά τα υποκατάστατα έμελλε να χαθούν ύστερα από εκείνη τη γυναίκα κι εκείνο τον πόλεμο, μαζί με τον ήδη παλιό κόσμο στον οποίο ανήκαν. Ποιος ξέρει;
Τολμώ να πιστεύω ότι το μοναδικό ίχνος που μένει από το πέρασμά του είναι αυτό εδώ.
1908
Ακόμα δεν έχει ξημερώσει, διακρίνουμε στο βάθος της έρημης γης μια παράξενη σιλουέτα με δύο κεφάλια και οκτώ μέλη, τα μισά απ’ αυτά φαίνονται αδρανή. Πιο πυκνή κι απ’ την ίδια τη νύχτα, και σαν ν’ ανασαλεύει διαφανής πίσω απ’ το μουχρό πέπλο. Το βλέφαρο ζαρώνει μπροστά σ’ αυτό το όραμα. Να το εμπιστευτούμε; Αναρωτιόμαστε. Αμφιβάλλουμε. Αυτή την ώρα οι άνθρωποι κοιμούνται, στις πόλεις, στα χωριά, αλλού. Εδώ, δεν υπάρχει τίποτα και κανείς. Αν έβγαινε το φεγγάρι, θα φώτιζε ένα τοπίο θαμνώδες, άγριο, ερημωμένο. Χερσότοπος. Ποιος κινείται εκεί; Τι; Δεν ξέρουμε. Κοιτάζουμε με οξυμένη προσοχή αυτή την παράξενη σκιά, προσπαθώντας να την εντάξουμε σε κάποιο είδος γνωστό και καταχωρημένο. Αλλά δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο. Σε ποια κατηγορία ανήκει; Ποια είναι η φύση της; Αναρωτιόμαστε. Την παρακολουθούμε με το βλέμμα. Τη βλέπουμε να προχωράει, σκυφτή, με τη ραχοκοκαλιά παραμορφωμένη από ένα τεράστιο εξόγκωμα, με περπάτημα αργό, με ρυθμό σχεδόν μηχανικό. Μαντεύουμε, αισθανόμαστε ότι σ’ αυτό το βάδισμα υπάρχουν συγχρόνως απελπισία και πείσμα. Σκεφτόμαστε μια γιγάντια χελώνα σηκωμένη στα πίσω της πόδια. Ένα μυθικό κολεόπτερο σε μέγεθος νεαρής αρκούδας. Ανησυχούμε αόριστα. Διώχνουμε τις κακές σκέψεις, αλλά αυτές επανέρχονται. Γιατί αφού εξαντλήσουμε τους διάφορους αντιπροσώπους της τρέχουσας πανίδας, ματαίως, αναγκαζόμαστε ν’ αφήσουμε ελεύθερα τα τέρατα. Τα αληθινά. Θρύλοι και μύθοι βγαίνουν στην επιφάνεια. Ανακαλούμε ζώα από το ρεπερτόριο των πρωτόγονων, αρχαϊκών, φανταστικών, φαντασμαγορικών πλασμάτων. Αντλούμε απ’ την πηγή τις πιο παλιές μας φοβίες και αγωνίες. Ρίγος κι ανατριχίλα.
Κι ενώ το μυαλό μας παιδεύεται και βράζει, εκεί κάτω η καμπουριαστή σιλουέτα εξακολουθεί να προχωράει βήμα βήμα σ’ ένα δρόμο που δε χαράχτηκε ποτέ.
Πλησιάζουμε. Το βλέμμα είναι οξύ, τώρα μπορεί να διακρίνει καθαρά. Μεμιάς διαιρεί το ον στα δύο. Σε δύο διαφορετικά σώματα. Το ένα πάνω στ’ άλλο. Το ένα καβαλικεύει το άλλο όπως στις παρωδίες των ιππικών τουρνουά που μας διασκέδαζαν στο σχολικό προαύλιο ― αν υπήρξε κάποιο τουρνουά έχει τελειώσει, οι αντίπαλοι έχουν όλοι εξαφανιστεί, νικητές ή ηττημένοι, δεν ξέρουμε.
Ώστε, λοιπόν. είναι δύο.
Το μυστήριο εξηγείται ως προς τη φύση του οράματος, αλλά, περιέργως, δεν ανακουφιζόμαστε. Δεν αναπνέουμε καλύτερα. Αντιθέτως.
Είναι δύο, αλλά ποιοι είναι;
Τι είναι;
Τι κάνουν;
Πού πάνε;
Ακόμα αναρωτιόμαστε.
Αυτός που χρησιμεύει εδώ ως υποζύγιο έχει την κοψιά αγοριού δεκατεσσάρων ετών. Στεγνού και σκληρού. Τα πλευρά, οι μύες, οι τένοντες προεξέχουν απ’ το δέρμα. Κι από πάνω, ακαθόριστα ρετάλια ύφασμα, μια συλλογή ρούχα που νωρίτερα βρίσκονταν στην πλάτη ενός σκιάχτρου. Είναι ξυπόλητος, τα πέλματα των ποδιών του έχουν την υφή του φλοιού. Της καστανιάς. Τα μαλλιά του στάζουν στους ώμους και στο μέτωπό του σαν μπουκέτο από φύκια. Είναι μούσκεμα, γυαλίζει, λες κι έχει μόλις αναδυθεί απ’ τον πρωταρχικό ωκεανό. Ο ιδρώτας, περνώντας, του αλατίζει τα βλέφαρα, κι έπειτα κυλάει ακολουθώντας το δρόμο των δακρύων. Κάπου κάπου μια σταγόνα σκαλώνει στο φρέσκο χνούδι που στριφώνει το πάνω χείλος του. Τα μάτια του είναι μαύρα, πιο μαύρα κι απ’ το βάθος των αιώνων, όπου όμως πάλλεται η ανάμνηση της πρώτης σπίθας.
Είναι το παιδί.
Εκείνη που βαραίνει στη μέση του δεν έχει τίποτα από ιππότη εκτός απ’ το θλιμμένο πρόσωπο. Μια γυναίκα. Αυτό που απομένει από μια γυναίκα. Τα λείψανα. Κάτω απ’ τα κουρέλια φαίνεται λίγο χέρι, λίγο πόδι, η σάρκα που μοιάζει να δραπετεύει απ’ τα παλιόρουχα όπως το άχυρο μιας παλιάς κούκλας. Στην πραγματικότητα, δεν είναι βαριά, είναι ένα βάρος σχεδόν νεκρό. Που τραντάζεται σε κάθε δρασκελιά. Το κρανίο της ακουμπάει ανάμεσα στις ωμοπλάτες του αγοριού. Τα βλέφαρά της είναι κλειστά. Έχει κέρινο χρώμα, το μαραμένο δέρμα των άγριων μήλων που έχουν πέσει από το δέντρο. Φαίνεται εξήντα χρονών. Δεν είναι ούτε τριάντα.
Είναι η μητέρα.
Πού και πού το αγόρι σταματάει. Τα σαγόνια του ξεσφίγγονται. Εισπνέει, εκπνέει δυνατά απ’ τη μύτη, ακούς τον αέρα να σφυρίζει. Νομίζεις ότι ακούς και την καρδιά του να χτυπάει, αλλά είναι ψευδαίσθηση. Τα δευτερόλεπτα περνούν, κι εκείνο παραμένει ακίνητο, απερίσπαστο, φαινομενικά αναίσθητο στις δονήσεις που εξαπλώνονται σε σύντομα κύματα, σπασμωδικά, από τους μηρούς μέχρι τα γόνατά του. Τα γόνατά του τρέμουν, αλλά δε λυγίζουν. Ο κορμός του είναι ακόμα σκυφτός κάτω απ’ το φορτίο του. Ρίχνει από κάτω ένα βλέμμα στο σκοτάδι. Ερευνά, ψάχνει τα σημάδια που μόνος αυτός μπορεί να εντοπίσει στο ημίφως. Έχει ακολουθήσει μόνο μία φορά αυτόν το δρόμο, αλλά του αρκεί. Θυμάται λεπτομέρειες. Την πυκνότητα ενός θάμνου ή την κλίση ενός κορμού ή το περίγραμμα ενός βράχου: όσα οι κοινοί θνητοί είναι ανίκανοι να παρατηρήσουν, εκείνος τα συλλαμβάνει και τα συγκρατεί. Στις στοές του εγκεφάλου του υπάρχουν κόγχες όπου στοιβάζονται χίλια φύλλα τίλιου που διαφοροποιούνται μόνο απ’ τη διακλάδωση των νεύρων. Ομοίως, χίλια φύλλα πλάτανου, χίλια φύλλα βελανιδιάς. Υπάρχουν τσέπες γεμάτες χαλίκια ολόιδια μεταξύ τους, εκτός απ’ τη λεπτή παραλλαγή των λάμψεων που αντανακλά καθένα τους στο φως του μεσημεριού. Το αγόρι το ξέρει καλά αυτό. Σ’ έναν ουρανό γεμάτο αστέρια θα μπορούσε να δείξει με το δάχτυλο το ακριβές σημείο όπου ένα απ’ αυτά ξαφνικά λείπει. Είναι ο μοναδικός του θησαυρός.
Η γυναίκα στην πλάτη του δεν έχει σαλέψει. Αιωρείται μέσα σε κάτι σαν καλάθι, φτιαγμένο από δέρμα κατσίκας, πετσί και σχοινί. Χοντροκομμένη κατασκευή που σκάρωσε η ίδια, προβλέποντας αυτό που τώρα δε θ’ αργήσει να συμβεί. Τα μέλη της κρέμονται δεξιά κι αριστερά, στα πλευρά του αγοριού. Το αγόρι, προτού ξεκινήσει πάλι, τραβάει το λουρί που είναι δεμένο στο στήθος του, για να χαλαρώσει την ένταση. Το πετσί έχει κολλήσει στη σάρκα του, χαράζοντας ένα μαβί αυλάκι σαν φρέσκια ουλή. Ο χρόνος θα το σβήσει. Τώρα το αγόρι έχει βρει τα ορόσημά του, τα ’χει χαρτογραφήσει και συνεχίζει το δρόμο του. Με κρυφή αγωνία τούς βλέπουμε ν’ απομακρύνονται, κι έπειτα να διαλύονται πάλι στο σκοτάδι που προ ολίγου τούς γέννησε. Προς ποιο προορισμό; Με ποιο σκοπό; Κατά βάθος δεν μας καίει τόσο να τον μάθουμε, αλλά πιάνουμε τον εαυτό μας να ελπίζει ότι θα τα καταφέρουν.
Είναι το παιδί που κουβαλάει τη μητέρα.