€12.40 €13.78
«Το πιο επικίνδυνο πράγμα στον κόσμο
είναι να ζεις μια ζωή
χωρίς να παίρνεις κανένα ρίσκο.»
Εμείς, ως άνθρωποι της Δύσης, έχουμε ανάγκη να επεμβαίνουμε, να χειραγωγούμε, να προσανατολίζουμε και να ρυθμίζουμε. Θέλουμε να νιώθουμε πως είμαστε οι διεκπεραιωτές των νόμων του σύμπαντος — και αυτό δεν το βρίσκω κακό. Καλώς ή κακώς, ό,τι συμβαίνει στον κόσμο περιέχει σ' ένα ποσοστό και τη δική μας εμπλοκή στις καταστάσεις της ζωής. Αποδεχόμενοι αυτό το γεγονός, καταλαβαίνουμε πως στο προσωπικό, στο οικογενειακό και στο κοινωνικό, πρέπει να προσθέσουμε το όνειρο και την πραγματοποίηση, την επιθυμία και το σχεδιασμό, την ανάγκη και τη δράση, την αξία και τη δουλειά, την υπομονή και το ρυθμό, την επιμονή και τη δημιουργικότητα.
Χόρχε Μπουκάι
Σε αυτό το βιβλίο ο Χόρχε Μπουκάι μελετά πολύ συγκεκριμένα ‘‘βήματα ζωής’’ τα οποία δεν ακολουθούν πάντα την κρατούσα άποψη. Πράγματι, είναι ένας συγγραφέας βιβλίων ψυχολογίας που τολμά να αντιπαρατεθεί στην περιώνυμη πολιτική ορθότητα και να προτείνει, π.χ., μια εξωσυζυγική περιπέτεια ως αντίδοτο σε μια τελματωμένη σχέση, διακινδυνεύοντας την οριστική διάλυσή της. Δεν είναι ακριβώς αυτό που λέμε: ‘‘τυπική συμβουλή ευτυχίας’’.
Revista de Psicología
«Το πιο επικίνδυνο πράγμα στον κόσμο
είναι να ζεις μια ζωή
χωρίς να παίρνεις κανένα ρίσκο.»
Εμείς, ως άνθρωποι της Δύσης, έχουμε ανάγκη να επεμβαίνουμε, να χειραγωγούμε, να προσανατολίζουμε και να ρυθμίζουμε. Θέλουμε να νιώθουμε πως είμαστε οι διεκπεραιωτές των νόμων του σύμπαντος — και αυτό δεν το βρίσκω κακό. Καλώς ή κακώς, ό,τι συμβαίνει στον κόσμο περιέχει σ' ένα ποσοστό και τη δική μας εμπλοκή στις καταστάσεις της ζωής. Αποδεχόμενοι αυτό το γεγονός, καταλαβαίνουμε πως στο προσωπικό, στο οικογενειακό και στο κοινωνικό, πρέπει να προσθέσουμε το όνειρο και την πραγματοποίηση, την επιθυμία και το σχεδιασμό, την ανάγκη και τη δράση, την αξία και τη δουλειά, την υπομονή και το ρυθμό, την επιμονή και τη δημιουργικότητα.
Χόρχε Μπουκάι
Σε αυτό το βιβλίο ο Χόρχε Μπουκάι μελετά πολύ συγκεκριμένα ‘‘βήματα ζωής’’ τα οποία δεν ακολουθούν πάντα την κρατούσα άποψη. Πράγματι, είναι ένας συγγραφέας βιβλίων ψυχολογίας που τολμά να αντιπαρατεθεί στην περιώνυμη πολιτική ορθότητα και να προτείνει, π.χ., μια εξωσυζυγική περιπέτεια ως αντίδοτο σε μια τελματωμένη σχέση, διακινδυνεύοντας την οριστική διάλυσή της. Δεν είναι ακριβώς αυτό που λέμε: ‘‘τυπική συμβουλή ευτυχίας’’.
Revista de Psicología
ΒΗΜΑ 1
ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ
Ενώ έφτιαχνα ένα σχεδιάγραμμα με τις ιδέες μου κι έγραφα μεγάλο μέρος των περιεχομένων αυτού του βιβλίου, συμπλήρωσα τα πενήντα επτά μου χρόνια. Με έκπληξη σχεδόν, συνειδητοποίησα πόσο πολύ με χαροποίησε αυτή τη φορά η ημερομηνία των γενεθλίων μου. Κάποια άλλη στιγμή στη ζωή μου θα αμφισβητούσα —όπως ίσως κάνετε κι εσείς τώρα— την αξία του τελετουργικού της συμπλήρωσης ενός ακόμη χρόνου. Μέχρι πρότινος υποστήριζα πως αυτές οι χαζομάρες αρμόζουν κι αποκτούν μια λογική μόνο στον παιδιάστικο κόσμο των παιδιών και των εγγονιών μας. Γι’ αυτά, συνήθιζα να λέω, η γιορτή για τη συμπλήρωση ενός παραπάνω χρόνου δικαιολογείται απολύτως αν τη σκεφτούμε ως μια ελάχιστη προκαταβολική αποζημίωση για όσα τα περιμένουν μεγαλώνοντας: περισσότερες ευθύνες, περισσότερες ανάγκες κι όλο και περισσότερες υποχρεώσεις. Στην ηλικία μας όμως —συνέχιζα να επιχειρηματολογώ— δε βλέπω για ποιο λόγο το γιορτάζουμε.
Η ισπανική γλώσσα είναι μερικές φορές διαφωτιστική, κι εδώ φαίνεται να μας δείχνει εξαρχής πως η μέρα των γενεθλίων μας δε φέρνει μαζί της πολύ καλές ειδήσεις. Συνδυάζει δύο λέξεις που —με το δίκιο μας— αγχωνόμαστε και να τις προφέρουμε ακόμα: «συμπληρώνω» και «χρόνια». Σαν να ήθελε έτσι να μας καταδικάσει να γεράσουμε αποδεχόμενοι (και ξεχνώντας, ίσως όχι και τόσο αθώα) ένα γεγονός που αξίζει όντως να το γιορτάζουμε.
Γιατί, αυτήν ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων μας, δε γιορτάζουμε τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από μια ακόμη επέτειο της ημέρας που γεννηθήκαμε. Στις περισσότερες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, εβραϊκά, κινεζικά, για ν’ αναφέρω μερικές μόνο), η λέξη που χρησιμοποιείται για τα γενέθλια μπορεί να μεταφραστεί κυριολεκτικά ως: «ημέρα γέννησης» ή «ημέρα επετείου».
Εννοείται πως δεν προσπαθώ να ξεκινήσω κάποια γλωσσική επανάσταση, ωστόσο θέλω να υπογραμμίσω τη σημασία αυτού του τόσο καθοριστικού γεγονότος, για να μη μπορέσει το ετυμολογικό βάρος της λέξης «γενέθλια» να μας χαλάσει τη γιορτή.
Πράγματι, θεωρώ ότι:
l Αν έχουμε καταλάβει πως η ζωή είναι κάτι πολυπόθητο κι ότι πρέπει να νιώθουμε ευχαριστημένοι που το έχουμε…
l Αν έχουμε ανακαλύψει πως υπάρχουν ακόμη πολλά να κάνουμε — κι ότι θα τα κάνουμε…
l Αν έχουμε μάθει να νιώθουμε συχνά —κι όχι αραιά και πού— χαρά που ξυπνάμε το πρωί…
Τότε, ίσως να ξαναβρούμε την όρεξη να γιορτάζουμε τα γενέθλιά μας, και —γιατί όχι;— να μοιραζόμαστε με άλλους τη χαρά τού να είμαστε ακόμη μια χρονιά ζωντανοί.
Κι αν φτάσουμε ώς εδώ, δεν θα δυσκολευτούμε να καθιερώσουμε αυτή την υγιή συνήθεια την οποία συστήνω σχεδόν σε κάθε άνθρωπο που ζητάει τη συμβουλή μου:
Να κάνουμε στον εαυτό μας, κάθε τέτοια ημέρα,
το δώρο που θα θέλαμε να μας κάνει
ο καλύτερος και πιο στενός μας φίλος.
Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε πώς αντιδρούμε οι περισσότεροι: σκεφτόμαστε να πάρουμε δώρο γενεθλίων στους αγαπημένους μας, αλλά σχεδόν ποτέ στον εαυτό μας.
Επιστρέφω στη νέα μου εμπειρία.
Ίσως επειδή συνειδητοποίησα πως ζω μια ζωή παραπάνω από ευτυχισμένη.
Ίσως επειδή είμαι πια βέβαιος πως βαδίζω στο δρόμο που εγώ ο ίδιος διάλεξα για τον εαυτό μου.
Ίσως απ’ τη χαρά μου που ο χρόνος με βρίσκει να έχω ξεκινήσει ένα καινούργιο έργο — αυτό εδώ το βιβλίο.
Σίγουρα επειδή βλέπω με υπερηφάνεια τα δύο παιδιά μου να ωριμάζουν.
Πολύ πιθανόν για όλα τα παραπάνω και γι’ άλλα πολλά, φέτος γιόρτασα τα 57α γενέθλιά μου.
Πιστός σε όσα υποστηρίζω, δώρισα στον εαυτό μου την τελευταία ηχογράφηση του Ριγκολέτο στην Αρένα της Βερόνας και οργάνωσα μια πολύ διακριτική συγκέντρωση για να κάνω το κέφι μου, καλώντας τους πιο αγαπημένους μου φίλους, κάποιους συναδέλφους και πολλούς «συνοδοιπόρους» που είχα πολύ καιρό να τους δω. Εκεί, πίνοντας μαζί τους στη γιορτή που είχα οργανώσει για να μοιραστώ τη χαρά μου, επιβεβαίωσα αυτό που υποστηρίζω εδώ και πολλά χρόνια: ότι μεταξύ των ανθρώπων δεν μπορεί να δημιουργηθεί και να εδραιωθεί κανένας δημιουργικός δεσμός, αν δεν βασίζεται σε μια καλή σχέση του καθενός με τον ίδιο του τον εαυτό. Κι αυτή η ιδέα δεν εκφράζει τίποτα παραπάνω από την ανάγκη ύπαρξης ενός υγιούς εγωισμού.
Σ’ αυτόν το δρόμο, το τελευταίο μας βήμα θα συμπέσει με την έννοια της «προσωπικής ολοκλήρωσης», ενώ το πρώτο μας βήμα θα πρέπει να είναι μια αφετηρία αυτογνωσίας, γνωριμίας και ανακάλυψης του εαυτού μας…
Ανα-καλύπτω: αφαιρώ ό,τι μ’ εμποδίζει να δω.
Βρίσκω το θάρρος να πετάξω τη μάσκα.
Εμφανίζομαι μπρος στον εαυτό μου και στους άλλους όπως είμαι στ’ αλήθεια.
Αναλαμβάνω την ευθύνη γι’ αυτό που είμαι, γι’ αυτό που κάνω και γι’ αυτό που λέω.
Η αυτογνωσία είναι ένα πρώτο βήμα προκειμένου να πάψουμε να απαιτούμε από τους άλλους να γίνουν παρατηρητές της δικής μας ζωής.
Αυτογνωσία, σημαίνει ότι βρίσκουμε το χρόνο να κοιτάξουμε μέσα μας και να έρθουμε σε επαφή με αυτό που πιστεύουμε, αυτό που σκεφτόμαστε, αυτό που αισθανόμαστε κι αυτό που είμαστε, ανεξάρτητα από το τι θα άρεσε στους άλλους.
Αυτογνωσία, είναι να ξεκινάς από την αρχή. Είναι το πρώτο από τα τρία υπαρξιακά ερωτήματα που συνοδεύουν τον άνθρωπο από αρχαιοτάτων χρόνων κι εμφανίζονται σε κάθε πολιτισμό:
Ποιος είμαι;
Πού πάω;
Με ποιον;
Τρεις ερωτήσεις οι οποίες —όπως υποστήριζα ανέκαθεν— πρέπει ν’ απαντώνται μ’ αυτήν ακριβώς τη σειρά, για τον απλό λόγο ότι δεν πρέπει να επιτρέψουμε στην πορεία μας να καθορίσει το ποιοι είμαστε, μετατρέποντάς μας σε σκλάβους του δρόμου που βαδίζουμε. Αν οι τρεις αυτές ερωτήσεις απαντηθούν με τη σειρά (ξανά και ξανά), τότε ο σύντροφος της ζωής μας δεν θα θεωρήσει πως δικαιούται ή υποχρεούται ν’ αποφασίζει στη θέση μας ποιος δρόμος μας ταιριάζει.
Μια ιστορία λίγο καφκική θα μας βοηθήσει σ’ αυτό το σημείο να γελάσουμε με τον εαυτό μας:
Ένας άνδρας μετακινείται με το μετρό.
Το μυαλό του είναι στη δουλειά που τον περιμένει στο γραφείο.
Ξαφνικά, σηκώνει το βλέμμα του και βλέπει τον άνδρα στο απέναντι κάθισμα να τον κοιτάζει επίμονα.
Αφηρημένος, δεν καταλαβαίνει πως αυτό που βλέπει είναι η αντανάκλαση της εικόνας του στο τζάμι.
«Από πού τον ξέρω αυτόν τον τύπο;» αναρωτιέται παρατηρώντας ότι το πρόσωπο του είναι γνωστό.
Κοιτάζει ξανά, και η εικόνα —προφανώς— του ανταποδίδει το βλέμμα.
«Κι αυτός με ξέρει από κάπου» λέει από μέσα του.
Όσο κι αν προσπαθεί να μη σκέφτεται την εικόνα αυτού του γνωστού προσώπου, δεν καταφέρνει να τη βγάλει απ’ το μυαλό του.
Ο άνδρας φτάνει στον προορισμό του και, πριν σηκωθεί για να βγει από το βαγόνι, χαιρετάει τον υποτιθέμενο συνταξιδιώτη του με μια κίνηση την οποία —δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς— εκείνος του ανταποδίδει αμέσως.
Στη δουλειά, ο άνδρας δεν μπορεί να σταματήσει ν’ αναρωτιέται:
«Μα από πού τον ξέρω αυτόν τον τύπο;».
Πολύ θα ήθελε να έχει μια φωτογραφία για να τη δείξει στους συναδέλφους του. Ίσως κάποιος να μπορούσε να τον βοηθήσει ν’ αναγνωρίσει τον άνδρα…
Μετά τη δουλειά αποφασίζει να επιστρέψει σπίτι με τα πόδια, μήπως έτσι βρει το χρόνο να ψάξει στη μνήμη του.
Μια ώρα αργότερα μπαίνει στο διαμέρισμά του χωρίς να έχει βρει την απάντηση. Κάνει μπάνιο, τρώει, βλέπει τηλεόραση, αλλά δεν μπορεί να συγκεντρωθεί.
«Μα πού τον έχω ξαναδεί αυτόν τον άνδρα;» αναρωτιέται ακόμη και την ώρα που πάει για ύπνο.
Το επόμενο πρωί, ξυπνάει μ’ ένα χαμόγελο…
«Το βρήκα!» λέει φωναχτά, κι ανακάθεται στο κρεβάτι χτυπώντας το μέτωπό του με την παλάμη:
«Τον ξέρω από το κουρείο…!».
Αν δεν ξεκινήσουμε από την αυτογνωσία, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να μάθουμε ποιοι είμαστε, ν’ αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας στις πράξεις μας και ν’ αναλαμβάνουμε την ευθύνη για κάθε μια απ’ αυτές. Δεν θα ξέρουμε ποτέ καθαρά ποιο είναι το όριο ανάμεσα στον ενδότερο εαυτό μας και την εξωτερική πραγματικότητα.
Αν είμαστε σίγουροι ότι θέλουμε να γνωρίσουμε τον εαυτό μας, τότε θα πρέπει να μάθουμε να κοιταζόμαστε με θάρρος, αποφασίζοντας απλά να υπάρχουμε — ακόμη και με τον κίνδυνο να χαθούμε για λίγο.
Έτσι μόνο θα καταφέρουμε ν’ αφήσουμε τον εσωτερικό μας εαυτό να μας καθορίζει. Δύσκολη δουλειά από μόνη της, προπάντων αν κάποιος επιμένει να τη φέρει εις πέρας χωρίς ν’ απομονωθεί από τον περίγυρό του και χωρίς ν’ απαρνηθεί τις κοινωνικές, οικογενειακές ή εργασιακές ομάδες στις οποίες ανήκει. Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι: δεν προτείνω ν’ αρχίσουμε να αγνοούμε τους γύρω μας ούτε ν’ αδιαφορήσουμε για τη γνώμη τους, κι αυτό επειδή ξέρω καλά πως έχουμε ανάγκη από τη ματιά των άλλων για να συμπληρώσουμε την αντίληψη που εμείς έχουμε για τον εαυτό μας, αλλά και για να διακρίνουμε όσες πλευρές κρύβονται από το βλέμμα μας σε σημεία σκοτεινά. Αν κάτι προτείνω, είναι να μην καταδικάσουμε τον εαυτό μας να περιπλανιέται αναζητώντας μια απάντηση στο ερώτημα: «ποιος είμαι;» ή «πώς θα έπρεπε να είμαι;».
Τίθεται το ερώτημα: δεν θα ήταν σωστό να προτάσσουμε το κοινωνικό του ατομικού;
Εδώ, διακινδυνεύοντας να κατηγορηθώ (άλλη μια φορά) για ατομισμό, θα εξακολουθήσω να υποστηρίζω ότι, με στόχο το κοινό καλό, θα ήταν θετικό να μπορούσε καθένας ν’ ασχοληθεί με την προσωπική του εξέλιξη, έστω και μόνο για να στηρίξει με τον καταλληλότερο, τον σωστότερο και πιο αποτελεσματικό τρόπο τον πλησίον του.
Όλη τη βδομάδα, ο μικρός κυνηγάει στο σπίτι τον μπαμπά, με τον «Γκρινιάρη» στο χέρι. Θέλει να καθίσει μαζί του ο μπαμπάς του, τηρώντας την υπόσχεση που του είχε δώσει, να παίξουν μια παρτίδα για να εγκαινιάσουν το καινούργιο επιτραπέζιο που του έκαναν δώρο στα γενέθλιά του.
«Δεν μπορώ τώρα, Ουγίτο» του έλεγε ο πατέρας του. «Θα πρέπει να περιμένεις το Σαββατοκύριακο…»
Το πρωί του Σαββάτου, μόλις ο Ούγο σηκώνεται απ’ το κρεβάτι και βλέπει τον μπαμπά του να κάθεται στο γραφείο, τρέχει στο δωμάτιό του να φέρει το επιτραπέζιο που δεν έχει εγκαινιάσει ακόμα.
«Σήμερα είναι Σάββατο… έτσι δεν είναι μπαμπά;» ρωτάει ο μικρός.
«Ναι, αγοράκι μου» παραδέχεται ο πατέρας του, «τώρα όμως πρέπει να τελειώσω μια δουλειά που έχει μαζευτεί από τις προηγούμενες μέρες. Ζήτα από τη μαμά να παίξει μαζί σου…»
«Όχι, όχι» διαμαρτύρεται ο εξάχρονος πιτσιρίκος. «Μου το έχεις υποσχεθεί…»
«Αυτό είν’ αλήθεια, όμως αυτή τη στιγμή έχω άλλα, πιο επείγοντα πράγματα να κάνω.»
«Και πότε θα τελειώσεις αυτά τα πράγματα;»
«Σε δύο ώρες» λέει ο πατέρας υπερβάλλοντας, με σκοπό να τον αποθαρρύνει.
«Ουφ!» λέει ο μικρός, και κάνοντας μεταβολή, βγαίνει από το δωμάτιο.
Ο μεγάλος δείκτης φτάνει στον μικρό ακριβώς τη στιγμή που δείχνει τον αριθμό 12, κι αυτό, όπως του είπε η μητέρα του, σημαίνει πως έχουν περάσει ακριβώς δύο ώρες.
«Παίζουμε τώρα, μπαμπά;»
«Όχι, αγόρι μου, λυπάμαι. Δεν έχω τελειώσει ακόμα τη δουλειά μου…»
«Όμως, μου είπες σε δύο ώρες… Δηλαδή, έλεγες ψέματα!»
«Δεν είν’ έτσι, Ουγίτο. Έχω δουλειά…»
Τα δάκρυα στο προσωπάκι του μικρού έχουν ήδη αρχίσει να κυλάνε, όταν ο πατέρας του έχει μια ιδέα. Παίρνει από το γραφείο του ένα περιοδικό που έχει στο εξώφυλλο έναν έγχρωμο παγκόσμιο χάρτη με πολιτική διαίρεση.
«Κοίτα, αγόρι μου, θα σου προτείνω ένα παιχνίδι» του λέει, ενώ σκίζει το φύλλο και ψάχνει στο συρτάρι του γραφείου του να βρει ένα ψαλίδι.
Ο άνδρας κόβει εδώ κι εκεί, μετατρέποντας το φύλλο σ’ ένα σωρό χαρτάκια με ακανόνιστο σχήμα.
«Αυτό είναι σπαζοκεφαλιά… ένα παζλ όπως το λες εσύ. Το παιχνίδι είναι να συναρμολογήσεις τον παγκόσμιο χάρτη βάζοντας κάθε χώρα στη θέση της» λέει ο πατέρας του. «Όταν τελειώσεις τη συναρμολόγηση του χάρτη, θα παίξουμε και γκρινιάρη.»
Ο πατέρας ξέρει ότι ο μικρός, χωρίς να έχει ιδέα πώς είναι ο παγκόσμιος χάρτης, θα κάνει πάνω από μια ώρα ώσπου να τον συναρμολογήσει κι έτσι θα φτάσει το μεσημέρι. Μετά το μεσημεριανό του ύπνο, ίσως μπορέσει τελικά να καθίσει να παίξει με τον γιο του, όπως του έχει υποσχεθεί.
Ξεφυσώντας και πάλι από θυμό, καταλαβαίνοντας όμως ότι αν δεν δεχτεί αυτούς τους όρους δεν έχει Γκρινιάρη, ο μικρούλης παίρνει τα χαρτάκια που του δίνει ο πατέρας του και πάει στο δωμάτιό του.
Περνάνε πέντ’– έξι λεπτά, και ο Ουγίτο ξαναμπαίνει στο δωμάτιο με τον παγκόσμιο χάρτη συναρμολογημένο τέλεια.
Κάθε χώρα στη θέση της και κάθε χαρτάκι κολλημένο με σελοτέιπ.
«Έτοιμο, μπαμπά. Πάμε τώρα να παίξουμε Γκρινιάρη;»
Ο πατέρας χαμογελάει, απορημένος.
«Μα… πώς το έκανες;» ρωτάει εξετάζοντας το τέλειο αποτέλεσμα. «Αφού δεν έχεις ξαναδεί παγκόσμιο χάρτη… Πώς τον συναρμολόγησες τόσο γρήγορα;»
«Όχι, μπαμπά, δεν έχω ξαναδεί παγκόσμιο χάρτη σαν αυτόν… Όταν τον έκοβες, όμως, είδα ότι στην πίσω μεριά του φύλλου υπήρχε η φωτογραφία ενός άνδρα. Έτσι, όταν πήγα στο δωμάτιό μου, γύρισα τα χαρτάκια από την άλλη μεριά κι έφτιαξα το πρόσωπο του κυρίου βάζοντας τα χαρτάκια το ένα δίπλα στο άλλο. Εύκολο ήταν. Όταν έφτιαξα τον άνθρωπο, ο κόσμος τακτοποιήθηκε από μόνος του.»
Μπορείτε να το πείτε επαγγελματική διαστροφή, αλλά μετά από τόσα χρόνια έχω πειστεί ότι μόνο δουλεύοντας πάνω στο άτομο μπορεί να γίνει εφικτή η όποια αλλαγή οραματιζόμαστε για τον κόσμο στον οποίο ζούμε.
Ακόμα όμως κι αν πρόκειται για επαγγελματική διαστροφή, μου συμβαίνει παρά πολύ συχνά —τόσο όταν μιλάω μ’ έναν ασθενή στο ιατρείο μου όσο κι όταν απαντώ στις ερωτήσεις μιας συνέντευξης— άθελά μου να εκπλήσσομαι που μιλάω για όλους ενώ θα ήθελα μόνο να μιλήσω για κάθε έναν ξεχωριστά. Ίσως αυτό να αποδεικνύει ότι ανάμεσα στους όλους και στον κάθε έναν, δεν υπάρχει διαφορά.
Από επαγγελματική διαστροφή λοιπόν, εξακολουθώ κι εγώ μετά από τόσα χρόνια να πιστεύω ότι μόνο αν μάθουμε ποιοι είμαστε στ’ αλήθεια, θα μπορέσουμε να ξεκινήσουμε μια προσπάθεια αυτοβελτίωσης. για το καλό το δικό μας, αλλά και της ανθρωπότητας.