€11.93 €13.25
«‘‘Πείτε μου, όμως, αγαπητέ μου, ποιοι είναι οι πελάτες σας;’’
Ο Φέλιξ Βεντούρα εξήγησε: είναι επιχειρηματίες, υπουργοί, κτηματίες, διαμαντέμποροι, στρατηγοί, άνθρωποι τελοσπάντων με σίγουρο μέλλον που, όμως, τους λείπει ένα καλό παρελθόν, επιφανείς πρόγονοι, περγαμηνές — με λίγα λόγια: ένα όνομα που να αντηχεί ευγενή καταγωγή και καλλιέργεια. Εκείνος τους πουλάει ένα καινούργιο παρελθόν σε χαρτιά. Σχεδιάζει το γενεαλογικό τους δέντρο. Τους δίνει φωτογραφίες παππούδων και προπάππων — κυρίους με λαμπρό παράστημα, κυρίες αλλοτινών καιρών. […]
‘‘ Έξοχα, έξοχα. Αυτό μου ’χαν πει. Χρειάζομαι τις υπηρεσίες σας. Φοβάμαι, όμως, ότι θα σας βάλω πολλή δουλειά’’.».
* * *
Ο Φέλιξ Βεντούρα είναι ένας αλμπίνος που ειδικεύεται στη δημιουργία παρελθόντων για τη νέα αστική τάξη της Ανγκόλας. Οι πελάτες του, μετά από περίπου δύο δεκαετίες συγκρούσεων για την απελευθέρωση από την πορτογαλική αποικιοκρατία, έχουν ανάγκη από ένα βελτιωμένο παρελθόν, με «πολυτελές» γενεαλογικό δέντρο, νέα προσωπική ιστορία και φωτογραφίες ένδοξων προγόνων για να εξασφαλίσουν ένα μέλλον με καλές προοπτικές. Ο πωλητής παρελθόντων είναι ένα στοχαστικό μυθιστόρημα για τη μνήμη και τις επιλεκτικές διαδρομές που ακολουθεί όταν ανασύρει ανύπαρκτα συμβάντα, ξεχνώντας γεγονότα αδιαμφισβήτητα, όπως το χρώμα του δέρματος.
* * *
Σε μια συνέντευξή του, ο συγγραφέας εξηγεί τι μπορεί να σημαίνει μαύρος και τι λευκός:
«Τα πάντα εξαρτώνται από την κατάσταση. Γνωρίζω Βραζιλιάνους που ανακάλυψαν ότι είναι μαύροι όταν έφτασαν στις ΗΠΑ και, αντιθέτως, Aμερικανούς που, ενώ στη χώρα τους ήταν μαύροι, στην Αφρική θεωρήθηκαν λευκοί. Όταν ο βορειοαμερικανός ποιητής Λάνγκστον Χιούζ είχε επισκευθεί τη Νιγηρία, διαμαρτυρήθηκε για την απαγόρευση εισόδου του σε μια θρησκευτική τελετή. ‘‘Μα… είμαι κι εγώ μαύρος’’ είπε, για να πάρει την απάντηση: ‘‘Κύριε, μαύρος μπορεί να είστε στη χώρα σας. Εδώ, αυτό να το ξεχάσετε’’.».
Ένας μικρός νυχτερινός θεός
Σ’ αυτό το σπίτι γεννήθηκα και μεγάλωσα. Ποτέ δεν βγήκα έξω. Το σούρουπο, ακουμπώ το σώμα μου στο τζάμι του παραθύρου και παρατηρώ τον ουρανό. Μ’ αρέσει να βλέπω τις μεγάλες πύρινες γλώσσες, τα σύννεφα να καλπάζουν, και πάνω σ’ αυτά τους αγγέλους, στρατιές αγγέλων, με τα μαλλιά τους να βγάζουν σπίθες, ανεμίζοντας τα μεγάλα φλογισμένα φτερά. Είναι ένα θέαμα πάντα ολόιδιο. Ωστόσο, έρχομαι εδώ κάθε απόγευμα και διασκεδάζω και συγκινούμαι σαν να το ’βλεπα για πρώτη φορά. Την περασμένη βδομάδα, ο Φέλιξ Βεντούρα γύρισε σπίτι νωρίτερα και μ’ έπιασε να γελάω, καθώς εκεί έξω, στο αγριεμένο γαλάζιο, ένα τεράστιο σύννεφο έτρεχε σε κύκλους, σαν σκύλος, προσπαθώντας να σβήσει τη φωτιά που του ’καιγε την ουρά.
«Μα δεν το πιστεύω! Γελάς εσύ;»
Η έκπληξη μ’ εκνεύρισε. Φοβήθηκα, αλλά δεν κούνησα ούτε μυ. Ο αλμπίνος έβγαλε τα μαύρα γυαλιά, τα φύλαξε στην εσωτερική τσέπη του σακακιού, και μετά έβγαλε αργά, μελαγχολικά το σακάκι και το κρέμασε με προσοχή στην πλάτη μιας καρέκλας. Διάλεξε ένα δίσκο βινυλίου και τον τοποθέτησε στο πλατό του παλιού πικάπ. Acalanto para Um Rio, της Ντόρας, της Σιγκάρας, μιας βραζιλιάνας τραγουδίστριας που πρέπει να γνώρισε κάποιες δόξες τη δεκαετία του εβδομήντα. Και το λέω αυτό, κρίνοντας από το εξώφυλλο του δίσκου. Είναι το σχέδιο μιας όμορφης μαύρης με μπικίνι και μ’ ένα ζευγάρι μεγάλα φτερά πεταλούδας δεμένα στην πλάτη. «Ντόρα, η Σιγκάρα — “Acalanto para um rio” — Η μεγάλη επιτυχία της εποχής». Η φωνή της φλέγεται στον αέρα. Τις τελευταίες βδομάδες, αυτό είναι η μουσική επένδυση του δειλινού. Ξέρω τα λόγια απέξω:
Nada passa, nada expira
O passado é
um rio que dorme
e a memória uma mentira
multiforme.
Dormem do rio as águas
e em meu regaço dormem os dias
dormem
dormem as mágoas
as agonias,
dormem.
Nada passa, nada expira
O passado é
um rio adormecido
parece morto, mal respira
acorda-o e saltará
num alarido.
Ο Φέλιξ περίμενε μέχρι να σβήσουν, μαζί με το φως, και οι τελευταίες νότες του πιάνου. Μετά, έστρεψε τον έναν καναπέ, σχεδόν αθόρυβα, έτσι ώστε να βλέπει στο παράθυρο. Στο τέλος, κάθισε. Τέντωσε τα πόδια μ’ έναν αναστεναγμό:
«Διάολε! Δηλαδή η Αυτού Μικρότης Σας γελάει;! Εξόχως πρωτοφανές…»
Μου φάνηκε σκυθρωπός. Έφερε το πρόσωπό του κοντά μου και είδα τις κόρες των ματιών του κατακόκκινες. Το χνότο του τύλιξε το σώμα μου. Μια ξινή ζέστη.
«Τι απαίσιο που ’ναι το δέρμα σου. Θα πρέπει να ’μαστε συγγενείς.»
Το περίμενα αυτό. Αν μπορούσα να μιλήσω, θα μιλούσα άσχημα. Όμως οι φωνητικές χορδές μου μου επιτρέπουν μόνο να γελάω. Οπότε, προσπάθησα να του πετάξω στα μούτρα έναν άγριο καγχασμό, κάποιον ήχο αρκετό να τον τρομάξει ή να τον απομακρύνει, αλλά το μόνο που πέτυχα ήταν ένα αδύναμο γαργάρισμα. Μέχρι και την περασμένη βδομάδα ο αλμπίνος πάντα με αγνοούσε. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, από τότε που μ’ άκουσε να γελάω, έρχεται σπίτι νωρίτερα. Πάει στην κουζίνα, γυρίζει μ’ ένα ποτήρι χυμό παπάγια, κάθεται στον καναπέ και μοιράζεται μαζί μου τη γιορτή του ηλιοβασιλέματος. Συζητάμε. ή, μάλλον, αυτός μιλάει κι εγώ ακούω. Κάπου κάπου γελάω, κι αυτό του αρκεί. Ήδη μας ενώνει, υποψιάζομαι, ένα νήμα φιλίας. Τα σαββατόβραδα, όχι όλα, ο αλμπίνος έρχεται κρατώντας μια κοπελίτσα από το χέρι. Είναι κοπέλες λυγερές, ψηλές και ευλύγιστες, με πόδια λεπτά σαν ερωδιού. Κάποιες μπαίνουν με φόβο, κάθονται στην άκρη της καρέκλας, αποφεύγοντας να τον κοιτάξουν καταπρόσωπο, ανίκανες να κρύψουν την αποστροφή τους. Πίνουν ένα αναψυκτικό, γουλιά γουλιά, και μετά ξεντύνονται αθόρυβα, τον περιμένουν ξαπλωμένες ανάσκελα με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο στήθος. Άλλες, πιο θαρραλέες, τολμούν να εξερευνήσουν μόνες το σπίτι, εκτιμώντας τη γυαλάδα των ασημικών, την αρχοντιά των επίπλων, αλλά επιστρέφουν στο σαλόνι γρήγορα, τρομαγμένες απ’ τις στοίβες τα βιβλία στα δωμάτια και τους διαδρόμους, και, προπαντός, από το αυστηρό βλέμμα των κυρίων με τα ημίψηλα καπέλα και τα μονόκλ, το περιπαικτικό βλέμμα των μπεσανγκάνα της Λουάντας και της Μπενγκουέλας, το παγωμένο βλέμμα των αξιωματικών του πορτογαλικού ναυτικού με την επίσημη στολή τους, το εκστατικό βλέμμα ενός κονγκολέζου πρίγκιπα του δεκάτου ενάτου αιώνα, το προκλητικό βλέμμα ενός διάσημου μαύρου αμερικανού συγγραφέα — όλοι τους να ποζάρουν για την αιωνιότητα μέσα σε χρυσές κορνίζες. Ψάχνουν κάποιον δίσκο στα ράφια: «Δεν έχεις κουντούρο, φίλε;», κι αφού ο αλμπίνος δεν έχει κουντούρο, δεν έχει κιζόμπα, δεν έχει ούτε Μπάντα Μαραβίλια ούτε Πάουλο Φλόρες —τις μεγάλες επιτυχίες της εποχής—, καταλήγουν να διαλέγουν τους δίσκους με τα πιο ζωηρόχρωμα εξώφυλλα, κουβανέζικων ρυθμών πάντα. Χορεύουν, σχεδιάζοντας μικρά βήματα στο ξύλινο πάτωμα, ενώ ξεκουμπώνουν ένα ένα τα κουμπιά του πουκαμίσου. Το τέλειο κατάμαυρο δέρμα, υγρό και λαμπερό, έρχεται σε αντίθεση μ’ αυτό του αλμπίνου, ξερό και τραχύ, ροζέ. Εγώ βλέπω τα πάντα. Μες σ’ αυτό το σπίτι είμαι σαν ένας μικρός νυχτερινός θεός. Τη μέρα, κοιμάμαι.