ΠΟΣΟ ΑΓΑΠΑΜΕ ΤΗΝ ΓΚΛΕΝΤΑ

ΠΟΣΟ ΑΓΑΠΑΜΕ ΤΗΝ ΓΚΛΕΝΤΑ

Συγγραφέας: ΚΟΡΤΑΣΑΡ ΧΟΥΛΙΟ
Μετάφραση: ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ
Εκδόθηκε: 02/12/2019
ISBN: 978-618-5400-05-7
Σελίδες: 176

€14.31 €15.90

«Όλα εξαρτώνται από τη διάθεση της στιγμής, επειδή ποτέ δεν θα μου περνούσε απ’ το μυαλό να διαλέξω έναν συγκεκριμένο τύπο ιστορίας μόλις εγώ ή εμείς σβήσουμε το φως και μπω σ’ εκείνη τη δεύτερη και ωραία μαύρη κουκούλα που μου φοράνε τα βλέφαρα, η ιστορία είναι εκεί, μια σχεδόν πάντα συναρπαστική αρχή ιστορίας, μπορεί να ’ναι ένας άδειος δρόμος μ’ ένα αυτοκίνητο να ’ρχεται απ’ το βάθος, ή η έκφραση του Μαρσέλο Μασίας όταν πληροφορείται πως πήρε προαγωγή, κάτι αδιανόητο ώς εκείνη τη στιγμή δεδομένης της ανικανότητάς του, ή απλώς μια λέξη ή ένας ήχος τα οποία επαναλαμβάνονται πέντ’-έξι φορές και από τα οποία αρχίζει να σχηματίζεται η πρώτη εικόνα της ιστορίας.»
 
 
«Με αυτήν, την προτελευταία του συλλογή διηγημάτων, ο Χούλιο Κορτάσαρ, με την αυτεπίγνωση του καλλιτέχνη που βγήκε θριαμβευτής από την πάλη με το υλικό του, τα εργαλεία του και τα εκφραστικά του μέσα, δείχνει σαν ν’ άφησε κατά μέρος τα νοηματικά αραβουργήματα και τα λεκτικά παιχνίδια, και καταθέτει το πιο ώριμο, το πιο σαγηνευτικό, το πιο αινιγματικό, αλλά και πιο σκοτεινό βιβλίο του.»                                                               

  Στο καλαθι βιβλια

Προσανατολισμός των γάτων

 

στον Χουάν Σοριάνο

 

Όταν η Αλάνα και ο Όσιρις με κοιτάζουν, δεν μπορώ να διακρίνω καμία υποκρισία, καμία διπλοπροσωπία. Με κοιτάζουν στα μάτια — η Αλάνα με το γαλάζιο φως της, ο Όσιρις με την πράσινη ακτίνα του. Μα και μεταξύ τους κοιτάζονται έτσι, η Αλάνα χαϊδεύοντας τη μαύρη ράχη του Όσιρι που σηκώνει το μουσούδι του απ’ το πιατάκι με το γάλα και νιαουρίζει ευχαριστημένος, γυναίκα και γάτος επικοινωνούν σε επίπεδα που μου διαφεύγουν, που οι δικές μου θωπείες δεν κατορθώνουν να τα φτάσουν. Πάει καιρός τώρα που έχω απαρνηθεί κάθε εξουσία επί του Όσιρι, είμαστε καλοί φίλοι από μιαν αδιάνυτη απόσταση. η Αλάνα, όμως, είναι η γυναίκα μου, και η απόσταση ανάμεσά μας είναι άλλη, κάτι που εκείνη δεν δείχνει να το αισθάνεται αλλά που παρεμβάλλεται στην ευτυχία μου όταν η Αλάνα με κοιτάζει, όταν με κοιτάζει στα μάτια όπως ο Όσιρις και μου χαμογελάει ή μου ­μιλάει χωρίς την παραμικρή επιφυλακτικότητα, δοτική σε κάθε κίνηση και σε κάθε πράγμα όπως είναι και στον έρωτα, εκεί όπου όλο της το σώμα είναι σαν τα μάτια της, μια απόλυτη αφοσίωση, μια αδιάλειπτη αμοιβαιότητα.
Είναι περίεργο, αλλά παρ’ όλο που έχω εγκαταλείψει την ιδέα να εισχωρήσω στον κόσμο του Όσιρι, ο έρωτάς μου για την Αλάνα δεν στέργει αυτή την ειλικρίνεια του συν­τελεσμένου, του ισόβιου ζεύγους, της ζωής χωρίς μυστικά. Πίσω απ’ αυτά τα γαλάζια μάτια υπάρχουν κι άλλα πράγματα, στο βυθό των λέξεων, των στεναγμών και των σιωπών άλλο βασίλειο ανασαίνει, άλλη Αλάνα αναπνέει. Δεν της το ’χω πει ποτέ, την αγαπώ πάρα πολύ για να ραγίσω αυτή την επιφάνεια ευτυχίας πάνω στην οποία έχουν κυλήσει τόσες μέρες, τόσα χρόνια. Με τον τρόπο μου, πεισματικά επιμένω να καταλάβω, ν’ ανακαλύψω. την παρατηρώ αλλά χωρίς να την κατασκοπεύω. την παρακολουθώ αλλά χωρίς να την υποψιάζομαι. αγαπώ ένα εξαίσιο ακρωτηριασμένο άγαλμα, ένα ημιτελές κείμενο, ένα κομμάτι ουρανού εγγεγραμμένο στο φεγγίτη της ζωής.
Υπήρξε μια εποχή όπου νόμιζα πως ο δρόμος που στ’ αλήθεια θα με οδηγούσε στην Αλάνα ήταν η μουσική. κοιτάζοντάς την ν’ ακούει από τους δίσκους μας Μπάρτοκ, Ντιουκ Έλινγκτον, Γκαλ Κόστα,2 μια αδιόρατη διαφάνεια με βύθιζε μέσα της, η μουσική την απογύμνωνε αλλιώς, κάθε φορά την έκανε όλο και πιο Αλάνα, γιατί Αλάνα δεν μπορούσε να ’ναι μόνο αυτή η γυναίκα που ανέκαθεν με κοίταζε στα μάτια χωρίς να μου κρύβει τίποτα. Την αναζητούσα κόντρα στην Αλάνα, πέρα απ’ την Αλάνα, για να την αγαπήσω καλύτερα. κι αν στις αρχές η μουσική μ’ άφηνε να διαβλέπω άλλες Αλάνες, ήρθε κάποτε η μέρα όπου μπροστά σ’ ένα χαρακτικό του Ρέμπραντ την είδα ν’ αλλάζει ακόμα πιο πολύ, όπως μια αναδιάταξη στα σύννεφα αλλάζει ξαφνικά τις φωτοσκιάσεις ενός τοπίου. Αισθάνθηκα ότι ο πίνακας την πήγαινε πέρα κι απ’ την ίδια για χάρη εκείνου του μοναδικού θεατή που θα μπορούσε να μετρήσει την ανεπανάληπτη στιγμιαία μεταμόρφωση, τη φευγαλέα εικόνα της Αλάνας μέσα στην Αλάνα. Ακούσιοι καλοθελητές, ο Κιθ Τζάρετ, ο Μπετόβεν και ο Ανίμπαλ Τροΐλο3 με είχαν βοηθήσει να πλησιάσω, αλλά μπροστά σ’ έναν πίνακα ζωγραφικής ή σ’ ένα χαρακτικό η Αλάνα αποποιούνταν ακόμα περισσότερο αυτό που πίστευε ότι ήταν, για μια στιγμή έμπαινε σ’ έναν φανταστικό κόσμο έτσι ώστε δίχως να το καταλάβει να βγει απ’ τον εαυτό της, πηγαίνοντας από τον έναν πίνακα στον άλλον, σχολιάζοντάς τους ή σιωπώντας, μια τράπουλα που με κάθε νέο κοίταγμα ανακατευόταν γι’ αυτόν που, προσηλωμένος και ανέκφραστος, λίγο πίσω της ή κρατώντας την αγκαζέ, έβλεπε να περνούν οι ντάμες και οι άσοι, τα σπαθιά και τα μπαστούνια. Αλάνα.
Τι μπορούσα να κάνω με τον Όσιρι; Να του δίνω το γάλα, να τον αφήνω στην ησυχία του, ένα ευχαριστη­μένο και ρονρονιστό μαύρο κουβάρι. την Αλάνα, όμως, μπορούσα να την πηγαίνω σ’ εκείνη την πινακοθήκη όπως έκανα χθες, να παρακολουθήσω γι’ άλλη μία φορά ένα θέατρο με καθρέφτες και σκοτεινούς θαλάμους, με έντονες εικόνες στον καμβά μπροστά σ’ αυτή την άλλη εικόνα με το παρδαλό τζιν και την κόκκινη μπλούζα που αφού έσβησε το τσιγάρο της στην είσοδο πήγαινε από πίνακα σε πίνακα, σταματώντας στην ακριβή απόσταση την οποία απαιτούσε το βλέμμα της, στρεφόμενη σε μένα κάπου κάπου για να σχολιάσει ή να ­συγκρίνει. Ποτέ δεν θα μπορούσε να της περάσει απ’ το μυαλό ότι εγώ δεν ήμουν εκεί για τους πίνακες, ότι λίγο πιο πίσω της ή δίπλα της ο τρόπος μου να κοιτάζω δεν είχε καμία σχέση με τον δικό της. Ποτέ δεν θα μπορούσε ν’ αντιληφθεί ότι το αργό και στοχαστικό της πέρασμα από πίνακα σε πίνακα τη μεταμόρφωνε σε σημείο που ν’ αναγκάζομαι να κλείνω τα μάτια και να παλεύω με την παρόρμηση να την πάρω αγκαλιά και να την οδηγήσω στο ντελίριο, σ’ ένα θεότρελο τρεχαλητό στους δρόμους. Έτσι όπως ήταν χαλαρή κι ανάλαφρη μέσα στη φυσικότητά της ν’ απολαμβάνει και ν’ ανακαλύπτει, οι στάσεις και οι αργοπορίες της εγγράφονταν σ’ ένα χρόνο διαφορετικό από τον δικό μου, άσχετο με την αγχωτική και διψαλέα αδημονία μου.
Μέχρι τότε, τα πάντα ήταν ένα θολό προμήνυμα: η Αλάνα στη μουσική, η Αλάνα μπροστά στον Ρέμπραντ. Τώρα, όμως, η αναμονή μου άρχιζε να δικαιώνεται σχεδόν ανυπόφορα. με το που φτάσαμε, η Αλάνα αφοσιώθηκε στους πίνακες με μια φρικαλέα χαμαιλεόντεια αθωότητα, περνώντας απ’ τη μία κατάσταση στην άλλη χωρίς να ξέρει ότι ένας θεατής παραμόνευε, παρακολουθούσε τη συμπεριφορά της, την κλίση του κεφαλιού της, τον εσωτερικό χρωματισμό στην κίνηση των χεριών ή των χειλιών της που τη διέτρεχε όλη ώσπου να την αναδείξει άλλη, εκεί όπου η άλλη ήταν πάντα Αλάνα προστιθέμενη στην Αλάνα, σαν τα τραπουλόχαρτα που σωρεύονται το ’να πάνω στ’ άλλο ώσπου να τελειώσει η τράπουλα. Δίπλα της, προχωρώντας σιγά σιγά κατά μήκος των τοίχων της πινακοθήκης, την έβλεπα να δίνεται σε κάθε πίνακα, τα μάτια μου πολλαπλασίαζαν ένα κεραυνοβόλο τρίγωνο που γραφόταν από εκείνην στον πίνακα κι απ’ τον πίνακα σ’ εμένα τον ίδιο για να ξαναγυρίσει σ’ εκείνην και να συλλάβει την αλλαγή, τη διαφορετική άλω που την τύλιγε για μια στιγμή ώσπου να δώσει τη θέση της σε μια νέα αύρα, σε μια τονικότητα που την εξέθετε στην αληθινή, στην έσχατη γυμνότητα. Αδύνατον να προβλέψω ώς πότε θα επαναλαμβανόταν αυτή η ώσμωση, πόσες νέες Αλάνες θα με οδηγούσαν εντέλει στη σύνθεση απ’ την οποία θα βγαίναμε και οι δύο πλήρεις, εκείνη δίχως να το ξέρει κι ανάβοντας άλλο ένα τσιγάρο πριν μου ζητήσει να την πάω για ένα ποτό, εγώ ξέροντας ότι η μακρά μου αναζήτηση είχε φτάσει στο τέρμα της κι ότι ο έρωτάς μου θα εγκόλπωνε από εκείνη τη στιγμή το ορατό και το αόρατο, θα δεχόταν το καθαρό βλέμμα τής Αλάνας χωρίς να φοβάται αμπαρωμένες πόρτες, απαγορευμένα περάσματα.
Μπροστά σε μια μοναχική βάρκα και κάτι μαύρα βράχια σε πρώτο πλάνο, την είδα να μένει ακίνητη για πολλή ώρα. ένας ανεπαίσθητος κυματισμός των χεριών την έκανε να φαίνεται σαν να κολυμπούσε στον αέρα, σαν να ’ψαχνε την ανοιχτή θάλασσα, ορίζοντες φυγής. Καμία έκπληξη δεν μπορούσε πια να μου προξενήσει το ότι αυτός ο άλλος πίνακας όπου ένα κιγκλίδωμα με μυτερές αιχμές απαγόρευε την πρόσβαση στις παρυφές του δάσους θα την έκανε να οπισθοχωρήσει σαν να ’ψαχνε ένα σημείο εστίασης, και ξαφνικά, η αποστροφή, η απόρριψη ενός απαράδεκτου ορίου. Πουλιά, θαλάσσια τέρατα, παράθυρα που έβλεπαν στη σιωπή ή άφηναν να περάσει μέσα ένα ομοίωμα θανάτου, κάθε καινούργιος πίνακας συνέτριβε την Αλάνα, αφαιρώντας της το προηγούμενο χρώμα, αποσπώντας της τους κραδασμούς της ελευθερίας, της υψιπέτειας, των μεγάλων εκτάσεων, επιβεβαιώνοντας την αντίθεσή της προς τη νύχτα και το χάος, την ηλιακή της αγωνία, τη σχεδόν τρομερή της ανώθηση σαν του φοίνικα. Στάθηκα πίσω της, ξέροντας πως θα μου ήταν αδύνατον να υπομείνω το βλέμμα της, την ερωτημα­τική της έκπληξη όταν θα διάβαζε στο πρόσωπό μου το θάμβος τής επιβεβαίωσης, γιατί κι αυτό ακόμα ήμουν εγώ, αυτό ήταν το σχέδιό μου Αλάνα, η ζωή μου Αλάνα, αυτό ήταν που ποθούσα πάντα για μένα και που μου το ’χε αναχαιτίσει ένα αστικό και φειδωλό παρόν, αυτό ήταν τώρα Αλάνα επιτέλους, επιτέλους η Αλάνα κι εγώ από τώρα και στο εξής, απ’ αυτή τη στιγμή. Ήθελα να την κρατήσω γυμνή στην αγκαλιά μου, να την αγαπήσω έτσι ώστε όλα να ’ναι διαυγή, όλα να ’χουν ειπωθεί για πάντα ανάμεσά μας, κι απ’ αυτή την ατελείωτη νύχτα έρωτα να γεννηθεί από εμάς, που ’χαμε γνωρίσει τόσο πολλές, η πρώτη αυγή της ζωής.
Φτάνοντας στο τέλος της πινακοθήκης, πλησίασα την πόρτα της εξόδου, πάντα κρύβοντας το πρόσωπό μου, ελπίζοντας πως ο αέρας και τα φώτα του δρόμου θα με ξανάκαναν έτσι όπως με γνώριζε η Αλάνα. Την είδα να σταματάει μπροστά σ’ έναν πίνακα που μου τον είχαν κρύψει άλλοι επισκέπτες, και να μένει γι’ αρκετή ώρα ακίνητη κοιτάζοντας τη ζωγραφιά ενός παράθυρου κι ενός γάτου. Μια τελευταία μεταμόρφωση τη μετέτρεψε σ’ ένα αργό άγαλμα που ξεχώριζε καθαρά απ’ τους άλλους, από μένα που πλησίαζα διστακτικός, αναζητώντας τα μάτια της που ’χαν χαθεί στον πίνακα. Είδα ότι ο γάτος ήταν ολόιδιος ο Όσιρις κι ότι κοίταζε πέρα μακριά κάτι που το κούφωμα του παράθυρου δεν μας άφηνε να δούμε. Ακίνητος στο ατένισμά του, φαινόταν λιγότερο ακίνητος απ’ την ακινησία της Αλάνας. Δεν ξέρω πώς αλλά ένιωσα πως το τρίγωνο είχε διαρραγεί, πως όταν η Αλάνα έστρεψε το κεφάλι της προς εμένα το τρίγωνο πια δεν υπήρχε, εκείνη είχε πάει στον πίνακα αλλά δεν είχε επιστρέψει, είχε μείνει πλάι στον γάτο κοιτάζοντας πολύ πέρα απ’ το παράθυρο κάτι που κανείς δεν μπορούσε να δει τι έβλεπαν, κάτι που μόνο η Αλάνα και ο Όσιρις έβλεπαν κάθε φορά που με κοίταζαν στα μάτια.
 

ΚΟΡΤΑΣΑΡ ΧΟΥΛΙΟ