ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΝΤΕΣΑ ΑΝΤΡΕΑ ΚΑΙ ΤΗ ΓΙΑΓΙΑ ΤΗΣ ΤΖΟΥΣΤΙΝΙΑΝΑ

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΝΤΕΣΑ ΑΝΤΡΕΑ ΚΑΙ ΤΗ ΓΙΑΓΙΑ ΤΗΣ ΤΖΟΥΣΤΙΝΙΑΝΑ

Συγγραφέας: ΑΠΑΡΑΙΝ ΜΑΡΙΟ
Μετάφραση: ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ
Εκδόθηκε: 08/07/2020
ISBN: 978-618-5400-12-5
Σελίδες: 80

€8.59 €9.54

«Στη στιγμή, ενώ έξω τα πελώρια κύματα έσπαγαν στα τρεμάμενα πλαϊνά του καραβιού, η γριά, βαδίζοντας τραμπαλιστά, έπιασε να περνάει από κάθε έναν αιχμάλωτο και ν’ ακουμπά την κοκαλιάρικη παλάμη της σε κάθε φλογισμένο μέτωπο. Άρχισε από τις γυναίκες που αγωνιούσαν και έκλαιγαν, συνέχισε με τον φύλαρχο Σιάκα και τελείωσε στο κούτελο του ανήσυχου ανδαλουσιάνικου αλόγου, που ήταν δεμένο σ’ ένα χοντρό δοκάρι. Κι ενώ εκτελούσε την παράξενη τελετουργία της μπροστά στο μονόφθαλμο βλέμμα του Zεσουί Ολιβιέ, ενός πειρατή που καιροφυλακτούσε για οποιαδήποτε απόπειρα εξέγερσης, η γριά άρχισε ν’ απαγγέλλει με φωνή που σχεδόν δεν ακουγόταν απ’ το βουητό της θάλασσας, το όγδοο ποίημα των έντεκα μυστηρίων της ζωής, αυτό που πρόλεγε την επικείμενη εξαφάνιση όλων των θαλασσίων τεράτων της  αρχαιότητας.»

  Στο καλαθι βιβλια

«Το πιο σύντομο μυθιστόρημα του κόσμου με την πιο μεγάλη χωρητικότητα

σε ιδέες, ευρήματα, χιούμορ, περιπέτειες και συγκίνηση.»

Revista Literaria

1



Συνέβη ένα βράδυ του τελευταίου χειμώνα του περασμένου αιώνα, μπροστά στην πέτρινη σπηλιά του Πάρκε ντε λος Αλιάδος. Ενώ καθάριζε πατάτες για να συνοδέψει το ασάδο των αστέγων, η κοντέσα Αντρέα έκοψε με το ασημένιο της μαχαίρι ένα δάχτυλο του αριστερού της χεριού, κι απ’ την πληγή άρχισε να τρέχει πολύ, γαλάζιο αίμα.
Όταν έφτασε στα Επείγοντα του Οσπιτάλ ντε Κλίνικας όπου την είχε πάει ένας πονόψυχος άστεγος, οι νοσοκόμες δεν πίστευαν στα μάτια τους. Ποτέ δεν τους είχε περάσει απ’ το μυαλό πως μπορεί να υπάρχει γαλάζιο αίμα. «Σιγά μην υπάρχει!» χαριεντίζονταν. Και όμως. Αυτές, βέβαια, ούτε πίστευαν πως κάποιος μπορεί να είναι ευγενής εξ αυτού του λόγου, ώσπου συνέβη εκείνο το περιστατικό κάτω από τις ακακίες του πάρκου. Χάρη σ’ ένα χειρόγραφο περί πειρα­τείας, με ημερομηνία 3 Ιανουαρίου 1929, που είχε ανακαλύψει ένας ερευνητής του Ιστορικού Μουσείου στην Παλιά Πόλη, έγινε γνωστό ότι μια γριά πολύ γριά και η εγγονή της, μια πολύ νεαρή ιταλίδα κοντέσα ονόματι Αντρέα Κιαραμόντε, είχαν καταπλεύσει στο αντιβασίλειο του Ρίο ντε λα Πλάτα, στις αρχές του 17ου αιώνα, μ’ ένα γαλλικό μπριγκαντίνο. Σ’ εκείνο το υπερατλαντικό ταξίδι των εβδομήντα μιας ημερών, αν δεν ήταν η γιαγιά και τα μαγικά της ποιήματα, η μικρή δε θα ’χε επιζήσει του τρομερού διάπλου για να μπορέσει ν’ αφηγηθεί αυτή την ιστορία, την οποία, άλλωστε, αν δεν ήταν ένας από τους αστέγους που συνήθιζαν να μαζεύονται μπροστά στην πέτρινη σπηλιά του Πάρκε ντε λος Αλιάδος, κανείς δε θα την είχε αφηγηθεί.




2

 

Σύμφωνα με το θρύλο που γέννησε αυτή την ιστορία, στις 28 Ιουλίου του σωτηρίου έτους 1717, ο γάλλος πειρατής Ετιέν Μορό, συνοδευόμενος απ’ τα πρωτοπαλίκαρά του, οπλισμένα με μουσκέτα και γιαταγάνια, άρπαξε την κοντέσα Αντρέα Κιαραμόντε απ’ την πλατεία του σιτσιλιάνικου χωριού Τσεφαλού, θαμπωμένος από τόση ομορφιά και εργατικότητα, βλέποντάς την να γυαλίζει τις μπότες των στρατιωτών του βασιλιά για να βγάλει το ψωμί της.
Δίπλα στη μικρή, μια γριά με σχιστά μάτια, που οι χωρικοί τη φώναζαν Τζουστινιάνα η Μάγισσα, κεντούσε χρωματιστά ανθάκια σ’ ένα μαντίλι της χήρας, ενώ σιγομουρμούριζε για όποιον ήθελε ν’ ακούσει τα ποιήματά της για τα έντεκα μυστήρια της ζωής. Κάποια απ’ τα ποιήματα, αυτά που μιλούσαν για τον κάμπο και έρωτες βουκολικούς, ήταν χαρωπά και ευφρόσυνα. όλα τ’ άλλα, τα περισσότερα, ήταν τραγικά και προφητικά, γιατί είχαν να κάνουν με τη θάλασσα και με τους ναυτικούς που τους είχε καταπιεί ο ορίζοντας.




3

 

Όταν οι πειρατές ζύγωσαν στην πλατεία και είδαν τα ίδια τους τα γένια να καθρεφτίζονται στο βερνίκι της αριστερής μπότας ενός απ’ τους στρατιώτες, δεν πίστευαν στα μάτια τους. Ο Ετιέν Μορό, που λάτρευε τις μαύρες πειρατικές μπότες ώς πάνω από τα γόνατα, παρακολούθησε προσεκτικά τη σκηνή και, χωρίς να διστάσει, έδωσε μία και μόνο διαταγή στον πιο κοντινό του απ’ τους πειρατές που φυλούσαν τα νώτα του: «Αρπάια, ανέβασε στο “San Francisco” τούτη τη μικρή, γιατί στο μέλλον οι μπότες μας θ’ αστράφτουν σαν καθρέφτες. Κι αν σου αντισταθεί, φόρτωσε μαζί και τη γριά».
Κι όπως η μικρή Αντρέα αντιστάθηκε, πάλεψε, στρίγκλισε και τους δάγκωσε με μια λύσσα που δεν είχαν ξαναδεί, όχι μόνο τη φόρτωσαν μαζί με τη γιαγιά της, αλλά και την έκλεισαν στο αμπάρι του μπρικιού, σε μια γωνιά που να τη βλέπουν οι φρουροί, κοντά στους αφρικάνους αιχμαλώτους που οι πειρατές θα τους πουλούσαν στους πορτογάλους δουλέμπορους της Αμερικής. Μέχρι τότε, οι πειρατές αγνοούσαν πως εκείνη η αιχμάλωτη παιδούλα, ένα αληθινό μπουμπούκι γιασεμιού μες στις τσουκνίδες του χωριού, ήταν στην πραγματικότητα κοντεσίνα, απόγονος του τελευταίου ευγενούς που είχε αγωνιστεί για την απελευθέρωση της Σικελίας από την αραγονέζικη κυριαρχία. Όταν ο κόντες Αντρέα Κιαραμόντε νικήθηκε, του ’κοψαν το κεφάλι στην πλατεία τού Παλέρμο, θαρρώντας πως ο θάνατός του θα τερμάτιζε και την εξέγερση. Τεράστιο λάθος. Ευτυχώς για την ιστορία μας, η μικρή Αντρέα και η γιαγιά της η Τζουστινιάνα κατάφεραν να επιβιώσουν χωρίς ποτέ κανείς να μάθει ποιες ήταν και τι είχαν απογίνει.
 

ΑΠΑΡΑΙΝ ΜΑΡΙΟ