€19.08 €21.20
«Το αεροπλάνο γνωρίζει δέκα ατελείωτα δευτερόλεπτα ελεύθερης πτώσης προτού εισχωρήσει στο χειρότερο σημείο του σωρειτομελανία, στα νοτιοδυτικά της στήλης, παίρνοντας μιαν απίστευτη κλίση, μια γωνία τριάντα μοιρών όπως του επιβάλλει το σύστημα αυτόματης πλοήγησης που υποκαθιστά το χειριστήριο. Αμέσως το Boeing περιστρέφεται μέσα σε στροβιλώδη ρεύματα νεφών, την ίδια στιγμή το κόκπιτ φωτίζεται επειδή πέφτει η νύχτα, σκέτη πίσσα, κι ακούγεται ένας τρομερός πάταγος: εκατοντάδες τεράστιοι χαλαζόκοκκοι γαζώνουν τα τζάμια, αφήνοντας εδώ κι εκεί χαρακιές στο γυαλί ασφαλείας. Λίγες στιγμές που μοιάζουν δίχως τέλος και, παρά τις ριπές του ανεμοστρόβιλου, το Boeing ξαναβρίσκει το ανοδικό θερμό ρεύμα και λίγη άνωση? αυτή τη φορά, είναι μια έντονη αίσθηση συντριβής όπως στο μεγάλο οχτάρι.»
«Υπάρχει ένα πράγμα θαυμαστό, που πάντα ξεπερνάει τη γνώση, την ευφυΐα, ακόμα και την ιδιοφυΐα: η ακατανοησία.»
Ο Ερβέ Λε Τελιέ χαίρεται ν’ αποπροσανατολίζει τον αναγνώστη, να τον οδηγεί αλλού — σ’ ένα «αλλού» που θυμίζει το «εδώ». Σ’ αυτό το μυθιστόρημα —κανονική ανωμαλία αφ’ εαυτού που δικαιολογεί και τον τίτλο— ο συγγραφέας θέτει υπό αμφισβήτηση κάποιες «κεκτημένες έννοιες» — θρησκευτικές, επιστημονικές και φιλοσοφικές. Όλα αρχίζουν με μια πτήση της Air France που συνδέει το Παρίσι με τη Νέα Υόρκη και, την ίδια στιγμή, συνδέει μεταξύ τους και τους ήρωες αυτού του μυθιστορήματος με τις πολλαπλές προοπτικές. Ένας συγγραφέας, ένας τραγουδιστής, ένας αρχιτέκτονας και η σύντροφός του, ένα κοριτσάκι με την οικογένειά του, μία δικηγόρος, ένας ετοιμοθάνατος πιλότος, ένας πληρωμένος δολοφόνος και διάφοροι άλλοι χαρακτήρες διασταυρώνονται σ’ ένα ιλιγγιώδες μπαλέτο διάρκειας τετρακοσίων σελίδων. Επικοινωνούν μεταξύ τους, μοιράζονται την «ακατανοησία» και την πικρία τους για την κατάσταση στην οποία έχουν βρεθεί, ενώ ο αναγνώστης, ίδιος παντοδύναμος Θεός, τους κατοπτεύει ενοχλημένος και ο ίδιος από την ξαφνική αποκάλυψη των πιο κρυφών πτυχών της ζωής τους.
Το εξαιρετικό ενδιαφέρον της Ανωμαλίας έγκειται, λοιπόν, στον τρόπο σκέψης που προτείνει και στα ερωτήματα που θέτει, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή στις άφθονες διαφορετικές εκδοχές που προκύπτουν. Η επιστήμη, η φιλοσοφία και η θεολογία αναμειγνύονται, αλληλεπιδρούν και αντηχούν η μία πάνω στην άλλη χωρίς να παραβιάζουν τα όριά τους. Αν εξαιρέσει κανείς τις τελευταίες σελίδες, που προσφέρονται σε πολλαπλές ερμηνείες, Η ανωμαλία είναι ένα βιβλίο που συνδυάζει μια συμβατική γραφή μ’ ένα απολύτως ανατρεπτικό θέμα – μια «ανωμαλία», δηλαδή, που τράβηξε την προσοχή των επιτροπών της Ακαδημίας Γκονκούρ, του Βραβείου Μεντισίς και του Βραβείου Ρενοντό, για να τιμηθεί τελικά με το σπουδαιότατο βραβείο της πρώτης.
Μπλέικ
Να σκοτώσεις κάποιον δεν είναι τίποτα φοβερό. Πρέπει να παρακολουθήσεις, να παρατηρήσεις, να σκεφτείς, πολύ, και την κατάλληλη στιγμή να σκάψεις το λάκκο. Μάλιστα. Να σκάψεις το λάκκο. Να τα καταφέρεις ώστε το σύμπαν να συρρικνωθεί, να συρρικνωθεί ώσπου να συμπυκνωθεί στην κάννη του όπλου ή την αιχμή του μαχαιριού. Αυτό είν’ όλο. Να μην αναρωτηθείς για τίποτα, να μην αφήσεις να σε οδηγεί ο θυμός, να διαλέξεις το πρωτόκολλο, να δράσεις μεθοδικά. Ο Μπλέικ ξέρει να το κάνει αυτό, κι έχει περάσει τόσο πολύς καιρός από τότε που το ξέρει, ώστε δεν ξέρει από πότε άρχισε να το ξέρει. Μετά, όλα έρχονται μόνα τους.
Ο Μπλέικ ζει απ’ το θάνατο των άλλων. Σας παρακαλώ, όχι ηθικολογίες. Αν θέλουμε να συζητήσουμε περί ηθικής, εκείνος είναι έτοιμος ν’ απαντήσει με στατιστικές. Επειδή —και ο Μπλέικ λέει να με συμπαθάτε— όταν ένας υπουργός Υγείας κάνει περικοπές στον προϋπολογισμό, αν κόβει από δω έναν τομογράφο, από κει έναν γιατρό, απ’ αλλού μια μονάδα εντατικής θεραπείας, δεν μπορεί ν’ αμφιβάλλει ότι συντομεύει όχι και λίγο τη ζωή δεκάδων χιλιάδων αγνώστων. Υπεύθυνος, αλλά όχι ένοχος: το ίδιο παραμύθι. Ο Μπλέικ είναι το αντίθετο. Και, εν πάση περιπτώσει, δεν έχει να δώσει εξήγηση σε κανέναν, χέστηκε.
Να σκοτώνεις δεν είναι κλίση. είναι προδιάθεση ή, αν προτιμάτε, νοοτροπία. Ο Μπλέικ είναι έντεκα χρόνων και δεν τον λένε Μπλέικ. Κάθεται δίπλα στη μητέρα του, στο Peugeot, σ’ έναν επαρχιακό δρόμο κοντά στο Μπορντό. Δεν πηγαίνουν και τόσο γρήγορα, ένα σκυλί περνάει το δρόμο, η πρόσκρουση γίνεται ελάχιστα αισθητή, η μητέρα στριγκλίζει, φρενάρει, πολύ απότομα, το αυτοκίνητο κάνει ζιγκ ζαγκ, η μηχανή σβήνει. Μείνε μέσα στο αυτοκίνητο, χρυσό μου, αχ Θεέ μου, μη βγεις απ’ τ’ αυτοκίνητο. Ο Μπλέικ δεν υπακούει, ακολουθεί τη μητέρα του. Είναι ένα κόλεϊ με γκρίζο τρίχωμα, το χτύπημα του διέλυσε το θώρακα, το αίμα του κυλάει στο κράσπεδο, αλλά δεν έχει πεθάνει, κλαψουρίζει, μοιάζει με παράπονο μωρού. Η μητέρα τρέχει πάνω-κάτω, πανικόβλητη, κλείνει με τα χέρια της τα μάτια του Μπλέικ, ψελλίζει ασυναρτησίες, θέλει να καλέσει ασθενοφόρο, Μαμά, πώς κάνεις έτσι, ένα σκυλί είναι. Το κόλεϊ βαριανασαίνει πάνω στη σκασμένη άσφαλτο, το τσακισμένο στραπατσαρισμένο σώμα του έχει πάρει μια παράξενη στάση, δονείται από σπασμούς που όλο και αραιώνουν, ψυχορραγεί μπροστά στα μάτια του Μπλέικ, και ο Μπλέικ κοιτάζει με περιέργεια τη ζωή να εγκαταλείπει το ζώο. Τελείωσε. Το αγόρι προσποιείται λιγάκι κάποια θλίψη, αυτό δηλαδή που φαντάζεται ότι είναι η θλίψη, για να μη συγχύσει τη μητέρα του, αλλά δεν αισθάνεται τίποτα. Η μητέρα μένει εκεί, παγωμένη, μπροστά στο κουφάρι, ο Μπλέικ ανυπομονεί, την τραβάει από το μανίκι, Έλα, μαμά, πάμε, δεν ωφελεί σε τίποτα να στεκόμαστε εδώ, πάει τώρα, πέθανε, θ’ αργήσω στην μπάλα.
Να σκοτώνεις προϋποθέτει και δεξιότητες. Ο Μπλέικ ανακαλύπτει ότι έχει όλα τα απαιτούμενα προσόντα, τη μέρα που ο θείος του, Σαρλ, τον έχει πάρει μαζί του στο κυνήγι. Τρεις τουφεκιές, τρία κουνέλια, αυτό είναι χάρισμα. Στοχεύει με ταχύτητα και με ακρίβεια, ξέρει και προσαρμόζεται στις χειρότερες, σάπιες καραμπίνες, στα πιο κακοζυγισμένα τουφέκια. Τα κορίτσια τον τραβάνε στα λούνα παρκ, έλα ρε, σε παρακαλώ, θέλω την καμηλοπάρδαλη, τον ελέφαντα, το γκέιμ μπόι, ναι, ναι, χτύπα, κι άλλο! και ο Μπλέικ μοιράζει λούτρινα, κονσόλες παιχνιδιών, γίνεται ο φόβος και ο τρόμος στους πάγκους σκοποβολής, ώσπου αποφασίζει να γίνει πιο διακριτικός. Επίσης του αρέσουν πολύ όλα όσα του μαθαίνει ο θείος Σαρλ, να σφάζει τα ζαρκάδια, να πετσοκόβει τους λαγούς. Για να συνεννοούμαστε: δεν νιώθει καμία ηδονή με το να σκοτώνει, ν’ αποτελειώνει το πληγωμένο ζώο. Δεν είναι κανένας διεστραμμένος. Όχι? αυτό που του αρέσει είναι η τεχνική της κίνησης, η αδιάσπαστη ρουτίνα που εδραιώνεται με την επανάληψη.
Ο Μπλέικ είναι είκοσι χρόνων και, με το πολύ γαλλικό επώνυμό του, Λιποφσκί, Φαρσατί ή Μαρτέν, γράφεται σε μια σχολή τουριστικών επαγγελμάτων, σε μια μικρή πόλη των Άλπεων. Δεν πρόκειται για αναγκαστική επιλογή, προσοχή, θα μπορούσε να κάνει οτιδήποτε, θα του άρεσε και να γίνει ηλεκτρονικός, ή προγραμματιστής, είχε έφεση στις ξένες γλώσσες, να, στ’ αγγλικά, ας πούμε, του έφτασαν τρεις μήνες πρακτική εξάσκηση στο Lang’s του Λονδίνου για ν’ αρχίσει να τα μιλάει χωρίς σχεδόν καμία γαλλική προφορά. Όμως αυτό που αρέσει πάνω απ’ όλα στον Μπλέικ είναι να μαγειρεύει, είναι εκείνες οι στιγμές της απραξίας όπου σκαρώνει μια συνταγή, ο χρόνος που περνάει δίχως βιάση, ακόμα και μέσα στον πυρετώδη αναβρασμό μιας κουζίνας, τα αργόσυρτα γαλήνια δευτερόλεπτα που κοιτάζεις το βούτυρο να λιώνει στο τηγάνι, τ’ άσπρα κρεμμύδια να καραμελώνονται, το σουφλέ να φουσκώνει. Του αρέσουν οι μυρωδιές και τα μπαχαρικά, του αρέσει να δημιουργεί μια διάταξη χρωμάτων και γεύσεων σ’ ένα πιάτο. Θα μπορούσε να ’ναι ο πιο λαμπρός μαθητής της σχολής, αλλά Τι στο διάολο, ρε Λιποφσκί (ή Φαρσατί ή Μαρτέν), τι θα πάθαινες αν ήσουν λίγο πιο ευγενικός με τους πελάτες. Κάνεις ένα επάγγελμα παροχής υπηρεσιών, υπηρεσιών, μ’ ακούς, Λιποφσκί (ή Φαρσατί ή Μαρτέν)!
Ένα βράδυ, σ’ ένα μπαρ, ένας τύπος, τύφλα στο μεθύσι, του λέει πως θέλει να βρει κάποιους να σκοτώσουν έναν άλλον. Κάποιο καλό λόγο θα ’χει, σίγουρα, οικονομικά, γυναικοδουλειές, αλλά του Μπλέικ τού είναι αδιάφορο.
«Θα το ’κανες εσύ, για λεφτά;»
«Είσαι μουρλός» απαντάει ο Μπλέικ, «θεόμουρλος.»
«Θα σε πληρώσω — και καλά.»
Το ποσό που προτείνει είναι με τρία μηδενικά. Ο Μπλέικ το διασκεδάζει.
«Όχι. Με δουλεύεις;»
Ο Μπλέικ πίνει, αργά, δεν έχει λόγο να βιάζεται. Ο τύπος έχει καταρρεύσει στην μπάρα, ο Μπλέικ τον ταρακουνάει.
«Άκου, ξέρω κάποιον που θα το ’κανε. Για τα διπλά. Δεν τον έχω δει ποτέ. Αύριο, θα σου πω πώς θα τον συναντήσεις, αλλά μετά, δε θα μου ξαναμιλήσεις ποτέ γι’ αυτό, οκέι;»
Και τότε είναι, εκείνη τη νύχτα, που ο Μπλέικ επινοεί τον Μπλέικ. Από τον Ουίλιαμ Μπλέικ, που τον διάβασε αφού είδε τον Κόκκινο δράκο, την ταινία με τον Άντονι Χόπκινς, και επειδή του άρεσε ένα ποίημα: «Στον επικίνδυνο τον κόσμο βγήκα: / γυμνός, ανυπεράσπιστος, κλαμμένος. / σαν δαίμονας σε σύννεφο κρυμμένος». Οπότε, Μπλέικ, Blake, black και lake, μαύρο και λίμνη, τα σπάει.
Την επόμενη κιόλας μέρα, ένας αμερικανός σερβιτόρος δέχεται την ηλεκτρονική διεύθυνση κάποιου blake.mick.22 που δημιουργήθηκε σ’ ένα internet-café της Γενεύης, κι ο Μπλέικ αγοράζει από έναν άγνωστο, μετρητοίς, έναν φορητό υπολογιστή σε τιμή ευκαιρίας και προμηθεύεται ένα παλιό Νokia και μια προπληρωμένη κάρτα, μια φωτογραφική μηχανή κι ένα τηλεφακό. Με το που εξοπλίζεται, ο μαθητευόμενος μάγειρος δίνει στον τύπο την επαφή αυτού του «Μπλέικ», «χωρίς καμία εγγύηση ότι αυτή η διεύθυνση ισχύει ακόμα», και περιμένει. Τρεις μέρες αργότερα, ο άνδρας του μπαρ στέλνει στον Μπλέικ ένα μπερδεμένο μήνυμα, απ’ το οποίο μαντεύει κανείς τη δυσπιστία του. Κάνει ερωτήσεις. Ψάχνει την αχίλλειο πτέρνα. Καμιά φορά αφήνει να περάσει μία ολόκληρη μέρα πριν απαντήσει. Ο Μπλέικ μιλάει για στόχο, για υλικοτεχνική υποστήριξη, για προθεσμία παράδοσης, και τελικά αυτές οι προφυλάξεις τον καθησυχάζουν. Καταλήγουν σε συμφωνία, ο Μπλέικ ζητάει τα μισά μπροστά: τα μηδενικά είναι τώρα τέσσερα. Όταν ο άνδρας του επισημαίνει πως θέλει ο θάνατος να μοιάζει «φυσικός», ο Μπλέικ διπλασιάζει το ποσό κι απαιτεί ένα μήνα. Ο τύπος, πεπεισμένος πλέον ότι έχει να κάνει με επαγγελματία, δέχεται όλους τους όρους.
Ο Μπλέικ κεντάει, κι ας είναι η πρώτη του φορά. Είναι πια λεπτολόγος, προσεκτικός και ευφάνταστος στο έπακρο. Έχει δει τόσες ταινίες. Είναι απίστευτο το τι οφείλουν οι πληρωμένοι δολοφόνοι στους σεναριογράφους του Χόλιγουντ. Ήδη απ’ το ξεκίνημα της σταδιοδρομίας του, τα χρήματα της εντολής και τις λεπτομέρειες του συμβολαίου θα τα παραλαμβάνει μέσα σε μια πλαστική σακούλα παρατημένη σ’ ένα μέρος που θα το ’χει ορίσει ο ίδιος: ένα λεωφορείο, ένα φαστφουντάδικο, ένα εργοτάξιο, ένα σκουπιδοτενεκέ, ένα πάρκο. Θ’ αποφεύγει τις πολύ απόμερες περιοχές, εκεί όπου θα ’ταν περίοπτος, αλλά και τα πολυσύχναστα μέρη όπου δε θα μπορούσε να εντοπίσει κανέναν. Θα βρίσκεται εκεί ώρες νωρίτερα και θα επιβλέπει τα πέριξ. Θα φοράει γάντια, κουκούλα, καπέλο, γυαλιά, θα ’χει βάψει τα μαλλιά του, θα μάθει να βάζει περουκίνια και να ρουφάει τα μάγουλά του ή να τα φουσκώνει, θ’ αποκτήσει δεκάδες πινακίδες αυτοκινήτων, από όλες τις χώρες. Με τον καιρό, ο Μπλέικ θα μυηθεί στη ρίψη μαχαιριού (half-spin ή full-spin, ανάλογα με την απόσταση), θα μάθει να κατασκευάζει μια βόμβα, να εξάγει από τις μέδουσες ένα μη ανιχνεύσιμο δηλητήριο και να συναρμολογεί και ν’ αποσυναρμολογεί σε ελάχιστα δευτερόλεπτα ένα εννιάρι Browning ή ένα σαραντατριάρι Glock, ενώ θα πληρώνεται και θ’ αγοράζει τα όπλα του με bitcoins, αυτά τα κρυπτονομίσματα με τις σκοτεινές διαδρομές. Θα δημιουργήσει τον ιστότοπό του στο deep web, και το darknet θα γίνει παιχνιδάκι γι’ αυτόν. Διότι στο διαδίκτυο υπάρχουν οδηγίες για τα πάντα ανεξαιρέτως. Αρκεί να ψάξει κανείς.
Ο στόχος του, λοιπόν, είναι ένας άνδρας, γύρω στα πενήντα, ο Μπλέικ έχει τη φωτογραφία του και τ’ όνομά του, αλλά αποφασίζει να τον λέει Κεν. Ναι: σαν τον άνδρα τής Μπάρμπι. Καλή επιλογή: το όνομα Κεν, δύσκολα τον καθιστά υπαρκτό.
Ο Κεν μένει μόνος, καλό αυτό, σκέφτεται ο Μπλέικ, καθώς μ’ έναν τύπο που θα ’ταν παντρεμένος και με τρία παιδιά θα του ήταν δύσκολο να βρει την ευκαιρία. Σ’ αυτή την ηλικία, από την άλλη, ένας φυσικός θάνατος δεν προσφέρει πολλές επιλογές: αυτοκινητικό δυστύχημα, διαρροή γκαζιού, καρδιακό επεισόδιο, τυχαία πτώση. Τέρμα. Ο Μπλέικ, όμως, δε διαθέτει ακόμα την τεχνογνωσία για να «πειράξει» τα φρένα ή το σύστημα διευθύνσεως, δεν ξέρει πώς να προμηθευτεί χλωριούχο κάλιο για να προκαλέσει ανακοπή, δεν έχει ιδέα για το πώς παθαίνει κανείς ασφυξία από γκάζι. Μένει η πτώση. Δέκα χιλιάδες θάνατοι κατ’ έτος. Κυρίως γέροι, αλλά εντάξει. Ακόμα κι αν ο Κεν δεν είναι αθλητικός τύπος, δεν υπάρχει περίπτωση να παλέψουν.
Ο Κεν μένει στο ισόγειο τριάρι μιας διπλοκατοικίας σ’ ένα συγκρότημα κοντά στο Ανμάς. Το μόνο που κάνει ο Μπλέικ επί τρεις εβδομάδες είναι να παρατηρεί και να καταστρώνει σχέδια. Με την προκαταβολή, αγόρασε μια παλιά καμιονέτα Renault, τη διαμόρφωσε στοιχειωδώς —ένα κάθισμα, ένα στρώμα, συμπληρωματικές μπαταρίες για τον εσωτερικό φωτισμό— κι εγκαταστάθηκε σ’ ένα άδειο πάρκινγκ που κατοπτεύει το συγκρότημα. Από κει, η θέα στο διαμέρισμα είναι πλονζέ. Κάθε μέρα, ο Κεν φεύγει από το σπίτι του γύρω στις οκτώμιση, περνάει τα ελβετικά σύνορα κι επιστρέφει απ’ τη δουλειά γύρω στις επτά το βράδυ. Καμιά φορά, τα σαββατοκύριακα, τον επισκέπτεται μια καθηγήτρια γαλλικών απ’ την Μπονβίλ, δέκα χιλιόμετρα μακριά. Η Τρίτη είναι η πιο ρουτινιάρικη μέρα, η πιο προβλέψιμη. Ο Κεν επιστρέφει νωρίτερα στο σπίτι για να ξαναβγεί αμέσως και να πάει στο γυμναστήριο, επιστρέφει δύο ώρες αργότερα, κάθεται στο μπάνιο περίπου είκοσι λεπτά, στη συνέχεια γευματίζει μπροστά στην τηλεόραση, χαζολογάει στον υπολογιστή και πηγαίνει για ύπνο. Οπότε, Τρίτη βράδυ. Στέλνει ένα μήνυμα στον πελάτη του σύμφωνα με τον κώδικά τους: «Δευτέρα, οκτώ η ώρα;». Μία μέρα πριν, δύο ώρες πίσω. Ο εντολοδότης θα έχει άλλοθι για την Τρίτη στις δέκα.
Μία εβδομάδα πριν από την ορισμένη μέρα, ο Μπλέικ παραγγέλνει μια πίτσα, τάχα για λογαριασμό του Κεν. Ο διανομέας χτυπάει, ο Κεν ανοίγει την πόρτα χωρίς καμία προφύλαξη και συζητάει, παραξενεμένος, με τον πιτσαδόρο, ο οποίος φεύγει άπρακτος, μαζί με το κουτί. Ο Μπλέικ δε χρειάζεται να μάθει περισσότερα.
Την επόμενη Τρίτη, καταφθάνει κι αυτός στο κατώφλι με μια πίτσα στο χαρτόκουτο, κοιτάει δεξιά κι αριστερά τον έρημο δρόμο, περνάει αντιολισθητικά στα παπούτσια του, ελέγχει τα γάντια του, και μετά από ένα δευτερόλεπτο χτυπάει το κουδούνι, τη στιγμή που ο Κεν βγαίνει από το ντους. Ο Κεν του ανοίγει, με το μπουρνούζι, κι αναστενάζει βλέποντας το χαρτόκουτο στα χέρια του διανομέα. Όμως, πριν προλάβει να πει το παραμικρό, το άδειο χαρτόκουτο πέφτει, και ο Μπλέικ πιέζει στο στήθος του τα ακροφύσια δύο ηλεκτρικών γκλομπ. Ο Κεν πέφτει στα γόνατα από την εκκένωση, ενώ ο Μπλέικ εξακολουθεί να πιέζει, για δέκα δευτερόλεπτα, μέχρις ότου ο Κεν πάψει να κουνιέται. Ο κατασκευαστής έκανε λόγο για οκτώ εκατομμύρια βολτ, κι ο Μπλέικ, αφού δοκίμασε πάνω του με ένα μόνο γκλομπ, παραλίγο να χάσει τις αισθήσεις του. Σέρνει ώς το μπάνιο έναν Κεν που βογκάει κι αφρίζει το στόμα του, στέλνει μια νέα εκκένωση για καλό και για κακό, και με μία μόνο κίνηση, εξωφρενικής βιαιότητας —μια κίνηση που την έχει προβάρει καμιά δεκαριά φορές με ινδικές καρύδες—, πιάνει το κεφάλι του Κεν και με τα δυο του χέρια, το ανασηκώνει συγκρατώντας το από τους κροτάφους και το κατεβάζει με όλη του τη δύναμη: το κρανίο θρυμματίζεται στην κόψη της ντουσιέρας, κι ένα ρομβοειδές πλακάκι σπάει από την πρόσκρουση. Το αίμα απλώνεται αμέσως, κατακόκκινο και κολλώδες σαν βερνίκι για τα νύχια, με την ωραία του μυρωδιά ζεστής σκουριάς, το στόμα χάσκει, τα μάτια καρφώνονται ορθάνοιχτα στο ταβάνι. Ο Μπλέικ μισανοίγει το μπουρνούζι: οι ηλεκτρικές εκκενώσεις δεν άφησαν κανένα ίχνος. Τακτοποιεί το πτώμα όσο καλύτερα μπορεί, σύμφωνα με την υποθετική τροχιά που θα του επέβαλλε η βαρύτητα μετά από μια τραγική γλίστρα.
Και τότε, τη στιγμή που σηκώνεται και θαυμάζει τη δουλειά του, του ’ρχεται μια τρομερή ανάγκη να κατουρήσει. Να κάτι που δεν υπήρχε περίπτωση να το ’χει προβλέψει. γιατί στις ταινίες, να το πούμε κι αυτό, ο δολοφόνος δεν κατουράει. Η ανάγκη είναι τόσο πιεστική, που ο Μπλέικ σκέφτεται να την ικανοποιήσει ακόμα και στη λεκάνη, κι ας χρειαστεί μετά να καθαρίσει σχολαστικά. Μόνο που, αν οι μπάτσοι προσπαθήσουν να είναι έστω και ελάχιστα έξυπνοι, ή απλώς συστηματικοί, αν ακολουθήσουν μεθοδικά τη διαδικασία, θα βρουν DNA. Αναγκαστικά. Τέλος πάντων, αυτό σκέφτεται ο Μπλέικ. Οπότε, αγνοώντας την κύστη του που τον εκλιπαρεί, συνεχίζει το σχέδιό του μορφάζοντας απ’ το μαρτύριο. Παίρνει το σαπούνι, το πιέζει δυνατά πάνω στη φτέρνα του Κεν, πατικώνει ένα χνάρι στο δάπεδο, και πετάει στην ευθεία της υποτιθέμενης γλίστρας το σαπούνι, το οποίο, χοροπηδώντας, πάει και χώνεται πίσω απ’ τη λεκάνη της τουαλέτας. Τέλεια. Η ανεύρεσή του θα χαροποιήσει τον επιθεωρητή, ευτυχέστατο που κατάφερε να λύσει το αίνιγμα. Ο Μπλέικ ρυθμίζει τη θερμοκρασία του ντους στο φουλ, το ανοίγει, κατευθύνει τον πίδακα στο πρόσωπο και στο θώρακα του πτώματος, αποφεύγοντας οποιαδήποτε επαφή με το αχνιστό νερό, και βγαίνει από το μπάνιο.
Ο Μπλέικ τρέχει στο παράθυρο, κλείνει τις κουρτίνες, επιθεωρεί για τελευταία φορά το δωμάτιο. Τίποτα δεν υποδεικνύει πως ένα σώμα σύρθηκε λίγα μέτρα στο παρκέ, πάνω στο οποίο αρχίζει τώρα να κυλάει ένα ροζέ νερό. Ο υπολογιστής είναι αναμμένος, στην οθόνη εμφανίζονται εικόνες αγγλικού γκαζόν και ανθισμένων παρτεριών. Κηπουρική: το χόμπι του Κεν. Ο Μπλέικ φεύγει απ’ το συγκρότημα, βγάζει τα γάντια του, περπατάει χωρίς να βιάζεται μέχρι το σκουτεράκι του που είναι παρκαρισμένο διακόσια μέτρα πιο πέρα. Βάζει μπρος, διασχίζει ένα χιλιόμετρο, σταματάει να κατουρήσει, επιτέλους. Σκατά, έχει ακόμα στα παπούτσια του τα μαύρα βαμβακερά αντιολισθητικά.
Δύο μέρες αργότερα, ένας συνάδελφος που ανησυχεί θα ειδοποιήσει την αστυνομία, η οποία θ’ ανακαλύψει το θάνατο από ατύχημα του Σαμουέλ Ταντλέρ. Την ίδια μέρα, ο Μπλέικ εισπράττει το υπόλοιπο της αμοιβής του.
Όλα αυτά συνέβησαν πριν από πάρα πολύ καιρό. Έκτοτε, ο Μπλέικ κατασκεύασε δύο ζωές. Στη μία, είναι αόρατος, έχει είκοσι επώνυμα, άλλα τόσα ονόματα, με όλα τα διαβατήρια που τους αντιστοιχούν, από κάθε εθνικότητα και με πραγματικά βιομετρικά, και ναι, είναι πολύ πιο εύκολο απ’ όσο φαντάζεται κανείς. Στην άλλη, με το όνομα Ζο, διευθύνει εξ αποστάσεως μια ωραία παριζιάνικη επιχείρηση κατ’ οίκον διανομής έτοιμων χορτοφαγικών γευμάτων, διαθέτει υποκαταστήματα στο Μπορντό, στη Λιόν και, τώρα, στο Βερολίνο και στη Νέα Υόρκη. Η συνεργάτις του, Φλορά, που είναι και σύζυγός του, και τα δύο παιδιά τους παραπονιούνται ότι ταξιδεύει πολύ συχνά και, μερικές φορές, για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Δεν έχουν άδικο.
*
21 Μαρτίου 2021,
Κουόγκ, Πολιτεία Νέας Υόρκης
Αυτή την 21η Μαρτίου, ο Μπλέικ ταξιδεύει. Τρέχει κάτω απ’ το ψιλόβροχο και πάνω στην υγρή άμμο. Μακριά ξανθά μαλλιά, μπαντάνα, μαύρα γυαλιά, μπλε-κίτρινη φόρμα γυμναστικής — η παρδαλή αορατότητα του τζόγκερ. Έφτασε στη Νέα Υόρκη πριν από δέκα μέρες, με αυστραλιανό διαβατήριο. Η υπερατλαντική του πτήση ήταν τόσο τρομακτική, ώστε νόμισε στ’ αλήθεια πως είχε έρθει η ώρα του, πως ο Επουράνιος τον τιμωρούσε για όλα αυτά τα συμβόλαια. Σ’ ένα ατελείωτο κενό αέρα, η ξανθιά του περούκα κόντεψε να του φύγει απ’ το κεφάλι. Τώρα, όμως, εδώ και εννέα μέρες, τρέχει τα συνηθισμένα του τρία χιλιόμετρα στην παραλία, κάτω από έναν γκρίζο ουρανό, στο Κουόγκ, μπροστά από σπιταρόνες που στοιχίζουν όχι λιγότερο από δέκα εκατομμύρια δολάρια. Έφτιαξαν αμμόλοφους, δε δυσκολεύτηκαν καθόλου να βαφτίσουν το δρόμο Ντιουν Ρόουντ, και φύτεψαν πεύκα και καλαμιές, με τρόπο ώστε καμία βίλα να μην είναι ορατή από τη διπλανή της, κανένας ιδιοκτήτης να μην αμφιβάλλει ότι είναι ο μοναδικός κύριος ολόκληρου του ωκεανού. Ο Μπλέικ τρέχει, με μικρούς διασκελισμούς, χωρίς να βιάζεται, και ξαφνικά, όπως κάθε μέρα την ίδια ώρα, μπροστά σ’ ένα θαυμάσιο επίπεδο σπίτι, επιστρωμένο με φαρδιές σανίδες σεκόγιας, με μεγάλες τζαμαρίες και με μια βεράντα απ’ την οποία ξεκινάει μια σκάλα που οδηγεί στη θάλασσα, σταματάει. Προσποιείται ότι έχει λαχανιάσει, διπλώνεται στα δύο από μια φανταστική σουβλιά στα πλευρά και, όπως επίσης κάνει κάθε μέρα, σηκώνει το κεφάλι και χαιρετάει έναν άνδρα στη βεράντα, καμιά πενηνταριά χρόνων, κοιλίτσα, που πίνει τον καφέ του κάτω από την τέντα, με τους αγκώνες ακουμπισμένους στην κουπαστή. Ένας νεότερος άνδρας, ψηλός, μελαχρινός, με κοντά μαλλιά, του κρατάει συντροφιά. Στέκεται παράμερα, με την πλάτη στον σανιδένιο τοίχο, με ύφος ανήσυχο, με το βλέμμα του να επιτηρεί την αμμουδιά. Κάτω απ’ το σακάκι του, μια αόρατη πιστολοθήκη φουσκώνει το ύφασμα από την αριστερή πλευρά. Δεξιόχειρας. Σήμερα, για δεύτερη φορά αυτή την εβδομάδα, ο Μπλέικ τους πλησιάζει χαμογελώντας, ανηφορίζοντας το αμμουδερό μονοπάτι, μέσα από αγριαγκαθιές και ξερόθαμνους.
Με μια υπολογισμένη κίνηση, ο Μπλέικ τεντώνεται, χασμουριέται, παίρνει μια πετσέτα απ’ το σακίδιό του, σκουπίζει το πρόσωπό του, και μετά βγάζει ένα φλασκί και πίνει μια μεγάλη γουλιά κρύο τσάι, περιμένοντας να του απευθυνθεί ο μεγαλύτερος σε ηλικία άνδρας.
«Καλημέρα, Νταν. Όλα καλά;»
«Χάι, Φρανκ» πετάει ο Νταν-Μπλέικ, που εξακολουθεί να λαχανιάζει και να κάνει ότι μορφάζει από μια κράμπα.
«Χάλια καιρός για τρέξιμο» λέει ο άνδρας που, από την πρώτη τους συνάντηση, την περασμένη εβδομάδα, έχει αφήσει να μεγαλώσουν το μουστάκι και το γκρίζο μούσι του.
«Και χάλια μέρα» απαντάει ο Μπλέικ, σταματώντας μπροστά τους, στα πέντε μέτρα.
«Σας σκέφτηκα σήμερα το πρωί, όταν είδα την τιμή τής μετοχής τής Oracle.»
«Aφήστε, αφήστε… Ξέρετε τι μπορώ να προβλέψω για τις επόμενες μέρες, Φρανκ;»
«Τι;»
Ο Μπλέικ διπλώνει την πετσέτα με προσοχή, την τακτοποιεί στο σακίδιό του, βάζει μέσα το φλασκί με προσοχή, κι ύστερα βγάζει απότομα ένα πιστόλι. Πυροβολεί αμέσως τον νεότερο άνδρα, τρεις φορές, ο άνδρας τινάζεται προς τα πίσω και σωριάζεται πάνω σ’ ένα παγκάκι, και μετά, επίσης τρεις φορές, τον εμβρόντητο Φρανκ, ο οποίος απλώς αναπηδάει λιγάκι, πέφτει στα γόνατα και μένει εκεί. Κάθε φορά, δύο πυροβολισμοί στο στήθος, ένας στο κέντρο του μετώπου. Έξι βολές σε ένα δευτερόλεπτο, με ένα P226 με σιγαστήρα, τα κύματα ούτως ή άλλως κάλυψαν το θόρυβο. Άλλο ένα συμβόλαιο χωρίς επιπλοκές. Εκατό χιλιάδες δολάρια, πανεύκολα.
Ο Μπλέικ βάζει πάλι το Sig Sauer στο σακίδιό του, μαζεύει τους έξι κάλυκες απ’ την άμμο κι αναστενάζει κοιτάζοντας τον κεραυνοβολημένο σωματοφύλακα. Άλλη μία επιχείρηση που προσλαμβάνει φύλακες σε πάρκινγκ, τους εκπαιδεύει μέσα σε δύο μήνες και πετάει αυτούς τους ερασιτέχνες στον αληθινό κόσμο. Αν αυτός ο κακομοίρης ήξερε να κάνει τη δουλειά του, θα ’χε φροντίσει να φτάσουν στ’ αφεντικά του το όνομα Νταν, η φωτογραφία του, έστω κι από αρκετά μακριά, το όνομα της εταιρείας του (Oracle) που ο Μπλέικ το ’χε αναφέρει φευγαλέα, κι εκείνοι θα τον είχαν καθησυχάσει μετά την ταυτοποίηση κάποιου Νταν Μίτσελ, υποδιευθυντή εφοδιασμού και μεταφορών στην εταιρεία Oracle του Νιου Τζέρζι, ενός ξανθού μακρυμάλλη που μοιάζει αρκετά στον Μπλέικ, ο οποίος, πάντως, πρέπει να ξεψάχνισε δεκάδες οργανογράμματα για να βρει έναν πειστικό σωσία του ανάμεσα σε χιλιάδες πρόσωπα.
Έπειτα ο Μπλέικ συνεχίζει το τρέξιμό του. Η βροχή που ’χει αρχίσει να δυναμώνει, σβήνει τα χνάρια του. Το νοικιασμένο Toyota απέχει διακόσια μέτρα, οι πινακίδες κυκλοφορίας του είναι αυτές ενός πανομοιότυπου αυτοκινήτου που το εντόπισε την προηγούμενη εβδομάδα στους δρόμους τού Μπρούκλιν. Πέντε ώρες αργότερα, θα πάρει το αεροπλάνο για το Λονδίνο, και μετά το τρένο Eurostar για το Παρίσι, με καινούργια ταυτότητα. Aν η πτήση της επιστροφής έχει λιγότερες αναταράξεις απ’ αυτές της πτήσης Παρίσι-Νέα Υόρκη πριν από δέκα μέρες, θα ’ναι τέλεια.
Ο Μπλέικ έχει εξελιχθεί σε επαγγελματία και δεν του ξανάρχεται ποτέ πια να κατουρήσει ενόσω.
*
Κυριακή 27 Ιουνίου 2021, 11.43΄
Καρτιέ Λατέν, Παρίσι
Ρωτήστε τον Μπλέικ: σ’ αυτό το μπαρ στη γωνία της οδού Ντε Σεν πίνει κανείς τον καλύτερο καφέ σε ολόκληρο το Σεν-Ζερμέν. Ένας καλός καφές, κι όταν ο Μπλέικ λέει καλός εννοεί πραγματικά καλός, είναι ένα θαύμα που γεννιέται απ’ τη στενή συνεργασία ανάμεσα σ’ έναν εξαιρετικό κόκκο, εν προκειμένω έναν φρεσκοκαβουρντισμένο και ψιλοαλεσμένο Νicaragua, ένα φιλτραρισμένο κι αποσκληρυμένο νερό, και μια καφετιέρα, στη συγκεκριμένη περίπτωση μια Cimbali, που καθαρίζεται καθημερινά.
Από τότε που ο Μπλέικ άνοιξε το πρώτο του χορτοφαγικό εστιατόριο, στην οδό Ντε Μπισί, κοντά στο Οντεόν, συχνάζει εδώ. Αν είναι ν’ απελπίζεσαι για τα πάντα, καλύτερα να το κάνεις στα υπαίθρια τραπεζάκια ενός παριζιάνικου café. Στη γειτονιά, λοιπόν, είναι ο Ζο, που βγαίνει από το Ζονατάν ή από το Ζοζέφ ή από το Ζοσουά. Ακόμα και οι υπάλληλοί του Ζο τον φωνάζουν, ενώ το επώνυμό του δεν εμφανίζεται πουθενά, εκτός βεβαίως από το μετοχολόγιο της εταιρείας χαρτοφυλακίου στην οποία ανήκει η Oracle, που είναι εγγεγραμμένη στο εμπορικό επιμελητήριο. Ο Μπλέικ ανέκαθεν λάτρευε τη μυστικότητα ή, έστω, τη διακριτικότητα, και κάθε μέρα αποδεικνύεται πως καλά κάνει.
Εδώ, ο Μπλέικ ξεχνιέται. Κάνει τα ψώνια του, πηγαίνει και παίρνει τα δύο παιδιά του απ’ το σχολείο, από τότε δε που προσέλαβαν από έναν διευθυντή για καθένα από τα τέσσερα εστιατόρια, η Φλορά κι αυτός πάνε στο θέατρο, πάνε σινεμά. Μια συνηθισμένη ζωή, όπου, όμως, μπορεί κανείς και να τραυματιστεί, αν, ας πούμε, πάει μια μέρα τη Ματίλντ στα πόνι και χτυπήσει από απροσεξία το φρύδι του στην πόρτα του στάβλου.
Η στεγανότητα ανάμεσα στις δύο ταυτότητές του είναι απόλυτη. Ο Ζο και η Φλορά εξοφλούν το δάνειο ενός όμορφου διαμερίσματος, δύο βήματα από τους Κήπους του Λουξεμβούργου, ο Μπλέικ αγόρασε cash πριν από δώδεκα χρόνια ένα δυάρι στην οδό Λαφαγιέτ, κοντά στον Γκαρ ντι Νορ, σε μια ωραία πολυκατοικία με πόρτες και παράθυρα τόσο θωρακισμένα όσο τα τοιχώματα ενός θησαυροφυλακίου. Ένας επίσημος ενοικιαστής πληρώνει το ενοίκιό του, και το όνομά του αλλάζει κάθε χρόνο, με την ίδια ευκολία με την οποία είναι ανύπαρκτος. Ποτέ δεν ξέρεις από πού θα σου ’ρθει.
Ο Μπλέικ, λοιπόν, πίνει τον καφέ του, χωρίς ζάχαρη, χωρίς σκοτούρες. Διαβάζει το βιβλίο που του σύστησε η Φλορά. δεν ομολόγησε στη γυναίκα του πως είχε αναγνωρίσει τον συγγραφέα στην πτήση Παρίσι-Νέα Υόρκη τον περασμένο Μάρτιο. Είναι μεσημέρι, η Φλορά έχει πάει τον Κεντέν και τη Ματίλντ στους γονείς της. Ο Μπλέικ δε θα φάει το μεσημέρι, καθώς το ίδιο πρωί έκλεισε ένα ραντεβού για τις τρεις το απόγευμα: ένα συμβόλαιο, που του ήρθε το περασμένο βράδυ. Απλή υπόθεση, καλοπληρωμένη, ο πελάτης φαίνεται να το βιάζεται πολύ. Το μόνο που έχει να κάνει ο Μπλέικ είναι να περάσει απ’ την οδό Λαφαγιέτ για ν’ αλλάξει, όπως κάνει πάντα. Τριάντα μέτρα πιο κει, ένας άνδρας με κουκούλα και ανέκφραστο πρόσωπο τον παρακολουθεί.