€12.40 €13.78
Η ΠΑΝΔΗΜΙΑ ΔΕΝ ΠΑΡΕΧΕΙ ΕΛΠΙΔΕΣ
ΓΙΑ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΖΩΗΣ.
ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΙΟΥ
Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΠΟΤΕ ΕΠΙΒΙΩΣΗ.
Αλγοφοβία
«Πες μου τη σχέση σου με τον πόνο και θα σου πω ποιος είσαι!» Αυτό το απόφθεγμα του Ερνστ Γιούνγκερ μπορεί να βρει εφαρμογή στην κοινωνία ως σύνολο. Η σχέση μας με τον πόνο φανερώνει σε ποια κοινωνία ζούμε. Οι πόνοι είναι κωδικοποιημένα μηνύματα. Περιέχουν το κλειδί για την κατανόηση της εκάστοτε κοινωνίας. Έτσι, λοιπόν, κάθε κριτική της κοινωνίας οφείλει να πραγματοποιήσει μια ερμηνευτική του πόνου. Αν αφήσουμε τους πόνους στην αποκλειστική δικαιοδοσία της Ιατρικής, τότε αποτυγχάνουμε να αναγνωρίσουμε τον χαρακτήρα τους ως σημείων.
Σήμερα επικρατεί παντού μια αλγοφοβία, ένας γενικευμένος φόβος ενώπιον του πόνου. Επίσης η ανοχή στον πόνο μειώνεται ραγδαία. Η αλγοφοβία έχει ως συνέπεια μια διαρκή αναισθητοποίηση. Αποφεύγεται κάθε επώδυνη κατάσταση. Στο μεταξύ έχει καταστεί ύποπτος ακόμη και ο πόνος που προκαλεί ο έρωτας. Η αλγοφοβία επεκτείνεται στην κοινωνία. Συγκρούσεις και διενέξεις που θα μπορούσε να οδηγήσουν σε επώδυνες αντιπαραθέσεις υποχωρούν όλο και περισσότερο. Η αλγοφοβία έχει κυριεύσει και την πολιτική. Εντείνεται η καταναγκαστική συμμόρφωση και η πίεση για συναίνεση. Η πολιτική στρέφεται προς μια παρηγορητική ζώνη και χάνει κάθε ζωτικότητα. Η «απουσία εναλλακτικών» είναι ένα πολιτικό αναλγητικό. Το συγκεχυμένο «πολιτικό κέντρο» λειτουργεί παρηγορητικά. Αντί να συγκρούονται και να πασχίζουν για καλύτερα επιχειρήματα, οι άνθρωποι προτιμούν να παραδίδονται στον καταναγκασμό του συστήματος. Μια μεταδημοκρατία εξαπλώνεται. Είναι μια παρηγορητική δημοκρατία. Γι’ αυτόν τον λόγο η Σαντάλ Μουφ αξιώνει μια «αγωνιστική Πολιτική», η οποία δεν αποφεύγει τις επώδυνες αντιπαραθέσεις. Η παρηγορητική πολιτική δεν είναι ικανή για οράματα ή για ριζικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες ενδέχεται να είναι επώδυνες. Προτιμά να καταφεύγει σε αναλγητικά άμεσης δράσης, τα οποία απλώς συγκαλύπτουν τις συστημικές δυσλειτουργίες και ρηγματώσεις. Η παρηγορητική πολιτική δεν έχει το κουράγιο να πονέσει. Έτσι διαιωνίζει το Ίδιο.
Η σημερινή αλγοφοβία βασίζεται σε μια αλλαγή Παραδείγματος. Ζούμε σε μια κοινωνία θετικότητας, η οποία προσπαθεί να απαλλαγεί από κάθε μορφή αρνητικότητας. Ο πόνος είναι η κατ’ εξοχήν αρνητικότητα. Η Ψυχολογία ακολουθεί με τη σειρά της αυτή την αλλαγή Παραδείγματος και μεταβαίνει από την Αρνητική Ψυχολογία ως «ψυχολογία των δεινών» στη «Θετική Ψυχολογία», η οποία ασχολείται με την ευεξία, την ευτυχία και την αισιοδοξία. Οι αρνητικές σκέψεις πρέπει να αποφεύγονται. Πρέπει να αντικαθίστανται αμέσως από θετικές σκέψεις. Η ίδια η Θετική Ψυχολογία υποτάσσει ακόμη και τον πόνο σε μια λογική της επίδοσης. Η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία της ψυχικής ευελιξίας μεταστρέφει τις τραυματικές εμπειρίες σε καταλύτες για αύξηση της επίδοσης. Γίνεται μάλιστα λόγος για μετατραυματική ανάπτυξη. Η εκπαίδευση στην ευελιξία ως άσκηση ψυχικής ενδυνάμωσης αποσκοπεί στη μετατροπή του ανθρώπου σε ένα όσο το δυνατόν πιο αναίσθητο στον πόνο υποκείμενο, το οποίο είναι διαρκώς ευτυχισμένο.
Η επίτευξη της ευτυχίας και η επαγγελία μιας φαρμακευτικά επιτεύξιμης όασης διαρκούς ευεξίας, που είναι η αποστολή της θετικής ψυχολογίας, συνδέονται στενά μεταξύ τους. Η αμερικανική κρίση των οπιοειδών αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η κρίση αυτή δεν οφείλεται μόνο στην υλική απληστία μιας φαρμακευτικής εταιρίας. Έχει μάλλον ως υπόβαθρο μια ολέθρια αντίληψη για την ανθρώπινη ύπαρξη. Μόνο μια ιδεολογία της διαρκούς ευεξίας μπορεί να οδηγήσει στη χορήγηση σε μεγάλες ποσότητες φαρμακευτικών σκευασμάτων που αρχικά προορίζονται για την παρηγορητική ιατρική, ακόμη και σε υγιείς ανθρώπους. Δεν είναι τυχαία η παρατήρηση που έκανε ήδη πριν από αρκετές δεκαετίες ο αμερικανός ειδικός ιατρός του πόνου David B. Morris: «Οι σημερινοί Αμερικανοί ανήκουν ίσως στην πρώτη γενιά ανθρώπων πάνω στη Γη, οι οποίοι θεωρούν ότι μια ύπαρξη απαλλαγμένη από τον πόνο αποτελεί συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα. Οι πόνοι αποτελούν σκάνδαλο».
Η κοινωνία της παρηγοριάς συμπίπτει με την κοινωνία της επίδοσης. Ο πόνος ερμηνεύεται ως σημάδι αδυναμίας. Είναι κάτι που πρέπει να παραμείνει κρυφό ή να απαλειφθεί μέσω της αυτοβελτίωσης. Δεν συμβαδίζει με την επίδοση. Η παθητικότητα του πόνου δεν έχει θέση στην ενεργητική κοινωνία, στην οποία κυριαρχεί το Μπορώ. Σήμερα ο πόνος στερείται κάθε δυνατότητα έκφρασης. Είναι καταδικασμένος στη σιωπή. Η κοινωνία της παρηγοριάς δεν επιτρέπει στον πόνο να αναχθεί σε πάθος, να αποκτήσει γλωσσική έκφραση.
Η κοινωνία της παρηγοριάς, επιπροσθέτως, είναι μια κοινωνία τού «μου-αρέσει». Είναι εθισμένη σε μια μανία αρέσκειας. Όλα εξομαλύνονται έτσι ώστε να προκληθεί αρέσκεια. Το «Like» είναι το σύμβολο και, μάλιστα, το αναλγητικό της εποχής μας. Δεν είναι κυρίαρχο μόνο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και σε όλα τα πεδία του πολιτισμού. Τίποτε δεν πρέπει να προκαλεί πόνο. Όχι μόνο η τέχνη, αλλά και η ίδια η ζωή πρέπει να είναι «instagrammable», πράγμα που σημαίνει απαλλαγμένη από γωνίες και κόψεις, από συγκρούσεις και αντιφάσεις που θα μπορούσαν να προκαλέσουν πόνο. Αυτό που ξεχνάμε είναι ότι ο πόνος εξαγνίζει. Από αυτόν πηγάζει μια καθαρτική δράση. Από την κουλτούρα της αρέσκειας απουσιάζει η δυνατότητα της κάθαρσης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο πνιγόμαστε στα κατακάθια της θετικότητας που συσσωρεύονται κάτω από την επιφάνεια της κουλτούρας της αρέσκειας.
Σ’ ένα άρθρο σχετικό με τις δημοπρασίες έργων μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης αναφέρεται: «Είτε πρόκειται για Μονέ ή Κουνς, είτε για τα δημοφιλή ξαπλωμένα γυμνά του Μοντιλιάνι, είτε για τις γυναικείες φιγούρες του Πικάσο ή για τα υπέροχα χρωματικά πεδία του Ρόθκο, ακόμη και γι’ αυτά τα υπερβολικά συντηρημένα αντίγραφα του Λεονάρντο που κινούνται στο ανώτερο επίπεδο τιμών της αγοράς, πρέπει αναμφισβήτητα να αποδίδονται με την πρώτη ματιά σε έναν καλλιτέχνη (άνδρα) και να είναι ευχάριστα ώστε να αγγίζουν τα όρια της κοινοτοπίας. Σιγά σιγά προστέθηκε και μία τουλάχιστον καλλιτέχνις σ’ αυτόν τον κύκλο: η Λουίζ Μπουρζουά, που έκανε νέο ρεκόρ για ένα γιγαντιαίο γλυπτό. Τριάντα δύο εκατομμύρια για το ‘‘Spider’’ από τη δεκαετία του ’90. Όμως, ακόμη κι αυτές οι τεράστιες αράχνες είναι μάλλον τερατωδώς διακοσμητικές παρά απειλητικές». Στα έργα του Ai Weiwei, ακόμη και η ίδια η ηθική συσκευάζεται έτσι ώστε να εμπνέει το «Like». Ηθική και αρέσκεια συναντώνται σε μια επιτυχή συμβίωση. Η αμφισβήτηση εκπίπτει σε ντιζάιν. Ο Τζεφ Κουνς, από την άλλη, σκαρώνει μια αμοραλιστική, επιδεικτικά διακοσμητική τέχνη τού «μου-αρέσει». Η μοναδική λογική αντίδραση απέναντι στην τέχνη του, όπως τονίζει και ο ίδιος, είναι το «wow».
Η σύγχρονη τέχνη στριμώχνεται βάναυσα στον κορσέ τού «μου-αρέσει». Αυτή η αναισθητοποίηση της τέχνης δεν σέβεται ούτε τους παλιούς δασκάλους. Τους συνδέει, μάλιστα, με τους σχεδιαστές μόδας: «Η προβολή επιλεγμένων προσωπογραφιών συνοδευόταν από ένα βίντεο που έδειχνε πόσο καλά ταιριάζουν χρωματικά τα ρούχα σύγχρονων σχεδιαστών μόδας με ιστορικούς πίνακες, όπως για παράδειγμα του Λούκας Κράναχ του Πρεσβύτερου ή του Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς. Και φυσικά δεν έλειπε η επισήμανση ότι οι ιστορικές προσωπογραφίες αποτελούν μια προδρομική μορφή, τον προάγγελο των σύγχρονων selfies».
Η κουλτούρα της αρέσκειας έχει ποικίλες αιτίες. Κατ’ αρχάς, ανάγεται στην οικονομοποίηση και εμπορευματοποίηση του πολιτισμού. Τα πολιτιστικά προϊόντα υπόκεινται όλο και περισσότερο στον καταναγκασμό της κατανάλωσης. Οφείλουν να πάρουν μια μορφή που να τα καθιστά αναλώσιμα, δηλαδή ευχάριστα. Αυτή η οικονομοποίηση του πολιτισμού συμβαδίζει με την πολιτισμοποίηση της οικονομίας. Τα καταναλωτικά αγαθά αποκτούν μια πολιτιστική υπεραξία. Υπόσχονται πολιτιστικές και αισθητικές εμπειρίες. Έτσι, το ντιζάιν αποκτά προβάδισμα έναντι της χρησιμότητας. Η σφαίρα της κατανάλωσης εισδύει στη σφαίρα της τέχνης. Καταναλωτικά αγαθά παρουσιάζονται ως έργα τέχνης. Μ’ αυτόν τον τρόπο αναμειγνύεται η σφαίρα της τέχνης με τη σφαίρα της κατανάλωσης, με αποτέλεσμα η τέχνη τώρα από τη μεριά της να εξυπηρετεί την αισθητική της κατανάλωσης. Γίνεται ευχάριστη. Η οικονομοποίηση του πολιτισμού και η πολιτισμοποίηση της οικονομίας αλληλοενισχύονται. Γκρεμίζεται η διάκριση ανάμεσα στον πολιτισμό και το εμπόριο, ανάμεσα στην τέχνη και την κατανάλωση, ανάμεσα στην τέχνη και τη διαφήμιση. Οι ίδιοι οι καλλιτέχνες αναγκάζονται να προωθήσουν τον εαυτό τους ως εμπορικό σήμα. Συμβιβάζονται με τους κανόνες της αγοράς και γίνονται αρεστοί. Η πολιτισμοποίηση της οικονομίας αφορά και την παραγωγή. Η μεταβιομηχανική, άυλη παραγωγή οικειοποιείται τις μορφές της καλλιτεχνικής πρακτικής. Πρέπει να είναι δημιουργική. Η δημιουργικότητα, όμως, ως οικονομική στρατηγική επιτρέπει μόνο παραλλαγές του Ίδιου. Δεν έχει καμία πρόσβαση στο εντελώς Άλλο. Της λείπει η αρνητικότητα της ρήξης, η οποία πονάει. Πόνος και εμπόριο αλληλοαποκλείονται.
Όταν η σφαίρα της τέχνης ήταν αυστηρά διακεκριμένη από τη σφαίρα της κατανάλωσης, ακολουθούσε τη δική της λογική, κανείς δεν περίμενε από αυτήν να αρέσει. Οι καλλιτέχνες κρατιόνταν μακριά από το εμπόριο. Ο αφορισμός του Αντόρνο, η τέχνη είναι «ανοίκεια για τον κόσμο», ήταν ακόμη έγκυρος. Η τέχνη πρέπει να ξενίζει, να ενοχλεί, να προκαλεί σύγχυση, ακόμη και πόνο. Βρίσκεται κάπου αλλού. Ο τόπος της είναι το ανοίκειο. Ακριβώς αυτή η ανοικειότητα δημιουργεί την αύρα του έργου τέχνης. Ο πόνος είναι η ρωγμή μέσα από την οποία εισέρχεται το εντελώς Άλλο. Είναι ακριβώς αυτή η αρνητικότητα του εντελώς Άλλου που καθιστά την τέχνη ικανή να εκφράσει ένα αντίθετο αφήγημα έναντι της κυρίαρχης τάξης. Η αρέσκεια, αντιθέτως, διαιωνίζει το Ίδιο.
Το ανατρίχιασμα είναι, σύμφωνα με τον Αντόρνο, η «πρώτη αισθητική εικόνα». Αποτελεί την έκφραση της εισβολής του Άλλου. Η συνείδηση που δεν μπορεί να ριγήσει, είναι πραγμοποιημένη. Δεν είναι ικανή για εμπειρία, διότι η εμπειρία είναι «στην ουσία της ο πόνος, στον οποίο αποκαλύπτεται το ουσιωδώς Άλλως-Είναι του όντος έναντι του συνήθους». Και η ζωή που απορρίπτει κάθε πόνο είναι πραγμοποιημένη. Μόνο το «άγγιγμα του Άλλου» κρατά ζωντανή τη ζωή. Ειδεμή, αυτή μένει φυλακισμένη στην κόλαση του Ίδιου.