ΡΑΦΑ (Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΟΥ)

ΡΑΦΑ (Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΟΥ)

Συγγραφείς: ΡΑΦΑΕΛ ΝΑΔΑΛ - ΤΖΟΝ ΚΑΡΛΙΝ
Μετάφραση: ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΓΚΟΛΦΙΝΟΠΟΥΛΟΥ
Εκδόθηκε: 05/05/2021
ISBN: 978-618-5400-25-5
Σελίδες: 328

€19.08 €21.20

«AΝ Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΕΥΚΟΛΗ,
ΔΕ ΘΑ ΜΟΥ ΕΔΙΝΕ ΤΟΣΟ ΜΕΓΑΛΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ. Η ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΕΙΝΑΙ ΕΥΘΕΩΣ ΑΝΑΛΟΓΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΠΟΥ ΕΧΩ ΚΑΤΑΒΑΛΕΙ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΣ.»
ΡΑΦΑ ΝΑΔΑΛ

«Είχα άλλο ένα ματς πόιντ, είχα ανακτήσει την ψυχραιμία μου και σκεφτόμουν ότι μου άξιζε να βρίσκομαι εκεί που βρισκόμουν κι ότι ήμουν ένα βήμα πριν από την κατάκτηση του Γουίμπλεντον. Ανοησία! Πραγματική ανοησία! Ήταν μια από τις λίγες, τις ελάχιστες στιγμές σε ολόκληρη την καριέρα μου που μου πέρασε από το μυαλό ότι είχα νικήσει προτού ακόμα νικήσω. Το συναίσθημα με κυρίευσε και ξέχασα τον χρυσό κανόνα του τένις που ισχύει περισσότερο απ’ ό,τι σε οποιο-δήποτε άλλο άθλημα: τίποτα δεν έχει τελειώσει προτού τελειώσει.»
Ένα αντισυμβατικό στοιχείο σ' αυτή τη βιογραφία είναι ότι γράφτηκε στα αγγλικά — μια γλώσσα που ο Ναδάλ δεν χειρίζεται με μεγάλη ευχέρεια, όπως ξέρουν όσοι έχουν ακούσει τις συνεντεύξεις του. Ο Τζον Κάρλιν μίλησε μαζί του στα ισπανικά, και στη συνέχεια επεξεργάστηκε τη μετάφραση στα αγγλικά, δημιουργώντας ένα κείμενο που ρέει αβίαστα. Ένα άλλο στοιχείο που έχει να κάνει με τη δομή του βιβλίου είναι ότι ο Κάρλιν παρεμβάλλει στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Ναδάλ τη δική του ματιά πάνω στην προσωπικότητα, την οικογένεια, την προπονητική ομάδα, τη σύντροφο, τα συναισθήματα και τις αναμετρήσεις, δίνοντας στο κείμενο μια απρόσμενη λογοτεχνική ζωντάνια.
The Guardian

  Στο καλαθι βιβλια

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1




Η ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΓΗΠΕΔΟΥ



Η σιωπή. Αυτό σου κάνει εντύπωση όταν παίζεις στο Κεντρικό Γήπεδο του Γουίμπλεντον. Χτυπάς την μπάλα με το χέρι πάνω-κάτω στο γρασίδι και δεν ακούγεται τίποτα. Την πετάς στον αέρα για να σερβίρεις, τη χτυπάς και ακούς τον αντίλαλο. Το ίδιο και σε όλα τα επόμενα χτυπήματα. Τακ… τακ… τακ… τακ… Το καλοκουρεμένο γρασίδι, η πλούσια ιστορία του χώρου, το θρυλικό στάδιο, οι λευκές φορεσιές των παικτών, το ευλαβικό πλήθος, η σεβάσμια παράδοση —δε διακρίνεται ούτε μία διαφημιστική πινακίδα—, όλα συμβάλλουν για να σε αποκόψουν και να σε απομονώσουν από τον έξω κόσμο. Αυτή η αίσθηση μου ταιριάζει. αυτή η εκκλησιαστική σιωπή που επικρατεί στο Κεντρικό Γήπεδο ευνοεί το παιχνίδι μου επειδή, σ’ έναν αγώνα τένις, δίνω την πιο σκληρή μου μάχη για να κατευνάσω τις φωνές που αντηχούν μέσα στο κεφάλι μου, να τ’ αφήσω όλα έξω από το μυαλό μου εκτός από το ίδιο το παιχνίδι και να επικεντρώσω κάθε μόριο της ύπαρξής μου στον πόντο που έρχεται. Αν έχω κάνει λάθος στον προηγούμενο, το ξεχνάω. αν γεννιέται η σκέψη της νίκης στο πίσω μέρος του μυαλού μου, την καταπνίγω.
Η σιωπή του Κεντρικού Γηπέδου σπάει όταν ολοκληρώνεται η διεκδίκηση ενός πόντου. Αν ο πόντος ήταν καλός —οι θεατές του Γουίμπλεντον ξέρουν να τους ξεχωρίζουν— οι κερκίδες αλαλάζουν: χειροκροτήματα, επευφημίες, άνθρωποι που φωνάζουν τ’ όνομά σου. Τους ακούω σαν μακρινή αντήχηση. Δεν συνειδητοποιώ ότι υπάρχουν δεκαπέντε χιλιάδες άνθρωποι που παρακολουθούν προσηλωμένοι κάθε κίνηση, δική μου και του αντιπάλου μου. Είμαι τόσο συγκεντρωμένος που δεν αντιλαμβάνομαι καν —αντίθετα με ό,τι συμβαίνει τώρα, καθώς φέρνω στο μυαλό μου τον τελικό του Γουίμπλεντον του 2008 ενάντια στον Ρότζερ Φέντερερ, τον πιο σημαντικό αγώνα της ζωής μου— πως υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο που με κοιτάζουν.
Πάντα ονειρευόμουν να παίξω στο Γουίμπλεντον. Ο θείος μου, ο Τόνι, που ήταν μια ζωή ο προπονητής μου, μου έλεγε διαρκώς, από τότε που ήμουν μικρός, ότι αυτό το τουρνουά ήταν το πιο σημαντικό απ’ όλα. Όταν ήμουν δεκατεσσάρων χρόνων, οι φίλοι μου κι εγώ μοιραζόμασταν τη φαντασίωση ότι κάποια μέρα θα έπαιζα εδώ και θα νικούσα. Ωστόσο, μέχρι σήμερα είχα παίξει και είχα χάσει δύο φορές, και τις δυο εναντίον του Φέντερερ, στους τελικούς του 2006 και του 2007. Η ήττα του 2006 δεν ήταν τόσο σκληρή. Εκείνη τη χρονιά μπήκα στο γήπεδο με μια αίσθηση χαράς και ευγνωμοσύνης επειδή, έχοντας μόλις συμπληρώσει τα είκοσί μου χρόνια, είχα καταφέρει να φτάσω τόσο ψηλά. Ο Φέντερερ με νίκησε σχετικά εύκολα, πιο εύκολα απ’ ό,τι αν είχα μπει στον αγώνα με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Η ήττα, όμως, του 2007, μετά από πέντε σετ, με καταρράκωσε εντελώς. Ήξερα ότι θα μπορούσα να τα είχα πάει καλύτερα, ότι δεν ήταν οι ικανότητές μου ή η ποιότητα του παιχνιδιού μου που με είχε προδώσει, αλλά το μυαλό μου. Κι έκλαψα μετά την ήττα. Έκλαψα ασταμάτητα στα αποδυτήρια για μισή ώρα. Δάκρυα απογοήτευσης και μομφής κατά του εαυτού μου. Το να χάνεις πονάει πάντα, πονάει ακόμα περισσότερο όμως όταν ξέρεις ότι είχες την ευκαιρία και δεν την εκμεταλλεύτηκες. Όσο με είχε κατατροπώσει ο Φέντερερ, άλλο τόσο με είχα κατατροπώσει εγώ ο ίδιος. Είχα απογοητεύσει τον εαυτό μου, κι αυτό δεν το ανεχόμουν. Είχα αποδυναμωθεί πνευματικά, είχα επιτρέψει στον εαυτό μου να αφαιρεθεί και είχα παρεκκλίνει από το πλάνο του παιχνιδιού μου. Πόσο χαζό, πόσο ανώφελο! Ήταν προφανές ότι είχα κάνει ακριβώς αυτό που δεν πρέπει να κάνει κανείς σ’ έναν σημαντικό αγώνα.
Ο θείος μου ο Τόνι, ο σκληρότερος προπονητής τένις που υπάρχει, είναι συνήθως ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο που θα μου προσφέρει παρηγοριά. μου ασκεί κριτική ακόμα κι όταν κερδίζω. Εκείνη τη φορά, όμως, πρέπει να με είδε τόσο συντετριμμένο, που εγκατέλειψε την προσφιλή του συνήθεια και μου είπε πως δεν υπήρχε λόγος να κλαίω, πως θα υπήρχαν κι άλλα Γουίμπλεντον, κι άλλοι τελικοί Γουίμπλεντον. Του απάντησα ότι δεν καταλάβαινε, ότι πιθανότατα ήταν η τελευταία φορά που βρισκόμουν σ’ εκείνο το γήπεδο, ότι είχα χάσει την τελευταία μου ευκαιρία να κερδίσω. Έχω απόλυτη επίγνωση του πόσο σύντομη είναι η ζωή ενός επαγγελματία αθλητή και δεν αντέχω στη σκέψη ότι κλότσησα μια ευκαιρία που μάλλον δε θα μου δινόταν ποτέ ξανά. Ξέρω ότι δεν θα είμαι ευτυχισμένος όταν τελειώσει η καριέρα μου, αλλά όσο διαρκεί θέλω να την αξιοποιήσω όσο το δυνατόν καλύτερα. Η κάθε στιγμή μετράει —γι’ αυτό προπονούμαι πάντοτε τόσο σκληρά—, υπάρχουν όμως στιγμές που μετρούν περισσότερο από άλλες, και το 2007 άφησα μια από τις πιο σημαντικές στιγμές να πάει χαμένη και να μου ξεφύγει μια ευκαιρία που ίσως δε θα εμφανιζόταν ποτέ ξανά. Δυο-τρεις πόντοι εδώ κι εκεί και λίγο περισσότερη συγκέντρωση ίσως να είχαν κάνει τη διαφορά, επειδή η νίκη στο τένις κρίνεται συχνά στις λεπτομέρειες. Είχα χάσει το πέμπτο και τελευταίο σετ από τον Φέντερερ με σκορ 6-2, αν είχα όμως λίγο πιο καθαρό μυαλό όταν έχανα με 4-2 ή ακόμη και με 5-2, αν είχα εκμεταλλευτεί τις τέσσερις ευκαιρίες που είχα στην αρχή του σετ για να του σπάσω το σερβίς (αντί να παραλύσω, πράγμα που μου συνέβη), ή αν είχα αγωνιστεί σαν να παίζαμε το πρώτο σετ και όχι το τελευταίο, θα μπορούσα να είχα κερδίσει.
Ο Τόνι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να μου απαλύνει τον πόνο, στο τέλος, όμως, αποδείχθηκε ότι είχε δίκιο. Εμφανίστηκε κι άλλη ευκαιρία. Ένα χρόνο αργότερα ήμουν πάλι εκεί. Είχα πάρει το μάθημά μου από την ήττα μου πριν από δώδεκα μήνες και ήξερα βαθιά μέσα μου πως αυτή τη φορά οτιδήποτε μπορεί να με πρόδιδε, όχι όμως το μυαλό μου. Δεν θα επέτρεπα να χαθεί ξανά η αυτοσυγκέντρωσή μου. Η καλύτερη ένδειξη ότι το μυαλό μου βρισκόταν στη θέση του ήταν η πεποίθηση ότι —όσο άγχος κι αν είχα— στο τέλος θα νικούσα.
Το προηγούμενο βράδυ, στο δείπνο με την οικογένεια, τους φίλους και τα μέλη της ομάδας μου —στο σπίτι που συνήθως νοικιάζουμε όταν παίζω στο Γουίμπλεντον και που βρίσκεται απέναντι από το «All England Club»— μιλήσαμε για τα πάντα εκτός από το παιχνίδι. Δεν τους είχα απαγορεύσει να θίξουν το θέμα, αλλά όλοι ήξεραν καλά πως ό,τι κι άν έλεγα εκείνο το βράδυ, σε μια σφραγισμένη γωνιά του μυαλού μου είχα ήδη αρχίσει να παίζω τον αγώνα. Μαγείρεψα εγώ, όπως σχεδόν κάθε βράδυ κατά τη διάρκεια των δύο εβδομάδων που διαρκεί το Γουίμπλεντον. Μου αρέσει να το κάνω και η οικογένειά μου θεωρεί ότι μου κάνει καλό. Με βοηθάει να συγκεντρωθώ. Εκείνο τα βράδυ έφτιαξα ψάρι ψητό και ζυμαρικά με γαρίδες. Μετά το δείπνο έπαιξα λίγα βελάκια με τους θείους μου, Τόνι και Ραφαέλ, σαν να ήταν μια οποιαδήποτε βραδιά στο σπίτι μας στο Μανακόρ, την πόλη της Μαγιόρκας όπου ζω από παιδί. Τους κέρδισα. Ο Ραφαέλ μού είπε αργότερα ότι με είχε αφήσει να κερδίσω για να είμαι σε καλύτερη ψυχολογική κατάσταση ενόψει του τελικού, ωστόσο, εγώ δεν τον πιστεύω. Για μένα είναι σημαντικό να κερδίζω, σε όλα. Οποιαδήποτε ήττα μού χαλάει τη διάθεση.
Πήγα για ύπνο στη μία παρά τέταρτο, αλλά δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Το θέμα που είχαμε επιλέξει να μην συζητήσουμε στριφογύριζε στο μυαλό μου. Είδα κάνα-δυο ταινίες στην τηλεόραση, και τελικά με πήρε ο ύπνος στις τέσσερις τα ξημερώματα. Στις εννιά ήμουν ήδη στο πόδι. Θα ήταν καλύτερα να είχα κοιμηθεί μερικές ώρες παραπάνω, αλλά ένιωθα ξεκούραστος. Ο Ραφαέλ Μαϊμό, ο φυσιοθεραπευτής μου, που είναι πάντα στο πλευρό μου, είπε ότι αυτό δεν έκανε και μεγάλη διαφορά. Η έξαψη και η αδρεναλίνη θα με βοηθούσαν ν’ αντέξω όσο κι αν διαρκούσε ο αγώνας.
Πήρα το πρωινό μου, ως συνήθως: δημητριακά, χυμό πορτοκάλι, γάλα σοκολατούχο —ποτέ καφέ— και αυτό που πάντα μου αρέσει να τρώω όταν είμαι στο σπίτι: φρυγανισμένο ψωμί ραντισμένο με ελαιόλαδο και αλάτι. Όταν ξύπνησα, ένιωθα καλά. Το τένις εξαρτάται πολύ από το πώς αισθάνεσαι την ημέρα του αγώνα. Όταν σηκώνεσαι το πρωί, οποιοδήποτε πρωί, μερικές φορές αισθάνεσαι διαυγής, υγιής και δυνατός, ενώ άλλες φορές, βαρύς και εύθραυστος. Εκείνη την ημέρα αισθανόμουν ξάστερος και ευκίνητος, γεμάτος ενέργεια — περισσότερο από ποτέ.
Έτσι αισθανόμουν όταν στις δέκα και μισή διέσχισα το δρόμο για να κάνω την τελευταία μου προπόνηση στο Γήπεδο 17 του Γουίμπλεντον, το οποίο βρίσκεται κοντά στο Κεντρικό Γήπεδο. Προτού αρχίσω να χτυπάω μπάλες ξάπλωσα σ’ ένα παγκάκι, όπως πάντα, και ο Ραφαέλ Μαϊμό —ο «Τιτίν», όπως τον λέω εγώ— μου έκανε μασάζ στα γόνατα, στους μηρούς και στον ώμο. Στη συνέχεια επικεντρώθηκε στα πόδια μου — το πιο ευαίσθητο σημείο του σώματός μου είναι το αριστερό μου πόδι, αυτό που με πονάει συχνότερα και πιο έντονα. Η ιδέα είναι να ξυπνήσεις τους μυς για να μειώσεις την πιθανότητα ενός τραυματισμού. Συνήθως, πριν από έναν σημαντικό αγώνα, χτυπάω μπάλες για μία ώρα στο ζέσταμα, αλλά εκείνη την ημέρα ψιλόβρεχε και σταμάτησα ύστερα από είκοσι πέντε λεπτά. Άρχισα ήρεμα, όπως πάντα, και σιγά σιγά ανέβασα ρυθμό, μέχρι που στο τέλος έτρεχα και χτυπούσα με την ίδια ένταση όπως σ’ έναν κανονικό αγώνα. Εκείνο το πρωί στην προπόνηση ήμουν πιο νευρικός απ’ ό,τι συνήθως, αλλά και πιο συγκεντρωμένος. Ο Τόνι ήταν παρών, όπως και ο Τιτίν και ο ατζέντης μου, Κάρλος Κόστα, πρώην επαγγελματίας τενίστας, ο οποίος έκανε ζέσταμα μαζί μου. Ήμουν πιο σιωπηλός απ’ ό,τι συνήθως. Όλοι ήμαστε. Κανένα αστείο. Ούτε χαμόγελα. Μόλις τελειώσαμε, ένα βλέμμα ήταν αρκετό για να καταλάβω ότι ο Τόνι δεν ήταν ευχαριστημένος και ότι θεωρούσε πως δεν χτυπούσα την μπάλα με όση άνεση θα μπορούσα. Το ύφος του —το γνωρίζω μια ζωή αυτό το ύφος— ήταν επικριτικό και ανήσυχο. Είχε δίκιο ότι δεν τα είχα δώσει όλα, αλλά εγώ ήξερα κάτι που εκείνος αγνοούσε και δεν θα μπορούσε ποτέ να το μάθει, όσο κι αν αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος ολόκληρης της καριέρας μου ως τενίστα: ότι, με εξαίρεση έναν πόνο στο αριστερό μου πέλμα, τον οποίο θα έπρεπε να αντιμετωπίσω προτού βγω στο γήπεδο, ένιωθα να βρίσκομαι σε τέλεια φυσική κατάσταση και βαθιά μέσα μου είχα την ακλόνητη πεποίθηση ότι η νίκη ήταν στο χέρι μου. Το τένις ενάντια σ’ έναν αντίπαλο ο οποίος βρίσκεται πάνω-κάτω στην ίδια κατάσταση μ’ εσένα, ή τον οποίο έχεις τη δυνατότητα να νικήσεις, εξαρτάται από την ικανότητά σου να κάνεις το παιχνίδι σου όταν το απαιτήσει η στιγμή. Ένας πρωταθλητής δεν δίνει τον καλύτερο εαυτό του στους πρώτους γύρους ενός τουρνουά, αλλά στους ημιτελικούς και τους τελικούς, όταν έχει να αντιμετωπίσει τους καλύτερους αντιπάλους, και ένας μεγάλος πρωταθλητής του τένις κάνει το καλύτερό του παιχνίδι στον τελικό ενός Γκραν Σλαμ. Εγώ είχα τους φόβους μου —έδινα έναν αδιάκοπο αγώνα να συγκρατήσω τη νευρικότητά μου—, αλλά τους κρατούσα υπό έλεγχο, και η μοναδική σκέψη που στριφογύριζε στο μυαλό μου ήταν πως εκείνη την ημέρα έπρεπε να σταθώ στο ύψος των περιστάσεων.
Ήμουν σε καλή φυσική κατάσταση και βρισκόμουν σε φόρμα. Είχα παίξει πολύ καλά ένα μήνα νωρίτερα στο Ρολάν Γκαρός κερδίζοντας τον Φέντερερ στον τελικό, και εδώ, στο γρασίδι, είχα κάνει κάποια καταπληκτικά παιχνίδια. Όπως τις δύο τελευταίες φορές που είχαμε βρεθεί αντιμέτωποι στο Γουίμπλεντον το φαβορί ήταν πάντα εκείνος, έτσι και το 2008 αισθανόμουν ότι το φαβορί δεν ήμουν εγώ — με μία ­διαφορά όμως: ήξερα ότι ούτε ο Φέντερερ ήταν. Για μένα, οι πιθανότητές μας ήταν φίφτι φίφτι.
Επίσης ήξερα ότι, στο τέλος του παιχνιδιού, οι χαμένες μπαλιές και οι χαμένες ευκαιρίες μεταξύ μας θα ήταν περίπου ίδιες. Αυτή είναι η φύση του τένις, ιδίως όταν πρόκειται για δύο παίκτες που γνωρίζουν τόσο καλά ο ένας το παιχνίδι του άλλου. Θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ότι, μετά από τόσα εκατομμύρια μπάλες που έχω χτυπήσει, θα έπρεπε να ξέρω τα βασικά χτυπήματα του τένις απέξω κι ανακατωτά και πως θα ήταν παιχνιδάκι για μένα να χτυπάω πάντα την μπάλα με ακρίβεια, καθαρότητα και σιγουριά. Δεν είναι όμως έτσι. Όχι μόνο επειδή κάθε μέρα ξυπνάς με διαφορετική διάθεση, αλλά και επειδή κάθε χτύπημα είναι διαφορετικό. το κάθε ένα είναι μοναδικό. Από τη στιγμή που η μπάλα αρχίζει να κινείται, έρχεται προς το μέρος σου διαγράφοντας άπειρους αριθμούς πιθανών γωνιών και ταχυτήτων. με περισσότερο τόπσπιν ή μπάκσπιν, χαμηλά στο έδαφος ή ψηλότερα. Οι διαφορές μπορεί να είναι μηδαμινές, μικροσκοπικές, άλλο τόσο όμως είναι και οι παραλλαγές στις κινήσεις που κάνει το σώμα —ώμοι, αγκώνες, καρποί, ισχία, αστράγαλοι, γόνατα— σε κάθε χτύπημα της μπάλας. Επιπλέον, επιδρούν τόσοι άλλοι παράγοντες: ο καιρός, η επιφάνεια, ο αντίπαλος. Καμιά μπαλιά δεν έρχεται όπως οι άλλες. κανένα χτύπημα δεν είναι ίδιο με τα υπόλοιπα. Κάθε φορά που τοποθετείς το σώμα σου σε μια θέση για να εκτελέσεις ένα χτύπημα, πρέπει να υπολογίσεις σ’ ένα κλάσμα του δευτερολέπτου την πορεία και την ταχύτητα της μπάλας, και στη συνέχεια να πάρεις μια εξίσου γρήγορη απόφαση σχετικά με το πώς, με πόση δύναμη και προς τα πού πρέπει να τη γυρίσεις. Και αυτό πρέπει να το κάνεις ξανά και ξανά, συχνά πενήντα φορές σε ένα γκέιμ, δεκαπέντε φορές μέσα σε είκοσι δευτερόλεπτα, σε αλλεπάλληλες φάσεις για περισσότερες από δύο, τρεις ή τέσσερις ώρες, και όλο αυτό το διάστημα τρέχοντας πάνω-κάτω με τα νεύρα τεντωμένα. Όταν πετύχεις έναν σωστό συντονισμό κι έναν σταθερό ρυθμό, τότε έχεις μια θετική αίσθηση, νιώθεις περισσότερο ικανός να φέρεις σε πέρας τον βιολογικό και πνευματικό άθλο που προϋποθέτει να χτυπάς την μπάλα καθαρά στο κέντρο της ρακέτας και να βρίσκεις το στόχο, με δύναμη και υπό το βάρος μιας τεράστιας ψυχολογικής πίεσης, ξανά και ξανά. Και το μόνο για το οποίο δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία είναι ότι όσο περισσότερο προπονείσαι, τόσο καλύτερα αισθάνεσαι. Το τένις, περισσότερο από πολλά άλλα αθλήματα, έχει να κάνει με το μυαλό. Ο παίκτης που έχει καλό προαίσθημα σχεδόν όλες τις ημέρες, που καταφέρνει να θωρακίσει καλύτερα τον εαυτό του από τους φόβους και τα ψυχολογικά σκαμπανεβάσματα που αναπόφευκτα επιφέρει ένας αγώνας, είναι αυτός που καταλήγει νούμερο ένα στον κόσμο. Αυτόν το στόχο είχα βάλει στον εαυτό μου τα τρία χρόνια που, γεμάτος υπομονή, ήμουν δεύτερος πίσω από τον Φέντερερ, και ήξερα ότι θα ήμουν πολύ κοντά στην πραγματοποίησή του αν κέρδιζα αυτόν τον τελικό του Γουίμπλεντον το 2008.
Όσον αφορά το πότε θα ξεκινούσε ο αγώνας, αυτό ήταν άλλο θέμα. Σήκωσα το βλέμμα μου προς τον ουρανό και είδα κάποια γαλάζια μπαλώματα εδώ κι εκεί, αλλά ως επί το πλείστον ήταν καλυμμένος από πυκνά, μαύρα σύννεφα που απλώνονταν στο βάθος του ορίζοντα. Ο αγώνας ήταν προγραμματισμένος να ξεκινήσει τρεις ώρες αργότερα, ήταν όμως πολύ πιθανό να καθυστερήσει ή να αναβληθεί. Δεν ανησύχησα γι’ αυτό. Αυτή τη φορά θα είχα το μυαλό μου καθαρό και συγκεντρωμένο ό,τι κι αν συνέβαινε. Χωρίς περισπασμούς. Δεν θα επέτρεπα στον εαυτό μου να χάσει τη συγκέντρωσή του, όπως το 2007.
Φύγαμε από το Γήπεδο 17 κατά τις έντεκα και μισή και πήγαμε στα αποδυτήρια του «All England Club», που προορίζονται για τους κορυφαίους στη λίστα της παγκόσμιας κατάταξης. Δεν είναι πολύ μεγάλα, ίσως εν τέταρτον ενός γηπέδου τένις, ωστόσο, η αίγλη τους απορρέει από την παράδοση του χώρου. Οι ξύλινοι πίνακες, το πράσινο και μοβ χρώμα του Γουίμπλεντον στους τοίχους, η μοκέτα στο πάτωμα, η αίσθηση ότι τόσοι μεγάλοι —ο Λέιβερ, ο Μποργκ, ο Μάκενροου, ο Κόνορς, ο Σάμπρας— έχουν περάσει από εδώ. Συνήθως, το μέρος αυτό είναι πολυσύχναστο, αλλά τώρα που είχαμε μείνει στο τουρνουά μόνο δύο, ήμουν μόνος μου. Ο Φέντερερ δεν είχε εμφανιστεί ακόμη. Έκανα ντους, άλλαξα ρούχα και πήγα για μεσημεριανό στην τραπεζαρία των παικτών, δύο ορόφους πιο πάνω. Και αυτός ο χώρος ήταν ασυνήθιστα ήσυχος, πράγμα που ήταν ό,τι έπρεπε για μένα. Αποτραβιόμουν σιγά σιγά στον εαυτό μου, απομονωνόμουν από το περιβάλλον μου, ασκώντας τη ρουτίνα —την αδιαπραγμάτευτη ρουτίνα— που εφαρμόζω πριν από κάθε αγώνα και που διαρκεί μέχρι την αρχή του παιχνιδιού. Έφαγα ό,τι τρώω πάντα: ζυμαρικά χωρίς σάλτσα ή οτιδήποτε θα μπορούσε να μου προκαλέσει δυσπεψία, με ελαιόλαδο και αλάτι, και σκέτο ψάρι, χωρίς συνοδευτικά. Ήπια νερό. Ο Τόνι και ο Τιτίν κάθισαν μαζί μου στο τραπέζι. Ο Τόνι ήταν σκεπτικός — διόλου περίεργο για εκείνον. Ο Τιτίν ήταν ήρεμος. Μαζί του περνάω τον περισσότερο χρόνο και είναι πάντα ήρεμος. Ούτε και τότε μιλήσαμε πολύ. Νομίζω ότι ο Τόνι ψέλλισε κάτι για τον καιρό, αλλά εγώ δεν απάντησα. Ακόμα κι όταν βρίσκομαι εκτός κάποιου τουρνουά, προτιμώ περισσότερο ν’ ακούω παρά να μιλάω.
Στη μία ακριβώς, μια ώρα πριν από την προγραμματισμένη έναρξη του παιχνιδιού, επιστρέψαμε στα αποδυτήρια. Το περίεργο με το τένις είναι ότι ακόμα και στα πιο σημαντικά τουρνουά, μοιράζεσαι τα αποδυτήρια με τον αντίπαλο. Όταν επέστρεψα από την τραπεζαρία, ο Φέντερερ βρισκόταν ήδη εκεί, καθισμένος στον ξύλινο πάγκο, όπως συνήθως. Επειδή είμαστε συνηθισμένοι σε αυτό, δεν υπήρξε αμηχανία από καμία πλευρά. εγώ, τουλάχιστον, δεν την ένιωσα. Ύστερα από λίγη ώρα, θα κάναμε ό,τι περνούσε απ’ το χέρι μας για να συντρίψουμε ο ένας τον άλλον στον πιο σημαντικό αγώνα της χρονιάς, αλλά εκτός από αντίπαλοι είμαστε και φίλοι. Ίσως άλλοι αντίπαλοι, σε άλλα αθλήματα, να μισούν θανάσιμα ο ένας τον άλλον εκτός γηπέδου. εμείς, όχι. Συμπαθούμε ο ένας τον άλλον. Όταν αρχίζει —ή κοντεύει ν’ αρχίσει— ο αγώνας, αφήνουμε τη φιλία στην άκρη. Δεν είναι κάτι προσωπικό. Εγώ το κάνω με όλους τους ανθρώπους που με περιβάλλουν, ακόμα και με την οικογένειά μου. Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού είμαι άλλος άνθρωπος. Προσπαθώ να μετατραπώ σε μηχανή του τένις, παρόλο που, εντέλει, αυτό δεν είναι δυνατόν. Δεν είμαι ρομπότ. Η τελειότητα στο τένις είναι κάτι ανέφικτο, και η πρόκληση είναι ν’ αναρριχηθείς στην κορυφή των ίδιων σου των δυνατοτήτων. Κατά τη διάρκεια του αγώνα βρίσκεσαι σε μια διαρκή μάχη ενάντια στις καθημερινές σου αδυναμίες, προσπαθείς να συγκρατήσεις τα ανθρώπινα συναισθήματά σου. Όσο πιο συγκρατημένα είναι αυτά, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχεις να κερδίσεις, υπό την προϋπόθεση ότι έχεις προπονηθεί σκληρά και το ταλέντο του αντιπάλου σου δεν είναι πολύ ανώτερο από το δικό σου. Υπήρχε κάποια διαφορά ανάμεσα στο ταλέντο τού Φέντερερ και το δικό μου, αλλά δεν ήταν ανυπέρβλητη. Ήταν αρκετά μικρή, έτσι ώστε —παρόλο που εκείνος έπαιζε καλύτερα στο χορτάρι, την αγαπημένη του επιφάνεια— αν κατάφερνα, περισσότερο απ’ ό,τι εκείνος, να κάνω τις αμφιβολίες και τους φόβους μέσα στο κεφάλι μου να σωπάσουν και να μην ακούω τις υπερβολικές προσδοκίες μου, θα μπορούσα να τον νικήσω. Πρέπει να θωρακίσεις τον εαυτό σου μέσα σε μια προστατευτική πανοπλία και να μετατραπείς σε ψυχρό πολεμιστή. Είναι ένα είδος αυθυποβολής, ένα παιχνίδι που παίζεις μόνος σου, με απόλυτη σοβαρότητα, για να κρύψεις τις αδυναμίες σου τόσο από τον εαυτό σου όσο και από τον αντίπαλο.
Το να αστειευτούμε ή να πιάσουμε κουβέντα για ποδόσφαιρο με τον Φέντερερ στα αποδυτήρια, όπως θα κάναμε πριν από ένα φιλικό παιχνίδι, θα ήταν σαν να παίζαμε θέατρο. Ο άλλος θα αντιλαμβανόταν αμέσως μια τέτοια συμπεριφορά και θα την ερμήνευε ως ένδειξη φόβου. Αντί γι’ αυτό, είχαμε και οι δυο τη στοιχειώδη ευγένεια να φανούμε ειλικρινείς. Ανταλλάξαμε χειραψία, χαιρετηθήκαμε μ’ ένα νεύμα, χαμογελάσαμε αμυδρά και κατευθυνθήκαμε ο καθένας προς το ντουλάπι του, καμιά δεκαριά βήματα απόσταση μεταξύ μας, και από εκείνη τη στιγμή ήταν σαν να μην υπήρχε ο ένας για τον άλλον. Όχι ότι είχα ανάγκη να προσποιηθώ: ήμουν σε εκείνα τα αποδυτήρια και ταυτόχρονα δεν ήμουν. Είχα αποτραβηχτεί σε κάποιο βαθύ σημείο της ύπαρξής μου, και οι κινήσεις μου ήταν ολοένα και πιο προγραμματισμένες, πιο αυτοματοποιημένες.
Σαράντα πέντε λεπτά πριν από την προγραμματισμένη ώρα έναρξης του αγώνα έκανα ένα κρύο ντους. Με πολύ παγωμένο νερό. Το κάνω πριν από κάθε αγώνα. Είναι το προηγούμενο στάδιο από το σημείο μηδέν — το πρώτο βήμα της τελευταίας φάσης την οποία αποκαλώ «προ-αγωνιστική τελετουργία». Κάτω από το κρύο νερό μπαίνω σ’ ένα νέο σύμπαν όπου αισθάνομαι τη δύναμη και την αντοχή μου να μεγαλώνουν. Βγαίνοντας, είμαι άλλος άνθρωπος. έχω πάρει μπρος. Αισθάνομαι ότι «ρέω» — όπως περιγράφουν οι ψυχολόγοι των αθλητών αυτήν την κατάσταση συγκέντρωσης και εγρήγορσης, κατά την οποία το σώμα κινείται από καθαρό ένστικτο, σαν το ψάρι στο νερό. Σε αυτή την κατάσταση δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός από την επικείμενη μάχη.
Ευτυχώς που ήταν έτσι, επειδή το επόμενο που έπρεπε να κάνω ήταν κάτι που, υπό κανονικές συνθήκες, δε θα το δεχόμουν εύκολα. Κατέβηκα σ’ ένα μικρό ιατρείο, όπου ο γιατρός μου μου έκανε μια παυσίπονη ένεση στο αριστερό πέλμα. Ήδη από τον τρίτο γύρο είχα βγάλει μια φουσκάλα γύρω από ένα μικρό οστό στο μετατάρσιο και η περιοχή ήταν πρησμένη. Έπρεπε να την κοιμίσουν, διαφορετικά, απλώς, δεν θα μπορούσα να παίξω. Ο πόνος θα ήταν αφόρητος.
Επέστρεψα στα αποδυτήρια και συνέχισα το τελετουργικό μου. Φόρεσα τα ακουστικά μου για ν’ ακούσω μουσική. Αυτό είναι κάτι που μου οξύνει την αίσθηση της «ροής» και με απομονώνει ακόμα περισσότερο από το περιβάλλον. Ο Τιτίν τύλιξε μ’ έναν επίδεσμο το αριστερό μου πόδι. Την ίδια ώρα, εγώ τύλιγα τα γκριπ στη λαβή καθεμιάς από τις έξι ρακέτες που θα έπαιρνα μαζί μου στο γήπεδο. Είναι κάτι που κάνω πάντα. Οι ρακέτες έρχονται με μαύρο γκριπ, εγώ όμως τυλίγω ένα δεύτερο, λευκό, πάνω από το μαύρο, ρολάροντας από την άκρη προς τη μέση. Δε χρειάζεται να το σκεφτώ καν. Απλώς, το κάνω. Σαν υπνωτισμένος.
Έπειτα ξάπλωσα σ’ ένα κρεβάτι για μασάζ και ο Τιτίν τύλιξε δύο επιδέσμους στα πόδια μου, ακριβώς κάτω από τα γόνατα. Αυτό το σημείο επίσης με πονάει, και οι ταινίες βοηθούν στην αποφυγή του ερεθισμού ή απαλύνουν τον πόνο αν αρχίσει να γίνεται αισθητός.
Τα σπορ είναι ευεργετικά για τον μέσο άνθρωπο, σε επαγγελματικό επίπεδο, όμως, δεν κάνουν καλό στην υγεία. Εξωθούν το σώμα να ξεπεράσει κάποια όρια για τα οποία οι άνθρωποι δεν είναι προετοιμασμένοι από τη φύση τους. Γι’ αυτόν το λόγο, σχεδόν όλοι οι μεγάλοι επαγγελματίες αθλητές υποφέρουν από τραυματισμούς οι οποίοι, μερικές φορές, βάζουν τέλος στην καριέρα τους. Υπήρξε κάποια στιγμή στην καριέρα μου που αναρωτήθηκα σοβαρά αν θα μπορούσα να συνεχίσω να αγωνίζομαι σε τόσο υψηλό επίπεδο. Τις πιο πολλές φορές αισθάνομαι πόνους όταν παίζω, αλλά νομίζω πως αυτό συμβαίνει σε όλους όσοι ασχολούνται με τον πρωταθλητισμό. Σε όλους, εκτός —φυσικά!— από τον Φέντερερ. Ενώ εγώ χρειάστηκε να πιέσω το σώμα μου και να το σμιλέψω προκειμένου να αντέχει την επαναλαμβανόμενη μυϊκή ένταση που σου επιβάλλει το τένις, εκείνος φαίνεται να είναι γεννημένος γι’ αυτό το παιχνίδι. Η σωματική του διάπλαση —το DNA του— μοιάζει να είναι απολύτως προσαρμοσμένη στο τένις, καθιστώντας τον άτρωτο σε τραυματισμούς που βασανίζουν εμάς, τους υπόλοιπους κοινούς θνητούς. Μου έχουν πει ότι δεν προπονείται το ίδιο σκληρά μ’ εμένα. Δεν ξέρω αν ισχύει, αλλά δεν θα με παραξένευε. Και σε άλλα αθλήματα υπάρχουν αυτά τα ευλογημένα φαινόμενα της φύσης. Εμείς οι άλλοι πρέπει, απλώς, να μάθουμε να ζούμε με τον πόνο και να απέχουμε από το άθλημα για μεγάλα διαστήματα, επειδή ένας αστράγαλος, ένας ώμος ή ένα πόδι έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου στον εγκέφαλο, ζητώντας του να σταματήσει. Γι’ αυτόν το λόγο χρειάζεται να βάλω τόσους επιδέσμους πριν από τον αγώνα, και γι’ αυτό, επίσης, η συγκεκριμένη διαδικασία είναι τόσο σημαντικό μέρος της προετοιμασίας μου.
Μόλις ο Τιτίν τελείωσε με τα γόνατά μου, σηκώθηκα, ντύθηκα, πήγα στο νιπτήρα, μούσκεψα τα μαλλιά μου κι έδεσα την μπαντάνα στο μέτωπό μου. Είναι άλλη μια κίνηση που δεν απαιτεί καμία σκέψη, την εκτελώ όμως αργά και προσεκτικά, κάνοντας έναν σφιχτό κόμπο στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου. Υπάρχει ένας πρακτικός λόγος γι’ αυτό: να συγκρατήσω τα μαλλιά μου για να μη μου πέφτουν στα μάτια, αποτελεί όμως άλλη μια τελετουργική στιγμή —όπως το παγωμένο ντους— από την οποία δεν υπάρχει γυρισμός. Μια στιγμή που με βοηθά να συνειδητοποιήσω ότι έχει φτάσει η ώρα να ριχτώ στη μάχη.
Είχε σχεδόν έρθει η ώρα να βγω στο γήπεδο. Η αδρεναλίνη που εκκρινόταν όλη μέρα είχε πια πλημμυρίσει το νευρικό μου σύστημα. Ανέπνεα δυναμικά για να απελευθερώσω την ενέργειά μου, έπρεπε όμως να μείνω ακίνητος για λίγο ακόμα, όσο ο Τιτίν τύλιγε με επίδεσμο τα δάχτυλα του αριστερού μου χεριού — το χέρι με το οποίο παίζω. Οι κινήσεις του ήταν τόσο μηχανικές και σιωπηλές όσο και οι δικές μου όταν τυλίγω τα γκριπ γύρω από τις λαβές της ρακέτας μου. Αυτό, δεν γίνεται για λόγους αισθητικής. Χωρίς τους επιδέσμους, τα δάχτυλά μου σκίζονται και ματώνουν κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού.
Σηκώθηκα όρθιος και άρχισα να κάνω μια σειρά από έντονες ασκήσεις «για να ενεργοποιήσω την εκρηκτικότητά μου», όπως λέει ο Τιτίν. Ο Τόνι με παρακολουθούσε, σε ετοιμότητα, σχεδόν αμίλητος. Δεν ξέρω αν και ο Φέντερερ με παρακολουθούσε. Το μόνο που ξέρω είναι ότι εκείνος δεν είναι τόσο απασχολημένος όσο εγώ στα αποδυτήρια, πριν από τον αγώνα. Πηδούσα πάνω-κάτω, έκανα σπριντ από τη μιαν άκρη στην άλλη, σ’ έναν περιορισμένο χώρο, όχι μεγαλύτερο από έξι μέτρα. Σταματούσα απότομα, έκανα περιστροφές στο λαιμό μου, στους ώμους μου, στους καρπούς μου, έκανα βαθιά καθίσματα, λύγιζα τα γόνατά μου. Έπειτα κι άλλα πηδήματα, κι άλλα μίνι σπριντ, σαν να ήμουν μόνος στο γυμναστήριο του σπιτιού μου. Πάντοτε με τα ακουστικά στ’ αυτιά και με τη μουσική να μου βομβαρδίζει το κεφάλι. Πήγα στην τουαλέτα (πριν από κάθε αγώνα πηγαίνω πολλές φορές στην τουαλέτα —είναι νευρικό— συχνά πέντε ή έξι φορές μέσα στην τελευταία ώρα). Όταν επέστρεψα, βάλθηκα να περιστρέφω με δύναμη τα χέρια μου από τους ώμους, τεντωμένα.
Ο Τόνι μού έκανε νόημα να βγάλω τα ακουστικά. Είπε ότι υπήρχε μια καθυστέρηση εξαιτίας της βροχής, αλλά θεωρούσαν ότι δε θα ήταν παραπάνω από δεκαπέντε λεπτά. Δεν πτοήθηκα. Ήμουν προετοιμασμένος γι’ αυτό. Η βροχή θα επηρέαζε τον Φέντερερ όσο κι εμένα. Δεν υπήρχε λόγος να χάσω την ψυχραιμία μου. Κάθισα κάτω και επιθεώρησα τις ρακέτες μου —το βάρος τους, τη σταθερότητά τους— σήκωσα τις κάλτσες μου προσπαθώντας να βρίσκονται και οι δύο στο ίδιο ύψος της κνήμης. Ο Τόνι με πλησίασε:
«Μην απομακρυνθείς από το πλάνο του παιχνιδιού σου. Κάνε αυτό που πρέπει να κάνεις» είπε.
Εγώ «άκουγα» αλλά δεν άκουγα. Κάτι τέτοιες στιγμές ξέρω τι πρέπει να κάνω. Νομίζω ότι η συγκέντρωσή μου είναι καλή, το ίδιο και η αντοχή μου. Αντοχή: μεγάλη κουβέντα. Να εξακολουθώ να έχω δυνάμεις, να μην τα παρατάω ποτέ, να αντιμετωπίζω ό,τι βρίσκεται στο δρόμο μου, να μην επιτρέπω ούτε στο καλό ούτε στο κακό —ούτε στα σπουδαία χτυπήματα ούτε στα αδύναμα, ούτε στην καλή ούτε στην κακή τύχη— να με βγάζουν από την πορεία μου. Πρέπει να είμαι συγκεντρωμένος, χωρίς περισπασμούς, να κάνω κάθε στιγμή αυτό που πρέπει να κάνω. Αν πρέπει να στείλω την μπάλα είκοσι φορές στο μπάκχαντ του Φέντερερ, θα το κάνω είκοσι φορές, όχι δεκαεννέα. Αν, προκειμένου να βρω την κατάλληλη ευκαιρία, πρέπει να υπομείνω ράλι των δέκα, δώδεκα ή δεκαπέντε χτυπημάτων, θα το υπομείνω. Υπάρχουν στιγμές που έχεις την ευκαιρία να χτυπήσεις ένα ­γουίνερ φόρχαντ, αλλά με εβδομήντα τοις εκατό πιθανότητες επιτυχίας. Περιμένεις άλλα πέντε χτυπήματα, και τότε οι πιθανότητες αυξάνονται στο ογδόντα πέντε τοις εκατό. Πρέπει να είσαι σε εγρήγορση. να έχεις υπομονή. να μη βιάζεσαι.
Αν ανέβω στο φιλέ, είναι για να του στείλω την μπάλα στο μπάκχαντ, όχι στο φόρχαντ, που αποτελεί το πιο δυνατό του χτύπημα. Έχεις χάσει την αυτοσυγκέντρωσή σου όταν, για παράδειγμα, ανεβαίνεις στο φιλέ και του στέλνεις την μπάλα στο φόρχαντ, ή όταν σερβίρεις και ξεχνάς να προσπαθήσεις να στείλεις την μπάλα στο μπάκχαντ του αντιπάλου για να τον δυσκολέψεις, ή όταν προσπαθείς να κερδίσεις έναν πόντο χωρίς να είναι η κατάλληλη στιγμή. Αυτοσυγκέντρωση σημαίνει να κάνεις κάθε στιγμή αυτό που ξέρεις ότι πρέπει να κάνεις, να μην αλλάζεις ποτέ το σχέδιό σου, εκτός κι αν οι συνθήκες ενός ράλι ή ενός γκέιμ αλλάξουν τόσο δραστικά ώστε να δικαιολογούν την εμφάνιση μιας έκπληξης. Σημαίνει πειθαρχία, σημαίνει αυτοκυριαρχία όταν μπαίνεις στον πειρασμό να ρισκάρεις τα πάντα. Το να πας κόντρα σε αυτόν τον πειρασμό σημαίνει ότι διατηρείς την ανυπομονησία ή την απογοήτευσή σου υπό έλεγχο.
Ακόμα και στην περίπτωση που φαίνεται ότι έχεις την ευκαιρία να πιέσεις και να πάρεις πρωτοβουλία, πρέπει να συνεχίσεις ν’ αναζητάς το μπάκχαντ του αντιπάλου, επειδή, μακροπρόθεσμα, αυτή είναι η πιο σοφή επιλογή που δίνει τα καλύτερα αποτελέσματα. Αυτό είναι το σχέδιο. Δεν είναι πολύπλοκο. Δεν το λες καν τακτική, επειδή είναι τόσο απλό. Εγώ πρέπει να παίζω χτυπώντας την μπάλα με τον τρόπο που μου είναι πιο εύκολος, επιδιώκοντας τον τρόπο που είναι πιο δύσκολος για τον αντίπαλο — μ’ άλλα λόγια, το φόρχαντ του αριστερού μου χεριού πρέπει να βρει το δεξί του μπάκχαντ. Το ζήτημα είναι να μείνω σταθερός σε αυτό. Αυτό που πρέπει να κάνεις με τον Φέντερερ είναι να τον πιέζεις διαρκώς στο μπάκχαντ, να τον αναγκάζεις να παίζει με ψηλές μπαλιές, να του πετάς την μπάλα στο ύψος του λαιμού, να μη σταματάς να τον ζορίζεις και να τον εξαντλείς. Να προσπαθήσεις να βρεις τη ρωγμή στο παιχνίδι και στο ηθικό του. Να τον κάνεις να αισθανθεί απογοήτευση, να τον οδηγήσεις σε απόγνωση — αν είναι δυνατόν. Κι όταν χτυπάει καλά την μπάλα —πράγμα που συμβαίνει συχνά, καθώς δεν μπορείς να του δημιουργείς προβλήματα όλη την ώρα—, φρόντισε να εξουδετερώσεις οποιαδήποτε προσπάθειά του να πετύχει ένα γουίνερ, στείλε του πίσω την μπάλα βαθιά, κάνε τον να αισθανθεί ότι πρέπει να παλέψει τον πόντο δύο και τρεις και τέσσερις φορές για να πετύχει το 15-0.
Αυτό ήταν το μόνο που σκεφτόμουν —αν, τελικά, όντως σκεφτόμουν κάτι— όση ώρα ήμουν καθισμένος εκεί, πασπατεύοντας τις ρακέτες μου, σηκώνοντας τις κάλτσες μου και σφίγγοντας τους επιδέσμους στα δάχτυλά μου, με τη μουσική να μου γεμίζει το μυαλό, καθώς περίμενα να κοπάσει η βροχή. Μέχρι που μπήκε μέσα ένας κύριος με μπλέιζερ και μας είπε ότι είχε έρθει η ώρα. Πετάχτηκα όρθιος, έστριψα το κεφάλι μου δεξιά-αριστερά κι έκανα μερικά τελευταία σπριντ μέσα στα αποδυτήρια.
Τώρα, υποτίθεται πως έπρεπε να δώσω την τσάντα μου σ’ έναν βοηθό για να μου τη μεταφέρει στην καρέκλα μου. Είναι μέρος του πρωτοκόλλου του Γουίμπλεντον για την Ημέρα του Τελικού. Δε συμβαίνει πουθενά αλλού και δε μου αρέσει. Μου χαλάει τη ρουτίνα. Του έδωσα την τσάντα μου αλλά κράτησα μια ρακέτα. Βγήκα από τα αποδυτήρια σφίγγοντας τη ρακέτα μου με δύναμη, διέσχισα διαδρόμους με φωτογραφίες πρώην πρωταθλητών και κύπελλα μέσα σε βιτρίνες, κατέβηκα μερικά σκαλιά, έστριψα αριστερά και βγήκα στον δροσερό αέρα του αγγλικού Ιουλίου και στο μαγικό πράσινο του Κεντρικού Γηπέδου.
Κάθισα, έβγαλα το πάνω μέρος της φόρμας μου και ήπια μια γουλιά νερό από ένα μπουκάλι. Έπειτα, άλλη μία από ένα άλλο μπουκάλι. Επαναλαμβάνω αυτές τις κινήσεις πριν από την έναρξη κάθε παιχνιδιού, και σε κάθε διάλειμμα ανάμεσα στα γκέιμ, μέχρι να τελειώσει ο αγώνας. Μια γουλιά από ένα μπουκάλι, άλλη μια από ένα άλλο. Ύστερα αφήνω τα δύο μπουκάλια στα πόδια μου, μπροστά από την καρέκλα, στ’ αριστερά μου, το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο, σε διαγώνια διάταξη ως προς το γήπεδο. Κάποιοι με αποκαλούν προληπτικό, αλλά δεν είμαι. Αν ήμουν όντως προληπτικός, πώς εξηγείται ότι κάνω πάντα το ίδιο, είτε κερδίζω είτε χάνω; Για μένα, είναι ο τρόπος μου να τοποθετώ τον εαυτό μου στο παιχνίδι. Βάζω τριγύρω μου μια τάξη που να ανταποκρίνεται στην τάξη που αναζητώ μέσα στο μυαλό μου.
Ο Φέντερερ και ο διαιτητής στέκονταν κάτω από την καρέκλα του δεύτερου, περιμένοντας να στρίψουν το νόμισμα. Σηκώθηκα μ’ ένα σάλτο, πήγα απέναντι από τον Φέντερερ κι άρχισα να χοροπηδάω δυναμικά πάνω-κάτω. Ο Φέντερερ στεκόταν ακίνητος, πάντα πολύ πιο χαλαρός από εμένα — τουλάχιστον φαινομενικά.
Το τελευταίο μέρος της τελετουργίας, εξίσου σημαντικό με όλα τα προηγούμενα, ήταν να διατρέξω με το βλέμμα τις κερκίδες του σταδίου αναζητώντας τα μέλη της οικογένειάς μου ανάμεσα στο πλήθος που πλημμύριζε το Κεντρικό Γήπεδο και να βρω τις ακριβείς συντεταγμένες τους μέσα στο μυαλό μου. Στην άλλη άκρη των κερκίδων, στ’ αριστερά μου, βρίσκονταν ο πατέρας μου, η μητέρα μου και ο θείος Τόνι. Διαγωνίως απέναντί τους, πίσω από τον δεξιό μου ώμο, η αδελφή μου, οι δύο γιαγιάδες μου και ο ένας παππούς, ο νονός μου και η νονά μου, που είναι επίσης θείοι μου, κι άλλος ένας θείος. Δεν τους αφήνω να παρεμβαίνουν στη σκέψη μου κατά τη διάρκεια του αγώνα —ούτε καν επιτρέπω στον εαυτό μου να τους χαμογελάσει κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού—, αλλά το να ξέρω ότι βρίσκονται εκεί, όπως πάντα, μου εξασφαλίζει την ψυχική ηρεμία στην οποία στηρίζεται η ισορροπία μου. Όταν παίζω, υψώνω τριγύρω μου ένα τείχος, αλλά η οικογένειά μου αποτελεί το τσιμέντο που ενισχύει αυτό το τείχος.
Επίσης, αναζήτησα στο πλήθος τα μέλη της ομάδας μου, τους επαγγελματίες που δουλεύουν για μένα. Δίπλα στους γονείς μου και στον Τόνι κάθονταν: ο Κάρλος Κόστα, ατζέντης και σπουδαίος φίλος. ο Μπενίτο Πέρεθ Μπαρμπαντίγιο, εκπρόσωπος Τύπου. ο Τζόρντι Ρομπέρτ —εγώ τον φωνάζω «Τουτς»— που είναι ο μάνατζερ των συμβολαίων μου με τη Nike, και ο Τιτίν, που με γνωρίζει καλύτερα απ’ όλους και είναι σαν αδελφός μου. Επίσης, με τα μάτια του μυαλού μου μπορούσα να δω τον παππού μου από την πλευρά του πατέρα μου, καθώς και την κοπέλα μου, τη Μαρία Φρανσίσκα —εγώ την λέω «Μαίρη»— οι οποίοι με παρακολουθούσαν από την τηλεόραση πίσω στην πατρίδα, στο Μανακόρ, καθώς και άλλα δύο μέλη της ομάδας μου, που επίσης δεν ήταν παρόντα, ωστόσο η συμβολή τους ήταν εξίσου σημαντική στις επιτυχίες μου: τον Φράνσις Ροτς, τον δεύτερο προπονητή μου, ο οποίος κατέχει το τένις το ίδιο καλά με τον Τόνι, αλλά είναι πιο χαλαρός, και τον ευφυή και δυναμικό γυμναστή μου, τον Ζουάν Φουρκάδας, ο οποίος, μαζί με τον Τιτίν, εξασκεί τόσο το πνεύμα μου όσο και το σώμα μου.
Η στενή μου οικογένεια, η ευρύτερη οικογένειά μου και η επαγγελματική μου ομάδα (που στην πραγματικότητα είναι κι εκείνοι οικογένεια) σχηματίζουν τρεις ομόκεντρους κύκλους γύρω μου. Όχι μόνο με αγκαλιάζουν και με προστατεύουν από τον επικίνδυνο σαματά που δημιουργούν το χρήμα και η δόξα, αλλά όλοι μαζί δημιουργούν ένα περιβάλλον στοργής και εμπιστοσύνης το οποίο χρειάζομαι για να ξεδιπλώσω το ταλέντο μου. Κάθε μέλος αυτής της ομάδας συμπληρώνει τα υπόλοιπα και ο καθένας παίζει το ρόλο του στην ενδυνάμωσή μου και στην ενίσχυση των ικανοτήτων μου. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα είχα τόση τύχη και τόση επιτυχία χωρίς αυτούς.
Στρίψαμε το νόμισμα και κέρδισε ο Φέντερερ. Επέλεξε να σερβίρει. Δε με πείραξε. Μου αρέσει να σερβίρει ο αντίπαλός μου στην αρχή του αγώνα. Αν το μυαλό μου είναι σε καλή κατάσταση κι αν εκείνος είναι αγχωμένος, ξέρω ότι έχω μια πρώτη ευκαιρία να του σπάσω το σερβίς. Η πίεση με ευνοεί. Δεν μπλοκάρω. Γίνομαι πιο δυνατός. Όσο πιο κοντά στο χείλος του γκρεμού, τόσο μεγαλύτερη η έξαψη. Αγχώνομαι, φυσικά, και η αδρεναλίνη που εκκρίνεται μου προκαλεί τέτοια ταχυκαρδία, που αισθάνομαι το αίμα μου να κοχλάζει από τους κροτάφους μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών μου. Πρόκειται για μια κατάσταση ακραίας φυσικής ετοιμότητας, ξέρω όμως να τη διαχειρίζομαι. Ελέγχοντας την αδρεναλίνη διέλυσα το άγχος και τα πόδια μου σταθεροποιήθηκαν. Τα ένιωσα δυνατά, έτοιμα να τρέξουν για μια ολόκληρη μέρα. Έβγαζα καπνούς. Βρισκόμουν κλειδωμένος στον μοναχικό μου κόσμο του τένις, ποτέ όμως δεν είχα αισθανθεί πιο ζωντανός.
Πήραμε τις θέσεις μας στις βασικές γραμμές του γηπέδου και αρχίσαμε το ζέσταμα. Να την πάλι η εκκωφαντική σιωπή: τακ… τακ… τακ… τακ… Σε κάποια γωνιά του μυαλού μου παρατήρησα, όχι για πρώτη φορά, τη ρευστότητα και την ευελιξία των κινήσεων του Ρότζερ. τη φυσικότητά τους. Εγώ, θυμίζω περισσότερο μαχητή. Είμαι πιο αμυντικός, πιο ορμητικός, προσπαθώ να ξανακερδίσω την μπάλα και φτάνω στο χείλος του γκρεμού. Έχω δει αρκετές φορές τον εαυτό μου σε βίντεο, και αυτή η εικόνα αντανακλά τον τρόπο με τον οποίο παίζω τα περισσότερα παιχνίδια της καριέρας μου — ιδίως όταν έχω αντίπαλο τον Φέντερερ. Συνέχιζα, όμως, να έχω ένα καλό προαίσθημα. Οι προετοιμασίες μου είχαν λειτουργήσει καλά. Τα συναισθήματα που θα με είχαν κυριεύσει και συνεπάρει αν δεν είχα εκτελέσει την τελετουργία μου, αν δεν είχα καταφέρει με συστηματικό τρόπο να κυριαρχήσω στον εαυτό μου και να απομονώσω το φόβο που συνήθως προκαλεί το Κεντρικό Γήπεδο, βρίσκονταν υπό έλεγχο, για να μην πω ότι είχαν χαθεί εντελώς. Το τείχος που είχα υψώσει γύρω μου διατηρούσε την ανθεκτικότητα και το ύψος του. Είχα καταφέρει να βρω τη σωστή ισορροπία μεταξύ έντασης και ελέγχου, μεταξύ της νευρικότητας και της πεποίθησης ότι μπορούσα να νικήσω. Χτυπούσα την μπάλα με δύναμη και ευστοχία: τα φόρχαντ και τα μπάκχαντ, τα βολέ, τα σμας και τα σερβίς με τα οποία ολοκληρώνουμε αυτό το προκαταρκτικό στάδιο που προηγείται του πραγματικού αγώνα. Επέστρεψα στην καρέκλα μου, σφούγγισα τα μπράτσα και το πρόσωπό μου με την πετσέτα, ήπια μια γουλιά νερό από καθένα απ’ τα δύο μπουκάλια μου. Μου ήρθε στο μυαλό μια εικόνα από τον τελικό της προηγούμενης χρονιάς, από την ίδια εκείνη στιγμή, πριν αρχίσει ο αγώνας. Είπα στον εαυτό μου άλλη μια φορά ότι ήμουν έτοιμος να αντιμετωπίσω οποιοδήποτε πρόβλημα παρουσιαζόταν, και ότι θα το ξεπερνούσα. Ήταν ανέκαθεν όνειρο ζωής να κερδίσω αυτόν τον αγώνα, ποτέ δεν είχα βρεθεί τόσο κοντά στην πραγματοποίησή του και ίσως να μη μου παρουσιαζόταν ξανά αυτή η ευκαιρία. Μπορεί να με πρόδιδε οτιδήποτε άλλο, το γόνατο ή το πέλμα μου, το μπάκχαντ ή το σερβίς μου, όχι όμως το μυαλό μου. Μπορεί να αισθανόμουν φόβο, μπορεί το άγχος να με κυρίευε κάποια στιγμή, αλλά αυτή τη φορά το μυαλό μου δεν θα με απογοήτευε.

 

ΡΑΦΑΕΛ ΝΑΔΑΛ