€14.31 €15.90
Εμπνευσμένο από πραγματικά περιστατικά της ζωής της διεμφυλικής Αργεντίνας συγγραφέως και ηθοποιού Καμίλα Σόσα Βιγιάδα, το μυθιστόρημά της Τα παλιοκόριτσα συνιστά μια μαχητική υπεράσπιση ενός περιφρονημένου «περιθωρίου».
Κουβεντιάζοντας μαζί της με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου τα ελληνικά στα τέλη του 2023.
Τα Παλιοκόριτσα, το αυτοβιογραφικό σου μυθιστόρημα, κυριαρχείται από την παρουσία ενός πλήθους τσακισμένων, τραυματισμένων, πολύχρωμων, αποφασιστικών, παραιτημένων, κουρασμένων τραβεστί.
Η «μητέρα όλων των τεράτων», η θεία Ενκάρνα, είναι η «βασίλισσα» μεταξύ τους.
Σε ποιον βαθμό οι χαρακτήρες αυτοί -χωρίς να εξαιρεθεί ο δικός σου και ιδιαίτερα εκείνος της θείας Ενκάρνα- αποτελούν τόσο «προεκτάσεις» προσώπων της πραγματικής ζωής και συμπυκνωμένες μυθοπλαστικές αναπαραστάσεις τους;
Γεια σου, Γιάννη.
Κατ’ αρχάς, να πω ότι δεν είναι ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, παρά τα παιχνίδια – που είναι πάντα λογοτεχνικά-, τα οποία χρησιμοποιώ για να υλοποιήσω το βιβλίο.
Η Άλις Μονρό είχε πει για το μυθιστόρημά της Ζωές κοριτσιών και γυναικών: «Είναι αυτοβιογραφικό στην μορφή, όχι στο περιεχόμενο». Μου φαίνεται πως η φράση της είναι ταιριαστή για τα Παλιοκόριτσα.
Με αφετηρία την συγκεκριμένη διευκρίνιση, όλοι οι χαρακτήρες είναι, φυσικά, προεκτάσεις ανθρώπων.
Και ταυτόχρονα, με όλη την ελευθερία που αυτό επιτρέπει, μπορεί να έχω εμπνευστεί έναν χαρακτήρα από τρία άτομα την φορά, από δύο, ή από μια ομάδα ανθρώπων.
Αυτό είναι το υπέροχο με τη μυθοπλασία.
Η αφήγηση δεν εξελίσσεται με αυστηρά γραμμικό, χρονολογικό τρόπο: στην πραγματικότητα ταλαντεύεται μεταξύ της παιδικής και της πρώιμης εφηβικής ηλικίας σου και της περιόδου της ζωής σου που πέρασες στην Κόρδοβα.
Αυτό συμβαίνει επειδή οι μηχανισμοί της μνήμης δεν είναι οι ίδιοι γραμμικοί;
Όχι. Συμβαίνει λόγω της δυσπιστίας μου απέναντι στην ιερότητα της πλοκής. Δε νομίζω ότι η συγγραφή συνίσταται στην πλοκή ενός βιβλίου.
Πιστεύω πως η πλοκή, όπως και η λέξη, όπως και η γραμματική, είναι στην υπηρεσία ενός συναισθήματος, μιας συναισθηματικής εμπειρίας που ευτυχώς ξεπερνά το προφανές στο οποίο βασίζεται στην ανάγνωση ή την γραφή εντός της πλοκής.
Η πλοκή είναι απλώς μια δικαιολογία για να παραχθεί γλώσσα. Αυτό, που μπορεί να διαβαστεί ως αλαζονικό από την πλευρά μου, μπορεί επίσης να είναι μια μεταμφίεση της ανικανότητάς μου.
Δεν μπορώ να γράψω με τη σειρά. Έτσι είναι το βιβλίο στο μυαλό μου. Όπως ήταν όταν το έγραψα.
«Εγώ λέω πως, αν έγινα αυτή η γυναίκα που είμαι σήμερα, το ’κανα μόνο από ανάγκη», εξομολογείσαι στο μυθιστόρημά σου.
Την ανάγκη να ξεφύγεις από την βία της «οικογενειακής» ζωής σου και της βίωσης του εαυτού σου με τους δικούς σου όρους;
Αυτό λέει η αφηγήτρια των Παλιοκόριτσων. Δεν έχω απάντηση στην ερώτηση: Γιατί έγινα τραβεστί; Και να την είχα, δεν ξέρω αν θα την έδινα στο πλαίσιο μιας συνέντευξης.
Είναι ένα ερώτημα που δε διαθέτει πλέον καμία ζωτικότητα, ένα ερώτημα και τίποτα παραπάνω.
Η αφηγήτρια έπρεπε να απαντήσει στους αναγνώστες. Έπρεπε να πει πώς ήταν ο κόσμος της. Εγώ δεν το κάνω. Ο κόσμος μου άλλαξε πάρα πολύ, σε σημείο που να μην ξέρω πια σε ποιον κόσμο ζω.
«Γιατί αυτό είμαστε κι εμείς, ως χώρα: η ανήκεστη βλάβη στο σώμα των τραβεστί· το σημάδι που αφήνει σε κάποια σώματα […] το σημάδι του μίσους», γράφεις αλλού.
Εξακολουθούν οι κυρίαρχες πατριαρχικές κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές δομές στην Αργεντινή να προκαλούν ζημιά και πόνο στους πιο ευάλωτους πολίτες της χώρας, συμπεριλαμβανομένων των τραβεστί της χαμηλής τάξης;
Είναι ένα ερώτημα που μπορεί να απαντηθεί μόνο με έναν τρόπο:
Ναι, οπουδήποτε στον κόσμο, σε όποια οικονομική κλίμακα θέλεις, υπάρχουν παράγοντες που προκαλούν ζημιά και πόνο. Είναι βέβαια αλήθεια ότι ένας τύπος πόνου δε μοιάζει με έναν άλλο.
Η πατριαρχική βία, δηλαδή, που βιώνει μια προνομιούχος γυναίκα στο Παρίσι δε βιώνεται με τον ίδιο τρόπο από μια τραβεστί σε μια φαβέλα στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Ωστόσο, το κακό και ο πόνος υπάρχουν.
Ανεξάρτητα από το αν είσαι άντρας, γυναίκα, τραβεστί ή οτιδήποτε άλλο, ζούμε σε έναν κόσμο όπου η ζωή είναι πολύ ακριβή. Σε χρεώνουν για να είσαι ζωντανή.
Έχουν αλλάξει καθόλου τα πράγματα;
Φυσικά. Τώρα, συντελείται μια διόρθωση στην γλώσσα που επιτρέπει την άμβλυνση της αντίληψης της βίας και στρέφει την προσοχή σε πράγματα που διαβάζονται πιο εύκολα.
Ταυτόχρονα, ο συνδετικός ιστός ο οποίος συντηρεί την μηχανή που συνθλίβει τη ζωή παραμένει μη αναγνώσιμος.
Κατόπιν, τα πράγματα άλλαξαν. Γιατί στην Αργεντινή έχουμε νόμο περί ταυτότητας φύλου που πάντα διατρέχει κίνδυνο όταν διεξάγονται εκλογές. Τα δύο πρόσωπα της αλλαγής.
«Αναρωτιέμαι τι θα είχε συμβεί αν, αντί ν’ απωθούμε την οργή μας ως τα βάθη της τραβεστί ψυχής μας, είχαμε οργανωθεί», αναλογίζεσαι.
Είναι, κατά την γνώμη σου, η συλλογική δράση και κινητοποίηση ο καλύτερος τρόπος διοχέτευσης της οργής μας στην σωστή κατεύθυνση;
Όχι, δεν είναι. Είμαι θυμωμένη αυτή την στιγμή, απαντώ με θυμό. Γράφω με θυμό. Η οργή μου φτάνει στην Ελλάδα. Ο θυμός μου «διέσχισε» τον ωκεανό.
Και είναι μια οργή που συσσωρεύτηκε από μόνη της, επειδή το 2023 ήταν μια κακή χρονιά:
Επειδή μου συνέβησαν λυπηρά πράγματα, επειδή μου λείπει o πρώην μου, επειδή είμαι κουρασμένη, επειδή -καλυμμένη με χρυσάφι- υπέφερα κακοποίηση και βλέπεις, το κάνω μόνη μου και αυτό φτάνει εκεί.
Το σημαντικό όσον αφορά στο ζήτημα του θυμού είναι να ξέρεις πώς να τον απελευθερώσεις. Εναντίον ποιων.
Μιας κι είσαι ηθοποιός και συγγραφέας, είναι η τέχνη και ένας τρόπος αντιμετώπισης, ανανοηματοδότησης, ακόμα και κατάργησης, των επιβεβλημένων κανόνων;
Όχι. Η τέχνη είναι επίσης ένας τρόπος επιβολής κανόνων.
Η ιστορία του κινηματογράφου είναι λεκιασμένη από την δουλοπρέπεια της έβδομης τέχνης να μας λέει πώς ήταν ο κόσμος, πώς ήταν η ομορφιά, ποιοι ήταν οι κακοί και γιατί πρέπει πάντα να σκεφτόμαστε τη ζωή μας σαν να είμαστε ήρωες.
Η τέχνη δεν είναι σημαντική. Είναι ένα στήριγμα για κάτι πολύ βαθύτερο και αμετάφραστο, πνεύμα επικοινωνίας αλλά και καταστροφής. Όπως η φύση μιας κραυγής, μιας αντανάκλασης.
Θεωρώ ότι είναι τόσο αδύνατο να μιλήσω για την τέχνη με αυτούς τους όρους που λέω πάντα ανοησίες. Συγγνώμη.
«Το να ’σαι τραβεστί είναι πανηγύρι», επαναλαμβάνεται, περιστασιακά, στο μυθιστόρημά σου. «Να φεύγεις από παντού. Αυτό σημαίνει να ’σαι τραβεστί», παραδέχεσαι αλλού.
Τι σημαίνει, λοιπόν, να είσαι τραβεστί στις μέρες μας; Ή μήπως υπερβαίνει τους ορισμούς;
Δεν μπορώ να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση. Δεν μπορώ να σκεφτώ απαντήσεις.
Σύμφωνα με πληροφορίες, τα Παλιοκόριτσα θα διασκευαστούν για την Τηλεόραση από τον Aρμάντο Μπο. Πώς νιώθεις που κάποιες από τις εμπειρίες της ζωής σου θα μετατραπούν σε θέαμα;
Δεν αισθάνομαι κάτι συγκεκριμένο. Οι εμπειρίες της ζωής μου δεν είναι ιερές. Έχω ήδη βγάλει χρήματα από αυτές.
Μετά την εκδίωξη των τραβεστί σεξεργατριών από τις αρχές από το πάρκο Σαρμιέντο, αυτό έχει σταδιακά μετατραπεί σε μια σχεδόν «ειδυλλιακή» τοποθεσία, κατάλληλη για «απλούς» πολίτες.
Σε πικραίνει, σε οργίζει, σε θλίβει αυτή η διαγραφή της μνήμης;
Όχι. Με κάνει σίγουρη ότι το πάρκο στα Παλιοκόριτσα είναι καλύτερο από το πραγματικό.
Τι γίνεται με τη σχέση σου με τους βιολογικούς σου γονείς, είτε είναι ακόμα ζωντανοί είτε όχι; Έχεις «ξεκόψει» από αυτούς από την περίοδο που εγκατέλειψες το «σπίτι» σου ή έχεις συμφιλιωθεί μαζί τους;
Χαχά. Οι γονείς μου ζουν. Είναι σαν παιδιά μου.
Ο αυτοαποκαλούμενος «αναρχοκαπιταλιστής», ακραίος νεοφιλελεύθερος, φιλοϊσραηλινός Χαβιέ Μιλέι είναι ο νέος εκλεγμένος Πρόεδρος της Αργεντινής.
Τι σηματοδοτεί η εκλογή του σε κοινωνικό επίπεδο και σε ποιον βαθμό μπορεί να διατρέξουν κίνδυνο τα δικαιώματα των σεξουαλικών και άλλων μειονοτήτων κατά την διάρκεια της θητείας του;
Στον βαθμό που τα πράγματα πάνε καλά, θα υπάρχει μικρότερος κίνδυνος.
Αν, όμως, τα πράγματα στραβώσουν, θα καταφύγει στα πάντα για να εκπαιδεύσει, να παραδειγματίσει.
Θα πει: «Εδώ πάνε τα χρήματά σας, όχι σε μια υπεράκτια εταιρεία, σε μια εταιρεία εξόρυξης, σε μια εταιρεία αυτοκινήτων. Όχι. Στα δικαιώματα αυτού του τομέα του πληθυσμού». Αυτό είναι ανεξάρτητο από τον Mιλέι ή τον οποιονδήποτε άλλον.
Οι πολιτικές ελίτ επιτίθενται πάντα στις ομάδες οι οποίες εξακολουθούν να έχουν μια φωνή που μπορεί να αγνοηθεί. Σ’ αυτούς που κανείς δε θα ακούσει, για τους οποίους δε θα διαβάσει, και που δε θεωρεί ανθρώπους.
Ευχαριστώ θερμά την Sandra Pareja, ατζέντισσα (Massie & McQuilkin Literary Agents) της Καμίλα Σόσα Βιγιάδα, για την πολύτιμη συμβολή της στην υλοποίηση της συνέντευξης και για την παραχώρηση της φωτογραφίας της συγγραφέως.
Η νύχτα είναι βαθιά, η παγωνιά διαπεραστική. Στο Πάρκο Σαρμιέντο της Κόρδοβας, στην καρδιά της πόλης, περιφέρονται κάποιες τραβεστί. Είναι πόρνες και έχουν βγει να κάνουν τη δουλειά τους, να βγάλουν το ψωμί τους. Η «αθάνατη» Θεία Ενκάρνα, «στα εκατόν εβδομήντα οκτώ της» πια, ηγέτιδα πληθωρική και προστατευτική μιας «αγέλης» που έχει μάθει να επιβιώνει στο κοινωνικό περιθώριο, φαίνεται αναστατωμένη, κινείται ερευνητικά, διότι ξαφνικά κάτι έχει ακούσει, κάτι εντελώς ανοίκειο μέσα σε κείνη τη «μήτρα της απόλαυσης», σε κείνο το σκοτεινό και κατάφυτο μέρος. «Το παιδί είναι τυλιγμένο μ’ ένα μπουφάν ενήλικα, πράσινο και φουσκωτό. Σαν παπαγαλάκι είναι με το φαλακρό του κεφάλι». Η Θεία Ενκάρνα, η «μητέρα όλων των τεράτων», μια τραβεστί πεπειραμένη, αμείλικτη και πονετική συνάμα, είχε δίκιο. Ενα αγοράκι τριών μηνών, ήταν παρατημένο εκεί πέρα, κάτω από αγκαθωτούς βάτους, χωμένο σε «κλαδερό τάφο».
Εν τω μεταξύ, μαζεύονται και οι άλλες κοπέλες, έκπληκτες και θορυβημένες. Τι θα γίνει με το μωρό; Το πλουμιστό σούσουρο εντείνεται. Να καλέσουν τα όργανα της τάξεως; Αποκλείεται. Να το κρατήσουν; Αδιανόητο. «Το παιδί θα μείνει μ’ εμένα. Θα ‘ρθει σπίτι, μαζί μας» λέει τότε αποφασισμένη η Θεία Ενκάρνα. «Και πώς θα το πάρεις έτσι χεσμένο και μες στα αίματα;» αναρωτιέται κάποια. «Στην τσάντα μου» αποκρίνεται η Θεία Ενκάρνα, «χωράει άνετα» συμπληρώνει με το πρακτικό, αδάμαστο πνεύμα της. Και κάπως έτσι, ο Μπρίγιο (με αυτό το όνομα θα «βαφτιστεί» αργότερα το πιτσιρίκι) μεταφέρεται στη διώροφη πανσιόν με τον άνετο κήπο, στη «ροζ σπιταρόνα» όπου ζουν όλες οι κοπέλες, σε έναν κόσμο διαφορετικό, διαφορετικό αλλά άκρως τρυφερό, όπου θα μεγαλώσει ως «γιος», πολυφίλητος και λατρευτός, της Θείας Ενκάρνα.
Δεν αργούμε και πολύ να αντιληφθούμε ότι η αφηγήτρια ετούτου του βιβλίου είναι μια τρανς γυναίκα η ίδια, η νεότερη μάλιστα εκείνης της «αγέλης», η οποία επίσης είχε βρει τη θαλπωρή στο πλευρό της Θείας Ενκάρνα. Αυτή είναι η Καμίλα Σόσα Βιγιάδα και το αυτοβιογραφικό της μυθιστόρημα “Τα παλιοκόριτσα” (Las malas, 2019) κατακτά επάξια τον τίτλο του αριστουργήματος, λόγω της αφοπλιστικής αυθεντικότητάς του. Πρόκειται για μια μαρτυρία επίπονη και σκληρή που, μέσω της λογοτεχνίας, της ποιητικής δεινότητας της συγγραφέως, δηλαδή, μεταμορφώνεται μπροστά στα μάτια μας προκειμένου να υμνήσει, εν τέλει, την πυρετώδη ανάγκη των ανθρώπων για αγάπη, την αδιαπραγμάτευτη αγάπη, αυτό το μαγικό, υπερβατικό, ρηξικέλευθο εργαστήρι εκφράσεων και μορφών και συνδέσεων που μπορεί να μη σώζει τους πάντες, μα λυτρώνει και παρηγορεί αρκετούς.
Η Καμίλα Σόσα Βιγιάδα δεν γράφει τόσο για να την κατανοήσουν ή να την αποδεχθούν οι άλλοι, δεν απολογείται για τον εαυτό της και τα βιώματά της σε κανέναν, γράφει κυρίως για να τιμήσει την ανθεκτικότητα της αληθινής της ταυτότητας, το σώμα το δικό της και των αδελφών της. Αυτό είναι το ενδιαφέρον στο εγχείρημά της, καθώς και το γεγονός ότι δεν εμπορεύεται την ταξική της συνείδηση, προκρίνοντας τη ψεύτικη μαχητικότητα ενός μεταμφιεσμένου ακτιβισμού. Οποιος κατάλαβε, κατάλαβε! Πώς είναι, όχι μόνο να σε εξωθούν στην ντροπή, αλλά και να θεωρούν οικογενειακό και κοινωνικό έγκλημα την ίδια σου την ύπαρξη; Πώς είναι να θέλεις απλώς να ζεις μες στην πραγματικότητα της επιθυμίας σου αλλά να μη σε αφήνει μια περίκλειστη, αποπνικτική και μολυσματική κόλαση, με είσοδο τον φόβο ή το μίσος και έξοδο τη βία (στην καλύτερη περίπτωση) ή τον θάνατο (στη χειρότερη περίπτωση); Πώς είναι να παραμένεις συνεχώς πληγωμένη και αλώβητη; Τα “Παλιοκόριτσα” είναι ένα κείμενο θαυμαστό, για το πώς «η οργή» και «το πανηγύρι» μπορούν να συνυπάρχουν στην ίδια ψυχή.
***
Η Καμίλα Σόσα Βιγιάδα γεννήθηκε ως Κριστιάν Ομάρ το 1982 στην Αργεντινή. Αρχισε να ντύνεται γυναίκα σε ηλικία 15 ετών. Εχασε την παρθενιά του, χωρίς να το έχει επιδιώξει ασφαλώς, μέσα σε ένα περιπολικό της αστυνομίας. Επειτα, αναγκάστηκε να εκπορνευτεί. Είχε πάντα ένα ξυράφι στην τσάντα, για κάθε ενδεχόμενο. Κατόπιν, πήγε στο πανεπιστήμιο, σπούδασε θέατρο και εργάστηκε ως ηθοποιός στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Τα “Παλιοκόριτσα” την έκαναν γνωστή διεθνώς. Η λογοτεχνική αγία τριάδα της είναι: Μαργκερίτ Ντιράς, Βισουάβα Σιμπόρσκα, Κάρσον ΜακΚάλερς.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΕΚΟΣ
συζήτηση με την μεταφράστρια
Μαρία Μπεζαντάκου
Αφορμή όμως για να συναντηθούμε υπήρξε η νέα έκδοση του εμβληματικού κατά τη γνώμη μου βιβλίου «ΚΑΛΙΜΠΑΝ Ο ΚΑΛΟΣ» με τον υπότιτλο «ΚΑΘ’ ΕΞΙΝ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΑΛΛΑ ΚΑΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ» από τις εκδόσεις opera σε δική σου (εξαιρετική!) μετάφραση. Πες μας δυο λόγια γι’ αυτό το έργο και τι θα διαβάσει ο αναγνώστης που πρώτη φορά θα αναμετρηθεί με αυτό;
Σε ευχαριστώ πολύ. Είναι βέβαια ένα μυθιστόρημα πολύ πλούσιο και με περίτεχνη δομή. Ένα αστυνομικό γεμάτο ένθετες ιστορίες, χιούμορ και ερωτισμό, που μπερδεύεται με ψυχολογία, ψυχιατρική, δημοσιογραφία, ιστορία, θρησκεία, πολιτική. Ένα θρίλερ που περιλαμβάνει υπαρξιακούς και φιλοσοφικούς στοχασμούς, διηγήσεις από περασμένους αιώνες, φιλολογικές διαμάχες, σκανδαλοθηρικά άρθρα, πολεμικές ανταποκρίσεις, ταξίδια και πολλά άλλα• και όλα αυτά με τη μορφή μιας (φανταστικής) αυτοβιογραφίας.
Ο αναγνώστης, λοιπόν, διαβάζει το best seller του κουβανού ήρωα του Τσαβαρία, γνωρίζει την περιπετειώδη ζωή του και εισέρχεται στον κόσμο ενός πολύ ιδιαίτερου χαρακτήρα, ενός χαρισματικού κι ενάρετου τέρατος που καταφέρνει να συνδυάσει την ακρότητα με τη σύνεση. Ενός ήρωα πολύπλευρου, του οποίου την ψυχοσύνθεση ο αναγνώστης θα γνωρίσει εις βάθος, και που παρά τα απίθανα χαρακτηριστικά του γίνεται απόλυτα πιστευτός.
Πότε εκδίδεται, τι θέλει να πει/εκφράσει με αυτό το κείμενο ο συγγραφέας, σε ποιους απευθύνεται;
Όπως και τα απομνημονεύματα του κοσμοπολίτη και καλλιεργημένου ήρωά μας, θα έλεγα πως το κείμενο είναι μια ανοιχτή πρόσκληση στο μυαλό του Γκονσάλο, ανεπανάληπτης προσωπικότητας, με πολύ ακραία και αντιφατικά χαρακτηριστικά. Τι να πρωτοπούμε για αυτόν! Οι πράξεις του είναι τόσο παράτολμες όσο και προσχεδιασμένες στην εντέλεια. Ο ίδιος είναι τόσο συμπονετικός όσο και αμείλικτος. Μοιάζει ατρόμητος και ριψοκίνδυνος, αλλά είναι συνετός, μεθοδικός και σχολαστικός μέχρι αηδίας. Και παρόλο που είναι τόσο αλλιώτικος και μοναδικός, παραμένει οικείος και γνώριμος. Εξάλλου, ο συναισθηματικός κόσμος, οι ψυχολογικές και νοητικές διεργασίες ενός ιδιοφυούς τέρατος δεν απέχουν πολύ από εκείνες των υπολοίπων. Οι ανησυχίες, οι αδυναμίες, και οι προβληματισμοί ενός ανθρωπιστή ανθρωποφάγου έχουν οικουμενικό χαρακτήρα. Αναδεικνύουν τις αντιφάσεις της ανθρώπινης φύσης, την πολυπλοκότητα του ανθρώπινου εγκεφάλου, τους ψυχολογικούς μηχανισμούς που υποκινούν τη συμπεριφορά μας, τα ανεξήγητα του νου, το αδιαίρετο σώματος και πνεύματος. Και μαζί με την έρευνα στα βάθη της ψυχής, ασκείται φυσικά και κοινωνική κριτική, το κείμενο δεν παύει να καταγγέλλει την αδικία, την εκμετάλλευση και να εκφράζει αλληλεγγύη προς τους αδύναμους.
Τι δυσκολίες και τι προκλήσεις περιλαμβάνει η μετάφραση ενός τέτοιου (ξαναλέω) εμβληματικού έργου;
Ήταν σίγουρα απαιτητική δουλειά, ευτυχώς οι προκλήσεις στη μετάφραση λειτουργούν ως επιπλέον κίνητρα. Και πάντα προσφέρουν επιπλέον γνώσεις, κάθε είδους γνώσεις. Με κάθε μετάφραση μπαίνεις, κατά κάποιο τρόπο, στο κεφάλι του συγγραφέα. Έρχεσαι αντιμέτωπη με τις ιδιαιτερότητες της ζωής του, των προσωπικών εμπειριών του, των γνώσεών του, οι οποίες αναβλύζουν από το κείμενο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, λοιπόν, αφού μιλάμε για έναν συγγραφέα που ξεχειλίζει από κάθε λογής εμπειρίες και γνώσεις, και μάλιστα εμπειρίες εξαιρετικά ασυνήθιστες, που έζησε μια ζωή πολυτάραχη και ριψοκίνδυνη, το συγγραφικό κεφάλι στο οποίο εισήλθε η μεταφράστρια ήταν αναλόγως περίπλοκο και πάμπλουτο. Η σύντομη βουτιά μου στο μυαλό του ήταν ολόκληρη μια πρόκληση.
Ποια η ιδιαίτερη σημασία της έκδοσης και αλήθεια αγγίζει κάποια χορδή σου το συγκεκριμένο κείμενο;
Θα ξεχώριζα πρώτα απ’ όλα τα κοινά χαρακτηριστικά που ο Τσαβαρία μοιράζεται με τον ήρωά του: είναι και οι δύο φιλόλογοι, μελετηροί, πολύγλωσσοι και πολυταξιδεμένοι, ζουν μια περιπετειώδη ζωή, όχι όμως λόγω τυχοδιωκτικής διάθεσης, μα επειδή οι συνθήκες το επιβάλλουν, για να επιβιώσουν• είναι το ένστικτο της επιβίωσης που τους ωθεί. Και πάνω απ’ όλα, είναι κι οι δυο στρατευμένοι στον αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη. Τους χαρακτηρίζει η ευαισθησία για τα κοινωνικά προβλήματα, η συμπόνια κι η αλληλεγγύη προς τους αδύναμους και τους αδικημένους.
Για μένα, όσο αποτροπιαστικές κι αν μπορούν να θεωρηθούν οι πράξεις του ήρωά μας, η ιδέα ενός δίκαιου τιμωρού λειτουργεί παρηγορητικά. Άλλωστε ο Γκονσάλο κυριολεκτικά τρώει ένα σωρό φασίστες, βιαστές και εκμεταλλευτές. Εκτός απ’ αυτό, είναι ένας χαρακτήρας όλο ζωντάνια και κέφι, πάντα έτοιμος για νέα εγχειρήματα, ταξίδια, απολαύσεις. Η ξέφρενη ενέργεια και όρεξη για ζωή του Γκονσάλο μου φάνηκε μεταδοτική. Επίσης, θα στεκόμουν στους γυναικείους χαρακτήρες: πρόκειται συνήθως για γυναίκες πανέξυπνες, ισχυρές και θαρραλέες. Μάλιστα οι δύο πιο θετικοί χαρακτήρες του βιβλίου είναι η Κάρι και η Λορελάι.
-σε ευχαριστώ για μια ακόμα φορά για την διαθεσιμότητά σου!
Κι εγώ σε ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου και τα καλά σου λόγια!
συνέντευξη
Βαγγέλης Μπουμπάκης
Φλεβάρης 2024
Καμίλα Σόσα Βιγιάδα: Γεννιόμαστε σε έναν πόλεμο
Ει?ναι μια γυναι?κα που δεν γεννη?θηκε γυναι?κα, μια συγγραφε?ας απο? την Αργεντινη? που ε?γινε δια?σημη με?σα απο? τη λογοτεχνι?α. Μας μι?λησε για την ταραγμε?νη ζωη? της και εξη?γησε γιατι? δεν αποδε?χεται τον ο?ρο «τρανς»
«Δεν ήθελα να υπάρχω ως άντρας σε αυτόν τον κόσμο», λέει η Καμίλα Σόσα Βιγιάδα στο αυτοβιογραφικό της βιβλίο Τα παλιοκόριτσα, που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Opera. Η Καμίλα δεν γεννήθηκε γυναίκα. Μεγάλωσε σε ένα σπίτι στην Κόρδοβα της Αργεντινής ως ένα υπέρβαρο θηλυπρεπές αγόρι. Οι γονείς της ντρέπονταν γι’ αυτήν και εκείνη ντρεπόταν για εκείνους. Ο πατέρας της πρόβλεψε ότι θα γίνει σεξεργάτρια και θα καταλήξει σε ένα χαντάκι. Το πρώτο μέρος της προφητείας επιβεβαιώθηκε, καθώς αναζητώντας δουλειά το ανδρικό όνομα στην ταυτότητά της της έκλεινε τις πόρτες. Η σεξεργασία έγινε η μόνη επιλογή της.
Πολύ πριν αρχίσει να φοράει φούστες και να ντύνεται ως γυναίκα γύρω στα δεκαπέντε της, είχε αρχίσει ήδη να γράφει στο πρώτο ενικό ως γυναίκα. Το γράψιμο δεν το εγκατέλειψε ποτέ. Έγινε δεκτή στο πανεπιστήμιο και σπούδασε θέατρο. Ξεκίνησε την καριέρα της ως ηθοποιός, δημοσίευσε ποίηση και άλλα λογοτεχνικά γραπτά. Τα Παλιοκόριτσα είναι ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα – κυκλοφόρησε το 2019, μεταφέρεται ήδη στη μικρή οθόνη, έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και κέρδισε το σημαντικό διεθνές Sor Juana Inés de la Cruz, ένα βραβείο γυναικείας λογοτεχνίας που απονεμήθηκε για πρώτη φορά σε άτομο που δεν γεννήθηκε γυναίκα.
Είναι μια διαφορετική ιστορία αγώνων ενάντια στην αποικιοκρατία, στην πατριαρχία, στον καπιταλισμό, στην ιατρική, στην Εκκλησία, στην αστυνομία και στην κάθε μορφή εξουσίας. Σφίγγει τον κορσέ των κανονισμών της κοινωνίας με εργαλείο τη σωματοποιημένη της εμπειρία και τις λέξεις. Σώμα της και αυτές. Τις χρησιμοποιεί με τον αυθορμητισμό και την ταυτόχρονη ορμή ότι είναι δικές της. Επειδή είναι. «Η γλώσσα είναι δική μου. Είναι δικαίωμά μου, ένας μέρος της μου αναλογεί. Εκείνη ήρθε σ’ εμένα. Δεν την έψαξα εγώ, οπότε είναι δική μου», λέει η ίδια. Το ίδιο τής ανήκει και το τραύμα. Το ίδιο και η απόλαυση. Δική της και η απελπισία, αλλά και το πανηγύρι. Το πανηγύρι να είσαι «παλιοκόριτσο». Που δεν ζει περιμένοντας να σωθεί, αφού είχε ήδη σωθεί όταν επέλεξε να ζήσει σε αυτόν τον κόσμο ως γυναίκα, ως τραβεστί σε μια χώρα που αυτή τη στιγμή έχει για πρόεδρό της τον ακροδεξιό Χαβιέρ Μιλέι, για την εκλογή του οποίου και εκείνη ανέλαβε τις ευθύνες της για την «πολιτική αδιαφορία» της προεκλογικά.
Νιώθω ότι θέλετε να κάνετε σαφές πως η μεγαλύτερη μάχη που δίνουν οι ηρωίδες σας αφορά τα σώματά τους. Εκεί που κουβαλούν και τα τραύματά τους. Οι λέξεις σας μοιάζουν να θέλουν να θεραπεύσουν αυτά τα τραύματα, αλλά είναι συγχρόνως επιθετικές. Θέλατε πράγματι να δώσετε αυτή τη μάχη;
Μου αρέσει αυτή η ερώτηση. Νομίζω ότι η μάχη του σώματος είναι η μόνη μάχη που μας άφησαν να δώσουμε. Οι φίλες μου, οι αδελφές μου, οι συντρόφισσές μου, εγώ, δεν είχαμε τίποτα στην πραγματικότητα. Μόνο το σώμα μας. Ήταν μια μάχη για να κατακτήσουμε όλα όσα στερούμασταν: σπίτι, δουλειά, σπουδές, οικογένεια, ηρεμία, υγεία. Δεν προσπαθώ να θεραπεύσω τίποτα. Αυτές οι πληγές, άλλωστε, μας κρατούν σε εγρήγορση και ζωντανές. Δεν ξέρω αν είναι έξυπνη κίνηση να κλείσουμε μια πληγή. Το φως εισέρχεται επίσης μέσα από αυτές τις πληγές ή ο Θεός μάς παρακολουθεί, όπως έχει πει ο Μπόρχες. Πιστεύω ωστόσο ότι γράφω επιθετικά, η οργή είναι μια καθαρά λογοτεχνική αγάπη που οδήγησε χιλιάδες πριν από μένα να γράψουν μερικές από τις καλύτερες σελίδες της Ιστορίας. Θέλω να πληγώσω και εγώ τους αναγνώστες. Έχει σημασία να δώσω αυτή τη μάχη; Η μάχη δίνεται ανεξάρτητα από την επιθυμία μας ή την ηθική μας, γεννιόμαστε σε έναν πόλεμο.
Πώς θα συστήνατε σε κάποιον τα «παλιοκόριτσα» που γνωρίζουμε στο βιβλίο σας;
Είναι οι τραβεστί που είναι αρκετά ευαίσθητες ώστε να ακούν ένα μωρό να κλαίει εκατοντάδες μέτρα μακριά, τραβεστί που μετατρέπονται σε πουλιά, βασανισμένες, χτυπημένες, τραυματισμένες, άρρωστες. Είναι αντιηρωίδες, και αυτό είναι ένας έπαινος σε αυτή την ιστορία. Γιατί είναι αντιπαθείς στην πλειονότητα, σκανδαλίζουν και μόνο με την παρουσία τους. Το να είσαι αντιηρωίδα εδώ σημαίνει να γνωρίζεις τη νύχτα, να αγγίζεις τους κινδύνους της, να χρησιμοποιείς το σώμα σου, να το χειρίζεσαι ως κατάκτηση. Το να είσαι αντιήρωας σημαίνει να γνωρίζεις τη λήθη εκείνων που δεν άντεξαν αυτή την κατάκτηση, σημαίνει να μην έχεις όνομα, να γνωρίζεις τι είδους μεταμφίεση απαιτεί κάθε περίσταση και ότι καμία από αυτές δεν σου ταιριάζει.
Χρησιμοποιείτε τη λέξη «τραβεστί» και όχι «τρανς γυναίκα».
Ο όρος «τρανς γυναίκα» ή «τρανσέξουαλ» άρχισε να χρησιμοποιείται κοινωνικά πολύ μετά τον τραβεστισμό μου. Εγώ μεγάλωσα με τη λέξη «τραβεστί». Όλες αυτό είμαστε, εδώ στη Λατινική Αμερική τουλάχιστον. Αυτή η λέξη μάς εμπεριέχει και αναφέρεται σε εμάς. Κάποια στιγμή άρχισαν να θεωρητικολογούν για εμάς και να χρησιμοποιούν λέξεις για να δημιουργήσουν επίπεδα και βαθμίδες θηλυκότητας. Αυτός ήταν ο τρόπος τους να μας κατατάξουν. Στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική θεωρείσαι τρανσέξουαλ όταν υποβάλλεσαι σε αλλαγή γεννητικών οργάνων. Αυτό όμως είναι τόσο αποικιοκρατικό και αδαές απέναντι στην ίδια την ιστορία μιας χώρας ή μιας ολόκληρης ηπείρου. Αρνούμαι να θεωρήσω τον εαυτό μου τρανς. Εξάλλου, η λέξη «τρανς» δεν είναι πολύ λογοτεχνική. Το να λέμε «τραβεστί» ενσταλάζει στον αναγνώστη μια περιέργεια, μια φαντασίωση για εμάς, για την τάξη μας, τις συνήθειές μας, τα έθιμά μας. Είναι μια εναλλακτική λύση για όλες μας τις ιδιότητες. Κι εμένα μου αρέσουν οι εναλλακτικές λύσεις.
Έχουν χαρακτηρίσει τις ηρωίδες σας «αόρατες». Πόσο υπερόπτης ή αυτάρεσκα ανώτερος είναι κάποιος που τις βλέπει έτσι;
Αυτό είναι ένα ερώτημα στο οποίο δεν μπορώ να απαντήσω εγώ. Θα πρέπει να ρωτήσει κανείς τους ανθρώπους που εκφράζουν τέτοιες βεβαιότητες αορατότητας για την ύπαρξή μας. Να ερωτηθούν για ποιο λόγο έχουν αυτή την πεποίθηση. Αλλά, κυρίως, ποιος τους έκανε να την έχουν.
Έχετε πει ότι η πρώτη σας πράξη ως τραβεστί ήταν το να αρχίσετε να γράφετε.
Ισχύει. Πριν βγω στον δρόμο ως γυναίκα, έγραφα ήδη ως γυναίκα. Δεν ξέρω πότε ακριβώς συνέβη, αλλά κάποια στιγμή άρχισα να γράφω ως γυναίκα, σε πρώτο πρόσωπο. Το να βγω στον δρόμο ντυμένη ως γυναίκα ακολούθησε. Η λογοτεχνία με κάποιον τρόπο έκανε πιο ασφαλή την απόφαση να βγω στον δρόμο ως τραβεστί.
Το βιβλίο ξεκινά με μια ηλικιωμένη τραβεστί να αναλαμβάνει να αναθρέψει ένα εγκαταλελειμμένο μωρό σε ένα πάρκο. Είναι η μητρότητα για μια τραβεστί ένα θέμα που σοκάρει ακόμα;
Ναι, αλλά δεν παύει να υπάρχει επειδή σοκάρει. Και η αιμομιξία είναι ταμπού, αλλά δεν σημαίνει ότι δεν συμβαίνει. Οι τραβεστί ασχολούνται με τη μητρική στοργή εδώ και δεκαετίες. Έχω μια τρανσέξουαλ φίλη η οποία εργάζεται ως σεξεργάτρια στη Γερμανία και στέλνει χρήματα κάθε χρόνο, ώστε τα παιδιά στο χωριό της να μπορούν να γιορτάσουν την Ημέρα του Παιδιού πλουσιοπάροχα.
Κι αυτό μητρότητα είναι.
Πόσο σημαντικό είναι για εσάς να επιλέγετε τις σωστές λέξεις για να πείτε αυτά που θέλετε;
Κατ’ αρχάς θα πρέπει να ξέρω τι θέλω να πω. Δεν είμαι καθόλου σίγουρη ότι το ξέρω κάθε φορά. Καταλαβαίνω ότι η γραμματική είναι μια τέχνη μέσα στην τέχνη, πολύ πιο ευαίσθητη και απαιτητική, πολύ πιο πολύπλοκη από το να γράφεις με ορμές. Το γεγονός ότι αγνοώ μέρος αυτής της τέχνης είναι ένας φρικτός πόνος. Το ότι δεν γνωρίζω την τέχνη της γραμματικής με κάνει και ντρέπομαι πολύ συχνά. Τέλος πάντων, πέρα απ’ αυτό η επικοινωνία υπάρχει. Καταφέρνω να γράφω αυτά που θέλω να πω, προσέχοντας τις λέξεις όπως μπορώ.
Πώς φάνηκε το βιβλίο σας στις τραβεστί;
Αν δεν μου είπαν ψέματα (πράγμα που δεν μπορούμε να μάθουμε, γιατί εμείς οι τραβεστί είμαστε πολύ ψεύτρες), συγκινήθηκαν. Αναγνώρισαν τον εαυτό τους σε αυτό, και το να αναγνωρίζεις σε μια ιστορία τον εαυτό σου είναι σημαντικό.
Τοποθετώντας την πραγματικότητα των τραβεστί στο κέντρο της αφήγησης είναι και μια πολιτική απόφαση, σωστά; Σας απασχολεί ο πολιτικός αντίκτυπος που έχει η λογοτεχνία σας;
Όχι. Όταν γράφω, με απασχολεί μόνο η στάση του σώματος και η τενοντίτιδά μου.
Όλο το βιβλίο εκτυλίσσεται νύχτα. Δεν είχαν οι ηρωίδες σας ανάγκη το φως της ημέρας;
Είναι ρομαντική η νύχτα. Υπάρχει ανθρωπιά. Οι άνθρωποι απαλλάσσονται από τις μεταμφιέσεις της ημέρας. Η μέρα είναι γεμάτη πλάσματα που φαίνονται όπως θέλουν να είναι. Η μέρα είναι μια σκέτη δυστυχία. Η νύχτα είναι αλλιώς.
Είναι σημαντικό να γράφετε σε πρώτο πρόσωπο;
Δεν ξέρω αν είναι σημαντικό. Καταλαβαίνω ότι αυτό που είναι σημαντικό δεν έχει να κάνει ούτε με την αλήθεια ούτε με την εμπειρία μου, δεν έχει να κάνει ούτε καν με το δικό μου πρώτο πρόσωπο. Υπάρχει ένα προηγούμενο «εγώ», το νυκτόβιο ζώο που είναι κάθε συγγραφέας, που μπαίνει στον κόπο να γράψει. Λέω «κόπος», γιατί ουσιαστικά αυτό είναι. Το γράψιμο είναι κόπος. Το «εγώ» των βιβλίων μου είναι μια αρχαία συγγραφέας που γράφει γυμνή όταν ο υπόλοιπος κόσμος πέφτει για ύπνο. Μια συγγραφέας που διευκόλυνε τον τραβεστισμό της μέσω των διηγημάτων. Αλλά αυτό το «εγώ» εμφανίζεται και σε τρίτο πρόσωπο, όπως στο Soy una tonta por quererte [σ.σ. Είμαι ανόητη που σ’ αγαπώ – πρόκειται για άλλο δικό της βιβλίο]. Και εκεί η ιστορία είναι γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο, κι όμως εγώ δεν γεννήθηκα το 1920 ούτε γνώρισα την Μπίλι Χόλιντεϊ, ούτε πάτησα ποτέ το πόδι μου στο Χάρλεμ.
Η επιτυχία των Παλιοκόριτσων οδήγησε στην τηλεοπτική τους μεταφορά. Πώς νιώθετε γι’ αυτό;
Λίγο ζαλισμένη. Έγινα μια μετρίως δημόσια προσωπικότητα. Νιώθω κάπως μουδιασμένη μπροστά στις ουρές των ανθρώπων που με περιμένουν να υπογράψω ένα αντίτυπο, για το ότι μου μιλάνε στον δρόμο και για όλα όσα συνοδεύουν τη δημοσιότητα που έχω αποκτήσει. Αλλά δεν ξεχνώ ποτέ ότι εκεί που οι άλλοι λένε «επιτυχία», εγώ βάζω τη λέξη «χρήματα». Και βρίσκω τη λέξη «χρήμα» (dinero) μία από τις πιο ερωτικές λέξεις στα ισπανικά.
Φωτεινή Σίμου
«Τα παλιοκόριτσα», βιβλίο-κατάθεση ψυχής από την Καμίλα Σόσα Βιγιάδα, την διεμφυλική από την Αργεντινή που μιλάει σε όλ@ μας
Είναι πολλά τα επίθετα που θα μπορούσαν να μπουν ως προσδιορισμοί στο βιβλίο της Καμίλα Βιγιαδα Σόσα (Εκδόσεις Οpera, μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη). Νομίζω ότι θα ξεκινήσω να σου μιλάω γι’ αυτό χαρακτηρίζοντας το ένα ειλικρινές βιβλίο.
Στις σκοτεινές γωνιές του πάρκου της Κόρντοβα η Καμίλα συναντά τις άλλες τραβεστί, τις «αδελφές» της και μέσα από την ιστορία τους μέχρι που το πάρκο παραδόθηκε στον λεντ φωτισμό που δεν άφηνε γωνίες για να γεννιούνται ή εκτυλίσσονται σκοτεινές ιστορίες, περιγράφει και τη δική της ζωή. Αυτή που έχασε όταν έφυγε από το χωριό της και τον πατέρα που δεν μπορούσε να αποδεχτεί τη διαφορετικότητα του γιου του, κι αυτή που αγωνίστηκε για να κερδίσει.
«Τα παλιοκόριτσα» είναι ένα βιβλίο ορατότητας για τις τραβεστί, τους διεμφυλικούς, και κάθε άνθρωπο που θέλει να επιλέξει τον τρόπο που θα ζει, κυκλοφορεί, ερωτεύεται και υπάρχει.
Η Καμίλα Σόσα Βιγιάδα όταν εγινε 15 ετών άφησε πίσω της τον Κριστιάν Ομάρ, το αγόρι που γεννήθηκε και αποφάσισε να τολμήσει να ζήσει τη ζωή της. Η μάχη με τον πατέρα της είναι σημαντική και ως προς το περιεχόμενο του βιβλίου αλλά τελικά της ίδιας της της ζωής. Όπως λέει και η ίδια έγινε η πουτάνα που είχε προβλέψει ο βίαιος πατέρας της. Στις σελίδες του βιλβίου της περιγράφει την ζωή του πεζοδρομίου, τις σχέσεις με τις άλλες τραβεστί, τους πελάτες, την πόλη που κάνει ότι δε βλέπει τι συμβαίνει στις σκοτεινές γωνιές του πάρκο, αλλά και το μίσος που υφίστανται οι διαφορετικοί σε έναν κόσμο «φυσιολογικών».
Ο όρος «φυσιολογικοί» είχε χρησιμοποιηθεί από την ίδια σε μια διάλεξή της που είχε αναφέρει: Ένας χρόνος στη ζωή των τραβεστί ισοδυναμεί με επτά χρόνια «φυσιολογικών», όπως διαβάζουμε στον πρόλογο του Χουάν Φορν.
Στα Παλιοκόριτσα η Καμίλα Σόσα Βιγιάδα, ,δεν γράφει γιατί έχει μετανιώσει για κάτι, δεν ζητάει συγχώρεση ή οίκτο. Δεν κάνει ακτιβισμό εκ του ασφαλούς. Θέλει να φωνάξει πια είναι, χωρίς τον φόβο που την έμαθαν να μεγαλώνει και να ζει σε μια κοινωνία που οι διαχωρισμοί και βία απέναντι σε ό,τι δεν είναι «φυσιολογικό» για τους πολλούς είναι ψωμοτύρι.
Η ίδια, πάλι διαβάζω στον πρόλογο, είχε πει ότι η πρώτη της παρενδυτική πράξη ήταν το γράψιμο. Εκεί μπορούσε να εκφραστεί και να ανακαλύψει τον πραγματικό της εαυτό.
Σήμερα που ο ζόφος των ακροδεξιών συντηρητικών πολιτικών, πρακτικών και συμπεριφορών μας επικρατεί και μας δείχνει τα δόντια του, ένα βιβλίο όπως «Τα παλιοκόριτσα» είναι χρήσιμο να διαβαστεί από όσο το δυνατόν περισσότερα μάτια.
Η γλώσσα και το ύφος της συγγραφέως την ίδια ώρα που μαρτυρούν μια πρωτόλεια κατάθεση ψυχής, είναι τελικά μια πρόταση διήγησης και γραφής που ξεπερνούν την ημερολογιακή ή λευκωματικής λογικής καταγραφή γεγονότων, συναισθημάτων. Οι περιγραφές της μοναχικής ζωής της, αλλά και της ομαδικής ζωής των τραβεστί, των «αδελφών» της είναι τόσο ζωντανά κινηματογραφικές. Μια ζωντανή γραφή που δεν ακολουθεί τις νόρμες των εργαστηρίων γραφής που έχουν μπει σε τόσα πολλά αναγνώσματα κάνοντας τα σωστά τεχνικά αλλά τους απομειώνουν το συναίσθημα που χρειάζομαι όταν διαβάζω κάτι.
«Τα παλιοκόριτσα» έχουν πολλές ηρωίδες, πολλές ιστορίες, δεύτερους ρόλους, ανατροπές και μια μοναδική ατμόσφαιρα που δεν κάνει τον αναγνώστη «ματάκια» αλλά σύντροφο σε μια πολύ ιδιαίτερη περιπέτεια!
Η συγγραφέας μας μεταλαμπαδεύει ένα κουράγιο για τη ζωή και τις επιλογές μας που οφείλουμε όλοι, όποιες κι αν είναι αυτές, να τις τιμούμε. Κι αυτό καθιστά «Τα παλιοκόριτσα» ως ένα πολύ σημαντικό βιβλίο.
Γιάννης Καφάτος
Καμίλα Σόσα Βιγιάδα: «Παλιοκόριτσα» φτιαγμένα από χρυσάφι
H τρανς ορατότητα συναντά τις ωραιότερες και πιο άγριες στιγμές της λογοτεχνίας
Καμίλα Σόσα Βιγιάδα: Το βραβευμένο βιβλίο της τρανς συγγραφέα αξίζει μια θέση στο σακ βουαγιάζ σου αυτό το καλοκαίρι, εκδ. Opera
Htrans ορατότητα συναντά τις ωραιότερες και πιο άγριες στιγμές της ισπανόφωνης λογοτεχνίας, μέσα από τα «Παλιοκόριτσα» της Καμίλα Σόσα Βιγιάδα.
Δεν είναι τυχαίο που τα περισσότερα ελληνικά και ξένα άρθρα για το βιβλίο της Καμίλα Σόσα Βιγιάδα ξεκινούν με τη σπαρακτικότερη φράση του βιβλίου της «Τα παλιοκόριτσα»: «ό,τι σου ’χει στερήσει η φύση, σ’ το δανείζει η κόλαση». Γιατί η πανέμορφη τρανς γυναίκα που χαμογελά με καντάρια γοητείας στο οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης (OPERA) «δανείστηκε» για καιρό, προκειμένου να καταφέρει να επιζήσει.
Κατ' αρχάς «δανείστηκε» από τα όνειρά της –όνειρα καταραμένα, μιαρά για τον τόπο και την κοινωνία όπου μεγάλωνε– και σε αυτά τα όνειρα δεν ήταν ο Κριστιάν Ομάρ, γεννηθείς το 1982 στην Κόρδοβα, αλλά ένα κορίτσι σε εξέλιξη, ένα παιδί που αρνιόταν το βιολογικό του φύλο από νωρίς και μόλις στα 15 αποφάσισε να το αρθρώσει με όποιο κόστος.
Μετά, η Καμίλα Σόσα Βιγιάδα «δανείστηκε» από την ντουλάπα της μητέρας της και από τα μαγαζιά που μπορούσαν να τροφοδοτήσουν την ελπίδα της ότι κάποτε θα γίνει γυναίκα. Φορέματα και χρησιμοποιημένα κραγιόν, καλλυντικά που κάποια άλλη έχασε ή ξέχασε, φθαρμένα ψηλοτάκουνα σε ένα κανούργιο, ανήλικο σώμα που δεν άφηνε αδιάφορους τους «πάρα – πολύ – άντρες» της Λα Φάλδα στην Κόρδοβα. Η Καμίλα Σόσα Βιγιάδα, ακόμα και τη μέρα που αποφάσισε να αφηγηθεί τη ζωή της, «δανείζεται» όρους και λέξεις που στο σήμερα θεωρούνται πληγωτικές από τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα και από όσους θεωρούμε εαυτόν σύμμαχό της.
Στο τέλος, η Καμίλα Σόσα Βιγιάδα δανείζεται από τον ίδιο της τον εαυτό λίγο χρυσάφι για να περιγράψει τις συντρόφισσές της στο πεζοδρόμιο. Εκεί που οι άλλοι βλέπουν μια παρέλαση του γκροτέσκου, η Καμίλα Σόσα Βιγιάδα φωτίζει για να δούμε όλοι γυναίκες ως παράξενα εξωτικά πτηνά που χάνουν το δέρμα τους για να αποκτήσουν φτέρωμα, που χάνουν το φύλο τους για να αποκτήσουν παιδί, που χάνουν τα πάντα, αρκεί να πιστέψουν ότι τις αγάπησαν.
Η σεξεργασία, τα ΣΜΝ, οι μεταφυσικές φιλίες με πλάσματα ταλαιπωρημένα και παραπεταμένα από την επίσημη Πολιτεία, η αγωνία της φυλομετάβασης, η βία που γεννά ο πόνος και η περιθωροποίηση, όλα έχουν «πριν» και «μετά» στο βιβλίο της Καμίλα Σόσα Βιγιάδα. Ή, για την ακρίβεια, το «μετά» κοντράρει το «πριν»: από τον μέθυσο, βίαιο πατέρα της που πάντα θεωρούσε ότι κάτι δεν πάει καλά μαζί της, οπότε ξυλοφόρτωνε τη μάνα για να ξεθυμάνει, μέχρι τα πανεπιστημιακά έδρανα στα οποία κατάφερε να χωρέσει η συγγραφέας, δεν περιγράφεται μία ζωή, αλλά πολλές. Δεν αφορά όλο αυτό έναν άνθρωπο, αλλά πολλούς που κοιμήθηκαν άνδρες και ξύπνησαν κορίτσια, διεκδικώντας με κάθε τίμημα το σωστό σώμα.
Ακριβώς γι’ αυτό, τα «Παλιοκόριτσα», κάτι περισσότερο από την ιστορία καταπίεσης μιας έμφυλης επιλογής, μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και απέσπασαν σημαντικά διεθνή βραβεία (μεταξύ αυτών και το Sor Huana Ines de la Cruz, βραβείο γυναικείας λογοτεχνίας, το οποίο απονεμήθηκε για πρώτη φορά σε συγγραφέα που δεν γεννήθηκε γυναίκα).
Ιδιαίτερη μνεία εδώ σε άλλη μία εξαιρετική μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη και στο εκδοτικό αισθητήριο του Γιώργου Μυρεσιώτη των εκδόσεων Opera, που εδώ και χρόνια φέρνει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό τα πλέον ξεχωριστά κομμάτια από τους θησαυρούς της ισπανόφωνης λογοτεχνίας.
Διαβάζονται εύκολα τα «Παλιοκόριτσα», ναι. Χωνεύονται εύκολα; Όχι και εκεί είναι και η μαγεία τους.
Χριστίνα Γαλανοπούλου