ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟ
βιβλιαΜια ανεξήγητη όσο και επίμονη ανησυχία κυριεύει τη Ματίλντε Μοντερίσπολι όταν παρατηρεί πως η θήκη με τα νυστέρια του συζύγου της έχει μετακινηθεί πάνω στο τζάκι. Αυτό το στοιχείο, σε συνδυασμό με μία απρόσμενη επίσκεψη της αστυνομίας στο σπίτι της, την οδηγεί στο συμπέρασμα πως ο γιος της ο Αινείας "ένας μεσήλικας με παράξενη συμπεριφορά" θα μπορούσε να είναι ο περιώνυμος «δράκος της Φλωρεντίας» που κατακρεουργεί νεαρά ζευγάρια τις νύχτες. Όσο ο δράκος συνεχίζει ανενόχλητος τη δράση του τόσο η Ματίλντε βλέπει να πληθαίνουν τα ενοχοποιητικά στοιχεία κατά του γιου της. Η αρχική υποψία μετατρέπεται σιγά σιγά σε βεβαιότητα και η Ματίλντε αποφασίζει να φτάσει στα άκρα... Μέσα από τα (λιγοστά) λόγια και τις (παρατεταμένες) σιωπές της ηρωίδας της, η Λάουρα Γκριμάλντι "η οποία έχει μελετήσει το θέμα του δράκου που όντως έδρασε κατά το παρελθόν στη Φλωρεντία" δημιουργεί ένα λεπτοδουλεμένο ψυχολογικό θρίλερ που αποτελεί σημείο αναφοράς στο είδος της "μαύρης" λογοτεχνίας.
Δύο ήταν τα γεγονότα που κάρφωσαν στο μυαλό της Ματίλντε Μοντερίσπολι την υποψία ότι είχε φέρει στον κόσμο ένα δολοφόνο. Τα δύο αυτά γεγονότα, φαινομενικώς άσχετα μεταξύ τους, συνέβησαν μέσα σε μία μόνο μέρα, και μόνο μετά το δεύτερο μπόρεσε η Ματίλντε να ερμηνεύσει την ανησυχία που την είχε κυριεύσει όταν διαπιστώθηκε το πρώτο: Το πρωί ανακάλυψε ότι η θήκη με τα νυστέρια είχε μετακινηθεί. Το βράδυ ήρθε στο σπίτι η αστυνομία. Από τότε που ο άντρας της πέθανε από έμφραγμα καθώς χειρουργούσε κάποιον ασθενή, η θήκη βρισκόταν πάντα στην κονσόλα του αυστηρού μαρμάρινου τζακιού με τα μαύρα «νερά», στο μικρό σαλονάκι που επικοινωνούσε με το δωμάτιο της Ματίλντε. Εκεί το είχε βάλει η ίδια, όταν της επιστράφηκε επισήμως από τους γιατρούς που είχαν πάει, ως αντιπροσωπεία από το Νοσοκομείο Σάντο Τζιοβάνι, για να τη συλλυπηθούν. Ήταν μια θήκη από φθαρμένο δέρμα, με ασημένια αγκράφα. Η θήκη αυτή ανήκε για χρόνια στον πατέρα της Ματίλντε, ο οποίος την είχε χαρίσει στον Νάνι την ημέρα του γάμου τους ως ευχετήριο δώρο για την καριέρα του, αλλά και ως εκδήλωση ευγνωμοσύνης γιατί του έπαιρνε το σπίτι εκείνο το λιγομίλητο και μελαγχολικό κορίτσι, η θήκη ξανάρθε στα χέρια της, την έβαλε στο κέντρο ακριβώς της κονσόλας του τζακιού, με την περόνη της αγκράφας πάνω σ' έναν μακρουλό μαύρο λεκέ του μαρμάρου. Από τότε δεν την είχε ακουμπήσει κανένας άλλος. Η Ματίλντε δεν ανεχόταν ποτέ την παρουσία ξένων, ούτε στο δωμάτιο της ούτε στο σαλονάκι. Προτιμούσε να ξεσκονίζει μόνη της όλα εκείνα τα έπιπλα και τα αντικείμενα με το κίτρινο ξεσκονόπανο που έβγαζε κάθε πρωί από το κάτω συρτάρι του γραφείου, μπροστά στο παράθυρο. Τώρα, η θήκη είχε μετακινηθεί και η αγκράφα απείχε από την άκρη του λεκέ τουλάχιστον δύο εκατοστά. Η Ματίλντε απέμεινε να την κοιτάζει αποσβολωμένη, λες κι είχε δει θαύμα. Στην αρχή δεν ήταν παρά ένα συναίσθημα ή, μάλλον, ένα προαίσθημα, κι εκείνη το άφησε να τη βασανίσει ολόκληρη τη μέρα, παρότι εξακολουθούσε να επαναλαμβάνει στον εαυτό της ότι δεν ήταν σωστό να αφήνεται στις μαύρες σκέψεις κι ότι οπωσδήποτε την είχε επηρεάσει η μοναξιά. Η Ματίλντε ζούσε με το γιο της σ' ένα σπίτι που μετά το θάνατο του Νάνι ήταν πια πολύ μεγάλο για τους δυο τους· ένα όμορφο σπίτι στο Σαν Ντομένακο ντι Φιέζολε, με κίτρινους τοίχους και πράσινα παραθυρόφυλλα. Το σπίτι δεν είχε πολλούς ορόφους και περιβαλλόταν από έναν κήπο αρκετά μεγάλο ώστε να το απομονώνει από το δρόμο, κι από θάμνους που σχημάτιζαν φράχτη, ο οποίος, όσο περνούσαν τα χρόνια, κλαδευόταν όλο και πιο λίγο, με αποτέλεσμα, κάποια στιγμή, να απομονώσει εντελώς το κτίριο από το δρόμο. Όσο ζούσε ο Νάνι, χρησιμοποιούσαν όλα τα δωμάτια: τις κρεβατοκάμαρες στον πάνω όροφο, τα σαλόνια και τη μεγάλη τραπεζαρία στον ημιώροφο. Μετά, η Ματίλντε μετέφερε κάτω μόνο το δωμάτιο της και του Αινεία, για να θερμαίνεται καλύτερα ο χώρος. Για να πάει κανείς στο σπίτι, περνούσε από ένα δρομάκι με τέσσερα κυπαρίσσια από τη μια και τέσσερα απ' την άλλη, που κατέληγε σε σκάλα απ' όπου έβγαινε, δεξιά κι αριστερά, σε μια ημικυκλική αυλή με καμάρες. Ο κήπος χωριζόταν σε πολλές πρασιές που τις οροθετούσαν μικρά αναχώματα από χαλίκια κι όπου φύτευαν κυρίως τριαντάφυλλα. Όλη του η ομορφιά, όμως, ήταν τα μεγάλα, αιωνόβια δέντρα. Δεν ήταν ένας ιδιαίτερα περιποιημένος κήπος, αλλά δεν μπορούσες να πεις ότι ήταν και παραμελημένος. Ένας γεράκος πήγαινε κι έβγαζε τα αγριόχορτα, σκάλιζε το χώμα και, όποτε χρειαζόταν, πρόσθετε χαλίκι ανάμεσα στις πρασιές. Η Ματίλντε δε θέλησε ποτέ να αντικαταστήσει το χαλίκι με ένα υλικό πιο σταθερό, γιατί το θεωρούσε κάτι σαν σκύλο-φύλακα που την ειδοποιούσε για κάθε βήμα ξένου επισκέπτη. Εκείνο το βράδυ, όμως, δεν την ειδοποίησε για τους δυο άντρες που πλησίαζαν. Αν ήταν στην κρεβατοκάμαρα, θα το 'χε ακούσει να τρίζει κάτω από τα βήματα τους· δυστυχώς, όμως, ήταν στο γραφείο του μικρού σαλονιού, και το παράθυρο έβλεπε στο πλάι του σπιτιού. Όταν το κουδούνι χτύπησε, η Ματίλντε σήκωσε το κεφάλι και αφουγκράστηκε, σίγουρη ότι δεν είχε ακούσει καλά. Το κουδούνι, όμως, ξαναχτύπησε επίμονα και, όπως φάνηκε στη Ματίλντε, ο ήχος του προμήνυε κάτι σοβαρό. Τότε σηκώθηκε, πήγε στο υπνοδωμάτιο και κοίταξε έξω, ανοίγοντας ελάχιστα τα παραθυρόφυλλα. Το τρίξιμο των παλιών μεντεσέδων έκανε τον έναν από τους δύο άντρες να γυρίσει κα να πει: «Αστυνομία». Η Ματίλντε απομακρύνθηκε από το παράθυρο και πήγε ν' ανοίξει την πόρτα. Για να διασχίσει το δωμάτιο και το σαλονάκι, κι έπειτα το κομμάτι του διαδρόμου μέχρι την είσοδο, έκανε πολλά βήματα, όχι όμως αρκετά ώστε να προλάβει να σκεφτεί κάτι. Ενήργησε μηχανικά, χωρίς καν ν' αναρωτηθεί αν οι δύο άντρες ήταν πράγματι αστυνομικοί. Μισάνοιξε αργά, κρατώντας το σώμα της ταμπουρωμένο πίσω από την ξύλινη πόρτα, και περίμενε να πάρουν αυτοί κάποια πρωτοβουλία. Δεν κατάλαβε για πότε μπήκαν. Ο ένας γλίστρησε μέσα κι όπως εκείνη γύρισε να τον κοιτάξει, μπήκε κι ο άλλος. Το φως τους οδήγησε στο σαλονάκι. «Θέλουμε να μιλήσουμε με τον Αινεία Μοντερίσπολι» είπε εκείνος που είχε μπει πρώτος. Τα μαλλιά του ήταν καστανά ανοιχτά με ξανθές ανταύγειες, και τα σκούρα μάτια του, ζωηρά. «Είναι συγγενής σας;» «Γιος μου» απάντησε η Ματίλντε και τους έγνεψε ότι μπορούσαν να καθίσουν. Εκείνοι, όμως, έμειναν όρθιοι, και τη στιγμή που ο ένας πήγαινε προς το παράθυρο, ο άλλος πλησίασε το γραφείο, πήρε στα χέρια του τους λογαριασμούς που η Ματίλντε έλεγχε πριν, τους μελέτησε με προσοχή κι έπειτα τους άφησε. Τότε μόνο η Ματίλντε άρχισε να θορυβείται. «Τι έκανε ο γιος μου;» Όμως μετάνιωσε αμέσως για την αυθόρμητη ερώτηση και πρόσθεσε: «Τι τον θέλετε;» «Πού είναι;» ρώτησε ο ίδιος πάντα αστυνομικός. Η Ματίλντε απάντησε ότι δεν ήταν στο σπίτι κι ότι δεν είχε ιδέα πού ήταν. Και χωρίς λόγο συνέχισε: «Ο γιος μου είναι σχεδόν πενήντα χρόνων». Αν κάποιος της έλεγε ότι εκείνη τη στιγμή διαχώριζε τη θέση της, θα της έκανε πραγματικά μεγάλη εντύπωση. Οι αστυνομικοί ήταν γύρω στα τριάντα, είχαν κατακόκκινα μάτια απ' την κούραση και γένια δύο ημερών. Το παρουσιαστικό τους εξέπεμπε μια αίσθηση έντασης που μεταδόθηκε και στη Ματίλντε. «Σύμφωνα με τα στοιχεία μας, ο Αινείας Μοντερίσπολι έχει στην κατοχή του ένα πιστόλι. Πού το φυλάει;» «Δεν ξέρω τίποτα για πιστόλια» απολογήθηκε η Ματίλντε, ενώ από μέσα της αναρωτιόταν πώς τους είχε περάσει απ' το μυαλό ότι θα μπορούσε να προδώσει το γιο της. Στεκόταν όρθια, δίπλα στην πολυθρονίτσα, στη γωνία, και κατέβαλλε προσπάθεια να μη σφίγγει τα χέρια στην πλάτη της. «Πέστε του να παρουσιαστεί στην οδό Τζάρα, στον αριθμό δύο, μέχρι αύριο βράδυ στις επτά: Κινητή Ομάδα» διέταξε ο αστυνομικός. Ξαφνικά, έδινε την εντύπωση ότι βιαζόταν να φύγει. Όταν η Ματίλντε ζήτησε να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες, ότι είχε κάθε δικαίωμα, εκείνος της απάντησε: «θα ακούσατε βέβαια για το διπλό έγκλημα που έγινε προχθές το βράδυ. Πρέπει να μιλήσουμε με το γιο σας. Είναι προτιμότερο να μη μας αναγκάσει να ξανάρθουμε». Και καθώς κατευθυνόταν προς το διάδρομο, πρόσθεσε: «Πέστε του να φέρει και το πιστόλι». Μετά, ο άλλος αστυνομικός μίλησε για πρώτη φορά, και η Μα-τίλντε αναπήδησε κατάπληκτη. Ο άντρας στράφηκε ξαφνικά προς το μέρος της και, κοιτάζοντας την στα μάτια είπε, «Πού ήταν ο γιος σας τα τελευταία βράδια; Πιο συγκεκριμένα: πού ήταν την Παρασκευή;» Η Ματίλντε έτριψε τα ιδρωμένα χέρια της στη φούστα, προσπαθώντας να κρύψει το φόβο της. «Όπως σας είπα, ο γιος μου είναι σχεδόν πενήντα χρόνων.» «Ναι, αλλά την Παρασκευή το βράδυ έμεινε στο σπίτι; Ή βγήκε; Αυτό τουλάχιστον θα το ξέρετε.» «Κοιτάξτε, όταν ο γιος μου είναι στο σπίτι...» Παραλίγο να πει ότι ο γιος της περνούσε τα βράδια του στα δωμάτια πάνω από τη σέρα, αλλά συγκρατήθηκε. «Ο γιος μου κοιμάται στο βάθος του διαδρόμου» κι έδειξε με το χέρι το δωμάτιο του Αινεία. «Είναι δύσκολο να τον ακούσω.» Ο πρώτος αστυνομικός βγήκε έξω λέγοντας κάτι που την άφησε εμβρόντητη: «Βέβαια, δεν είμαστε εμείς εκείνοι που θα αναγκάσουμε μια μητέρα να προδώσει το παιδί της», θαρρείς κι είχε διαβάσει τη σκέψη της. Ξαφνικά, η Ματίλντε αισθάνθηκε κουρασμένη και τρωτή. Όταν έφυγαν, κάθισε να περιμένει. Συχνά ο Αινείας γύριζε πολύ αργά, αλλά το βράδυ εκείνο αποφάσισε να μείνει ξύπνια. Το σπίτι ήταν επιπλωμένο με ογκώδη, παλιά έπιπλα (μερικά μάλιστα μεγάλης αξίας) που τη νύχτα έτριζαν και θρηνούσαν λες κι ήταν ζωντανά. Λογού χάρη, υπήρχε μια τουαλέτα όπου η Ματίλντε καθόταν κάθε πρωί για να χτενιστεί και να βάλει λίγη κρέμα στο πρόσωπο. Μια ρωγμή τη χάραζε πέρα ως πέρα. Τα πρώτα χρόνια, μόλις που φαινόταν, ενώ τώρα έμοιαζε σαν μαχαιριά. Εκεί ακριβώς κάθισε να περιμένει το γιο της. Κι εκεί ακριβώς συνδύασε το γεγονός ότι είχαν μετακινηθεί τα νυστέρια, με την επίσκεψη των δύο αστυνομικών. Εκεί ακριβώς, επίσης, ωρίμασε μέσα της μια βαθιά αγανάκτηση για τον Αινεία, γιατί είχε οδηγήσει στο σπίτι της αυτούς τους δύο άντρες. Από τη νύχτα εκείνη έγινε άλλος άνθρωπος, λες και τη είχαν βιάσει με την παρουσία τους και μόνο· θαρρείς και ο φόβος και η βία, αυτοί οι εφιάλτες που ποτέ μέχρι τώρα δεν είχαν διαβεί το κατώφλι της, πήραν ξαφνικά σάρκα και οστά μετά την επίσκε ψη των δύο αστυνομικών.