€14.31 €15.90
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ
ΠΟΥ ΣΤΕΦΑΝΩΝΕΙ ΤΟ ΕΡΓΟ
«Είν’ αλήθεια, δεσποινίς, ότι είστε δισέγγονη του Κορνέιγι;»
Μου ’κανε την ερώτηση σχεδόν ψιθυριστά, εμπιστευτικά. Όχι όπως ο Φουκιέ, πριν από λίγο, για τον οποίο, απ’ ό,τι φαίνεται, αυτή η συγγένεια, προφανώς ατιμωτική για τον μεγάλο συγγραφέα, ήταν αδιανόητη και, ακόμα κι αν επαληθευόταν, θα ’πρεπε ν’ αποκρυβεί. Αυτός δεν είναι έτσι. Αυτός δεν έχει στη φωνή του ούτε τη στυφή ειρωνεία του δημόσιου κατήγορου, ούτε τη δυσπιστία του. Αυτός σέβεται τον μεγάλο δραματουργό. δεν καταδικάζει απόγονή του. Το βλέπω στα μάτια του, με τις λίγες ζάρες από κάτω. Αναρωτιέται: υπάρχει περίπτωση το αίμα που κυλάει στις φλέβες αυτής της κοπέλας, αυτό το αίμα που σε λίγο θα ποτίσει τα σανίδια του ικριώματος, να ’ναι αυτό του συγγραφέα του Οράτιου, της Ανδρομέδας, της Κωμικής φρεναπάτης, του Σιντ;
Θα χρειαζόταν, αν ήθελα να μείνω στη ζωή, να πάψω να συμπεριφέρομαι σαν ηρωίδα του Κορνέιγι. Είμαι η Ιουδήθ που αποκεφάλισε τον Ολοφέρνη, ο Βρούτος που μαχαίρωσε τον Καίσαρα, ο Ροδρίγο που διατρύπησε το σώμα του Κόμη. Είμαι η Μαρί-Σαρλότ Κορντέ ντ’ Αρμόν και σκότωσα τον Μαρά. Ο πρόγονός μου θα ’ταν περήφανος για μένα.
«Ναι. είν’ αλήθεια.»
Εκείνος συνεχίζει να ζωγραφίζει. Ξεκίνησε το πορτρέτο μου στη διάρκεια της δίκης, στην Αίθουσα της Ισότητας. Τον έβλεπα, μισοκρυμμένο πίσω από μια κολόνα, προσηλωμένο, σχεδόν συνεπαρμένο, να κινεί νευρικά το μολύβι του ενόσω παρήλαυναν οι μάρτυρες. Κι όταν οι ένορκοι αποφάνθηκαν, όταν ο δημόσιος κατήγορος ζήτησε την ποινή του θανάτου κι ο πρόεδρος εκφώνησε την απόφαση, δε ζήτησα παρά ένα μόνο πράγμα: να επιτραπεί στον ζωγράφο να ’ρχεται στο κελί μου ώσπου να τελειώσει το πορτρέτο μου.
Κόβω τη σιωπή:
«Κι εσάς, πολίτη, πώς σας λένε;».
«Συγχωρέστε με, δε σας συστήθηκα. Ζαν-Ζακ Αουέρ, λοχαγός της Εθνοφρουράς, υποδιοικητής τάγματος, τμήμα Théâtre-Français. Έχω μαθητεύσει στον Νταβίντ.»
«Απ’ ό,τι φαίνεται, ο Νταβίντ θα ζωγραφίσει το θάνατο του Μαρά.»
«Ναι. τον έχει αρχίσει τον πίνακα.»
«Τον έχετε δει εσείς;»
«Μόνο τα προσχέδια.»
«Έχει κι εμένα μέσα;»
«Όχι. Το σώμα στην μπανιέρα είναι σκεπασμένο μ’ ένα ματωμένο σεντόνι. Το κεφάλι, τυλιγμένο μ’ ένα τουρμπάνι, γέρνει ελαφρά. Το δεξί του χέρι, που κρέμεται έξω απ’ την μπανιέρα, κρατάει μια πένα. το αριστερό, ένα φύλλο χαρτί. Στα δεξιά του είναι ένα ξύλινο κασόνι. Και στο πάτωμα, ένα μαχαίρι με άσπρη λαβή.»
«Ε, καλά, ο πολίτης Νταβίντ δεν είναι και πολύ πιστός: η λαβή του μαχαιριού ήταν μαύρη. Το αγόρασα από ένα μαγαζί στο Παλέ-Ρουαγιάλ.»
Με κοιτάζει. Του χαμογελώ. Διστάζει λίγο, ύστερα ρωτάει:
«Έχετε ξανάρθει στο Παρίσι;».
«Όχι» λέω. «Είναι η πρώτη φορά. Και η τελευταία. Έφυγα στις 9 του μηνός. Δύο μέρες ταξίδι με τουργκοτίνα και μια στάση στο Λιζιέ. Ήταν άλλοι εφτά στην άμαξα. Καλοί Ορεινοί, που οι κουβέντες τους ήταν τόσο χαζές όσο και η προσωπικότητά τους. Ένας τους με πήρε για κόρη ενός φίλου του, φαντάστηκε πως είχα μια περιουσία που δεν είχα ποτέ, μου είπε ένα όνομα που δεν είχα ξανακούσει ποτέ, και στο τέλος μού πρόσφερε το χέρι του που δεν υπήρχε καμία περίπτωση να το δεχτώ. Όταν, επιτέλους, φτάσαμε στο Παρίσι, αρνήθηκα να του δώσω τη διεύθυνση του πατέρα μου απ’ τον οποίο ήθελε να με ζητήσει. Έφυγε μες στα νεύρα. Γόης να σου πετύχει…»
«Μα δεν μπορεί να μην έχετε αγαπημένο… Εσείς, μια τόσο όμορφη κοπέλα…«
«Θεός φυλάξοι! Πάντα έλεγα ότι δε θα παντρευόμουν ποτέ, ότι κανείς δε θα με προσφωνούσε “κυρία” στα γράμματά του. Η καρδιά μου χωράει μία και μόνο αγάπη, αυτήν για την πατρίδα. Άλλωστε, πάντα προτιμούσα τη συντροφιά των βιβλίων απ’ αυτήν των ανδρών.»
«Διαβάζετε πολύ;»
«Μου φαίνεται πως σ’ όλη μου τη ζωή δεν έκανα τίποτ’ άλλο. Λίγο πριν επισκεφθώ τον Μαρά, διάβαζα στην κάμαρά μου Πλούταρχο. Θυμάμαι ένα απόσπασμα που υπογράμμισα, όπου ο συγγραφέας παρομοιάζει τον Δίωνα με τον Βρούτο: “Αυτό για το οποίο είναι αξιέπαινα τα δύο πρόσωπα” γράφει, “είναι ότι μισούσαν τους τυράννους και βδελύσσονταν τη μοχθηρία τους”.»
«Κι εσείς πιστεύετε ότι σκοτώσατε όλους τους Μαρά;»
«Μ’ αυτόν νεκρό, οι άλλοι θα φοβηθούν… Ίσως.»
«Και γιατί τον Μαρά; Γιατί όχι τον Ροβεσπιέρο ή τον Δαντόν;»
«Ο Μαρά είν’ αυτός που κρατούσε ζωντανή τη φωτιά του εμφυλίου για να χριστεί δικτάτορας, ο Μαρά είν’ αυτός που εκμαύλιζε τη Γαλλία με τα γραπτά του, ο Μαρά είν’ αυτός που ισχυριζόταν ότι ήταν φίλος του λαού ενώ ήταν ο χειρότερος εχθρός της πατρίδας. Σκοτώνοντας έναν και μόνο άνθρωπο, έσωσα εκατό χιλιάδες.»
Σιωπή. Ζωγραφίζει.
«Ζουν οι δικοί σας;»
«Φυσικά. Ο πατέρας μου ήταν αγρότης. Σήμερα, όμως, ξοδεύει όλη του την ενέργεια στα δικαστήρια. Μια υπόθεση προίκας που δεν του ’δωσαν ποτέ οι θείοι μου. Και οι δύο αδελφοί μου έχουν μεταναστεύσει, κι ούτε ξέρω πού βρίσκονται. Ο ένας έλεγε πως θα πήγαινε στην Ισπανία, ο άλλος στη Βραβάντη. Έχω και μιαν αδελφή, την Ελεονόρ, δύο χρόνια μικρότερή μου. Περάσαμε μαζί όλα μας τα παιδικά χρόνια. Είναι φιλάσθενη: γεννήθηκε καμπούρα. Τη φρόντιζα, της έμαθα να ράβει, να φτιάχνει ψωμί, να ταΐζει τις κότες. Θα μου λείψει.»
«Και η μητέρα σας…;»
«Πέθανε στη γέννα, μαζί με το παιδί που είχε μέσα της. Ήμουν δεκατεσσάρων.»
Δε μου λέει τίποτα. Συνεχίζω:
«Μαζί θάφτηκαν, μάνα και παιδί. Δε νομίζω ότι συνήλθα ποτέ απ’ αυτό. Μετά το θάνατο της μητέρας μας, μας έκλεισαν, την Ελεονόρ κι εμένα, στο βασιλικό αβαείο τής Αγίας Τριάδας. Εκεί μάθαμε μουσική, σχέδιο, δαντέλα, τους καλούς τρόπους και τις θρησκευτικές τελετές. Εγώ έγραφα στίχους και, προπάντων, διάβαζα: Βίοι παράλληλοι, Το κοινωνικό συμβόλαιο, Ιστορία των δύο Ινδιών. Και, φυσικά, Κορνέιγι. Κι ύστερα ήρθε η Επανάσταση. Αποκεφαλίζοντας τον βασιλιά, αυτοί που υποτίθεται ότι θα μας χάριζαν την ελευθερία, τη δολοφόνησαν. Ποτέ δεν ήμουν βασιλόφρων. Σ’ ένα δείπνο, μάλιστα, αρνήθηκα να πιω στην υγεία αυτού του ασφαλώς ενάρετου βασιλιά, αλλά πολύ αδύναμου για να ’ναι καλός. Όμως, τη μέρα που έμαθα πως τον είχαν καρατομήσει, η καρδιά μου σκίρτησε από αγανάκτηση. Σκέφτηκα, τη μέρα εκείνη, ότι η Επανάσταση είχε πάρει στραβό δρόμο.
»Μετά τον βασιλιά, ήρθε η σειρά του αβά Γκομπό. Αυτός ο καλός αβάς, που είχε τόσο φροντίσει τη μητέρα μου τις τελευταίες στιγμές της, αρνήθηκε να δώσει όρκο. Κρύφτηκε, αλλά τον βρήκαν. Αποκεφαλίστηκε στην Πλατεία Σεν-Σοβέρ της Καν. Σκέφτηκα, τη μέρα εκείνη, ότι η Επανάσταση ήταν σκληρή.
»Μετά, οι Γιρονδίνοι βουλευτές, για ν’ αποφύγουν τη σύλληψη, κατέφυγαν στο Επιμελητήριο, στην οδό Καρμ. Πήγα σε κάποιες συναθροίσεις τους. Πολλά έλεγαν, λίγα έπρατταν. Κατάλαβα, εκείνη τη μέρα, ότι η Επανάσταση ήταν χαμένη. Κάποιος έπρεπε να τη σώσει.
»Δίστασα πολύ καιρό. Έγραφα σε χαρτάκια: “Να το κάνω; Να μην το κάνω;”. Αυτό το δίλημμα με τυράννησε ώς το τέλος.»
«Γνώριζαν οι δικοί σας τι σκοπεύατε να κάνετε;»
«Όχι. Πριν φύγω για το Παρίσι, είπα να δω τον πατέρα μου για τελευταία φορά, αλλά μετά άλλαξα γνώμη. Θα ’ταν πολύ οδυνηρό. Οπότε του έστειλα ένα γράμμα όπου του έλεγα ότι έφευγα για την Αγγλία.»
«Δεν έχετε πάρει νέα του από τότε;»
«Όχι. Του ξανάγραψα, χθες, και του ζητούσα συγγνώμη που είχα διαθέσει έτσι την ύπαρξή μου χωρίς την άδειά του. Ελπίζω να μην τον συγκλονίσει όλο αυτό, να με ξεχάσει ή, μάλλον, να χαρεί γι’ αυτό που έκανα, αφού ο σκοπός ήταν ιερός. Το έγκλημα είναι το όνειδος, όχι το ικρίωμα.»
Τον βλέπω να διστάζει. Αλλά με ρωτάει:
«Πώς ήταν ο…»
«Ο φόνος του Μαρά;»
«Ναι.»
«Πιο εύκολος απ’ όσο τον φανταζόμουν.»
Σιωπά. Μπορεί να φοβάται μη με προσβάλει. Αλλά εγώ έχω όρεξη να μιλήσω:
«Δεν ήξερα πού έμενε. Ζήτησα από έναν αμαξά να με πάει εκεί, αλλά ούτε αυτός ήξερε. Ρώτησε κι έμαθε: Ξενοδοχείο De Cahors, οδός Κορντελιέ 30. Με πήγε. Η πόρτα άνοιγε σε μια δυσοίωνη, θεοσκότεινη αυλή. Η επιστάτρια μου είπε πού έμενε ο πολίτης Μαρά, στον πρώτο όροφο, αλλά πρόσθεσε ότι είχε εντολή να μην αφήνει κανέναν ν’ ανεβεί: «Ο πολίτης είναι πολύ άρρωστος. Χρειάζεται ανάπαυση και δε δέχεται επισκέψεις». Έκανα μια βόλτα στους δρόμους τού Παρισιού, και μετά από καμιά ώρα ξαναγύρισα κι ανέβηκα τρέχοντας τις σκάλες.
»Βρήκα εκεί τρεις γυναίκες. “Έρχομαι από την Καν και θέλω να μιλήσω στον πολίτη Μαρά” είπα σε μία. — “Αδύνατον. Ο πολίτης δεν μπορεί να δει κανέναν.” Επέμεινα. “Γιατί δεν του γράφετε;” Γύρισα στο Ξενοδοχείο De La Providence όπου είχα καταλύσει με το που έφτασα στο Παρίσι, κι έγραψα ένα μπιλιετάκι: “Έχω έρθει από την Καν. Αγαπάτε τόσο πολύ την πατρίδα, ώστε δεν μπορεί να μη θέλετε να μάθετε τι συνωμοσίες εξυφαίνονται εναντίον της”. Ομολογώ ότι το τέχνασμα ήταν δόλιο, αλλά δεν είχα άλλο τρόπο να τον κάνω να με δεχτεί, και ο σκοπός σ’ αυτές τις περιπτώσεις αγιάζει τα μέσα. Λογάριαζα, φεύγοντας από την Καν, να τον θυσιάσω στην κορυφή του Όρους, αλλά δεν πήγαινε πια στη Συμβατική Εθνοσυνέλευση. Έπρεπε οπωσδήποτε να μ’ αφήσουν να μπω σ’ εκείνο το λουτρό όπου, απ’ ό,τι μου ’χαν πει, περνούσε τον περισσότερο χρόνο του, μουλιάζοντας σε μια μπανιέρα σαν ξυλοπέδιλο κι έχοντας μπροστά του μια σανίδα πάνω στην οποία έγραφε αυτά με τα οποία καλούσε το λαό να σκοτώσει και να καταδώσει.
»Είχε πάει εφτά το βράδυ όταν, για τρίτη φορά την ίδια μέρα, ξαναπήγα στο μέρος όπου έμενε ο Μαρά. Η επιστάτρια δεν ήταν στη θέση της, κι έτσι δεν ήταν πρόβλημα ν’ ανεβώ στον όροφο. Η γυναίκα που με είχε διώξει το πρωί, πήγε αμέσως να το ξανακάνει. Τη ρώτησα αν ο Μαρά είχε πάρει το μπιλιέτο μου. “Πού να ξέρω” μου είπε, “παίρνει τόσο πολλά…” Επέμεινα να τον δω, αρνήθηκα να φύγω και ύψωσα τη φωνή μου. Ο Μαρά με άκουσε. “Σιμόν!” φώναξε — μετά έμαθα ότι ήταν η γυναίκα του ή, έστω, αυτή που της είχε τάξει να την παντρευτεί. Εκείνη πήγε μέσα, αντάλλαξαν δύο κουβέντες, και μετά γύρισε σε μένα: “Ο πολίτης Μαρά συμφωνεί να σας δει. Αλλά κάντε γρήγορα, γιατί πρέπει ν’ αναπαυτεί.” Έλεγξε την τσάντα μου. Τίποτα ύποπτο: μόνο το ταξιδιωτικό μου έγγραφο, το πορτοφόλι μου, ένα ρολόι κι ένα κουβάρι άσπρη κλωστή. Το μαχαίρι το ’χα ανάμεσα στα στήθη μου.
»Μπήκα στο λουτρό. Πάνω στον τοίχο, δύο σταυρωτές πιστόλες, ένας χάρτης της Γαλλίας και, πάνω στο χάρτη, μια αφίσα όπου ήταν γραμμένη, με κεφαλαία, η λέξη που συνόψιζε τη μάχη μιας ολόκληρης ζωής: ΘΑΝΑΤΟΣ. Ο Μαρά ήταν μέσα στην μπανιέρα του, γυμνόστηθος, μ’ ένα βρομερό μαντίλι γύρω απ’ το κεφάλι του. Πρέπει να υπέφερε πολύ από μια δερματική ασθένεια, κι ο πόνος απ’ αυτές τις πυορροούσες πληγές να κατευναζόταν μόνο μέσα στην μπανιέρα. Κι απ’ αυτή την μπανιέρα αναδιδόταν μια τόσο αηδιαστική μυρωδιά —κάτι σαν από ξίδι και θειάφι μαζί—, ώστε αποφάσισα να εισπνέω μόνο από το στόμα. Ίσως να ’ναι κι αυτός ο λόγος που δεν καθυστέρησα καθόλου. Άλλωστε, τι να λέμε τώρα, ήμουν αποφασισμένη να τον σκοτώσω. Λυτρώνοντάς τον απ’ τα βάσανά του, θα λύτρωνα και τον γαλλικό λαό.
»“Τι με θέλεις, πολίτισσα;”
»“Έχω έρθει από την Καν και θέλω να σου πω ότι κάποιοι δολοπλοκούν εναντίον της πατρίδας.”
»“Σ’ ακούω.”
»“Οι προγραμμένοι βουλευτές έχουν κρυφτεί στο Επιμελητήριο. Εκεί οργανώνουν την αντεπανάσταση.”
»“Πόσοι είναι;”
»“Δεκαοκτώ.”
»“Έχεις τη λίστα με τα ονόματά τους;”
»“Τα ξέρω απέξω.”
»Σημειώνει με μανία: Μπυζό, Λουβέ, Μπαρμπαρού…
»Τον ρωτάω: “Τι σκοπεύεις να κάνεις;”.
»Κάνει ένα μορφασμό, βάζει τα γέλια: “Θα τους πάρω το κεφάλι. Ολωνών τους. Εδώ, στο Παρίσι”.
»Κι αυτές είναι οι λέξεις που έκριναν την τύχη του. Αν είχα έστω και την παραμικρή αμφιβολία, αυτή θα διαλυόταν με το που θ’ άκουγα αυτές τις λέξεις να βγαίνουν από εκείνο το πελώριο, σαρκαστικό του στόμα. Η αγανάκτηση που ένιωθα μέσα στην καρδιά μου, μου έδειξε το δρόμο για τη δική του. Σηκώθηκα, έβγαλα το μαχαίρι απ’ ανάμεσα στα στήθη μου και του το βύθισα ώς τη λαβή. Μόλις πρόλαβε να φωνάξει βοήθεια, το κεφάλι του έπεσε πάνω στη σανίδα τής μπανιέρας, ενώ το ζεστό του αίμα ανέβλυζε από το γυμνό του στήθος. Πήγα να φύγω, αλλά έφαγα μια καρεκλιά στην πλάτη.
»Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι δε θα τη γλίτωνα… Σκέφτηκα, μάλιστα, ότι θ’ άφηνα τα κόκαλά μου επιτόπου, αλλά κάποιοι άνδρες θαρραλέοι, για τους οποίους δεν έχω λόγια, με φύλαξαν από τη δικαιολογημένη οργή αυτών που τους είχα φέρει τη δυστυχία. Ήμουν πολύ ψύχραιμη, άκουσα και τι δεν άκουσα από τις γυναίκες που στρίγκλιζαν, αλλά η σωτηρία της πατρίδας δεν κοστολογείται. Ακολούθησαν η ανάκριση και η σωματική έρευνα. Ο Σαμπό ήθελε να κρατήσει το χρυσό μου ρολόι. Τον ρώτησα: “Μα οι καπουτσίνοι δεν έχουν πάρει τον όρκο της πτωχείας;”.
»Οδηγήθηκα στις φυλακές του Αβαείου. Δεν κοιμήθηκα πολύ την πρώτη νύχτα. Άκουγα τους κανονιοβολισμούς τής Εθνοφρουράς, προς τιμήν του Μαρά. Πολλή φασαρία για το τίποτα. Σήμερα, ο δήμιος γίνεται μάρτυρας. Αλλά τον ξέρετε το λαό: μπορείς να τον αλλάξεις σε μία μέρα. Εύκολα σκορπάει το μίσος του και την αγάπη του. Θα βάλουν τη σορό του στο Πάνθεον, και μετά, σε λίγο καιρό, θα τη βγάλουν από κει. Δεν κοιμήθηκα πολύ, όπως σας είπα πριν, αλλά προσευχήθηκα.»
Σιωπή. Δε ζωγραφίζει πια, με κοιτάζει.
«Πιστεύετε στον Θεό;»
«Προσεύχομαι να υπάρχει.»
«Και στη μετά θάνατον ζωή;»
«Τι μάταιη ερώτηση… Το μυστικό είναι καλά φυλαγμένο.»
«Εξομολογηθήκατε;»
«Όχι. Μου έστειλαν έναν παπά ορκισμένο. Αρνήθηκα τις υπηρεσίες του. Θα πάω χωρίς παπά ν’ αφήσω το κεφάλι μου στη λαιμητόμο.»
«Φοβάστε;»
«Ναι… καμιά φορά. Οπότε ανακαλώ αυτούς τους στίχους του Κορνέιγι: ‘‘Για την πατρίδα να θανείς δεν είναι δυστυχία, / αλλά είν’ ωραίος ο θάνατος, χαρίζει αθανασία’’.»
Συνεχίζει:
«Ήμουν στη δίκη».
«Το ξέρω. Σας έβλεπα, πίσω απ’ την κολόνα.»
«Ήσαστε πολύ όμορφη.»
«Ήδη μιλάτε για μένα σαν να ’χω πεθάνει;»
«Ήθελα να πω… είστε πολύ όμορφη.»
«Ευχαριστώ.»
«Έπρεπε να επικαλεστείτε παράνοια.»
«Με θεωρείτε παρανοϊκή;»
«Όχι. Αλλά δε βλέπω πώς αλλιώς θα σώζατε το κεφάλι σας.»
«Και θα ’ταν εξευτελισμός. Λένε πως ο πρόεδρος Μοντανέ, που με είχε συμπαθήσει, συμβούλεψε τον συνήγορό μου να την επικαλεστεί. Αρνήθηκα. Έκανε ό,τι μπορούσε: η πράξη μου, είπε, δεν μπορούσε να εξηγηθεί παρά μόνο με μια έξαρση πολιτικού φανατισμού που μου ’χε οπλίσει το χέρι. Με υπερασπίστηκε με σθένος, με τρόπο αξιοπρεπή για κείνον και για μένα. Αυτός ο Σοβό-Λαγκάρντ είναι χρηστός άνθρωπος. Όχι όπως ο πολίτης Ντουλσέ, αυτός ο δειλός που τον είχα διαλέξει για υπερασπιστή και που αρνήθηκε, ενώ η υπόθεση ήταν απλούστατη. Θα του γράψω για να του εκφράσω την οργή μου.»
«Και μετά ήρθε η ανακοίνωση της ποινής…»
«Δεν περίμενα τίποτ’ άλλο. Όταν μου ’δωσαν το λόγο για τελευταία φορά, ρώτησα μόνο αν σας είχαν επιτρέψει να τελειώσετε το πορτρέτο μου. Και νά που είστε εδώ, στο κελί μου.»
Κάνει δύο βήματα πίσω. Κοιτάζει τον πίνακα, μετά εμένα, μετά τον πίνακα. Το πορτρέτο έχει τελειώσει.
«Ελπίζω να μη σας απογοητεύσω» μου λέει.
Μου δείχνει το σχέδιο. Με παρέστησε όπως είμαι, με το σκουφί που έφτιαξα με τα χέρια μου, με το λευκό μου φόρεμα, με τα μακριά καστανά μαλλιά μου που σε λίγο θα μου τα κόψουν.
«Πολύ ωραίο είναι. Δεν ξέρω πώς να σας ευχαριστήσω. Μπορείτε να στείλετε ένα σμικρυσμένο αντίγραφο στην οικογένειά μου;»
«Σας το υπόσχομαι.»
Ακούω βήματα. Είναι ο δήμιος και οι βοηθοί του που έρχονται για μένα.
«Τι; Κιόλας;»
«Είναι ώρα.»
Βγάζω το σκουφί μου, ζητάω από τον δήμιο να μ’ αφήσει να τελειώσω το γράμμα μου στον πολίτη Ντουλσέ. Δέχεται. Μετά του ζητάω να μου δανείσει το ψαλίδι του. Ξαφνιάζεται, αλλά μπορεί κανείς ν’ αρνηθεί τις τελευταίες επιθυμίες μιας μελλοθάνατης; Μ’ αφήνει να κάνω αυτό που θέλω. Κόβω μια τούφα και τη δίνω στον πολίτη Αουέρ. Δεν έχω τι άλλο να του προσφέρω. ‘‘Με απλοχεριά, τον άλλον δεν υποχρεώνεις: αξίζει ο τρόπος πιο πολύ απ’ ό,τι κι αν του δώνεις’’. Του λέω: «Για να σας εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου. Κρατήστε την για να με θυμάστε». Τα μάτια του λάμπουν, δεν κλαίει. Συγκρατείται. Για ένα δάκρυ, μπορεί και να τον έστελναν στη λαιμητόμο. Φιλάει το χέρι μου και ψιθυρίζει: «Αντίο, δεσποινίς».
Ο δήμιος και οι βοηθοί του θέλουν να μου δέσουν τα πόδια. Αρνούμαι. Το λέει ο νόμος. Dura lex, sed lex. Οπότε, τους αφήνω. Και μετά μου κόβουν τα μαλλιά. Ύστερα φοράω την κόκκινη καμιζόλα. είναι μόνο για δολοφόνους θανατοποινίτες. Είχα σκεφτεί να κρατήσω τα γάντια μου, αλλά ο δήμιος με διαβεβαίωσε ότι θα μου ’δενε τα χέρια χωρίς να με πονέσει καθόλου. Σφίγγει όσο λιγότερο μπορεί. Αποχαιρετώ τον πολίτη Ρισάρ και τη γυναίκα του που μου στάθηκαν τόσο καλά.
Βγαίνουμε στην αυλή.
Το κάρο με περιμένει. Μου δίνουν ένα σκαμνάκι, αλλά εγώ ήδη ξέρω πως θα μείνω όρθια. Θέλω να κοιτάζω το πλήθος στα μάτια. Μία φορά κανείς πεθαίνει. Το τέλος είναι αυτό που στεφανώνει το έργο.